Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Αγγίζοντας ημι-δημόσιες οικειότητες (αλλιώς)

Αγγίζοντας ημι-δημόσιες οικειότητες (αλλιώς)

 

Αθηνά Αθανασίου

 

Σκέψεις με αφορμή τον συλλογικό τόμο Αντι-κείμενα σεξουαλικότητας: Κριτικές θεωρίες, διεπιστημονικές αναγνώσεις

Επιμέλεια τόμου: Ειρήνη Αβραμοπούλου και Πάκο Χαλκίδης
Μεταφράσεις κειμένων: Ουρανός Τσιάκαλος
Εκδόσεις: Τόπος, 2022

 


 

Όπως θα περιμέναμε από την Ειρήνη και τον Πάκο, μας προσφέρουν ένα βιβλίο εμπνευστικό, ένα αντι-κείμενο συναρπαστικό. Ένα βιβλίο που μας καλεί να ξανασκεφτούμε κριτικά τη σεξουαλικότητα καθώς την επιτελούμε, ή να την ξανα-επιτελέσουμε καθώς τη σκεφτόμαστε αλλιώς, αξιοποιώντας τα διάκενα και τις ρωγμές που αφήνει η πολυπλοκότητά της σύνδεσης ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και στην κριτική θεωρία: ένα βιβλίο που μας καλεί να επανεφεύρουμε τα σημεία επαφής και τριβής ανάμεσά τους.

Τα κείμενα του συλλογικού τόμου αντιμιλούν στους «αληθείς λόγους για το σεξ» (Φουκώ), ιχνηλατώντας τα αντι-αφηγήματα που δημιουργούνται καθώς σκεφτόμαστε, γράφουμε, αισθανόμαστε και αγωνιζόμαστε ενάντια στην ομοφοβία, την τρανσφοβία, στον σεξισμό, στον ρατσισμό και στον μιλιταρισμό. Και καθώς, μέσα από τα feminist killjoy αντι-αφηγήματά μας, ρωτάμε, πότε με απόγνωση και πότε με ελπίδα, πότε σαστισμένες και πότε θυμωμένες: What the fuck?

Η Ειρήνη Αβραμοπούλου και ο Πάκο Χαλκίδης έχουν συλλέξει και επιμεληθεί, και ο Ουρανός έχει μεταφράσει υποδειγματικά, κείμενα ξεχωριστά, που ένα-ένα και όλα μαζί σκιαγραφούν ανήσυχες ιστορίες σεξουαλικότητας ως ιστορίες κριτικής θεωρίας: ιστορίες για τα σωματικά και συναισθηματικά φορτία, τις ημι-δημόσιες οικειότητες και τα αντι-αρχεία ευαλωτότητας και επιθυμίας. Είναι ιστορίες που άλλοτε βγαίνουν στον δρόμο αλλάζοντας τις πεπατημένες οδούς της αγέρωχης επαναστατικότητας, άλλοτε βγαίνουν για χορό αλλάζοντας το σώμα του κόσμου, άλλοτε το ρίχνουν στο διάβασμα –μόνες ή με άλλες sisters outsiders– αλλάζοντας το νόημα της δημόσιας εκπαίδευσης και της απώλειάς της, κι άλλοτε μπαινοβγαίνουν σε θεσμούς, συλλογικότητες και ντουλάπες αλλάζοντας τους εξουσιαστικούς όρους της «βούλησης για γνώση».

Το βιβλίο δημιουργεί μια φορτισμένη, θα έλεγα ηλεκτρισμένη, ατμόσφαιρα, ακριβώς επειδή φιλοξενεί τις ανυπολόγιστες δυνατότητες και αδυνατότητες που διαπερνούν το πώς, όπως το διατυπώνουν η Ειρήνη και ο Πάκο στην εισαγωγή τους, «μπορούμε να ξεμάθουμε και να ξαναμάθουμε να αγγιζόμαστε πέρα από την παραβίαση». Είναι ένα βιβλίο για την κριτική θεωρία της σεξουαλικότητας. Για όσ@ η θεωρία είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, και «η βία ήταν το πρώτο πτυχίο τους» (Εντουάρ Λουί). Για όσες, όπως η Τζες στο κείμενο της Αν Τσβέτκοβιτς, «δεν υπάρχει κανένα ασφαλές μέρος στον κόσμο για να θρηνήσ[ουν]» (σελ. 332).

