Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Η επιστημολογική ορμή της σεξουαλικότητας

Η επιστημολογική ορμή της σεξουαλικότητας

 

Βενετία Καντσά

 

Σκέψεις με αφορμή τον συλλογικό τόμο Αντι-κείμενα σεξουαλικότητας: Κριτικές θεωρίες, διεπιστημονικές αναγνώσεις

Επιμέλεια τόμου: Ειρήνη Αβραμοπούλου και Πάκο Χαλκίδης
Μεταφράσεις κειμένων: Ουρανός Τσιάκαλος
Εκδόσεις: Τόπος, 2022

 


 

Κανείς δεν μπορεί «απλώς» να μελετήσει τη σεξουαλικότητα γιατί είναι αδύνατον να διακριθεί από τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις, θα γράψει η ανθρωπολόγος Καθ Γουέστον το 1998. Η μελέτη της σεξουαλικότητας συνδέεται άρρηκτα με φαινομενικά «γενικότερα» θέματα της έρευνας της κοινωνικής επιστήμης και βρίσκεται στο κέντρο της διανοητικής ιστορίας των κοινωνικών επιστημών. Για όσες ασχολούμαστε με τη μελέτη της σεξουαλικότητας η ενασχόληση αυτή μας επιτρέπει να περιηγηθούμε σε σύνθετες ιστορίες ιδεών, σύγχρονες θεωρίες, ακτιβιστικά κινήματα, και πολιτικές τοποθετήσεις. Μας επιτρέπει να διερευνήσουμε συνδέσεις, συμμαχίες, διαφωνίες, ρωγμές και ασυνέχειες, ενώ επιβεβαιώνουμε κάθε φορά ότι δεν υπάρχουν ευθύγραμμες αφηγήσεις ούτε ουδέτερες ιστορίες. Ο συλλογικός τόμος Αντι-κείμενα σεξουαλικότητας: Κριτικές θεωρίες, διεπιστημονικές αναγνώσεις (2022) σε επιμέλεια Ειρήνης Αβραμοπούλου και Πάκο Χαλκίδη μας προσκαλεί ακριβώς να προσεγγίσουμε, να συζητήσουμε, και να σκεφτούμε μέρος αυτών των διαδρομών και διερευνήσεων.

 

Σύντομη περιήγηση

Πρόκειται για ένα βιβλίο πυκνό, στοχαστικό, πολιτικό που θέτει ξανά και ξανά στο επίκεντρο το παρακάτω ερευνητικό ερώτημα: «Πώς μπορεί η σεξουαλικότητα να αποτελέσει ένα κρίσιμο και κριτικό ζωντανό αρχείο συσσώρευσης γνώσης;» (Αβραμοπούλου και Χαλκίδης, 2022, σελ. 11) ή, πιο αναλυτικά, «πώς θα μπορούσε να καταγραφεί μια εμπειρία ως ένα ζωντανό αρχείο συσσώρευσης γνώσης, ενώ αντιστέκεται στην ουσιοκρατία και οντολογία των ταυτοτήτων, όπως και στον εμπειρισμό και θετικισμό της έρευνας, αλλά και πώς μπορεί να μετατραπεί αυτό το αρχείο σε παιδαγωγικό εργαλείο κριτικής σκέψης, δράσης και αναστοχασμού;» (στο ίδιο, σελ. 19).

Με σημείο εκκίνησης την επιστημολογική επιλογή να προσεγγίσουν τις «ιστορίες» σεξουαλικότητας ως «ιστορίες» κριτικής θεωρίας η Ειρήνη Αβραμοπούλου και ο Πάκο Χαλκίδης ενδιαφέρθηκαν να συγκεντρώσουν κείμενα που σύμφωνα με τα δικά τους λόγια:

