Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

«Συνεπιμέλεια» και το «συμφέρον του τέκνου»: Μια φεμινιστική κριτική στις δικαιικές διευθετήσεις της γονεϊκότητας

«Συνεπιμέλεια» και το «συμφέρον του τέκνου»: Μια φεμινιστική κριτική στις δικαιικές διευθετήσεις της γονεϊκότητας

 

Αθηνά Παπαναγιώτου

 


 

Περίληψη

Η κατανόηση των νομικών ζητημάτων και των κοινωνικοπολιτικών δυναμικών οι οποίες συναντιούνται και εκτονώνονται στο ζήτημα της «συνεπιμέλειας» διαγράφει την τροχιά από την οποία περνά μια αναστοχαστική πραγμάτευση της πρόσφατης μεταρρύθμισης. Από παρόμοια διαδρομή περνούν και κριτικές φεμινιστικές θέσεις, οι οποίες επιδιώκουν να προκαλέσουν ρωγμές σε καταπιεστικούς έμφυλους ρόλους και αναζητούν πολιτικές φιλίες σε διεκδικήσεις που εδράζονται σε παρόμοια πολιτικά διακυβεύματα. Το άρθρο που ακολουθεί αναζητεί την επίμαχη διαφορά μεταξύ προϊσχύουσας και νέας ρύθμισης, επί της οποίας λαμβάνει χώρα η δημόσια αντιπαράθεση. Από αυτή την αφετηρία επιχειρεί να σκιαγραφήσει τις πολιτικές (προ)θέσεις των εισηγουμένων τη μεταρρύθμιση, τις φυσικοποιημένες έμφυλες διευθετήσεις που υπονοεί ο νόμος 4800/2021, τους αποκλεισμούς και τις θεσπισμένες μεροληψίες που εισάγει στο οικογενειακό δίκαιο. Η στοχοποιημένη από τον νέο νόμο θέση της γυναίκας-μάνας δεν είναι η μοναδική που μπορεί εγγυημένα να φροντίσει ένα παιδί. Η πληθυντικοποίηση των θέσεων που συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της οικογένειας, η συμπερίληψη της καταστατικής ευαλωτότητας του ανήλικου ανθρώπου στη συζήτηση για τη «συνεπιμέλεια» και η προβληματοποίηση των εθνοκεντρικών δεσμών αίματος, τους οποίους ενισχύουν οι έννοιες της παιδοκεντρικότητας και της γονεϊκοκεντρικότητας, αποτελούν αναλυτικούς στόχους του άρθρου που ακολουθεί.

 

The mute substance of genes, blood, and bone had to be transformed into something more.
And if such efforts at transformation could fail—if blood could prove thinner than water—
why dismiss out of hand the kinship potential of other sorts of social ties:
the connecting tissue of friendship, say…
KATH WESTON,
Families we Choose, σ. xv

 

Ο εγχώριος δημόσιος διάλογος για τη συνεπιμέλεια διεξάγεται, εδώ και περίπου ένα χρόνο, με χαρακτηριστικά πολεμικό τρόπο. Η κατανόηση των ζητημάτων και των κοινωνικοπολιτικών δυναμικών, που συναντιούνται και εκτονώνονται στο συγκεκριμένο ζήτημα, διαγράφει, προτείνω, την τροχιά από την οποία περνά μια αναστοχαστική πραγμάτευση των σχετικών νομικών ρυθμίσεων και μεταρρυθμίσεων. Από μια τέτοια δέσμευση και παρόμοια διαδρομή περνούν και φεμινιστικές θέσεις, οι οποίες κατανοούν τις συνθετότητες του ζητήματος, επιδιώκουν να προκαλέσουν ρωγμές στους καταπιεστικούς έμφυλους ρόλους, τους οποίους επιφυλάσσουν εμπεδωμένες πολιτισμικές και θεσμικές καονονι(στι)κότητες, και αναζητούν πολιτικές φιλίες σε διεκδικήσεις που εδράζονται στο ίδιο πολιτικό διακύβευμα: Την κατανόηση της σχεσιακότητας –άρα της υποκειμενικότητας– με όρους όχι κυριαρχικούς, όχι ιδιοκτησιακούς (Athanasiou, 2017, σσ. 19, 39, 211˙ Butler & Athanasiou, 2013, σσ. 27, 55-58). Με όρους ανοιχτότητας, συμπερίληψης, φροντίδας, συναίνεσης, ευαλωτότητας, συναισθηματικής ασφάλειας, αλληλεγγύης, κοινότητας, κατανόησης. Συχνά αυτές οι διαδρομές σημαδεύονται από προσωπικά βιώματα, νομικές ορολογίες και τεχνικότητες, ευρύτερες πολιτικές στρατηγικές, πεδία πολιτικού λόγου ήδη «ναρκοθετημένα» από επικοινωνιακά μονοπώλια. Ωστόσο, προτείνω πως ένα κριτικό επιστημονικό επιχείρημα, όσο και μια φεμινιστική θέση, δεν μπορούν να μην εμπλακούν επίμονα με όλες τις παραπάνω πτυχές του ζητήματος, απ’ όσες αντιφάσεις και περιπλοκότητες κι αν σημαδεύεται αυτή η εμπλοκή.

Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια τέτοια διαδρομή, η οποία εκκινεί από τη σύγκριση της προϊσχύουσας και της πρόσφατης νομοθεσίας αναφορικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας και αξιοποιεί το ευρύτερο πολιτικό συγκείμενο, εντός του οποίου θεσπίστηκε ο νέος νόμος (δημόσια διαβούλευση, διαδικασίες στη Βουλή, δημόσιος διάλογος). Η σύγκριση των νομοθετικών ρυθμίσεων στοχεύει στη διερεύνηση της λογικής, από την οποία διαπνέονται οι πρόσφατες αλλαγές, και στην ανάδειξη της σχέσης που διατηρούν με τις έμφυλες διαφορές, τις θεσμοποιημένες έμφυλες ανισότητες και την ετεροκανονικότητα. Ταυτόχρονα, η σύγκριση «δοκιμάζει» την πολιτική προβολή του πρόσφατου νόμου ως «μεταρρυθμιστικής τομής», η οποία «έρχεται να αποκαταστήσει παγιωμένες κοινωνικές αδικίες εις βάρος των πατέρων ανήλικων τέκνων». Όπως θα υποστηριχτεί, αν και ο νέος νόμος εμφανίζεται εξαιρετικά μεροληπτικός ως προς το ρυθμιστικό του περιεχόμενο, οι εισηγητές του επικαλούνται εργαλειακά μια τυπική ισότητα ως δικαιοπολιτική του βάση. Ο νέος νόμος, όχι από λάθος, αποτελείται από ένα ασαφές ρυθμιστικά και κακότεχνο νομοτεχνικά πλέγμα διατάξεων, το οποίο θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην ερμηνεία και την εφαρμογή του. Και υπ’ αυτή την έννοια, η μεταρρύθμιση αποδεικνύεται μια επικοινωνιακή χειρονομία ικανοποίησης προνομιακών συνομιλητών, η οποία μπορεί να μην επιτυγχάνει να εισαγάγει σαφείς ρυθμίσεις, κατορθώνει ωστόσο να εγγράψει τις πολιτικές της αφετηρίες και διαθέσεις στο γράμμα του θετικού δικαίου.

Στο ελληνικό συγκείμενο, οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας και οι πατριαρχικές δομές ανισότητας «επιμένουν» να αναθέτουν το βάρος της ανατροφής των τέκνων, όπως και άλλων «εξαρτώμενων» και ευάλωτων μελών, δυσανάλογα στις γυναίκες. Υπ’ αυτή την έννοια μια νομική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να συμβάλλει στην προβληματοποίηση αυτής της φυσικοποιημένης ανισότητας, αν και όχι να την εγγυηθεί. Μια τέτοια μεταρρυθμιστική τομή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την πρόβλεψη της συνευθύνης στη φροντίδα, την αποδόμηση της κατανόησης των γυναικών ως αυταπόδεικτα κατάλληλων φροντιστριών, την αποσταθεροποίηση παγιωμένων έμφυλων ρόλων. Με άλλα λόγια, μια τέτοια μεταρρύθμιση οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τις φυσικοποιημένες υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας, που διαπερνούν και περιορίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα ήθελα να προτείνω πως μια τέτοια νομοθετική χειρονομία συνδέεται επίσης κομβικά με την επανανοηματοδότηση της έννοιας του «συμφέροντος του τέκνου», με την αποδόμηση των εξ αίματος δεσμών και της ιδιοκτησιακής λογικής, που διέπει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες αλλαγές, και επιπρόσθετα με την πληθυντικοποίηση των θέσεων που συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της οικογένειας.

Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο συνιστά σύμφωνα με το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο λειτουργικό δικαίωμα1 –δηλαδή, τόσο καθήκον, όσο και δικαίωμα– των γονέων του (Κουνούγερη-Μανωλεδάκη, 2003, σελ. 242). Η έννοια της γονικής μέριμνας, έννοια γένος, «περιλαμβάνει την επιμέλεια», δηλαδή «την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του» (άρθ. 1518, παρ. 1 Αστικού Κώδικα), «τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη» (άρθ. 1510, παρ. 1 ΑΚ) (Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, 2020, σελ. 1209).2 Σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι γονείς «ασκούν από κοινού»3 (προϊσχύον άρθρο 1510, παρ. 1ΑΚ) τη γονική μέριμνα. Σε περίπτωση διαζυγίου:

… η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο. Η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί στον έναν από τους γονείς ή, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού. […] Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, ιδίως να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων ή να την αναθέσει σε τρίτον. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου… (προϊσχύον άρθ. 1513, παρ. 1 ΑΚ).

Οι ρυθμίσεις για τη γονική μέριμνα μετά το διαζύγιο συμπληρώνονταν από εκείνες για το συναινετικό διαζύγιο:

… Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος [με συναινετικό διαζύγιο] πρέπει να ρυθμίζεται η επιμέλειά τους, η επικοινωνία με αυτά και η διατροφή τους, με την ίδια [αυτή στην οποία συμφωνείται συναινετικά η λύση του γάμου] ή με άλλη έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων… (προϊσχύον άρθ. 1441, παρ. 2 ΑΚ).

Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πεποίθηση αλλά και μια ευρέως υποστηριγμένη από νομικούς θέση (Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, 2020, σελ. 1.210, Σταμπέλου, 2021, σελ. 386), η κρατούσα ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων διαμόρφωσε μια πάγια νομολογία η οποία ανέθετε συνήθως την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων στη μητέρα τους, ειδικότερα όσον αφορά ανήλικα τέκνα μικρότερων ηλικιών.4 Θα πρότεινα πως η αλήθεια είναι κάπως πιο περίπλοκη. Αφενός, από το γράμμα του νόμου γίνεται σαφές ότι μια τέτοια έκβαση δεν αποτελούσε μονόδρομο. Το δικαστήριο, σύμφωνα με τον προϊσχύοντα νόμο, μπορούσε να επιλέξει την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, την κατανομή της ή την ανάθεσή της στον πατέρα του τέκνου, ενώ η συμφωνία των γονέων σε περίπτωση συναινετικού διαζυγίου μπορούσε επίσης να ακολουθήσει την επιλογή της από κοινού φροντίδας (Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, 2020, σελ. 1.209˙ Φουντεδάκη, 2020, σελ. 1.214˙ Παντελίδου, 2021, σελ. 10).

Η συνήθης έκβαση ανάθεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας στη μητέρα συνδέεται άρρηκτα με τον εμπεδωμένο έμφυλο ρόλο της γυναίκας και τις κοινωνικές προσδοκίες που αυτός συνεπάγεται. Οι έμφυλες νόρμες νοηματοδοτούν επίγνωστα ή ανεπίγνωστα την ερμηνεία του γράμματος ενός νόμου από το δικαστήριο, τις προσδοκίες και τις διεκδικήσεις των διαδίκων (γονέων και πρώην συζύγων), τα επιχειρήματα της νομικής θεωρίας, γενικότερα τα ερμηνευτικά αντανακλαστικά (ιδιαίτερα σημαντικά στο πλαίσιο της νομικής πρακτικής) των εφαρμοστών του κανόνα δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μητέρες γίνονται, για όλα τα μέρη, αυταπόδεικτα, οι «καταλληλότερες» να σηκώσουν βάρη, τα οποία στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν επέλεξαν5 να φέρουν αποκλειστικά, αλλά στο πλαίσιο μιας αναγνωρισμένης από τον νόμο συντροφικής σχέσης. Η κατανόηση της γυναίκας ως καλύτερης φροντίστριας, «φυσικού» γονέα, τρυφερής τροφού, ενστικτωδώς επιδεξιότερου γονέα, υπευθυνότερου γονέα, «ιερής ηρωίδας της καθημερινότητας» διανοίγει το πεδίο για δυσανάλογη ανάληψη των καθημερινών ευθυνών της επιμέλειας από τις γυναίκες, εντός και εκτός γάμου, ενδεχομένως αβασάνιστες δικαστικές αποφάσεις που αναθέτουν την άσκηση της γονικής μέριμνας αποκλειστικά στις γυναίκες-γονείς, ελάχιστες, «χλιαρές» (Φουντεδάκη, 2020, σελ. 1.214) ή συχνά αντιδραστικές, άμεσα σχετιζόμενες με τη διατροφή (Κοτζάμπαση, 2021, σελ. 393) δικαστικές διεκδικήσεις της επιμέλειας από τους άντρες-γονείς.6