Ιδιαίτερα σε αυτούς τους ανατριχιαστικούς καιρούς, που οι επιθέσεις κατά των σπουδών φύλου είναι στην προμετωπίδα των νεοφασισμών σε όλο τον κόσμο, όταν προγράμματα σπουδών κοινωνικών επιστημών σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης βρίσκονται υπό διερεύνηση με την κατηγορία του «wokeness», και αλλού οι σπουδές φύλου και η φεμινιστική και κουίρ θεωρία είναι μετά βίας ανεκτές, αλλά και όταν απο-πολιτικοποιημένοι ομοφοβικοί και τρανσφοβικοί «φεμινισμοί» εντάσσονται στις mainstream ατζέντες της λευκής εθνικής πολιτειότητας και του ροζ καπιταλισμού, είναι στιγμή να συνεχίζουμε να θέτουμε ερωτήματα και να αρθρώνουμε διεκδικήσεις με τις κριτικές επιστημολογίες και τους αντί-λογους της κουίρ φεμινιστικής θεωρίας, της κριτικής θεωρίας της φυλής, των μετααποικιακών σπουδών, της μαύρης κουίρ κριτικής, υπερασπιζόμενες τη δυνατότητά τους για ρήξη.

Αυτή η δυνατότητα για κριτική αποτυπώνεται και στο «αντι» των «αντι-κειμένων» του τίτλου, που διαβάζω ως κίνηση «με-ενάντια», μια σκέψη της αμφίθυμης και περίπλοκης απόστασης και εγγύτητας, που είναι τα αντικείμενα της σεξουαλικότητας. Υπονοεί, νομίζω, την αποκήρυξη της επιλογής αντικειμένου που βρίσκεται στην καρδιά αυτού που η Μπάτλερ ονομάζει «φύλο της μελαγχολίας», αποδίδοντας το προ-αποκλεισμένο αντικείμενο της κουίρ αγάπης: ποτέ δεν υπήρξε, ποτέ δεν χάθηκε. Θα μπορούσε επίσης να υπονοεί τη μιγαδική θέση για την οποία (και από την οποία) μιλά η Γκλόρια Ανζαλντούα: θέση που διαταράσσει τον δυισμό υποκειμένου-αντικειμένου «που την κρατά αιχμάλωτη». Θα μπορούσε, τέλος, να υπονοεί και το πώς, με τα λόγια της Χουάνα Ροντρίγκες, «αισθανόμαστε τον εναγκαλισμό ανάμεσα στα υποκείμενα και στα αντικείμενα της έρευνας» (σελ. 340).