συνδέουν τα διαφορετικά διεπιστημονικά σταυροδρόμια των κοινωνικών, ανθρωπιστικών, πολιτικών και φυσικών επιστημών με τις σπουδές φύλου και σεξουαλικότητας, τη φεμινιστική φιλοσοφία, τις μαύρες σπουδές, τις λεσβιακές και γκέι θεωρίες, την κουίρ θεωρία, και τις διεθνικές σπουδές σεξουαλικότητας, […] αναδεικνύουν τη σεξουαλικότητα ως αναλυτικό πεδίο […] και διαμορφώνουν μια «διανοητική επικράτεια» σκέψης και γνώσης που διασχίζει τα όρια των επιστημονικών κλάδων και των γνωστικών πεδίων, απομακρύνονται από την απλή καταγραφή της εμπειρίας και στρέφονται επιστημολογικά και μεθοδολογικά σε νέα ερωτήματα και προβληματισμούς μέσα από την εστίαση στην κατασκευή της υποκειμενικότητας, στις θεωρίες υποκειμενοποίησης και εξουσίας, στην υλικότητα του σώματος και την πολιτική παραγωγή της καθημερινότητας (στο ίδιο, σελ. 12-13).

Είναι, λοιπόν, με αναφορά στα παραπάνω που ο τίτλος του βιβλίου Αντι-κείμενα σεξουαλικότητας: Κριτικές θεωρίες, διεπιστημονικές αναγνώσεις γίνεται ανάγλυφος. Εδώ η λέξη «αντι-κείμενα» νοείται ως κατεύθυνση κριτικής διαδικασίας, αλλά και ως έμφαση στα υλικά που παράγει και από τα οποία παράγεται η ίδια η σεξουαλικότητα (στο ίδιο, σελ. 13-14). Παράλληλα, οι τέσσερεις ενότητες του τόμου «Ι. Αντι-βιολογισμοί και ο τεχνοκαπιταλισμός της απόλαυσης», «ΙΙ. Η σεξουαλικότητα ως/στο πεδίο παραγωγής γνώσης», «ΙΙΙ. Ετερότητα, εξουσία και ζητήματα σεξουαλικής πολιτότητας», «ΙV. Ζωντανά αρχεία γνώσης: Μεθοδολογίες ‘αγγίγματος’» που επιλέχτηκαν για να φιλοξενήσουν τα δώδεκα κείμενα του τόμου απηχούν τα επιστημολογικά και πολιτικά ενδιαφέροντα της επιμελήτριας και του επιμελητή, ενώ η εκτενής εισαγωγή προσφέρει δυνατότητες πολλαπλών αναγνώσεων και συνδέσεων καθώς το καθένα από τα δώδεκα κείμενα συνομιλεί με άλλα εντός και εκτός τόμου, διαφεύγει της πειθαρχίας ένταξής του σε συγκεκριμένη ενότητα, και συμμετέχει σε διαδικασίες επιστημολογικών και μεθοδολογικών επαναπροσδιορισμών.

Από τις τέσσερεις ενότητες που συνθέτουν το έργο επιλέγω να εστιάσω περισσότερο στη δεύτερη «Η σεξουαλικότητα ως/στο πεδίο παραγωγής γνώσης» για να συζητήσω το ζήτημα της ακαδημαϊκής ένταξης και μελέτης της σεξουαλικότητας καθώς και της θεσμοποίησής της. Τα τρία κείμενα που περιλαμβάνονται στην ενότητα αυτή, (το κείμενο του Ρόντρικ Φέργκιουσον «Διοικώντας τη σεξουαλικότητα ή Η βούληση για θεσμικότητα» το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 2008 στο Radical History Review, το άρθρο της Έβελιν Χάμοντς «Μαύρες ολότητες/ μαύρες τρύπες και η γεωμετρία της μαύρης γυναικείας σεξουαλικότητας» το οποίο είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1994 στο περιοδικό Differences, και το κείμενο της Κλέρ Χέμινγκς «Τι υπάρχει σε ένα όνομα; Αμφισεξουαλικότητα, διεθνικές σπουδές σεξουαλικότητας και οι δυτικές κληρονομιές της αποικιοκρατίας» το οποίο δημοσιεύτηκε το 2007 στο The International Journal of Human Rights), εστιάζουν με τα λόγια της επιμελήτριας και του επιμελητή στο πως:

το (νέο) φιλελεύθερο πρόταγμα της «ανοχής» απέναντι στη σεξουαλική διαφορά ως ένδειξη προοδευτικότητας προκειμένου να ουδετεροποιηθεί το κρίσιμο επιστημολογικό διακύβευμα της αναγνώρισης της διαφοράς ως πεδίου ρήξης (Φέργκιουσον) ή η αποσεξουαλικοποίηση της ακαδημαϊκής παραγωγής γνώσης από την πλευρά των μαύρων γυναικών προκειμένου να «ενταχθούν» στην επιστημονική κοινότητα (Χάμοντς), ή η ταυτόχρονη αποσιώπηση στις σπουδές σεξουαλικότητας συγκεκριμένων σεξουαλικών πρακτικών, όπως για παράδειγμα της αμφισεξουαλικότητας, στο πλαίσιο μιας ιεράρχησης των διαφορών εκείνων που έχουν «σημασία» (Χέμινγκς), παράγουν από κοινού, αν και με διαφορετικό τρόπο, αυτό που η Τερέζα ντε Λαουρέτις χαρακτήρισε ως «κατασκευασμένες σιωπές» (στο ίδιο, σελ. 25).

Αυτές οι σιωπές, οι οποίες για την επιμελήτρια και τον επιμελητή, αφορούν σύνθετες επιστημολογικές γενεαλογίες άμεσα συνδεδεμένες με δομικές ανισότητες και την κανονικοποίηση του ρατσισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας/τρανσφοβίας, εντός και εκτός ακαδημίας, θα εξεταστούν εδώ με αναφορά στην μελέτη της σεξουαλικότητας και τη θεσμοποίησή της στα Πανεπιστήμια.

 

Η μελέτη της σεξουαλικότητας στην ακαδημία

Η ενασχόληση με τη σεξουαλικότητα ως/στο πεδίο παραγωγής γνώσης δεν είναι κάτι νέο. Ήδη, στα πλαίσια του «δεύτερου» κύματος του φεμινισμού τα ζητήματα της σεξουαλικότητας αναδείχθηκαν σε κεντρικό ζήτημα συζητήσεων και αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις φεμινίστριες. Την ίδια περίοδο, ο χώρος των κοινωνικών επιστημών γνωρίζει, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970, στην Ευρώπη και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα έντονο ενδιαφέρον για θέματα που σχετίζονται με την σεξουαλικότητα, ως συνέπεια, σε μεγάλο βαθμό, των πολιτικών κινητοποιήσεων, των αγώνων και των διεκδικήσεων του λεσβιακού και γκέι κινήματος. Στην αρχή τα ηνία αυτής της διερεύνησης ανήκουν στην ψυχολογία, την κοινωνιολογία, την ιστορία, για να τα παραλάβουν τη δεκαετία του 1980 οι πολιτισμικές σπουδές, η κριτική της λογοτεχνίας, ενώ από το 1990 και μετά ο χώρος του AIDS, ως πεδίο έρευνας και θεωρίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά, να μπορεί να γίνει λόγος για τη θεσμοθέτηση ενός χωριστού πεδίου ακαδημαϊκής μελέτης, των λεσβιακών και γκέϊ, ενώ λίγο αργότερα, κουίρ σπουδών (Καντσά, 2010).