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα μπορούσαμε, θεωρώ, να αρνηθούμε τη δυνατότητα μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας να μεταρρυθμίσει το οικογενειακό δίκαιο προς μια κατεύθυνση που θα παρακινούσε τη νομολογία σε διαφορετικές ερμηνείες αναφορικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας. Μια τέτοια νομοθετική πρωτοβουλία θα επιχειρούσε να επαναπροσδιορίσει τους έμφυλους ρόλους εντός και εκτός γάμου-συντροφικής σχέσης και να συμπεριλάβει διαφορετικές οικογένειες, στην ετερογένειά τους, δίνοντας ταυτόχρονα το στίγμα της ισότητας μεταξύ των γονέων και μεριμνώντας για ένα ασφαλές και φροντισμένο περιβάλλον ανατροφής ανήλικων ανθρώπων. Μια τέτοια ουσιαστική μετατόπιση δεν μπορεί, τελικά, να την εγγυηθεί και να τη διασφαλίσει το θετικό δίκαιο (Φουντεδάκη, 2020, σελ. 1.214), αλλά μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να την παρακινήσει και να την προτάξει. Οι σημασίες που επιτελεί το θετικό δίκαιο υπερβαίνουν το στενό κανονιστικό περιεχόμενο του γράμματος του νόμου και υπερβαίνονται από εμπεδωμένους πολιτισμικούς τρόπους (Butler, 2011, σσ. 70-71). Τα εύλογα ερωτήματα που τίθενται είναι, αφενός, πώς θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια νομοθετική πρωτοβουλία που θα επιχειρούσε τέτοιες μετατοπίσεις; Από ποιο «πνεύμα» θα διαπνεόταν;7 Και, αφετέρου, αν οι αλλαγές του πρόσφατου νόμου 4800/2021 με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις», ο οποίος τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση στις 18-03-2021,8 κατατέθηκε προς ψήφιση με κάποιες αλλαγές στις 07-05-20219 και ψηφίστηκε στις 21-05-2021, κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Κρίσιμες ασάφειες

Ποια είναι, συνεπώς, η επίμαχη διαφορά μεταξύ προϊσχύουσας και νέας ρύθμισης, επί της οποίας λαμβάνει χώρα η δημόσια αντιπαράθεση; Σύμφωνα με το προϊσχύον δίκαιο, η άσκηση της γονικής μέριμνας σε περίπτωση διαζυγίου αποφασιζόταν από το δικαστήριο, το οποίο είχε τη δυνατότητα να την αναθέσει στον έναν από τους δύο γονείς, να την αναθέσει και στους δύο από κοινού ή να την κατανείμει μεταξύ τους (Κουνούγερη-Μανωλεδάκη, 2003, σσ. 279-287, Φουντεδάκη, 2020, σελ. 1.204). Σε περίπτωση δε συναινετικού διαζυγίου, οι γονείς όφειλαν να συμφωνήσουν για την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους.

Σύμφωνα με τον νέο νόμο, «Στις περιπτώσεις διαζυγίου […] ή λύσης […] του συμφώνου συμβίωσης […] και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από́ κοινού́ και εξίσου τη γονική́ μέριμνα» (άρθ. 1513, παρ. 1 ΑΚ). Ωστόσο, κατά παρέκκλιση, οι γονείς, με συμφωνία τους, μπορούν να ρυθμίσουν διαφορετικά την επιμέλεια.10 Επιπρόσθετα, υπό προϋποθέσεις, αν, για παράδειγμα, η παραπάνω συμφωνία δεν τηρείται ή αν η άσκηση της γονικής μέριμνας είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, προσφεύγουν σε διαμεσολάβηση. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο (άρθ. 1514, παρ. 2 ΑΚ). Σε αυτή την περίπτωση το δικαστήριο διαθέτει και πάλι τις δυνατότητες της κατανομής της γονικής μέριμνας ή της ανάθεσής της στον ένα από τους δύο γονείς. Τι σημαίνει, όμως, αυτή η καταρχάς και κατ’ αρχήν από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας, στην οποία το ο νέος νόμος δίνει προτεραιότητα έναντι της συμφωνίας των γονέων ή της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να αποφασίσει κατά περίπτωση και ανάλογα με τις συνθήκες; Και με ποιον τρόπο, τελικά, μετατοπίζονται οι νέες ρυθμίσεις από τον προϊσχύοντα νόμο;

Το προϊσχύον δίκαιο προέβλεπε η άσκηση της γονικής μέριμνας σε περίπτωση διαζυγίου / λύσης της συμβίωσης να αποφασίζεται από το δικαστήριο ή να συμφωνείται ειδικά. Η προσέγγιση αυτή έδινε τη δυνατότητα να σταθμιστούν οι συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες και να προκριθεί, στη βάση του συμφέροντος του τέκνου,11 η καλύτερη από τις δυνατές λύση, η οποία θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες των συγκεκριμένων σχέσεων.12 Ο προϊσχύων νόμος φαίνεται να προϋπέθετε ότι ένας κανόνας δικαίου δεν είναι σε θέση να αποφασίσει a priori και χωρίς να λάβει υπόψη του τις συγκεκριμένες συνθήκες φροντίδας ενός παιδιού και τις σχέσεις του με τους γονείς του, τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας.

Τι αλλάζει, συνεπώς, με τον νέο νόμο; Τι αλλάζει η καταρχάς και κατ’ αρχήν από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας του άρθρου 1513 του Αστικού Κώδικα; Η από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστά μια αρκετά αφηρημένη διατύπωση,13 η οποία προϋποθέτει σύμπνοια, συνεργασία και συναινετική εξειδίκευση των όρων της από τους δύο γονείς. Αυτή η συνδιαμόρφωση της από κοινού φροντίδας του τέκνου δεν είναι, φυσικά, απλή υπόθεση, ιδιαιτέρως στο πλαίσιο ενός συγκρουσιακού διαζυγίου, ακόμα περισσότερο στις περιπτώσεις κακοποιητικών σχέσεων. Επιπλέον, δεν συνιστά μια συνθήκη που θα επιχειρηθεί επιτυχημένα για πρώτη φορά μετά τη λύση της συμβίωσης. Κατά την άποψή μου, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η συγκεκριμένη διάταξη δεν θα ήταν σε θέση να εφαρμοστεί και θα καθιστούσε αναγκαία την ενεργοποίηση των κατά παρέκκλιση δυνατοτήτων του άρθρου 1514 ΑΚ, δηλαδή τη συμφωνία μεταξύ των μερών ή την προσφυγή στο δικαστήριο, αν δεν τελεσφορήσει το υποχρεωτικό προστάδιο της διαμεσολάβησης.

Η επιμέλεια του τέκνου είναι τόσο περίπλοκη στην καθημερινότητά της, ώστε η οργάνωση και η ουσιαστική εφαρμογή μιας αφηρημένα από κοινού και εξίσου άσκησης γίνονται εξαιρετικά σύνθετες. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η διατροφή, η εκπαίδευση, η ένδυση, οι μετακινήσεις, οι κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, τα πάσης φύσεως έξοδα, η συστηματική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη / παρακολούθηση, η υγιεινή και καθημερινή φροντίδα θα πρέπει να οργανωθούν και να υλοποιούνται εξίσου και από τους δύο πρώην συζύγους / συντρόφους σε κάθε στιγμή του μεγαλώματος ενός παιδιού. Με άλλα λόγια, η από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας εισάγεται σαν να είναι κοινός τόπος, μια γνωστή και συνήθης πρακτική –εντός και εκτός γάμου– την οποία το δίκαιο προκρίνει.

Ωστόσο, το εγχείρημα μιας νομοθετικής μεταρρύθμισης δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη του ότι μια μετατόπιση από μια καθιερωμένη κοινωνική ‒και, σύμφωνα με μία άποψη, νομολογιακή‒ πρακτική προϋποθέτει πιο προσεχτική και εκλεπτυσμένη περιγραφή της προτεινόμενης διευθέτησης. Αν στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι μανάδες-γυναίκες αναλαμβάνουν δυσανάλογα βάρη κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας εντός και εκτός γάμου, η ισότητα εδώ θα χρειαζόταν μια πιο αναλυτική δικαιική ρύθμιση, περισσότερη σαφήνεια αναφορικά με κρίσιμα ζητήματα όπως η διατροφή, μια πιο επίμονη περιγραφή του τρόπου με τον οποίο το δίκαιο και οι θεσμοί φαντάζονται και διασφαλίζουν αυτή την ισότητα (μέσα από αποτελεσματικές υπηρεσίες νομικής βοήθειας, δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες διαμεσολάβησης, οικογενειακά δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης). Επιπλέον, η σχεσιακότητα δεν είναι ένα πεδίο πρόσφορο για οριζόντιες, απόλυτες και αξιωματικές διευθετήσεις, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις ειδικές συνθήκες των ανθρώπων οι οποίοι απαρτίζουν τις σχέσεις, τους δεσμούς τους και την καθημερινότητά τους.

Αν στα παραπάνω προστεθεί και το ζήτημα της διατροφής, το οποίο σαφέστατα επηρεάζεται από τον τρόπο με τον οποίο έχουν διευθετηθεί η επιμέλεια και ο τόπος διαμονής του τέκνου και για τον οποίο ο νέος νόμος σιωπά εκκωφαντικά, η δυνατότητα συνδιαμόρφωσης στη βάση μιας τόσο αφηρημένης ρύθμισης είναι σχεδόν ουτοπική. Σε κάθε περίπτωση, οι γονείς και πρώην σύζυγοι, που μπορούν να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις συνθετότητες και να ασκήσουν από κοινού τη γονική μέριμνα των τέκνων τους μετά τη λύση της συμβίωσης τους, θα μπορούσαν αναμφισβήτητα να προχωρήσουν σε μια τέτοιου είδους συναινετική συνδιαμόρφωση και με την προϊσχύουσα νομοθεσία και τις δυνατότητες που αυτή προέβλεπε (προϊσχύον άρθ. 1441, παρ. 2 και 1513, παρ.1 ΑΚ).

Κατά την άποψή μου, η διάταξη του άρθρου 1513 ΑΚ περί από «κοινού και εξίσου» άσκηση της γονικής μέριμνας σε περίπτωση διαζυγίου είναι προφανώς ανεπαρκής και κατά τεκμήριο ανεφάρμοστη, πέραν ελάχιστων περιπτώσεων σχέσεων μεταξύ πρώην συντρόφων, οι οποίοι είναι σε θέση να εξειδικεύσουν και να συνδιαμορφώσουν το πλαίσιο φροντίδας των τέκνων τους, ούτως ή άλλως. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η άσκηση της γονικής μέριμνας θα πρέπει να εξειδικευτεί όχι από τον κανόνα της από κοινού και εξίσου άσκησης της γονικής μέριμνας, αλλά από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 1514 (συμφωνία, διαμεσολάβηση, προσφυγή στα δικαστήρια). Μάλιστα, τόσο η συμφωνία όσο και η διαμεσολάβηση αποτελούν πεδία όπου έμφυλες, κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις μπορούν να υπονομεύσουν την ουσιαστική ισότητα: Είναι, για παράδειγμα, ίδια η διαπραγματευτική ισχύς των μερών σε μια τέτοια συμφωνία; Πώς διασφαλίζεται η προσφυγή σε διαμεσολάβηση, η οποία μάλιστα φαίνεται να είναι υποχρεωτικό προστάδιο πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, σε φτωχούς γονείς; Είναι οι τελευταίοι καταδικασμένοι να διαφωνούν «ισόβια»;

Σε κάθε περίπτωση, από τη διαπίστωση της αδυναμίας της από κοινού άσκησης έως την έκδοση δικαστικής απόφασης ή την επίτευξη συμφωνίας θα έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι γονείς θα οφείλουν να συμπράττουν σε όλες τις πτυχές της καθημερινής φροντίδας του παιδιού. Τι θα συμβεί, αν αυτή η σύμπραξη δεν είναι στην πράξη βιώσιμη ή περιλαμβάνει κακοποιητικές συμπεριφορές;14 Επιπροσθέτως, οι αέναες διαμάχες και διαδικασίες, που προϋποθέτει το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διευθέτηση της άσκησης της γονικής μέριμνας, από τη διακοπή της συμβίωσης έως την προσφυγή στο δικαστήριο, είναι δυνατό να αποτρέπουν στην πράξη μια απόφαση για τη λύση του γάμου ή του συμφώνου. Μια τέτοια παρεμπόδιση ή αποτροπή συνιστά ιδιαίτερα βίαιη διευθέτηση από μια μεταρρύθμιση που προτάσσει την ισότητα.

Τι επιτελεί, συνεπώς, ένας νόμος του οποίου η κρίσιμη και επίμαχη διάταξη δεν υλοποιεί ακριβώς ή τουλάχιστον ευθέως, με σαφείς ρυθμίσεις, και με ουσιαστική ρυθμιστική διαφορά από το προϊσχύον δίκαιο, αυτό που υπόσχεται, τη λεγόμενη «συνεπιμέλεια»; Και αν η «συνεπιμέλεια» δεν εισάγεται ειδικά, εφαρμόσιμα και με σαφήνεια, ποιο είναι το πεδίο πολεμικής αντιπαράθεσης στον δημόσιο λόγο; Ο νέος νόμος δεν περιορίζεται στη λεγόμενη «συνεπιμέλεια» (προτείνω πως υπό μία έννοια δεν την εισάγει καν), αλλά περιλαμβάνει ένα πλέγμα ρυθμίσεων, «θολών» ως προς τη σκοπιμότητα και το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο, το οποίο πυροδότησε εντάσεις στον δημόσιο λόγο, εύλογες αντιδράσεις από φεμινιστικές οργανώσεις,15 σεξιστικές αντεγκλήσεις από οργανωμένους μπαμπάδες.16

Κάποια παραδείγματα αυτού του ομιχλώδους ρυθμιστικού πλέγματος αναλύονται στη συνέχεια, στοιχειοθετώντας αυτό που τελικά υπήρξε το κρίσιμο διακύβευμα της μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας: Μια εκστρατεία εντυπώσεων, η οποία σαφώς και είναι σε θέση να αφήσει με τον πλέον πολιτικά αμφιλεγόμενο τρόπο το αποτύπωμά της στην ερμηνεία των διατάξεων από τα δικαστήρια και επιπροσθέτως να αναπαράγει μια αντιδραστική και σεξιστική εικόνα για γυναίκες, μανάδες, φεμινίστριες· τέλος, κάθε άλλο παρά θα συμβάλλει σε σχέσεις δομημένες στο διάλογο, στην κουλτούρα της συνδιαμόρφωσης και στη συναίνεση. Μια φεμινιστική απόκριση σε αυτό το πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να αποφύγει τη συνθετότητα και, ενδεχομένως, κάποιες αντιφάσεις, στον βαθμό που υπερασπίζει μια θέση, αυτή της μάνας-γονέα-γυναίκας, η οποία δεν είναι ακριβώς επιλεγμένη στις σημασίες και στους ρόλους, που συνεπάγεται. Ωστόσο, ας πούμε πως είναι φεμινιστικό, λειτουργικό μας δικαίωμα, ελευθερία και ευθύνη,17 να βρούμε τον τρόπο και τις κρίσιμες γραμμές απόκρισης.