Έτσι, τα κείμενα που απαρτίζουν τον τόμο, αφηγούμενα ιστορίες που μας αγγίζουν καθώς αγγίζουν η μια την άλλη (Κάρολιν Ντίνσο), υφαίνουν το ίδιο το μέλημα της διακειμενικότητας. Η εσωτερική συναρμολόγηση του βιβλίου αποτελεί πρόταση ανάγνωσης ως επαφής στα όρια της τάξης του λόγου. Η Ανν Τσβέτκοβιτς φέρνει στο προσκήνιο τις περίπλοκες θεσιακότητες τραύματος και αγγίγματος και τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να βιώνεται και να εννοιολογείται αυτή η σύνδεση, στο πλαίσιο των μπουτς και φαμ επιτελέσεων. Η Χουάνα Ροντρίγκες στρέφεται στα ερωτικά εκφωνήματα, τις σεξουαλικές χειρονομίες και τις φυλετικές τους αντηχήσεις στον χώρο και χρόνο του μάμπο σε μια αφήγηση εμποτισμένη στο δικό της αρχείο συν-αισθημάτων ως Λατίνας φαμ. Η Ανν Φάουστο-Στέρλινγκ εστιάζει στην ιατρική παθολογικοποίηση των σωμάτων των ιντερσεξ παιδιών μέσω των «διορθωτικών» χειρουργικών επεμβάσεων. Στο ιατρικοποιημένο «σεξο-πολιτικό εργαστήριο» όπου παράγεται το δυαδικό φύλο αναφέρεται και ο Πολ Πρεσιάδο. Ενώ η Τζένιφερ Νας διαβάζει τον πρωκτό ως φυλετικοποιημένο χώρο, παράλληλο με τον χωροταξικό σχηματισμό του γκέτο, και τη μαύρη πρωκτικότητα ως σαρκική αναλυτική κατηγορία για την σεξουαλικοποίηση της φυλής και την παραγωγή φυλετικής διαφοράς μέσα από οικονομίες εξευτελισμού και ελκυστικότητας. Το κείμενο των Λόρεν Μπερλάντ και Μάικλ Γουόρνερ αναζητά τρόπους για δημοκρατική σχεσιακή δημοσιότητα που δεν υπάγεται στην ετεροκανονικότητα ως κυρίαρχη δημόσια σφαίρα και εθνική πολιτότητα. Αποδομώντας τις νόρμες της ευπρέπειας και της κυριότητας που διαπερνούν το πώς οι προσκολλήσεις μας διαμορφώνονται και μας διαμορφώνουν, προτείνουν μια μοναδικά ευαίσθητη απορητική θέση. Με τα δικά τους λόγια: «Επειδή θυμόμαστε την ουτοπική επιθυμία που βρίσκεται πίσω από την κανονική ζωή της οικειότητας, θέλουμε να θυμόμαστε επίσης ότι δεν την παντρευτήκαμε κιόλας» (σελ. 293).

Όλα μαζί, συναρμολογημένα και επιμελημένα, τα κείμενα προτείνουν μια παρέμβαση στο πεδίο της κριτικής θεωρίας της σεξουαλικότητας. Η παρέμβαση αυτή εγγράφεται στις συζητήσεις για την ουτοπία και την αρνητικότητα που απασχολούν την κουίρ κριτική για πάνω από μια δεκαετία. Αντί να παίρνει απλώς θέση, και μάλιστα με τους προβληματικούς όρους της διαίρεσης ανάμεσα στην κοινωνική και την αντικοινωνική θέση (social and antisocial divide), επεξεργάζεται τα θεωρητικά θεμέλια και τις τονικότητες αυτών των θέσεων, για να κατανοήσει πώς συνυφαίνονται η δέσμευση στην επιθυμία με την παρόρμηση για αποδόμηση της μύχιας βιοπολιτικής επήρειας των σχηματισμών εξουσίας στη σωματική και ψυχική ζωή των υποκειμένων τους.

Έτσι, στο βιβλίο βρίσκουμε, εμφανή ή αδιόρατα, ίχνη της κουίρ αρνητικότητας και του λακανικού αντι-σχεσιονισμού του Λι Έντελμαν, της κουίρ ουτοπίας του Χοσέ Μουνιόθ, της σχεσιακής (αντι-λακανικής) ηθικής της Μπάτλερ, της ηθικής της αυτο-συντριβής του Λίο Μπερσάνι, ή/και της «οπισθοδρομικής» ανάλυσης της Χέδερ Λαβ για τα αρνητικά συναισθήματα. Βρίσκουμε νήματα που υποδεικνύουν τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους τόσο η πρόσβαση στις συναισθηματικές, φαντασιακές και σωματικές πτυχές της επιθυμίας όσο και η δυνατότητα απόκρισης στο τραύμα διανέμονται με άνισο τρόπο και με γνώμονα έμφυλα, φυλετικά, ταξικά και ικανοκεντρικά προνόμια.