Ωστόσο, όπως αναφέρει η Έβελιν Χάμοντς στο κείμενό της στα Αντι-κείμενα σεξουαλικότητας, οι λεσβιακές και γκέι σπουδές χαρακτηρίζονται συχνά από πρακτικές αποκλεισμού «συγκεκριμένων φυλετικών και εθνοτικών ομάδων […] ενώ η λεσβιακή και γκέι θεωρία δεν καταφέρνει να αναγνωρίσει το γεγονός ότι οι ίδιες οι διαδικασίες αυτές συνδέονται με την κατασκευή των σεξουαλικοτήτων των λευκών τόσο ιστορικά όσο και συγχρονικά» (Αβραμοπούλου και Χαλκίδης, ό.π., σελ. 137). Ούτε όμως η μετατόπιση από το λεσβιακό στο κουίρ ανακουφίζει την αγωνία της Χάμοντς για αυτές τις πρακτικές αποκλεισμού καθώς η κουίρ θεωρία δε καταφέρνει πάντοτε να θεωρητικοποιήσει τα ίδια τα ερωτήματα που διακηρύττει ότι θα θίξει ο όρος κουίρ (στο ίδιο, σελ. 140). Για την ίδια το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε πως ακριβώς παράγονται οι Μαύρες κουίρ σεξουαλικότητες και για να γίνει αυτό χρειάζονται άλλες μεθοδολογίες. «Τι μεθοδολογίες διαθέτουμε για να διαβάζουμε και να κατανοούμε κάτι που αντιλαμβανόμαστε ως κενό και να υπολογίζουμε τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις του σε κάτι που είναι ορατό; Και αντίστροφα, πώς η δομή αυτού που είναι ορατό, δηλαδή, των λευκών γυναικείων σεξουαλικοτήτων, διαμορφώνει εκείνες τις ούτε-απούσες-αλλά-ούτε-παρούσες Μαύρες γυναικείες σεξουαλικότητες τις οποίες δεν μπορούμε να τις διαχωρίσουμε ή να τις αντιληφθούμε μεμονωμένα;» (στο ίδιο, σελ. 140). Με αναφορά στα παραπάνω η Χάμοντς θα υποστηρίξει την ανάπτυξη μιας σύνθετης, σχεσιακής αλλά όχι απαραίτητα αναλογικής εννοιολόγησης των φυλετικοποιημένων σεξουαλικοτήτων.

Παρόμοια, η Κλερ Χέμινγκς στο κείμενό της στον τόμο, ισχυρίζεται ότι στη δυτική θεωρητικοποίηση των σεξουαλικών ταυτοτήτων και ιδιαίτερα στην κουίρ θεωρία, η αμφισεξουαλικότητα έχει σχετικά εκλείψει την τελευταία δεκαετία. Παρά το γεγονός ότι από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι αμφιφυλόφιλες/οι θεωρητικοί ενστερνίστηκαν τις κριτικές προσεγγίσεις στη σεξουαλικότητα, με κριτική, όμως, ματιά, η θέση της αμφισεξουαλικότητας στο συγκεκριμένο πεδίο δεν έχει θεσμοθετηθεί με τον ίδιο τρόπο που έχει θεσμοθετηθεί η θέση των τρανς σπουδών. Για τη Χέμινγκς «Ο λόγος για τον οποίο η αμφισεξουαλικότητα παραμένει αόρατη στις δυτικές λεσβιακές, γκέι και κουίρ σπουδές είναι ότι η συγκεκριμένη αορατότητα είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι οι λεσβίες και οι γκέι άντρες θα παραμείνουν τα πραγματικά υποκείμενα των κουίρ σπουδών» (στο ίδιο, σελ. 158).

Η συζήτηση για Μαύρες κουίρ σεξουαλικότητες και για την αμφισεξουαλικότητα μας επιτρέπει να επανεξετάσουμε πως λειτουργούν οι σεξουαλικές ρυθμίσεις, τόσο στο πλαίσιο της κυρίαρχης ετεροφυλοφιλίας όσο και στο πιο ριζοσπαστικό πλαίσιο των φεμινιστικών και κουίρ κοινοτήτων και ακαδημαϊκών θεωριών.

 

Η ακαδημαϊκή θεσμοποίηση της σεξουαλικότητας

Παράλληλα, παραμένει κεντρικό το ερώτημα που θέτει ο Ρόντρικ Φέργκιουσον στο δικό του κείμενο στον ίδιο τόμο: «Τι διαστρεβλώσεις συμβαίνουν, συγκεκριμένα στη σεξουαλικότητα, όταν περνά μέσα από τις σφαίρες του θεσμικού;». Για την Ειρήνη Αβραμοπούλου και τον Πάκο Χαλκίδη το ερώτημα αυτό μας κινητοποιεί να σκεφτούμε τους διαφορετικούς τρόπους μέσα από τους οποίους, στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, η «σεξουαλική διαφορά» ενσωματώνεται στο πανεπιστήμιο ως πρόταγμα προοδευτικότητας προκειμένου να μην υπάρξουν ρήξεις και προστριβές, ενώ η βούληση για θεσμικότητα και η προαγωγή του διοικητικού ήθους στην ακαδημία «μεταπλάθει τις διαφορές ως αποδείξεις της προόδου του πανεπιστημίου και της ανάνηψης ενός κοινού εθνικού πολιτισμού» (στο ίδιο, σελ 26).