Οι συνθήκες σύνταξης, εισήγησης και πολιτικής διαβούλευσης του νέου νόμου αντικατοπτρίζουν εύγλωττα την επένδυσή του σε μια επικοινωνιακή χειρονομία εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία ικανοποιεί έναν πολύ ειδικό στόχο: την αποστέρηση των μανάδων από την «προτεραιότητα» που τους «δίνεται» και όχι την προώθηση της από κοινού μέριμνας για ανήλικους ανθρώπους (δεδομένου ότι η πρωτοβουλία τεκνοποίησης στις περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται κυρίως εδώ λόγος ανήκει σε δύο ετεροφυλόφιλους συντρόφους) και για τις περιπτώσεις που αυτή θα σήμαινε ασφαλείς και βιώσιμες σχέσεις φροντίδας. Ειδικότερα, η εισαγωγή του νέου νόμου στον δημόσιο διάλογο περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, θολές ως προς το κανονιστικό τους περιεχόμενο ή τη νομοθετική του στόχευση διατάξεις, έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας ως προς τις συνθήκες νομοθέτησης, δολοφονία χαρακτήρων –και συγκεκριμένα, χαρακτήρων γυναικών, ή/και μανάδων, ή/και φεμινιστριών‒, υπόνοιες, αν όχι βεβαιότητες ύπαρξης προνομιακών συνομιλητών18 κατά τη σύνταξη του σχεδίου νόμου και τουλάχιστον ανεπαρκή πολιτική διαβούλευση, ψυχιατρικοποίηση του ζητήματος και επίκληση επιστημονικοφανών αυθεντιών.19 Η ανάλυση που ακολουθεί δεν επιχειρεί να εξαντλήσει τα ρυθμιστικά προβλήματα που παρουσιάζει ο μεταξύ άλλων νομοτεχνικά προβληματικός νόμος20 «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου»· επιδιώκει, ωστόσο, να τεκμηριώσει μέσα από χαρακτηριστικά παραδείγματα τις παραπάνω θέσεις αναφορικά με τη στόχευσή του.

 

Διακηρύξεις ισότητας, μεροληπτικές ακρίβειες

Η διάταξη για την από «κοινού και εξίσου άσκηση» της γονικής μέριμνας, η οποία συμβαίνει να μην εισάγει μια ειδική, εφαρμόσιμη, ασφαλή για όλα τα μέρη και πλαισιωμένη με κοινωνικές υπηρεσίες συνφροντίδα των τέκνων, αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ρυθμιστικής ασάφειας του νέου νόμου. Η συνεπιμέλεια, το βασικό ζητούμενο για το οποίο έγινε γνωστός, συζητιέται και διαφημίζεται ως μεταρρυθμιστική τομή ο νόμος 4800/2021, δεν ρυθμίζεται, παρά κατ’ όνομα και διακηρυκτικά από τις προτεινόμενες διατάξεις, πέρα, ωστόσο, από την επίμαχη ρύθμιση και άλλες διατάξεις του εγείρουν ερωτηματικά αναφορικά με τα κριτήρια στη βάση των οποίων πραγματοποιήθηκαν οι συγκεκριμένες κανονιστικές σταθμίσεις.

Για παράδειγμα, το νέο άρθρο 1519, παρ. 2 ΑΚ απαιτεί την έγγραφη συμφωνία του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, προκειμένου να μεταβληθεί ο τόπος διαμονής του παιδιού, εφόσον αυτή η μεταβολή επιδρά́ σημαντικά στην επικοινωνία τους. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ρύθμιση δεσμεύει τον γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο (συνήθως τη μητέρα του), επηρεάζοντας ουσιωδώς τις αποφάσεις του αναφορικά με τον δικό του τόπο εγκατάστασης, επαγγελματικής δραστηριότητας και κοινωνικής ζωής. Από την άλλη, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο μπορεί ανεμπόδιστα και χωρίς να λογοδοτεί να αλλάζει τη διαμονή του και, όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια, να διεκδικεί όσο χρόνο επικοινωνίας με το παιδί επιθυμεί και δύναται να έχει. Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο (συνήθως ο πατέρας του) διαθέτει, με άλλα λόγια, μόνο διεκδικήσιμα δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις.

Οι αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα που αφορούν το τέκνο και συγκεκριμένα για το όνομά του αποτελούν ένα ακόμα παράδειγμα της μεροληψίας του οικογενειακού δικαίου. Σύμφωνα με το νέο άρθρο 1519, παρ. 1 ΑΚ:

… Όταν η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται από τους δύο γονείς από κοινού…

Η ονοματοδοσία εδώ κρίνεται σημαντικό ζήτημα, όπως μας ενημερώνει και ο τίτλος του νέου άρθρου 1519 ΑΚ· ζήτημα το οποίο, μεταξύ άλλων, χρήζει κοινής απόφασης σε κάθε περίπτωση τρόπου με τον οποίο ασκείται η γονική μέριμνα.

Από την άλλη, το άρθρο 1505 του Αστικού Κώδικα προβλέπει (ήδη πριν από το νέο νόμο) ότι:

… Οι γονείς υποχρεούνται να έχουν προσδιορίσει το επώνυμο των τέκνων τους με κοινή αμετάκλητη δήλωσή τους. Η δήλωση γίνεται πριν από το γάμο.
[…] Το οριζόμενο επώνυμο, κοινό για όλα τα τέκνα, μπορεί να είναι είτε το επώνυμο του ενός από τους γονείς είτε συνδυασμός των επωνύμων τους.
[…] Αν οι γονείς παραλείψουν να δηλώσουν το επώνυμο των τέκνων τους, σύμφωνα με τους όρους των προηγούμενων παραγράφων, τα τέκνα έχουν για επώνυμο το επώνυμο του πατέρα τους…

Συνεπώς, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, η απόφαση για το επώνυμο των τέκνων είναι μια απόφαση που λαμβάνεται αμετάκλητα πριν από τον γάμο των γονέων. Αν αυτή η δήλωση παραλειφθεί, ενεργοποιείται ο αναγκαστικού δικαίου κανόνας της παρ. 3 του άρθρου 1505 ΑΚ και τα επιγενόμενα τέκνα θα λάβουν το επώνυμο του πατέρα τους (Κουνούγερη-Μανωλεδάκη, 2003, σσ. 227-228). Σε κανέναν άλλο χρόνο, δηλαδή, δεν μπορούν οι γονείς να αποφασίσουν άλλως, για παράδειγμα, πριν από ή μετά τη γέννηση του παιδιού τους, η οποία σε κάθε περίπτωση σχετίζεται χρονικά περισσότερο με το ζήτημα του επωνύμου το οποίο θα λάβει το τέκνο σε σχέση με τη χρονική στιγμή του γάμου.21 Συμπληρωματικά, αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, στις περιπτώσεις που το παιδί γεννιέται εκτός γάμου / συμφώνου συμβίωσης των γονέων του, λαμβάνει το επώνυμο της μητέρας του. Σε περίπτωση που αναγνωριστεί δικαστικά ή εκούσια από τον πατέρα του, ο νόμος μεριμνά για την προσθήκη του επωνύμου του πατέρα σε εκείνο της μητέρας (1506 ΑΚ).

Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων αποκομίζεται η εντύπωση ενός μεροληπτικού οικογενειακού δικαίου και μιας ακόμα πιο μεροληπτικής μεταρρύθμισής του. Η απόκτηση από το τέκνο του επωνύμου της μητέρας του (αποκλειστικά ή όχι) είναι μια δυνατότητα η οποία μπορεί να επιλεγεί άπαξ και σε αποκλειστική χρονική στιγμή –άσχετη με τη γέννηση του παιδιού. Από την άλλη, το δικαίωμα του πατέρα στο επώνυμο θεωρούνταν και θεωρείται ως το άνευ άλλου τινός δεδομένο επώνυμο του τέκνου. Επιπλέον, o νέος νόμος διασφαλίζει επιμελώς και με ακρίβεια το δικαίωμα του πατέρα να συναποφασίζει για «σημαντικά ζητήματα», μεταξύ των οποίων το όνομα του παιδιού. Η αγωνία των νέων κανόνων δικαίου να διασφαλίσουν συναπόφαση για τα «μείζονα ζητήματα» της ζωής του παιδιού είναι παραδειγματική, όταν αυτό που διακυβεύεται είναι να μη ληφθεί υπόψη η γνώμη του πατέρα. Παραδειγματική εμφανίζεται στην περίπτωση αυτή και η ακρίβεια στο κανονιστικό περιεχόμενο. Δεν θα λέγαμε το ίδιο αναφορικά με το επώνυμο του τέκνου, ζήτημα το οποίο ένας νόμος που καθιερώνει την ισότητα όφειλε να επαναδιαπραγματευτεί στη λογική της από κοινού και εξίσου άσκησης της γονικής μέριμνας και της συναπόφασης.22

Μεροληπτικός εμφανίζεται ο νόμος 4800/2021 και αναφορικά με τη διάταξη για το δικαίωμα επικοινωνίας, μία από αυτές που προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις.23 Σύμφωνα με το νέο άρθρο 1520 ΑΚ, η επικοινωνία του πατέρα με το τέκνο εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια, παρότι και στην περίπτωση αυτή το φύλο του ευνοημένου γονέα δεν προκύπτει ρητώς από το γράμμα του νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο:

… Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό […]. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας […]. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας…

Αναφορικά με τη συγκεκριμένη διάταξη, έχει σχολιαστεί εκτενώς από τη νομική θεωρία (Κοτζάμπαση, 2021, σελ. 392, Παντελίδου, 2021, σελ. 18, Φουντεδάκη, 2020, σσ. 1.215-1.216) η αναντίστοιχη της σοβαρότητας του ζητήματος και άτεχνη ποσοτικοποίηση της επικοινωνίας τέκνου-γονέα, η οποία εισάγεται με τη μορφή τεκμηρίου ελάχιστης επικοινωνίας. Εδώ δεν θα σταθώ τόσο στο ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης και στη δικαιοπολιτική του σκοπιμότητα,24 όσο στην πρώτη εξαίρεσή του, αλλά και στο όχημα με το οποίο εισάγεται αυτή η «ελάχιστη επικοινωνία», αυτό του τεκμηρίου της απόδειξης. Ας σημειωθεί προηγουμένως ότι, αν και το άρθρο αναφέρεται σε «γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο», υπονοεί για την πλειονότητα των περιπτώσεων, τουλάχιστον προς το παρόν, τον πατέρα του τέκνου. Ο πατέρας αυτός, λοιπόν, «τεκμαίρεται» πως θα πρέπει να επικοινωνεί με το τέκνο του κατά το ένα τρίτο25 του συνολικού χρόνου,26 εφόσον το επιθυμεί. Αν δεν το επιθυμεί, μπορεί να ζητήσει λιγότερη επικοινωνία.

Ενώ, συνεπώς, στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης του νόμου αναφέρεται ότι: «Η έλλειψη επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει οδηγεί στη μη ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του τέκνου και εμποδίζει την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του» και ενώ το Διαδίκτυο το τελευταίο διάστημα βρίθει επιστημονικοφανών τοποθετήσεων αναφορικά με το πόσο ευεργετική είναι για τα παιδιά η επικοινωνία και με τους δύο γονείς, την οποία συχνά «μνησίκακες» μητέρες εμποδίζουν, ο γονέας-πατέρας, αν το επιθυμεί, μπορεί να διεκδικήσει λιγότερη επικοινωνία. Το δε «τεκμήριο», νομικός όρος που ρυθμίζει το βάρος απόδειξης δικαστικά διεκδικήσιμων αξιώσεων, διευκολύνει τον διάδικο πατέρα, ώστε να μη χρειάζεται να αποδείξει την αναγκαιότητα αυτού του ενός τρίτου. Αντιθέτως, ο άλλος γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, δηλαδή έως τώρα συνήθως η μητέρα του, καλείται να αποδείξει τους ισχυρισμούς της περί εξαιρετικά σοβαρού λόγου που είναι δυνατό να αποκλείσει ή να περιορίσει την επικοινωνία με τον άλλο γονέα. Συνεπώς, στις περιπτώσεις που, για παράδειγμα, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο ασκεί ενδοοικογενειακή βία, το δικαστήριο δύναται –και δεν είναι υποχρεωμένο– να του στερήσει την επικοινωνία με τον κακοποιητή γονέα, εφόσον πάντα αποδειχτεί η κακοποίηση.