Παράλληλα, παρακολουθούμε τα «λογοθετικά ταξίδια» (Τζασμπίρ Πούαρ) εννοιών όπως της έννοιας του ομοεθνικισμού ως αναλυτικού εργαλείου για το πώς ορισμένα αφηγήματα και νομικές μορφές φιλελεύθερης γκέι και λεσβιακής πολιτότητας λειτουργούν σε βάρος φυλετικοποιημένων και σεξουαλικοποιημένων «άλλων» και εμπλέκονται σε αποικιοκρατικά εγχειρήματα παρέχοντας άλλοθι για την άσκηση επεκτατικής/φυλετικής/εθνικής βίας.

Οι αντιφάσεις της «νομιμοποίησης» αντηχούν στα σύνορα της Ευρώπης, σε συνθήκες φυλετικοποιημένου και σεξουαλικού βιοπολιτικού ανθρωπισμού, όπου οι πολιτικές ασύλου εργαλειοποιούν το κουίρ ως μηχανισμό απελασιμότητας, παράγοντας τους όρους και τα όρια της λευκής ετεροκανονικής και ομοεθνικής πολιτότητας. Ταυτόχρονα, το βιβλίο δεν υποκύπτει στον ισοπεδωτικό αφορισμό ότι κάθε κουίρ πολιτική είναι μοιραία ενσάρκωση της οικουμενιστικής, οριενταλιστικής «Γκέι Διεθνούς». Κι έτσι εμπνέει εγρήγορση για τις κουίρ αντιστάσεις στον ιμπεριαλισμό της σεξουαλικής πολιτότητας. Τα κείμενα της Λετίσια Σάμπσαϊ και της Τζασμπίρ Πούαρ προσφέρουν μια πολύτιμη επεξεργασία αυτής της εγρήγορσης.

Την ίδια στιγμή, τα κείμενα αυτά, μαζί με άλλα, ανοίγουν τη συζήτηση των δικαιωμάτων, και πάλι παίρνοντας τον δύσκολο δρόμο: ασκούν κριτική στον δικαιωματικό λόγο του φιλελεύθερου νομικισμού αλλά ταυτόχρονα αντιστέκονται στην εύκολη και αφ’ υψηλού αποποίηση (της νομικής ή/και επιτελεστικής γλώσσας) των δικαιωμάτων.

Ο δύσκολος δρόμος σημαίνει να δουλεύουμε και με άλλες γλώσσες. Για να διακρίνουμε τις συνέπειες της νομικής γραμματικής της ευυπόληπτης και καταναλωτικής αναγνώρισης. Και για να δημιουργούμε χώρους πριν και πέρα από αυτήν, για επίμονα ανεκπλήρωτες επιτελεστικότητες δικαίωσης. Για να διακρίνουμε ποια υποκείμενα έχουν δικαίωμα στο δικαίωμα της επιβίωσης, της ελπίδας, της υγείας, της ελευθερίας από την αστυνομική βία, της συλλογικής μνήμης, της ζωής. Και για να διακρίνουμε ποια υποκείμενα και πώς αντέχουν οικονομικά την κανονικότητα (πόσο κοστίζει, δηλαδή, η πρόσβαση σ’ αυτήν με πολλές έννοιες αλλά και οικονομικά, αν σκεφτούμε το αντίτιμο της αλλαγής εγγράφων για τα τρανς άτομα σε συνδυασμό με τις οικονομικά δυσβάσταχτες διαδικασίες της φυλομετάβασης) αλλά ταυτόχρονα και ποια υποκείμενα και πώς αντέχουν την απόσυρση από την κανονικότητα (opting out).