Σε κείμενο που είχε δημοσιευτεί αρκετά χρόνια πριν, με τίτλο «Ποιος φοβάται τη σεξουαλικότητα» (Καντσά, 2010), αναφερόταν ότι στην Ελλάδα οι σπουδές σεξουαλικότητας περιορίζονται προς το παρόν στην ύπαρξη ελάχιστων μεμονωμένων μαθημάτων σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, δίνοντας έτσι μια εικόνα μερικής μόνο ενασχόλησης με το θέμα και απουσίας ενός συστηματικού ακαδημαϊκού λόγου. Οι λόγοι αυτής της απουσίας εγγράφονται σε δύο κυρίως κεντρικά ζητήματα όπου το πρώτο μπορεί να θεωρηθεί «ενδογενές» και αφορά το ίδιο το αντικείμενο της σεξουαλικότητας, ενώ το δεύτερο, περισσότερο «εξωγενές», συνδέεται με τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πανεπιστήμιου. Στα πλαίσια του πρώτου, η μεθοριοποίηση της ακαδημαϊκής ενασχόλησης με τη σεξουαλικότητα συνδέεται άμεσα με τον χαρακτηρισμό της ως, μάλλον, «ασήμαντου» θέματος που αφορά «προσωπικά» κατά κύριο λόγο θέματα και για αυτό δεν έχει θέση σε πανεπιστημιακές αίθουσες. Εναλλακτικά, αντί της μεθοριοποίησης, επιστρατεύεται συχνά ένας λόγος έντονης εξωτικοποίησης, ο οποίος εκ νέου απομονώνει τη σεξουαλικότητα ως αντικείμενο άγνωστο, πιθανά ενδιαφέρον, αλλά, σίγουρα, μη σχετιζόμενο με τα σημαντικά θέματα της πολιτικής ή της οικονομίας. Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε την περιορισμένη παρουσία θεσμοθετημένων σπουδών φύλου που θα επέτρεπαν κριτικές προσεγγίσεις του φύλου και της σεξουαλικότητας, και την ελλιπή παρουσία ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων.

Σήμερα, ωστόσο, το θέμα παρουσιάζεται διαφορετικά. Παρά τη συνεχιζόμενη απουσία προγραμμάτων σπουδών που να αφορούν στη σεξουαλικότητα ή γνωστικών αντικειμένων μελών ΔΕΠ που να φέρουν τη λέξη «σεξουαλικότητα» στον τίτλο (είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 9570 θέσεις μελών ΔΕΠ στα ελληνικά ΑΕΙ καμιά δεν έχει τίτλο γνωστικού αντικειμένου που να συνδέεται με τη σεξουαλικότητα ενώ μόνο εννέα φέρουν τη λέξη «φύλο» στον τίτλο του γνωστικού τους αντικειμένου), ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις της θεσμοποίησης –ειδικά αυτή τη χρονική στιγμή που έχουν ιδρυθεί σε όλα τα ΑΕΙ Επιτροπές Ισότητας του Φύλου και Καταπολέμησης των Διακρίσεων– κάνουν την όποια σχετική συζήτηση πολύ πιο σύνθετη.

Όπως εύστοχα αναφέρει ο Φέργκιουσον στο κείμενό του, αντλώντας από το βιβλίο του Μπίλ Ρίντινγκς The University in Ruins (1996),  «ο διοικητικός μετασχηματισμός του πανεπιστημίου και η παρείσφρηση των διοικητικών καθεστώτων σε όλους σχεδόν τους τομείς της πανεπιστημιακής ζωής προωθούνται από πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες (Αβραμοπούλου και Χαλκίδης, ό.π., σελ. 123). Την ίδια στιγμή το νεωτερικό πανεπιστήμιο επιχειρεί να διαπραγματευτεί, να ενσωματώσει και να αντικατοπτρίσει τις διαφορές που στο παρελθόν προσπαθούσε να υπερβεί (στο ίδιο, σελ. 125). Μέσα από μια γενεαλογία θεσμικής ενσωμάτωσης προγενέστερων μορφών διαφοράς μπορεί να κατανοήσει κανείς καλύτερα τη σχέση σεξουαλικότητας με τη διοικητική εξουσία κυρίως προς την κατεύθυνση, με τα λόγια του Φέργκιουσον, «του να ελεγχθεί εξονυχιστικά αυτή η βούληση για θεσμικότητα εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε εναλλακτικές μορφές εμπρόθετης δράσης και υποκειμενικότητας που δεν είναι υπόχρεες στην επικράτηση της γραφειοκρατίας» (στο ίδιο, σελ. 133).