Η εικόνα των υπονοούμενων έμφυλων αφηγήσεων και προνομίων, που εισάγει ο νέος νόμος, ολοκληρώνεται –θα έλεγα παρωδικά– με το δεύτερο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του νέου άρθρου 1520 ΑΚ:

… Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου…

Εδώ η κρυπτικότητα του γράμματος οδήγησε σε μια παράξενη διατύπωση: Προφανώς, οι τρίτοι στους οποίους επιθυμεί να αναφερθεί, αλλά δεν το κάνει ρητώς ο νέος νόμος, είναι ο/η νυν σύντροφος του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, δηλαδή, και συνήθως ως τώρα, του πατέρα. Ενδεχομένως η υπαινικτικότητα εδώ να οφείλεται σε κάποιου είδους πουριτανισμό, ο οποίος, πάντως, καταλήγει σε ένα ασαφές, αν όχι αλλόκοτο για το ετεροκανονικό σύστημα νομικών κανόνων του Αστικού Κώδικα αποτέλεσμα να αποκτούν δικαίωμα επικοινωνίας με ανήλικα τέκνα αόριστοι «τρίτοι».27

Συνεπώς, θεσπίζεται εδώ ένα «σχεδόν» δικαίωμα, μάλλον των νυν συντρόφων των γονέων με τους οποίους δεν διαμένουν ανήλικα τέκνα, να επικοινωνούν μαζί τους, εφόσον έχουν αναπτύξει με τα παιδιά «κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης». Από την άλλη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, μία, για παράδειγμα, μητέρα θα πρέπει να διεκδικήσει και να αποδείξει για ποιο λόγο ο βίαιος πρώην σύντροφός της δεν πρέπει να επικοινωνεί με το τέκνο της.28 Και δεν δεσμεύεται το δικαστήριο από τον νόμο να αποκλείσει ή να περιορίσει την επικοινωνία σε αυτές τις περιπτώσεις, πάρα να εξετάσει το ενδεχόμενο αυτό. Με άλλα λόγια, η λεπτότητα με την οποία ο νόμος 4800/2021 θωρακίζει και περιφρουρεί μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια τα δικαιώματα-προνόμια που συνάδουν με γονείς-πατέρες ανήλικων τέκνων και η δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζει διεκδικήσεις και εχέγγυα, που μάλλον αφορούν μητέρες ανήλικων τέκνων, αναδεικνύονται συστηματικές και χαρακτηριστικές. Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο (δηλαδή, συνήθως ο πατέρας) δύναται να διεκδικεί, με τεκμήριο και κατά βούληση, την επικοινωνία του, καθώς και την επικοινωνία του οικείου περιβάλλοντός του, με το τέκνο.

Από την άλλη, ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο θα διεκδικεί, φέροντας το βάρος της απόδειξης και χωρίς καμία ελάχιστη διασφάλιση από τον νόμο αναφορικά με την έκβαση του αιτήματός του, τον περιορισμό ή αποκλεισμό της επικοινωνίας του τέκνου με γονέα κακοποιητή. Στην ίδια, άλλωστε, κατεύθυνση κινείται και το νέο άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει ενδεικτικά περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, οι οποίες συνεπάγονται την αφαίρεσή της από το δικαστήριο. Στις περιπτώσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται, για παράδειγμα:

… η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς… (άρθ. 1532, παρ. 2, περ. β. ΑΚ).

Τη διατάραξη αυτή καλείται να τη διαπιστώσει το δικαστήριο στη βάση των ισχυρισμών των διαδίκων. Αντιθέτως, για τις περιπτώσεις αφαίρεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας λόγω ενδοοικογενειακής βίας ο νέος νόμος προτείνει την οριστική δικαστική απόφαση για την απόδειξη των ισχυρισμών κακοποίησης (άρθ. 1532, παρ. 2, περ. στ. ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή η αξιοπιστία των γονέων αναφορικά με τους ισχυρισμούς τους σε μια δίκη για την αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας δεν φαντάζει να είναι ίδια.

Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης του νόμου 4800/2021, οι νέες ρυθμίσεις καθιερώνουν «… την αρχή της ισότητας των γονέων στις ευθύνες και στα δικαιώματα έναντι του τέκνου…» Παραμένει, ωστόσο, ακατανόητο σε τι συνίσταται αυτή η ισότητα, ποιες κοινωνικές συνθήκες έλαβε υπόψη της η μεταρρύθμιση, σε ποια βάση και με ποιο πλαίσιο θα πρέπει οι πρώην σύντροφοι με κλονισμένη, τραυματισμένη και ενδεχομένως ιδιαιτέρως συγκρουσιακή σχέση να υλοποιήσουν την εξίσου και από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Τα παραπάνω παραδείγματα αποκαλύπτουν, αφενός, την έλλειψη προσπάθειας σύνταξης ενός συνεκτικού και εφαρμόσιμου κανόνα δικαίου, και αφετέρου, την πολιτική μέριμνα –κατά την άποψή μου, ιδιαιτέρως αναποτελεσματική, πρόχειρη κανονιστικά και νομοτεχνικά εξαιρετικά προβληματική– ικανοποίησης των αιτημάτων κάποιων ανδρών οι οποίοι επικαλούνται, ούτε λίγο ούτε πολύ, έναν άδικο νόμο και μια άδικη δικαστική πρακτική, η οποία σε συμμαχία με μνησίκακες μητέρες τούς στερεί τη σχέση τους με τα παιδιά τους, «μια ανεξήγητη συνωμοσία» (Φουντεδάκη, 2020, σελ. 1.214).

Στην πραγματικότητα, βέβαια, το «πρόβλημα» των παραπάνω γονέων προκύπτει μάλλον ως «παράπλευρη απώλεια» του έμφυλου ρόλου ο οποίος εγγράφεται στις καθημερινότητες και στα σώματα των γονέων και των συνεπαγόμενων πολιτισμικών αντανακλαστικών και ερμηνειών. Με άλλα λόγια, όταν ένα υποκείμενο, όπως για παράδειγμα το ανδρικό, σημαίνεται ως ακατάλληλο, όχι τόσο κατάλληλο, αδέξιο, όχι τόσο προικισμένο από τη φύση, τρυφερό αλλά «μάνα είναι μόνο μία», απλώς βοηθητικό, όχι τόσο συναισθηματικό στην ανατροφή ενός παιδιού, το βάρος αυτής της ανατροφής θα το επιφορτιστεί η «ενστικτωδώς άξια» «ιερή» μάνα του· μαζί και τον χρόνο με το παιδί· μαζί και τη σχέση με το παιδί. Παρά τις διακηρύξεις ισότητας, το αίτημα για «συνεπιμέλεια» του νέου νόμου δεν έχει κανένα πρόβλημα με την παραπάνω φυσικοποιημένη ανισότητα. Αρκεί αυτή η ανισότητα να διασφαλίζει το ανδρικό προνόμιο στο να μην υπάρχουν ποτέ παράπλευρες απώλειες, δικαιώματα προσαρτημένα σε ευθύνες, σχέσεις με ειδικές δεσμεύσεις, συνφροντίδες με συγκεκριμένους όρους και καθημερινές ανιαρές υποχρεώσεις. Αν λοιπόν κάνει κάτι μέσα στην κανονιστική του θολούρα ο νέος νόμος, είναι ακριβώς η διασφάλιση αυτού του προνομίου και η αποψίλωση των γυναικών –συνήθως επιφορτισμένων με τη φροντίδα των παιδιών– από την όποια δήθεν ευκολία τους.

Οι παραπάνω περιγραφές αποτελούν σίγουρα ένα σχήμα, και δεν είναι αντιπροσωπευτικές όλων των εγχώριων μητέρων, πατέρων και οικογενειών τις οποίες καλείται να ρυθμίσει η εθνική έννομη τάξη. Όμως, δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Στόχος εδώ είναι να αναδειχτούν οι «νόμιμες» σημασίες που αναδύονται εκεί όπου πυκνώνει το νόημα των πολιτισμικά «φυσικών» έμφυλων ρόλων. Και αυτές τις πυκνώσεις ένας νόμος που διακηρύττει πως στοχεύει στην ισότητα και μάλιστα την καθιερώνει μεταξύ των γονέων οφείλει να τις λαμβάνει σοβαρά υπόψη του. Ο έμφυλος ρόλος των γυναικών στην ελληνική κοινωνία έχει σαφώς μετατοπιστεί σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτές, ωστόσο, οι μετατοπίσεις δεν αποτέλεσαν γενναιόδωρη παραχώρηση του νομοθέτη, αλλά αποτυπώσεις αγωνιστικών φεμινιστικών διεκδικήσεων, οι οποίες εγγράφηκαν, μεταξύ άλλων, και στη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου της δεκαετίας του ’80. Και πάντως, μια μεταρρύθμιση που προωθεί την ουσιαστική ισότητα λαμβάνει σοβαρά υπόψη της το κοινωνικό τοπίο που επιχειρεί να οργανώσει, δεν περιορίζεται σε τυπικές διακηρύξεις ισότητας, δεν θεσπίζει υφέρπουσες μεροληψίες και ανισότητες (Fineman, 2017, σσ. 4-6) και για αυτό τον λόγο δεν θα έπρεπε να επενδύει στο «αίμα» της συγγένειας, στα αναφαίρετα δικαιώματα και στη σημασία του βιολογικού γονέα, στις εξουσίες της πατρότητας, αλλά στην κοινωνικότητα της σχεσιακότητας και της συναίνεσης.

 

Αναζητώντας το συμφέρον του τέκνου

Οι εισηγητές του νόμου 4800/2021, η επικοινωνιακή καμπάνια που τον συνόδευσε και οι υποστηρικτές του φαίνεται να εξαίρουν την «παιδοκεντρικότητά» του, το γεγονός δηλαδή ότι, όπως αναφέρεται και στην ειδική έκθεση ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης, μεταρρυθμίζει με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον του τέκνου συμβαίνει επίσης να επικαλούνται όσες/οι επικρίνουν σφοδρά τον νέο νόμο. Δεν είναι η πρώτη φορά που αντικρουόμενες θέσεις αναφορικά με διατάξεις του οικογενειακού δικαίου επιχειρούν να θεμελιωθούν στο συμφέρον των τέκνων. Για παράδειγμα, το ζήτημα της τεκνοθεσίας από ομόφυλους συντρόφους έχει σε πολλές έννομες τάξεις εγείρει συζητήσεις στις οποίες τόσο οι πολέμιοι της τεκνοθεσίας όσο και οι υποστηρικτές της επικαλούνται το «συμφέρον του τέκνου»: να μεγαλώνει με αναγνωρίσιμους διακριτούς έμφυλους ρόλους, να μεγαλώνει σε ένα φροντισμένο περιβάλλον, να ανατρέφεται στο πλαίσιο μιας δήθεν «φυσικής» ή συμβολικής πυρηνικής οικογένειας (Butler, 2002, σελ. 24), να λαμβάνει αγάπη και ενδιαφέρον κ.ο.κ. Ποιο είναι, τελικά, το συμφέρον του τέκνου, όταν μπορεί να νοηματοδοτηθεί από τόσο διαφορετικές θέσεις; Ή, ορθότερα, τι είναι το συμφέρον του τέκνου;

Στο πλαίσιο του ελληνικού οικογενειακού δικαίου το συμφέρον του τέκνου συνιστά μια αόριστη έννοια. Μία, δηλαδή, κανονιστική διατύπωση η οποία νοηματοδοτείται και εκλεπτύνεται μέσα στα χρόνια από τη νομολογία και τη θεωρία αποκτώντας ένα σχετικά σαφές περιεχόμενο, δίνοντας ωστόσο και μια ερμηνευτική ελευθερία στο δικαστήριο να την εξειδικεύσει ανάλογα και διαφορετικά σε κάθε περίπτωση ή ακόμα και να μετατοπιστεί σε σχέση με προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που επιχειρεί η αόριστη έννοια του «συμφέροντος του τέκνου» είναι μια διπλή χειρονομία, αφενός, να αποπροσαρτήσει το συμφέρον του τέκνου από εκείνα των άλλων εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων, των γονέων, και αφετέρου, να δώσει ένα ερμηνευτικό περιθώριο στο δικαστήριο να προσεγγίζει αυτό το συμφέρον ως ένα δυναμικό κάθε φορά μέγεθος.

Υποστηρίζω ότι η αόριστη έννοια του «συμφέροντος του τέκνου» από φεμινιστική σκοπιά παρουσιάζει σοβαρούς κινδύνους, αλλά διαθέτει και κάποιες κριτικές δυνατότητες. Οι φυσικοποιημένοι έμφυλοι ρόλοι δεν επιτρέπουν, στην πραγματικότητα, την «αντικειμενικότητα», την οποία η έννοια του «συμφέροντος του τέκνου» υπόσχεται. Η «παιδοκεντρικότητα» στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής κατανομής των οικογενειακών ευθυνών μπορεί να σημαίνει δυσβάσταχτες και αυτονόητες ευθύνες για τις μητέρες-γυναίκες των παιδιών. Το «συμφέρον» του τέκνου δεν είναι ένα, αντικειμενικό και υπεράνω πολιτικής στάσης νόημα. Δεν είναι ένα απολιτικό δεοντολογικό περιεχόμενο που μπορεί να προβλέψει αφηρημένα το δίκαιο για όλες τις περιπτώσεις, όλων των τέκνων, όλων των οικογενειών. Επιπλέον, οι σημασίες της μητρότητας, της πατρότητας και των συνεπαγόμενων έμφυλων ρόλων παράγουν, τελικά, κλειστές νοηματοδοτήσεις στο πλαίσιο της ερμηνευτικής πρακτικής, προσδένοντας την ανατροφή του παιδιού στο κλειστό κύκλωμα της πυρηνικής οικογένειας. Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται και από το εγχείρημα του νέου νόμου, ο οποίος επιχειρεί μια αποφασιστική τέτοιου είδους πρόσδεση:

… Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθέναν από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της… (άρθ. 1511, παρ. 2 ΑΚ).

Η παραπάνω πρόβλεψη, τεθειμένη στο ευρύτερο πλαίσιο των αλλαγών του Αστικού Κώδικα (για παράδειγμα, διατάξεις για την επιμέλεια, τη διαμονή, την επικοινωνία) δεσμεύει υπέρμετρα το δικαστήριο, εκβιάζοντας μια τυπική ισότητα, η οποία είναι πιθανόν σε κάποιες περιπτώσεις να μην είναι ευνοϊκή για την ανατροφή του τέκνου, να είναι δυσλειτουργική ή, στην περίπτωση κακοποιητικών σχέσεων, να μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη, μέχρι να καταστεί δυνατή η απομάκρυνση από τον γονέα κακοποιητή. Και σε αυτή την περίπτωση το προϊσχύον δίκαιο κάθε άλλο παρά απέκλειε αυτή την «ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα» του τέκνου:

… στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας… (προϊσχύον αρθ. 1511 ΑΚ).