Τα ερωτήματα αυτά που κινητοποιεί το βιβλίο κρατούν ανοιχτή την αντι-κανονιστική επιθυμία της κουίρ θεωρίας ενώ την ίδια στιγμή αντιστέκονται στη μετατροπή της αντι-κανονικότητας σε νέο κανόνα. Με τη μοναδική διατύπωση της Χουάνα Ροντρίγκες: «Η αναγνώριση, όπως και η ίδια η επιβίωση, είναι μια χειρονομία –φευγαλέα, ερωτιάρα και επισφαλής– που απλώνει το χέρι της και λέει ‘Έλα’» (σελ. 385).

Αυτή η απορητική ένταση (της φευγαλέας επαφής) είναι η συνθήκη δυνατότητας ενός κριτικού ζωντανού αρχείου σεξουαλικότητας, που «χωρά τις τραυματικές απουσίες», που «μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής χώρος για το γράμμα της Τζες» (Τσβέτκοβιτς, σελ. 332) και για όλα τα γράμματα που δεν γράφτηκαν, που δεν στάλθηκαν, που φυγαδεύσαμε ή που καταστρέψαμε βεβιασμένα. Όπως γράφει η Τσβέτκοβιτς, «Η συναισθηματική δύναμη του γράμματος βασίζεται στο σπαρακτικό γεγονός ότι δεν μπορεί να παραδοθεί ποτέ» (σελ. 331). Ούτε στην Τερέζα ούτε σε άλλη παραλήπτρια.

Πώς ανακαλούμε, λοιπόν, αυτό το στοίχειωμα –τη μνήμη και τη δυνητικότητά του– αντισταθμίζοντας τη βία της επίσημης καταγραφής και τους αποκλεισμούς της δημόσιας σφαίρας ως εξαρχής ετερο-μεροληπτικής κατασκευής; Πώς ανακαλούμε αυτό το στοίχειωμα όταν εργαζόμαστε με/για ημι-δημόσιες σφαίρες που μπορούν να χωρέσουν τα εφήμερα συν-αισθηματικά υπολείμματα, τις φευγαλέες ρωγμές, τις απρόβλεπτες αναταραχές, τους ακατάστατους νεολογισμούς και τις απείθαρχες αντωνυμίες;

Τα «αντι-κείμενα σεξουαλικότητας» διαβάζονται ως άσκηση στο πώς χρησιμοποιούμε τον χρόνο, τη γλώσσα, το σώμα, και άλλα υλικά πάνω στα οποία δεν έχουμε κυριότητα, για να διακρίνουμε, να ανακαλούμε και να φτιάχνουμε κόσμους που δεν υπάρχουν ακόμη –βαδίζοντας, ενάντια στις πιθανότητες.

Καθώς μετατρέπονται «σε τόπους δυνατοτήτων όπου μπορούμε να φανταζόμαστε την επιβίωσή μας» (Ροντρίγκες, σελ. 385), αυτές οι κριτικές θεωρίες μας παίρνουν, μας μετακινούν, μας απογειώνουν, μας επιτρέπουν να αναπνέουμε και, κάποιες φορές, μας κόβουν την ανάσα.

 

Αθηνά Αθανασίου

Η Αθηνά Αθανασίου είναι καθηγήτρια κοινωνικής ανθρωπολογίας και θεωρίας του φύλου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Έχει δημοσιεύσει κείμενα σχετικά με τη μνήμη, το πένθος, την επιτελεστικότητα, τη φεμινιστική/κουίρ πολιτική, τη σύγχρονη κριτική θεωρία, τη βιοπολιτική, τη μετα-αποικιακή και την απο-αποικιακή κριτική. Έχει εκδόσει τα βιβλία: Agonistic Mourning: Political Dissidence and the Women in Black (Edinburgh University Press, 2017)· Dispossession: The Performative in the Political (με την Judith Butler, Polity, 2013)· Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (Σαββάλας, 2012)· Ζωή στο όριο: Δοκίμια για το σώμα, το φύλο, τη βιοπολιτική (Εκκρεμές, 2007).