Με άλλα λόγια, χρειάζεται να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με το φύλο και τη σεξουαλικότητα με τρόπους ωστόσο που δεν θα είναι απαραίτητα «γνωστοί» ή «δεδομένοι». Γιατί όπως έχει δείξει το έργο προγενέστερων μελετητών της σεξουαλικότητας το να εμφανιζόμαστε ως να ξέρουμε σε τι αναφερόμαστε όταν λέμε «το φύλο» ή «η σεξουαλικότητα», καλύπτει συχνά ταξινομήσεις, κατηγοριοποιήσεις, αποκλεισμούς, αποσιωπήσεις και ανισότητες. Στις πρόσφατες συζητήσεις που αφορούν στη θεσμοθέτηση σπουδών φύλου εμφανίζεται μια σημαντική τάση η οποία προτρέπει σε προγράμματα σπουδών φύλου να θέτουν διαρκώς σε αμφιβολία το ίδιο το αντικείμενό τους. Διατυπώνεται, με άλλα λόγια, η άποψη ότι η διατήρηση της αυτονομίας του φύλου ως κριτικού αναλυτικού εργαλείου συνδέεται με την ανάγκη ενός διαρκή επαναπροσδιορισμού του. Αυτή η θεώρηση αφορά άμεσα τις σπουδές σεξουαλικότητας. Γιατί όσο πιο δεδομένη έχουμε την τάση να θεωρούμε τη σεξουαλικότητα, τόσο περισσότερο χρειάζεται, ίσως, να σκεφτούμε, ότι «είναι χίλια πράγματα και ποτέ μόνο σεξουαλικότητα». Είναι χρήμα, σώμα, συγγένεια, αναπαραγωγή, καταγωγή, μετανάστευση, χώρος, ανταλλαγή, και η μελέτη της ενδιαφέρει ακριβώς γιατί η σεξουαλικότητα φέρει πάνω της πολιτισμικές σημασίες, πειθαρχίες, σχέσεις και λόγους εξουσίας, περιορισμούς, και αποκλεισμούς μιας ολόκληρης εποχής. Ειδικά στην πρόσφατη συγκυρία, όπου καταγράφονται πολλαπλές επιθέσεις στη λεγόμενη «έμφυλη ιδεολογία», είναι καίριας σημασίας τόσο η αντίσταση σε αντιέμφυλα κινήματα (Butler, 2022), όσο και η έμφαση στην αναλυτική και πολιτική δύναμη του φύλου και της σεξουαλικότητας στα πλαίσια της διαρκούς επανεξέτασής τους.

Με την έννοια αυτή τα Αντι-κείμενα Σεξουαλικότητας και οι επιστημολογικές και μεθοδολογικές διαδρομές που μας προτείνουν είναι περισσότερα σημαντικά παρά ποτέ.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Butler, J. (2022). Γιατί η ιδέα του «φύλου» προκαλεί αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο; Φεμινιστι, 5, https://feministiqa.net/giati-i-idea-toy-fyloy-prokalei-antidraseis/

Καντσά, B. (2010). Ποιος φοβάται τη σεξουαλικότητα; Η Αυγή της Κυριακής, Β’ περίοδος αρ.φ. 10777, σελ. 28 (21/3/2010).

Weston, K. (1998). Long slow burn: Sexuality and social science. Routledge.

Βενετία Καντσά

Η Βενετία Καντσά είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και υπήρξε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Φύλο, Πολιτισμός και Κοινωνία» από το 2003 έως το 2015. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα και οι δημοσιεύσεις της επικεντρώνονται στη θεωρία της συγγένειας, την επιστημολογία και τη μεθοδολογία του φύλου και την πολιτική της σεξουαλικότητας.