Επιστρέφοντας ωστόσο στο σκοπό της αόριστης έννοιας του «συμφέροντος του τέκνου», θεωρώ ότι αξίζει να σκεφτούμε πώς θα μπορούσε, τελικά, αυτή η έννοια να εισάγει στο δίκαιο μια διαφορετική θέση υποκειμένου: Τη θέση μιας ανήλικης υποκειμενικότητας, η οποία δεν δικαιούται, σύμφωνα με το αστικό δίκαιο, να διεκδικήσει αυτόνομα τα «συμφέροντά» της, να διατυπώσει τα αιτήματα και τις ανάγκες φροντίδας της, και παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να ληφθεί υπόψη. Αυτή η ανήλικη υποκειμενικότητα εκπροσωπείται νομικά από τους γονείς της και βρίσκεται, στην πραγματικότητα, όχι στο κέντρο, όπως υπονοεί ο όρος «παιδοκεντρικό», αλλά σε μια καταστατική συνθήκη ευαλωτότητας και εξάρτησης.

Ένα κρίσιμο φεμινιστικό διακύβευμα εδώ είναι να αναγνωρίσουμε, όσο μάς επιτρέπει η κανονιστική συνθήκη της πυρηνικής οικογένειας, αυτή την ευάλωτη θέση και να αποδομήσουμε συστηματικά εκείνους τους λόγους οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη γονεϊκότητα ως εμπράγματο δικαίωμα των συντρόφων ενός ετερόφυλου ζευγαριού και των βιολογικών γονέων του παιδιού. Ο λόγος του νέου νόμου είναι ακριβώς ένας λόγος που αντιλαμβάνεται την οικογένεια σαν μια «φυσική», αναγκαία, ιδιοκτησιακή, κλειστή, στατική, αδιάσπαστη, ισόβια συνθήκη, η οποία δεν μπορεί να μετατοπίζεται, να αλλάζει, να αναδιαμορφώνεται, να επαναπροσδιορίζεται, να εμπλουτίζεται από σχέσεις και βιώματα. Καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη, κοστοβόρα και επίπονη τη διαδικασία προσφυγής στο δικαστήριο αναφορικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας σε πολλές περιπτώσεις, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο θα αποτρέπει ακόμα και την απόφαση για ένα διαζύγιο / λύση της συμβίωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο προτείνω ότι μια φεμινιστική στάση δεν μπορεί παρά να προβληματοποιήσει ακριβώς αυτές τις αναγκαιότητες, αναγνωρίζοντας ότι το ανήλικο παιδί δεν είναι το φυσικό, αναφαίρετο εμπράγματο δικαίωμα του ετερόφυλου ζευγαριού, της μητέρας ή του πατέρα του. Το ανήλικο υποκείμενο μπορεί να φροντιστεί από βιολογικούς και μη βιολογικούς γονείς, μητέρες και πατέρες, ομόφυλους και ετερόφυλους γονείς, στο πλαίσιο μονογονεϊκών οικογενειών ή συντροφικών σχημάτων νυν ή πρώην συντρόφων. Και ένας νόμος που θα έδινε το γενικότερο στίγμα αυτής της ανοιχτότητας μέσα από διατάξεις οι οποίες θα διερρήγνυαν το μονοπώλιο της ετεροφυλοφιλίας στη γονεϊκότητα και τα προνόμια της πατριαρχίας στο τέκνο (για παράδειγμα, επώνυμο τέκνου, δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, αποσιώπηση των ζητημάτων της διατροφής) θα δημιουργούσε το άνοιγμα για συνδιαμόρφωση, διαφορετικές νομολογιακές πρακτικές και ερμηνευτικές εξειδικεύσεις των αόριστων εννοιών του οικογενειακού δικαίου, στον βαθμό που θα επανανοηματοδοτούσε τη γονεϊκή σχέση και την οικογένεια και θα αναγνώριζε ουσιαστικά το ανήλικο παιδί ως μια υποκειμενικότητα και όχι σαν αναγκαίο προσάρτημα των βιολογικών του γεννητόρων.

Άλλωστε, αν τα διακυβεύματα της «συνεπιμέλειας» είναι η ισότητα και μια κουλτούρα συναίνεσης στην ανεύρεση φροντιστικών λύσεων στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων, η ποσοτικοποίηση των δικαιωμάτων και η λεπτομερής παράθεση μεροληπτικών προνομίων σίγουρα δεν μπορούν να επιτύχουν τα παραπάνω ζητούμενα. Ακριβώς γιατί η συνδιαμόρφωση στη φροντίδα μπορεί να επιτευχθεί όχι από τον νόμο, αλλά με τη βοήθεια των οριοθετήσεών του και την απομάκρυνση από μια ιδιοκτησιακή λογική των οικογενειακών σχέσεων· με την αναγνώριση πολλών ειδών οικογενειών, πολλών τρόπων ανατροφής, με τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών στην ανατροφή, στην άποψη και στη συνδιαμόρφωση, με τη θέσπιση κοινωνικών υπηρεσιών και δικαιοδοτικών οργάνων, όπως τα οικογενειακά δικαστήρια, που θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση πλαισίων φροντίδας, ασφαλούς ανατροφής και συναινετικής επίλυσης διαφορών.

 

Συμπεράσματα: Ιχνηλατώντας τις αφετηρίες μιας φεμινιστικής θέσης

Ανακεφαλαιώνοντας τις παραπάνω σκέψεις αναφορικά με τις ρυθμίσεις και τη στόχευση του νέου ρυθμιστικού πλαισίου, θα δοκιμάσω, από μια φεμινιστική θέση, να στοιχειοθετήσω ένα κριτικό σχόλιο στις στοχεύσεις, τις ρυθμιστικές τομές και τις εύγλωττες παραλείψεις του νόμου 4800/2021. Είναι ευρέως αποδεκτή η θέση στη νομική θεωρία (Κοτζάμπαση, 2021, σσ. 389-393, Φουντεδάκη, 2020, σσ. 1.213-1.217) πως ο νέος νόμος εισήγαγε ένα νομοτεχνικά προβληματικό πλέγμα διατάξεων,29 του οποίου η ερμηνεία και εφαρμογή θα προκαλέσουν σοβαρή απορρύθμιση των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων. Ωστόσο, η πρόχειρη, αναποτελεσματική και κακότεχνη σύνταξη των διατάξεων θα ήταν λάθος να θεωρηθεί απλώς ως μια νομική αδεξιότητα (η οποία, άρα, χρήζει κάποιων διορθώσεων). Μέσα από την πίεση των προνομιακών του συνομιλητών ο νέος νόμος, ακόμα κι αν δεν πετυχαίνει στα σημεία να εισαγάγει εφαρμόσιμες ρυθμίσεις, επιτυγχάνει να θεσμοθετήσει ανισότητες και επιπροσθέτως να εγγράψει στο δίκαιο μια αντιδραστική σεξιστική ιστορία δήθεν αδικημένων μπαμπάδων, οι οποίοι διώκονται από εκδικητικές πρώην συζύγους / συντρόφους. Αυτές οι αφηγήσεις προφανώς και θα αποτυπωθούν στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, αφήνοντας μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη παρακαταθήκη στο οικογενειακό δίκαιο. Η απορρύθμιση που είναι σε θέση να παραγάγει το νομοτεχνικά προβληματικό ρυθμιστικό πλαίσιο θα διαμορφώσει ένα πεδίο εξάσκησης εξουσιών και κοινωνικών προνομίων εντός των οικογενειακών σχέσεων, ενώ την ίδια στιγμή ικανοποιεί επικοινωνιακά προνομιακούς συνομιλητές.

Στην εισηγούμενη τον νόμο κυβέρνηση ασκείται δικαίως δριμεία κριτική πως διέθετε προνομιακούς συνομιλητές, ενώ έχει επιλέξει να αγνοήσει τις παρατηρήσεις και επιφυλάξεις νομικών, επιστημονικών φορέων όπως η Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ή η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος, γυναικείων φεμινιστικών οργανώσεων, της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής την οποία η ίδια συνέστησε30 (Κοτζάμπαση, 2021, σελ. 389). Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των παρατηρήσεων των παραπάνω φορέων / προσώπων και ανεξάρτητα από το αν η κυβέρνηση διαθέτει από το Σύνταγμα τη νομοθετική πρωτοβουλία, η ουσιαστική πολιτική διαβούλευση απουσιάζει εδώ εκκωφαντικά. Δεδομένων των τεράστιων αντιδράσεων που προκάλεσε ο νόμος, τα παραπάνω καθιστούν σαφές ότι κάθε άλλο παρά δημιουργούνται οι συνθήκες για συναινετικές λύσεις των οικογενειακών διαφορών, και μάλιστα, για το ιδιαιτέρως σύνθετο έργο της από κοινού φροντίδας ενός ανηλίκου.

Για πρώτη φορά μετά τη μεταρρύθμιση του νόμου 1329/83 το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο συσπειρώνεται τόσο αντιδραστικά γύρω από την πυρηνική οικογένεια των δύο ετεροφυλόφιλων συζύγων / συντρόφων.31 Όχι προφανώς επειδή εισάγει την από κοινού φροντίδα των τέκνων· αυτή, άλλωστε, είναι μια δυνατότητα που προέβλεπε και το προϊσχύον δίκαιο και θα μπορούσε να προτεραιοποιηθεί ενδεχομένως σε ένα συνολικότερο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο. Αλλά γιατί δεν αποδέχεται ότι υπάρχουν πολλές και διαφορετικές οικογένειες, πολλοί και διαφορετικοί τρόποι να ευημερεί ή να εκτίθεται σε κίνδυνο ένας ανήλικος άνθρωπος. Με άλλα λόγια, ότι η ετερογένεια είναι θεμελιακή συνθήκη της σχεσιακότητας. Η ποσοτικοποίηση των σχέσεων και η σημαντική παρεμπόδιση της ανεύρεσης ειδικών λύσεων μέσω της προσφυγής στο δικαστήριο σε ποια άλλη βάση εδράζεται, αν όχι στη βιολογική αλήθεια της «φυσικής», αδιάσπαστης, αναγκαίας και ιδανικής οικογένειας των δύο γονέων; Η βιολογική, αναντίρρητη αλήθεια της εξ αίματος συγγένειας και της πυρηνικής οικογένειας υπαγορεύει πως η σχεσιακότητα είναι διεκδικήσιμη αξίωση, όπως τα αποκτήματα, ή πως δύο πρώην σύντροφοι δεσμεύονται ισόβια να παρεμβαίνουν ο ένας στη ζωή του άλλου. Οι πολιτισμικές έμφυλες διευθετήσεις και κανονι(στ)ικότητες αυτής της ίδιας πυρηνικής οικογένειας υπαγορεύουν πως η ισότητα της γυναίκας-μάνας δεν βαραίνει τόσο στη συνείδηση του νομοθέτη, όσο εκείνη του άντρα-πατέρα.

Ακριβώς για αυτό τον λόγο υποστηρίζω ότι μια φεμινιστική κριτική στάση δεν μπορεί να μην αποδομεί τις αναγκαιότητες, τη φυσικότητα και την ιδιοκτησιακή / μονοπωλιακή λογική με την οποία επενδύονται η εξ αίματος συγγένεια και η πυρηνική οικογένεια. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να μπορούμε να δούμε στον ρόλο των ικανών φροντιστών ανήλικων ανθρώπων διαφορετικά φύλα, συντροφικά σχήματα ετερόφυλων ή ομόφυλων, νυν ή πρώην συντρόφων να συνεργούν, μόνους πατέρες ή μητέρες, συλλογικές μορφές φροντίδας. Άλλωστε, ισχύουσες προβλέψεις του οικογενειακού δικαίου, όπως οι διατάξεις για την υιοθεσία, την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, τα τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους, αναγνωρίζουν συγγενικές σχέσεις οι οποίες εμπλέκονται διαφορετικά με τη βιολογία και αναιρούν το δικαιικό μονοπώλιο της πυρηνικής οικογένειας και τη θέση ότι το αδιάσπαστο συμβολικό ή φυσικό σχήμα της είναι το μοναδικό που μπορεί να διασφαλίσει τη φροντίδα σε ανήλικους ανθρώπους. Άλλωστε, η «φυσική» οικογένεια ως ιδανικό πεδίο συντροφικών και αγαπητικών σχέσεων προβληματοποιείται έντονα στο σύγχρονο ελληνικό συγκείμενο από την κριτική θεωρία (Παπανικολάου, 2018, σσ. 20-36). Ίσως το βήμα που ακολουθεί αυτή την αναστοχαστική κριτική να είναι να επανανοηματοδοτήσουμε την οικογένεια· να την κατανοήσουμε ως τον τόπο όπου ενοικούν σχέσεις διάφορων ειδών, οι οποίες «διαπραγματεύονται την αναπαραγωγή της ζωής και τις απαιτήσεις του θανάτου…»· «… σχέσεις οι οποίες αποκρίνονται σε θεμελιώδεις μορφές της ανθρώπινης εξάρτησης, η οποία περιλαμβάνει τη γέννηση, την ανατροφή παιδιών, σχέσεις συναισθηματικής εξάρτησης και υποστήριξης, γενεαλογικούς δεσμούς, την αρρώστια, την πορεία προς το θάνατο, το θάνατο»32 (Butler, 2002, σελ. 15).

Στο πλαίσιο αυτό η στοχοποιημένη από τον νέο νόμο και τους συνομιλητές των εισηγητών του θέση της γυναίκας-μάνας δεν είναι η μοναδική που μπορεί εγγυημένα να φροντίσει ένα παιδί εντός και εκτός γάμου / συντροφικής συμβίωσης. Ωστόσο, παραμένει στοχοποιημένη και αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Παραμένει επίσης ιδιαιτέρως επιβαρυμένη από τον έμφυλο ρόλο της και συχνά εκτεθειμένη σε βίαιες ανισότητες, οι οποίες είναι και θεσμικές. Και αν εδώ προτεραιοποιήσουμε την επιλογή ως (και νομική) βάση της σχεσιακότητας, τις επιλεγμένες οικογένειες33 (Weston, 1997, σσ. 38-41) έναντι των «φυσικών», τη σχεσιακότητα έναντι των εξ αίματος δεσμών και του εθνοκεντρικού συμβολικού της φορτίου στο ελληνικό συγκείμενο (Athanasiou, 2006, σσ. 234-236), υποστηρίζω πως η από κοινού φροντίδα των τέκνων, από την οποία ωστόσο θα μπορούν να απόσχουν (με συμφωνία ή προσφυγή στο δικαστήριο) οι πρώην σύζυγοι / σύντροφοι, είναι η δικαιότερη ρυθμιστική αφετηρία. Μια μεταρρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση όφειλε να συμπληρωθεί από άλλες που θα δίνουν παρόμοιο στίγμα, όπως η αναγνώριση και κατοχύρωση της ΛΟΑΤΚΙ+ γονεϊκότητας, η αλλαγή των διατάξεων για το επώνυμο των ανήλικων τέκνων, κοινωνικές υπηρεσίες και δικαιοδοτικά όργανα, που υποστηρίζουν τις συνθετότητες της σχεσιακότητας. Τα παραπάνω παραδείγματα δεν είναι καθόλου διαφορετικά ή περιθωριακά ζητήματα, στον βαθμό που το πνεύμα ενός νόμου δεν επικαθορίζεται μόνο από το κανονιστικό περιεχόμενο των ρυθμίσεών του, αλλά από τη συνολικότερη δικαιοπολιτική τομή που επιχειρεί.

Οι θεσμικές τομές δεν είναι, πάντως, σε θέση να εξαντλήσουν τη σχεσιακότητα ή να εγγυηθούν αμετάκλητα την ισότητα. Συνιστούν σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από το αγαθό των προθέσεών τους, εγγραφές προνομίων και πυκνώματα πολιτισμικών νοημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο συμβάλλουν καθοριστικά, αν και όχι αποκλειστικά, στην αναπαραγωγή αυτών των συγγενικών σχέσεων, επιθυμιών και ενσώματων εμπειριών, οι οποίες νοούνται «νόμιμες» (Χαλκίδου, 2018)· στη θέσπιση των διαθέσιμων οντολογικών σχημάτων διανοητότητας (Butler, 2011 σελ. 170). Ακόμα κι όταν αποδίδουν δικαιοσύνη, προστατεύουν την ευαλωτότητα, διευρύνουν την αναγνώριση ή επαναδιατυπώνουν τη συμπερίληψη. Η ιδέα πως ένας αφηρημένος κανόνας θα επιβάλλει την ουσιαστική συνδιαμόρφωση και τη συναίνεση στις σχέσεις γονέων-τέκνων είναι μια αφελής, πολιτικά αμφιλεγόμενη ιδέα. Αυτό που ωστόσο θα κάνει ένας κανόνας είναι να αντηχήσει, να εντατικοποιήσει τις μεροληψίες, στη βάση των οποίων θεσπίστηκε.

Η υπεράσπιση μιας θέσης όπως αυτή της γυναίκας-μάνας είναι γενικότερα, και ειδικότερα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου ζητήματος, ιδιαιτέρως περίπλοκη υπόθεση. Η θέση βρίσκεται προσδεμένη σε ιστορίες καταπίεσης, φυσικοποιημένων έμφυλων ρόλων, θεσμικής, κοινωνικής και πολιτικής βίας, ετερογενών ανταγωνιστικών κινημάτων. Η ίδια θέση στο σύγχρονο ελληνικό συγκείμενο συνδέεται με ζητήματα ανοιχτά όπως η γυναικοκτονία (Βουγιούκα, 2019), η κουλτούρα του βιασμού, όλο και πιο πυκνά αιτήματα ενάντια στις αμβλώσεις (Βουγιούκα, 2020). Από μια φεμινιστική σκοπιά προτείνω πως οφείλουμε να διερωτηθούμε κριτικά τι υπερασπίζουμε από αυτή τη θέση. Αυτό είναι ένα εγχείρημα a priori απορητικό, στον βαθμό που για μια γυναίκα η υπεράσπιση του ρόλου της ως μάνας χρειάζεται να γίνει με όρους που δεν την καθηλώνουν ουσιοκρατικά σε αυτή θέση· με όρους που διεκδικούν ασφαλείς συνθήκες για την υλική πραγματικότητα της μητρότητας και την ίδια στιγμή δεν αντιλαμβάνονται αυτή την πραγματικότητα ως προνομιακό πεδίο της γυναίκας ή φυσική αποστολή της (και άρα διαφοροποιούνται επαρκώς από συντηρητικούς λόγους που σκανδαλίζονται στην ιδέα της συνεπιμέλειας, ακριβώς γιατί θεωρούν τη φροντίδα του οίκου γυναικεία υπόθεση).34 Υποστηρίζω πως, αν δεν αντισταθούμε35 στην πρόσδεση των σωμάτων μας στην αναπαραγωγή και στον οίκο, συμμαχούμε με τον λόγο του σεξισμού, της πατριαρχίας (Franke, 2009, σσ. 30-38) και της κουλτούρας του βιασμού, των οποίων η αντιδραστική ατζέντα φαίνεται να πυκνώνει.36 Ακριβώς επειδή, όπως παρατηρεί η Τσάντρα Ταλπάντε Μοχάντι (Chandra Talpade Mohanty), «το φύλο δεν αποκαλύπτεται μόνο, αλλά εξίσου παράγεται από τον φεμινιστικό λόγο» (Mohanty, 2006, σελ. 477), εδώ μάλλον η πολιτική απόκριση περιλαμβάνει μια απορητική εμμένεια (Colebrook, 2000, σσ. 8-11).

Σε αυτό το πλαίσιο, το εγχείρημα της συμπερίληψης μιας καταστατικής ευαλωτότητας, αυτής του ανήλικου ανθρώπου στη συζήτηση για τη «συνεπιμέλεια», και η προβληματοποίηση τόσο της παιδοκεντρικότητας, η οποία εντατικοποεί τη φυσικοποίηση των έμφυλων ρόλων εντός του οίκου, όσο και της «γονεϊκόκεντρικότητας», η οποία μετατρέπει τις σχέσεις σε ιδιοκτησία, συνιστά, ενδεχομένως, μια στρατηγική αφετηρία. Το ανήλικο τέκνο, εννοιολογημένο ως καταστατικά εξαρτημένο υποκείμενο, θα μπορούσε να κινητοποιήσει τη συμπερίληψη στο δίκαιο μιας υποκειμενικότητας η οποία παραμένει πάντα εκπροσωπούμενη από ενηλίκους που δρουν και μιλούν για λογαριασμό της, διανοίγοντας ερωτήματα όπως: Ποιος/α και σε ποια βάση διατυπώνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες ενός ανήλικου προσώπου; Ή πώς η καταστατική του ευαλωτότητα (Butler, 2004, σσ. 23-29) μας κινητοποιεί να σκεφτούμε από ποια νεοφιλελεύθερα φαντασιακά δομείται η αυτονομία του υποκειμένου του δικαίου (Butler & Athanasiou, 2013, σσ. 1-9, 136) και πώς η καταστατική εξάρτηση του υποκειμένου θα μπορούσε να κινητοποιήσει άλλου είδους αιτήματα από το οικογενειακό δίκαιο (Fineman, 2004, σσ. 33-44);37 Κατανοώντας το συμφέρον του τέκνου με έναν τέτοιο τρόπο, μπορούμε, μεταξύ άλλων, να δούμε ανοιχτούς τρόπους εννοιολόγησης της συγγένειας και της ανατροφής ενός παιδιού, οι οποίοι δεν δεσμεύονται από τους καταναγκασμούς του «ιδανικού» της πυρηνικής οικογένειας. Υποστηρίζω πως με αυτό τον τρόπο και σε αυτό τον τόπο βρίσκονται οι πολιτικές συμμαχίες ενάντια σε ένα εξόφθαλμα συντηρητικό, σεξιστικό, αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο.

 

Το άρθρο αυτό ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια της γενναιόδωρης συμπερίληψής μου σε συλλογικές συζητήσεις που αφορούσαν τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές, για την οποία ευχαριστώ θερμά την Ειρήνη. Ευχαριστώ θερμά την Αθηνά, την Αλίκη, τον Δημήτρη, την Έλλη, τη Μελίνα, την Ντιάνα για τις συζητήσεις μας πάνω σε ζητήματα που άπτονται πτυχών της νομικής πρακτικής, της γονεϊκότητας, της σχεσιακότητας και της προσέγγισης μιας κριτικής, αναστοχαστικής φεμινιστικής θέσης.

 

Σημειώσεις

1 Η γονική μέριμνα συνιστά λειτουργικό, προσωποπαγές δικαίωμα. Σύμφωνα με τη νομική θεωρία, το λειτουργικό δικαίωμα αποτελεί εξουσία και ταυτόχρονα υποχρέωση του προσώπου, ενώ ο προσωποπαγής χαρακτήρας του δεν επιτρέπει, για παράδειγμα , τη μεταβίβασή του ή την παραίτηση από αυτό. Από αυτή την κατηγοριοποίηση του δικαιώματος στη γονική μέριμνα θα μπορούσε να ξεκινά και ένα φεμινιστικό επιχείρημα, το οποίο αντικρούει την «εύνοια» ή το «προνόμιο» των μανάδων στην επιμέλεια των τέκνων. Η συνήθης ανάθεση της φροντίδας των τέκνων στις μητέρες δεν είναι καθόλου άσχετη με τον καταμερισμό των έμφυλων ρόλων που επιφυλάσσεται στις γυναίκες από την κοινωνία, τους θεσμούς και το δίκαιο στο σύνολό του. Η γονική μέριμνα δεν συνιστά ένα «απλό» δικαίωμα, όπως για παράδειγμα το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας ενός ακινήτου, αλλά αποτελεί επίσης υποχρέωση, συνεπάγεται καθημερινά και συστηματικά βάρη, και άρα ο λόγος περί προνομίου των «μανάδων» αποτελεί δίχως άλλο κατάχρηση και μια αντιδραστική, σεξιστική ρητορική, η οποία παραβλέπει προκλητικά τις ευθύνες που επωμίζονται στη συντριπτική τους πλειονότητα οι γυναίκες-μητέρες στην ελληνική κοινωνία.

2 Το 1983 με τον νόμο 1386/1983 αναμορφώνεται το οικογενειακό δίκαιο προς μία σαφώς προοδευτικότερη κατεύθυνση και υπό την πίεση των γυναικείων-φεμινιστικών κινημάτων. Με τη μεταρρύθμιση εισάγονται κρίσιμες τομές, όπως η τυπική ισότητα των συζύγων –αν και, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, αυτή η ισότητα του οικογενειακού δικαίου προκύπτει σε κρίσιμα σημεία αρκετά «μεροληπτική»– ή η κατάργηση του θεσμού της πατρικής εξουσίας, βλ. ενδεικτικά Κουνούγερη-Μανωλεδάκη (2003, σελ. 225) και Παπαδοπούλου-Κλαμαρή (2020, σελ. 1.209).

3 Η κατά γράμμα παράθεση των διατάξεων επιλέχτηκε στον βαθμό που, κατά την άποψή μου, ο δημόσιος διάλογος γύρω από τη «συνεπιμέλεια» χαρακτηρίστηκε από μια διάχυτη έλλειψη ακρίβειας σε σχέση με τις προϊσχύουσες και τις νέες ρυθμίσεις. Το «ομιχλώδες» των προτεινόμενων ρυθμίσεων αποτέλεσε κυβερνητική τακτική, η οποία ετεροπροσδιόρισε καθοριστικά και τις πολιτικές ‒και κάποιες φεμινιστικές‒ αντιδράσεις σε αυτό. Προτείνω μια πιο σχολαστική ανάγνωση των ρυθμίσεων σε αντιπαραβολή (προϊσχυουσών και νέων), η οποία θα επιμένει προσεχτικά στις διαφορές, κατανοώντας πώς ακριβώς υλοποιεί την ανισότητα ο νέος νόμος.

4 Παρ’ όλα αυτά, αρκετές δικαστικές αποφάσεις δεν ακολουθούν αυτό τον ερμηνευτικό δρόμο. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις στις οποίες η γονική μέριμνα εξειδικεύεται διαφορετικά ή κατανέμεται μεταξύ των γονέων (Παντελίδου, 2021, σσ. 3-6).

5 Εδώ η γραμματική της εμπρόθετης δράσης-επιλογής αρχίζει να εμφανίζει ανακρίβεια. Θέλω να πω πως η νομική μεταρρύθμιση αναφέρεται σε ετεροφυλόφιλους συζύγους που κάποια στιγμή αποφάσισαν να αναγνωρίσουν τη συντροφική τους σχέση και να κάνουν παιδιά στο πλαίσιό της. Αυτές οι «επιλογές» δεν συνεπάγονται ελεύθερη διαμόρφωση του πλαισίου ανατροφής των παιδιών από τα δύο υποκείμενα-συντρόφους. Οι ρόλοι τους εντός μιας πυρηνικής οικογένειας διαγράφονται σε μεγάλο βαθμό από τις ηγεμονικές πολιτισμικές σημασίες αναφορικά με το φύλο, τη συγγένεια, την οικογένεια, μέρος των οποίων αναπαράγει και το δίκαιο (Αθανασίου, 2003 σσ. 9-12). Ωστόσο, αυτό που επιθυμώ εδώ να υπογραμμίσω είναι πως αυτή η παράδοξη «επιλογή» (διαμορφωμένη όπως είναι από ένα σύμπλεγμα κανονιστικών πολιτισμικών σημασιών), αυτή η αρχική πρόθεση και επιθυμία των συντρόφων να αναλάβουν από κοινού το μεγάλωμα ανήλικων ανθρώπων, είναι μια καταλληλότερη και δικαιότερη αφετηρία, στο εδώ και τώρα, στάθμισης του τρόπου κατανομής της φροντίδας συγκριτικά με τη βιολογική «αλήθεια» και τους δεσμούς αίματος.

6 Η νομική θεωρία φαίνεται να προβληματίζεται, ενόψει και του σχεδίου νόμου, αναφορικά με την αιτία ανάθεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας στις μητέρες, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων. Σύμφωνα με μία θέση, αυτή η συνήθης έκβαση αποδίδεται σε πρακτική της νομολογίας (Σταμπέλου, 2021, σελ. 386). Σύμφωνα με μία άλλη θέση, ενδεχομένως αυτή η νομολογιακή πρακτική αποτρέπει σχετικές διεκδικήσεις από την πλευρά των ανδρών-πατέρων των ανηλίκων (Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, 2020, σελ. 1.210). Άλλες απόψεις φαίνεται να βλέπουν λίγες περιπτώσεις ανδρών-πατέρων να διεκδικούν την άσκηση της γονικής μέριμνας και την ανάληψη των σχετικών υποχρεώσεων τόσο μετά τη λύση του γάμου όσο και κατά τη διάρκειά του (Κοτζάμπαση, 2021, σσ. 390-391˙ Φουντεδάκη, 2021, σελ. 1.214), συνδέοντας μάλιστα τη διεκδίκηση της άσκησης της γονικής μέριμνας εκ μέρους των πατέρων με την υποχρέωση καταβολής διατροφής (Κοτζάμπαση, 2021, σελ. 393). Η ενδελεχής ποσοτική και ποιοτική μελέτη της παραπάνω νομολογιακής τάσης αποτελεί κρίσιμη πτυχή του ζητήματος και θα έπρεπε να έχει προηγηθεί της όποιας πρότασης μεταρρύθμισης, στον βαθμό που ένα πρόβλημα δεν μπορεί να ονομαστεί τέτοιο, να αιτιολογηθεί και να αντιμετωπιστεί δικαιοπολιτικά, αν δεν κατανοούνται όσο το δυνατόν πληρέστερα και αναλυτικότερα οι παράμετροί του. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση του νόμου 4800/2021 δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για τεκμηριωμένη πολιτική.

7 Αυτή η κάπως μεταφυσική διατύπωση τίθεται σε εισαγωγικά στον βαθμό που επιχειρεί να συνομιλήσει κριτικά με τις κλασικές μεθόδους ερμηνείας (γραμματική, ιστορική / υποκειμενική, συστηματική, τελολογική), οι οποίες έχουν αναπτυχθεί και έχουν εκλεπτυνθεί από τη θεωρία του ηπειρωτικού δικαίου και εφαρμόζονται από τη νομολογία. Ειδικότερα, στην περίπτωση του Αστικού Κώδικα, η τελολογική ερμηνεία των διατάξεων, μέσα από την οποία αναδεικνύεται το πνεύμα του νόμου, η λεγόμενη ratio legis, αποτελεί κρίσιμη πτυχή της ερμηνευτικής διαδικασίας, σύμφωνα με την κρατούσα και στην ελληνική θεωρία άποψη. Ένα από τα ερωτήματα που με απασχολούν εδώ είναι πώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε αυτή τη «σκοπιμότητα» όχι ως μεταφυσικό νόημα στο οποίο αναφέρεται ο κανόνας δικαίου, αλλά ως δυναμικό περιεχόμενο, με υλικές διαστάσεις. Η φεμινιστική σκέψη και η κουήρ θεωρία είναι σε θέση να προσφέρουν τα κριτικά εργαλεία για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η κλασική μεθοδολογία ερμηνείας του δικαίου και υπάρχει και διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις, παράγοντας πάγιους τρόπους ερμηνείας. Στον βαθμό αυτό, μια φεμινιστική προσέγγιση δεν μπορεί να την αγνοεί ως διαδικασία. Ωστόσο, μια αντιουσιοκρατική θεώρηση αυτού του «πνεύματος» του νόμου είναι σε θέση να αναδείξει τόσο την εμπεδωμένη σημασία που απηχεί κάθε ερμηνεία του κανόνα όσο και τη δυναμικότητα των κανονιστικών σημασιών (σε αυτή τη βάση προσφέρονται διαφορετικές κριτικές πραγματεύσεις του κανονιστικού νοήματος μιας διάταξης και της νομικής ερμηνείας, βλ. ενδεικτικά Δουζίνας και Warrington, 1996, σσ. 61-66 και Izzo, 2010, σσ. 42-45.

10 Αξίζει εδώ να επισημανθεί πως για την περίπτωση που οι γονείς θα προβαίνουν σε συμφωνία αναφορικά με τη γονική μέριμνα ο νόμος 4800/2021 επιλέγει να απαριθμήσει ενδεικτικά την ανάθεση στον ένα γονέα: «ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον ένα από αυτούς», και όχι να επιμείνει σε μια λογική εξειδίκευσης της από κοινού φροντίδας του τέκνου. Αυτή η, έστω ενδεικτική, προτεραιότητα που αποτυπώνεται στο γράμμα του νόμου δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με τη στόχευση του σχεδίου νόμου.

11 Στη συνέχεια σχολιάζεται αναλυτικότερα η συγκεκριμένη αόριστη έννοια του συμφέροντος του τέκνου και ο ειδικός τρόπος με τον οποίο αυτή εξειδικεύεται από τον νέο νόμο. Το συμφέρον του τέκνου ως αόριστη έννοια έχει εννοιολογηθεί και έχει αξιοποιηθεί συχνά με τρόπο ιδιαίτερα συντηρητικό (για παράδειγμα, ομοφοβικές αντιδράσεις «ηθικού πανικού» στο αίτημα τεκνοθεσίας από ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα). Εδώ με ενδιαφέρει η διερεύνηση μιας εννοιολόγησης, η οποία θα ενισχύει την κατανόηση του ανήλικου τέκνου ως μιας από τις κρίσιμες, ευάλωτες θέσεις / υποκειμενικότητες που εμπλέκονται στο ζήτημα της άσκησης της γονικής μέριμνας, και η οποία θα αντιμετωπίζει τη γονεϊκότητα ως τρόπο «σχετίζεσθαι» και όχι με όρους «ιδιοκτησιακούς».

12 Αυτή τη στάθμιση υποστηρίζει και η Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου σε ανακοίνωσή της: http://www.eod.gr/notices/item/177-oi-theseis-tis-eod-epi-tou-nomosxediou-tou-ypourgeiou-dikaiosynis-sxetizomenou-me-tin-syn-epimeleia-teknon.

13 Είναι αξιοσημείωτο ότι ο νέος νόμος επιλέγει για την πιο κρίσιμη διάταξή του μια τόσο αφηρημένη διατύπωση, όταν, την ίδια στιγμή, δεσμεύει τον/τη δικαστή, εξειδικεύοντας αόριστες έννοιες όπως το συμφέρον του παιδιού και εισάγοντας τεκμήριο επικοινωνίας. Ωστόσο, οι αόριστες έννοιες δεν είναι, στην πραγματικότητα, τόσο «αόριστες», όσο η διατύπωση «από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας». Αντιθέτως, συνιστούν σημαντικό στοιχείο του γράμματος και της λογικής που διαπνέει τον Αστικό Κώδικα και την εφαρμογή του, έχουν δε εκλεπτυνθεί όσον αφορά το περιεχόμενό τους μέσα από πολλές αναφορές στη θεωρία και τη νομολογία και άρα δεν συνιστούν δικαιικές ασάφειες, αλλά προσφέρουν στον/στην εφαρμοστή/ρια των ρυθμίσεων «ερμηνευτικό χώρο».

14 Ενδεικτικά, η ανακοίνωση 81 γυναικείων οργανώσεων για το ζήτημα της συνεπιμέλειας και τον κίνδυνο στον οποίο εκθέτει θύματα ενδοοικογενειακής βίας: https://tomov.gr/2021/05/16/ekklisi-na-aposyrete-to-nomoschedio-poy-kathista-tin/.

16 Εδώ και ένα χρόνο οι σφοδρές αντιδράσεις των γυναικείων οργανώσεων στην επικείμενη μεταρρύθμιση προκάλεσαν σεξιστικές αντεγκλήσεις από ομάδες «οργανωμένων μπαμπάδων»: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=1381869065491493&id=176562249355520. Αποδέκτριες στοχοποίησης ήταν και μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και νομικοί, οι οποίες εξέφρασαν ενστάσεις για το κανονιστικό περιεχόμενο των νέων διατάξεων και τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε.

17 Βλ. σημείωση 1.

18 Σύμφωνα με δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, οι ομάδες οργανωμένων μπαμπάδων παραδέχονται ανοιχτά σε εκδηλώσεις τους πως ήταν οι μοναδικοί συνομιλητές του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη σύνταξη του σχεδίου νόμου, αποκλειόμενων άλλων φορέων και οργανώσεων: https://thepressproject.gr/nomoschedio-gia-ypochreotiki-synepimeleia-me-dialogo-mono-me-to-lobi-pou-tin-ypostirizei/. Παρόμοιοι υπαινιγμοί για ύποπτες πολιτικές πιέσεις και εξυπηρετήσεις συμφερόντων έγιναν και από τη βουλευτή της ΝΔ, Μαριέττα Γιαννάκου: https://www.efsyn.gr/politiki/boyli/294328_i-giannakoy-apodomei-kybernitiko-n/s-gia-ti-synepimeleia.

19 Η έκθεση ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης του νόμου 4800/2021 αναφέρεται σε έναν αμφιλεγόμενο όρο, τον όρο της «γονεϊκής αποξένωσης», τον οποίο διαφημίζουν ιδιαιτέρως οι υποστηρικτές του και τον οποίο υιοθέτησε και ο υπουργός Δικαιοσύνης: https://www.youtube.com/watch?v=w0BiHcU4kxs. Στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου η γονεϊκή αποξένωση αποδόθηκε σε μνησίκακες μητέρες που απομακρύνουν τα παιδιά από τους πατέρες τους. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης φαίνεται να αγνόησε, μεταξύ άλλων, και τις κατατεθειμένες θέσεις της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος, η οποία σε σχετική επιστολή της δεν αναφέρεται στον όρο: https://psych.gr/wp-content/uploads/2021/01/ΠΡΟΤΑΣΗ-ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ-ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ-ΓΙΑ-ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ-ΔΙΚΑΙΟ….pdf, ενώ υπογραμμίζει την ετερογένεια των συνθηκών, των σχέσεων και των οικογενειών, τις οποίες ρυθμίζει το δίκαιο της γονικής μέριμνας και την οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη μια μεταρρύθμιση. Η παιδοψυχίατρος Κωνσταντίνα Λαδοπούλου σε σχετικό άρθρο της αναλύει, μεταξύ άλλων, την παραπλανητική έκταση η οποία δόθηκε στο λεγόμενο «φαινόμενο της γονεϊκής αποξένωσης» (2021, σσ. 395-396).

20 Στα σοβαρά νομοτεχνικά λάθη και παραλείψεις του σχεδίου νόμου αναφέρεται η καθηγήτρια Αστικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ, Κατερίνα Φουντεδάκη, σε άρθρο της στον ημερήσιο Τύπο: https://www.kathimerini.gr/society/561303364/synepimeleia-vreite-ta-lathi/?fbclid=IwAR0geSEAo8Pjuk6PGkeRSGn7EW6a55oc50pzI6EIbMnb1vw4fPBxtVrPnFQ.

21 Αξίζει να σημειωθεί πως διαφορετική πρόβλεψη για το επώνυμο γίνεται στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου 4356/2015 για το σύμφωνο συμβίωσης, αν η δήλωση επωνύμου των επιγενόμενων τέκνων παραλειφθεί πριν τη σύναψη του συμφώνου, το τέκνο αποκτά σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του. Σε αυτή την περίπτωση οι διαφορετικές ιστορικο-πολιτικές καταβολές των δύο θεσμών αποτυπώνονται εύγλωττα. Το ζήτημα της αλλαγής του επωνύμου των τέκνων σε περίπτωση γάμου και σε μεταγενέστερο χρόνο (π.χ. με την προσθήκη του επωνύμου της μητέρας) έχει πολλαπλά απαντηθεί αρνητικά από σχετικές οδηγίες του υπουργείου εσωτερικών (βλ. για π.χ. https://www.ypes.gr/UserFiles/f0ff9297-f516-40ff-a70e-eca84e2ec9b9/tadk282-06042017.pdf. Σύμφωνα με τη διοίκηση ο αμετάκλητος χαρακτήρας της δήλωσης, δεν επιτρέπει τη μεταβολή της γνώμης στο ζήτημα αυτό ούτε μετά την τέλεση του γάμου, έτσι ώστε να αποφευχθεί κάθε σύγχυση ή αβεβαιότητα ως προς το επώνυμο των τέκνων. Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1913/2019) για την αλλαγή του επωνύμου ανήλικου τέκνου η αρμόδια διοικητική αρχή οφείλει να αποφαίνεται αιτιολογημένα μετά από αίτηση των ενδιαφερόμενων όπου εκτίθενται οι σοβαροί λόγοι που επιβάλουν αυτή την αλλαγή.

22 Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί μια πολύ συχνή αντίδραση σε μια ενδεχόμενη προτεραιοποίηση του διπλού επωνύμου από τον νόμο: «Πόσα επώνυμα θα έχει δηλαδή το παιδί και πόσα θα αποκτήσουν οι απόγονοί του;» Νομίζω αντιδράσεις όπως η παραπάνω είναι χαρακτηριστικές της φυσικοποιημένης λογικής που επιβάλλουν οι πατριαρχικές καταβολές του οικογενειακού δικαίου. Η νομοθεσία, όπως άλλωστε και η πολιτική, δεν διαπερνάται από μοναδικές λύσεις και αναγκαίες τεχνικότητες. Ειδικά όταν αυτές οι λύσεις υπαγορεύονται από προβλήματα «απλώς» πρακτικά, κάποια βία έχει επιβάλει αυτό το αδιαπραγμάτευτο του επουσιώδους, «τεχνικού» του προβλήματος. Το όνομα και το επώνυμο, όπως αποδείχτηκε και από τη σχετική αγωνία του νόμου 4800/2021, είναι μείζονος σημασίας ζητήματα για ένα πατριαρχικό σύστημα συγγένειας, που δομείται κατά κανόνα στη βάση δεσμών αίματος και προτεραιοποιεί την πατρογραμμική καταγωγή.

23 Η ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος εξέφρασε ενστάσεις για τη συγκεκριμένη ρύθμιση, αν και οι διαφωνίες της θα χαρακτηρίζονταν τουλάχιστον μετριοπαθείς δεδομένων των κανονιστικών ασαφειών του νόμου 4800/2021: https://www.dsa.gr/νέα/ανακοινώσεις/οι-θέσεις-της-ολομέλειας-για-τις-αλλαγές-στο-οικογενειακό-δίκαιο?fbclid=IwAR2V23M4TEpQd9hbyKc9b7R3rcq7zzu_9j0g-UYE-GMGMdIJ2Xzfg4ItdpY. Οι ενστάσεις της ολομέλειας στο ζήτημα της εισαγωγής τεκμηρίου επικοινωνίας συγκλίνουν στην άποψη πως ο νόμος δημιουργεί ή υπονοεί δύο κατηγορίες γονέων: εκείνες που θα αναλαμβάνουν τις ευθύνες του παιδιού και εκείνους που στη βάση της διακριτικής τους ευχέρειας θα ψυχαγωγούνται μαζί του.

24 Αναλυτικά για την επικοινωνία με τους δύο γονείς, την εναλλασσόμενη διαμονή, την ισόχρονη επιμέλεια και την επίπτωσή τους στην ψυχική υγεία του τέκνου, βλ. ενδεικτικά το άρθρο της Κωνσταντίνας Λαδοπούλου, «Συνεπιμέλεια» και ψυχική Υγεία των παιδιών, Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, Απρίλιος 2021, Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 394-397, όπου παρουσιάζονται και οι θέσεις της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος.

25 Εύστοχα κατά την άποψή μου σημειώνει εδώ η Κατερίνα Φουντεδάκη πως ποσοτικά τεκμήρια ή ποσοστά ο Αστικός Κώδικας εισήγαγε ως τώρα μόνο αναφορικά με περιουσιακά δικαιώματα και αξιώσεις, για παράδειγμα, κληρονομικά δικαιώματα, συμμετοχή στα αποκτήματα: https://www.youtube.com/watch?v=l7PVe6A_5HA.

26 Το σύνολο του χρόνου επί του οποίου υπολογίζεται το ένα τρίτο παραμένει θολό σε ποιον ακριβώς χρόνο αναφέρεται. Αυτό σχολιάζει και η ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος στην ανακοίνωσή της: https://www.dsa.gr/νέα/ανακοινώσεις/οι-θέσεις-της-ολομέλειας-για-τις-αλλαγές-στο-οικογενειακό-δίκαιο?fbclid=IwAR2V23M4TEpQd9hbyKc9b7R3rcq7zzu_9j0g-UYE-GMGMdIJ2Xzfg4ItdpY.

27 Αυτό το υπαινικτικό άνοιγμα σε τρίτους, με τους οποίους δεν υπάρχουν σχέσεις αναγνωρισμένες από τον νόμο, προκαλεί το ενδιαφέρον, στον βαθμό που οι παραδοσιακές, αναγνωρισμένες σχέσεις συγγένειας ως νόμιμες βάσεις δικαιωμάτων / διεκδικήσεων φαίνεται να γίνονται αντικείμενο επίκλησης, μόνο όταν έμφυλες και σεξουαλικές «αναταραχές» βρίσκονται προ των πυλών: για παράδειγμα, η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια ή η τρανς γονεϊκότητα. Αντιθέτως, όταν αυτό που πρόκειται να ενισχυθεί είναι η ετεροκανονικότητα και το συμπεριλαμβανόμενο σε αυτήν αντρικό προνόμιο, υπάρχει μεγαλύτερη ανοιχτότητα στη συμπερίληψη τρίτων, μη συγγενών, μη αναγνωρισμένων σχέσεων κτλ. Αυτή η ανοικτότητα δεν προκαλεί τις ίδιες δογματικές εντάσεις και «ηθικά» σκάνδαλα, με αυτά που θα προκαλούσε, για παράδειγμα, η διεκδίκηση δύο γυναικών να μεγαλώσουν μαζί ένα παιδί. Φυσικά, και δεδομένου ότι ο νόμος ως κείμενο διαθέτει δυναμική κανονιστική σημασία, επειδή εδώ το φύλο του «τρίτου» δεν σημειώνεται, θα μπορούσε, υποθέτω, να αφορά και τον νυν ομόφυλο σύντροφο του γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο.

28 Με τον πιο κυνικό τρόπο ο βουλευτής της ΝΔ Ιωάννης Μιχαήλ Λοβέρδος ισχυρίζεται πως ένας σύζυγος κακοποιητής, ακόμα κι «αν έδερνε τη γυναίκα του», έχει δικαίωμα να έχει σχέση με το παιδί, γιατί «το παιδί έχει ανάγκη και τους δυο του τους γονείς», βλ. ομιλία Ιωάννη Μιχαήλ Λοβέρδου στην Ολομέλεια της Βουλής για το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου»: https://www.youtube.com/watch?v=lrjnOqibPLA στο 4:00-4:45.

29 Βλ. σχετικά και αναλυτικές παρατηρήσεις από τη σχετική Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/7b24652e-78eb-4807-9d68-e9a5d4576eff/11644867.pdf.

30- Μόνο ύστερα από άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου (ΑΚΕ 560/05-04-2021) η κυβέρνηση παρέδωσε επίσημα το σχέδιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Το γεγονός αυτό αποδέχεται ο υπουργός Δικαιοσύνης στην ομιλία του στη Βουλή: https://www.facebook.com/kostas.tsiaras.karditsa/videos/1111426056021497 στο 2:31-3:25.

31 Θα διακινδυνεύσω να υποστηρίξω ότι τα αδιαφανή κίνητρα και κριτήρια της μεταρρύθμισης θυμίζουν μια άλλη ιστορική παρέμβαση στο οικογενειακό δίκαιο: την εισαγωγή του «αυτόματου» διαζυγίου για μία ημέρα από την κυβέρνηση της Χούντας, προκειμένου να διαζευχθεί ο Παπαδόπουλος.

32 Η μετάφραση από τα αγγλικά είναι δική μου.

33 Το πώς εννοιολογείται αυτή η επιλεγμένη συγγένεια σε αντιπαράθεση με τους εξ αίματος δεσμούς είναι, φυσικά, ένα μεγάλο ερώτημα το οποίο δεν αναλύεται εδώ. Η Καθ Ουέστον (Kath Weston), πραγματοποιώντας εθνογραφική έρευνα σε οικογένειες λεσβιών και γκέι ανδρών στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, εννοιολογεί σύνθετα αυτή την επιλογή συμπεριλαμβάνοντας διαστάσεις της όπως η αυτοδιάθεση, η δημιουργικότητα, η επινόηση, η κατανόηση της επιθυμίας, βλ. Weston, 1997, σσ. 38-41.

34 Βλ. ενδεικτικά σχόλιο στο Διαδίκτυο: https://www.newsbreak.gr/apopseis/108452/synepimeleia/.

35 Και αυτό το πρώτο πληθυντικό έχει ήδη καταστεί καταχρηστικό.

36 Το άνοιγμα του ζητήματος της άμβλωσης συνιστά ένα από τα παραδείγματα της εντατικοποίησης αυτών των λόγων στο ελληνικό συγκείμενο.

37 Στο έργο της αυτό η Μάρθα Άλμπερτσον Φίνεμαν (Martha Albertson Fineman) εστιάζεται στο βορειοαμερικανικό συγκείμενο και διερωτάται πώς αυτό που η ίδια ονομάζει «αναπόφευκτη εξάρτηση» και αντιπαραθέτει στον ατομικισμό και στην αυτονομία του υποκειμένου του δικαίου μπορεί να κινητοποιήσει διαφορετικά αιτήματα από το δίκαιο. Αν και διατηρώ ενστάσεις απέναντι σε αυτά τα αιτήματα ‒άλλωστε, αφορούν ένα διαφορετικό πολιτισμικό, πολιτικό και δικαιικό συγκείμενο‒ και στην εννοιολόγηση της εξάρτησης που επιχειρεί, και η οποία διαφέρει από την έννοια της «ευαλωτότητας» της Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler), από την οποία εμπνέεται το επιχείρημά μου, θεωρώ την αφετηρία της μια εύστοχη χειρονομία αναστοχασμού των ορίων του οικογενειακού δικαίου.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αθανασίου, Α. (2003). Η πειθαρχία της συνέχειας: σώμα, χρόνος και βιοπολιτική στην Ελλάδα σήμερα. Σύγχρονα Θέµατα, 82, 45-52.

Βουγιούκα, Α. (2019). Femicide/feminicidio/γυναικοκτονία: Lingua feminista και το διαρκές αίτημα για μια αξιοβίωτη ζωή. Φεμινιστιqά, 2. https://feministiqa.net/gunaikoktonia-lingua-feminista/.

Βουγιούκα, Α. (2020). Αμφισβητώντας το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση του σώματός τους: Το παράδειγμα της άμβλωσης. Φεμινιστιqά, 3. https://feministiqa.net/amfisvitontas-to-dikaioma-ton-gynaikon-stin-amvlosi/.

Δουζίνας, Κ., & Warrington, R. (1996). Ο Λόγος του Νόμου: Ερμηνεία, αισθητική και ηθική στο Δίκαιο. Αλεξάνδρεια.

Κοτζάμπαση, Α. (2021). Αναγκαίες αλλαγές στο δίκαιο των σχέσεων γονέων και τέκνων μετά το διαζύγιο και παρατηρήσεις επί του ΣχΝ του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Εφαρμογές Αστικού Δικαίου & Πολιτικής Δικονομίας, 4/2021, 389-393.

Κουνούγερη-Μανωλεδάκη, Ε. (2003). Οικογενειακό Δίκαιο. Τεύχος ΙΙβ. Εκδόσεις Σάκουλα.

Λαδοπούλου, Κ. (2021). «Συνεπιμέλεια» και ψυχική υγεία των παιδιών. Εφαρμογές Αστικού Δικαίου & Πολιτικής Δικονομίας, 4/2021, 394-397.

Mohanty, C. T. (2006). Φεμινιστικές συναντήσεις: Εν-τοπίζοντας την πολιτική της εμπειρίας (Π. και Αι. Τσεκένης, Μτφρ.). Στο Α. Αθανασίου (Επιµ.), Φεµινιστική θεωρία και πολιτισµική κριτική (σσ. 473-492). Νήσος.

Παντελίδου, Κ. Δ. (2021). Γονική μέριμνα και προσωπική επικοινωνία υπό αναθεώρηση. Νομικό Βήμα, 69(1), 3-24.

Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Δ. (2020). Άσκηση γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο. Εφαρμογές Αστικού Δικαίου & Πολιτικής Δικονομίας, 12/2020, 1209-1212.

Παπανικολάου, Δ. (2018). Κάτι τρέχει με την οικογένεια: Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης. Πατάκης.

Σταμπέλου, Χρ. (2021). Σκέψεις για το Σχέδιο Νόμου «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων–τέκνων». Εφαρμογές Αστικού Δικαίου & Πολιτικής Δικονομίας, 4/2021, 385-388.

Φουντεδάκη, Αικ. (2020). Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις στο Οικογενειακό Δίκαιο ‒ Γενικές επισημάνσεις για τη γονική μέριμνα ‒ Ζητήματα επικοινωνίας. Εφαρμογές Αστικού Δικαίου & Πολιτικής Δικονομίας, 12/2020, 1213-1217.

Χαλκίδου, Α. (2018). Σεξουαλικοί θεσμοί: Γονεϊκότητα και πολιτικές συγγένειας στην Ελλάδα. Φεμινιστιqά, 1. https://feministiqa.net/sexualikoi-thesmoi/.

Ξενόγλωσση

Athanasiou, A. (2006). Bloodlines: Performing the body of the “demos,” reckoning the time of the “ethnos.” Journal of Modern Greek Studies, 24(2), 229-256.

Athanasiou, A. (2017). Agonistic mourning: Political dissidence and the Women in Black. Edinburgh University Press.

Butler, J. (2002). Is Kinship Always Already Heterosexual? Differences: A Journal of Feminist Cultural Studies, 13(1), 14-44.

Butler, J. (2004). Precarious life: The powers of mourning and violence. Verso.

Butler, J. (2011). Bodies that matter: On the discursive limits of “sex”. Taylor & Francis.

Butler, J., & Athanasiou, A. (2013). Dispossession: The performative in the political. Polity Press.

Colebrook, C. (2000). Introduction. Στο C. Colebrook & I. Buchanan (Επιμ.), Deleuze and feminist theory, (σσ. 1-17). Edinburgh University Press.

Fineman, M. (2004). The autonomy myth: A theory of dependency. The New Press.

Fineman, M. A. (2017). Vulnerability and Inevitable Inequality. Oslo Law Review, 4, 133-149.

Franke, K. M. (2009). Theorizing Yes: An Essay On Feminism, Law, and Desire. Στο M. A. Fineman, J. E. Jackson & A. P. Romero (Επιμ.), Feminist and Queer Legal Theory: Intimate Encounters, Uncomfortable Conversations (σσ. 29-44). Ashgate.

Izzo, V. N. (2010). Playing the law: On musical performance and legal interpretation. Στο T. Gizbert-Studnicki & M. Klinowski (Επιμ.), Law, liberty, morality and rights (σσ. 38-45). Oficyna.

Weston, Κ. (1997). Families we choose: Lesbians, gays, kinship. Columbia University Press.

Αθηνά Παπαναγιώτου

Η Αθηνά Παπαναγιώτου σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ολοκλήρωσε τη διδακτορική της έρευνα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και το Birkbeck Law School και τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο φύλο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «ANTISOMATA. Αντιγόνες: Σώματα Αντίστασης στον Σύγχρονο Κόσμο» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ως δικηγόρος.

email: papanagiotouath@gmail.com