Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Φύλο και επισφάλεια στην έρευνα και τη διδασκαλία στα πανεπιστήμια στην Ελλάδα

Φύλο και επισφάλεια στην έρευνα και τη διδασκαλία στα πανεπιστήμια στην Ελλάδα

 

Νέλλη Καμπούρη

 


 

Περίληψη

Τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, η επισφάλεια έχει διευρυνθεί στην έρευνα και τη διδασκαλία σε βαθμό που τείνει να κυριαρχήσει στις νεότερες ηλικιακές ομάδες. Από μια προσωρινή συνθήκη μεταξύ του τέλους των μεταπτυχιακών σπουδών και του ξεκινήματος της διδακτικής ή ερευνητικής καριέρας, η επισφάλεια έχει μεταβληθεί σε μια διαρκή κατάσταση που καθορίζει όχι μόνο επαγγελματικές και προσωπικές διαδρομές αλλά και το περιεχόμενο και την ποιότητα της διδασκαλίας και της έρευνας. Η συνθήκη αυτή είναι έμφυλη όχι μόνο με την έννοια της αυξημένης συμμετοχής γυναικών στον χώρο αλλά κυρίως λόγω του καθοριστικού ρόλου που παίζουν τα έμφυλα πρότυπα στη διαμόρφωση των σχέσεων εξουσίας. Πρώτον, η επισφαλής ακαδημαϊκή εργασίας προϋποθέτει και αναπαράγει εργασιακές πρακτικές που συνάδουν με συγκεκριμένα έμφυλα, ταξικά και ηλικιακά πρότυπα επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Δεύτερον, χαρακτηρίζεται από την «θηλυκοποίηση» της εργασιακής ζωής, όπου οι καταπατήσεις εργασιακών δικαιωμάτων θεωρούνται δεδομένες, ενώ το συναίσθημα παίζει κεντρικό ρόλο στη νομιμοποίηση των καταπατήσεων αυτών. Το άρθρο καταλήγει με σκέψεις σχετικά με την ανάδυση επισφαλών υποκειμενικοτήτων, οι οποίες αμφισβητούν όχι μόνο το ευρύτερο εργασιακό πλαίσιο αλλά και την ίδια την παραγωγή της γνώσης σε ένα πιο διαεθνικό και διεπιστημονικό πλαίσιο.

 

Αποσιωπώντας την επισφάλεια στα πανεπιστήμια

H δολοφονική επίθεση κατά της Κωνσταντίνας Κούνεβα το 2008 ήταν ένα σημαντικό γεγονός για τα κινήματα και τις σπουδές του φύλου στην Ελλάδα, καθώς έδωσε το έναυσμα για να αναπτυχθούν δράσεις σχετικά με την επισφάλεια και το φύλο.1 Πολλές από αυτές ανέδειξαν την ευαλωτότητα των γυναικείων σωμάτων, αλλά και άνοιξαν διόδους διαθεματικής φεμινιστικής αλληλεγγύης ενάντια στις έμφυλες, φυλετικές, και ταξικές ανισότητες (Αθανασίου et al, 2009, Angelidou, 2014, Kambouri and Zavos, 2010). Τα Πανεπιστήμια την περίοδο εκείνη έγιναν φορείς πρακτικών που αμφισβήτησαν τις θεσμικές τους περιχαρακώσεις και άνοιξαν διεξόδους σε ομάδες που έως τότε βρίσκονταν στο περιθώριο της παραγωγής της γνώσης. Παραδόξως, όμως, οι πρακτικές αυτές δεν κατάφεραν να συμπεριλάβουν τις αναδυόμενες μορφές επισφάλειας εντός των δομών έρευνας και διδασκαλίας.2 Παρά την ενεργή συμμετοχή και παρουσία πολλών φεμινιστριών, ερευνητριών και φοιτητριών σε δράσεις εντός και εκτός πανεπιστημίων, η επισφάλεια παρέμεινε για τουλάχιστον μια δεκαετία στο περιθώριο των συλλογικών διεκδικήσεων, ενώ αναπτύχθηκαν ελάχιστα μέτωπα ενάντια στις έμφυλες ανισότητες και καταπατήσεις εργασιακών δικαιωμάτων στα πανεπιστήμια, ακόμα και σε σχέση με τις εταιρίες καθαρισμού.3

Το άρθρο αυτό έχει σκοπό να διερευνήσει τη σχέση φύλου και επισφάλειας στην παραγωγή της γνώσης, η οποία δεν περιορίζεται στις ανώτερες βαθμίδες των πανεπιστημίων (στο καθηγητικό προσωπικό), αλλά συμπεριλαμβάνει ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων εξουσίας (Foucault, 1980, σ. 52), το οποίο διαχέεται εντός και εκτός του θεσμού. Αντιλαμβάνομαι την έννοια της επισφάλειας συγχρόνως σαν εργασιακή συνθήκη, κινηματική πρακτική, αντικείμενο έρευνας, αλλά και σαν πολιτικό πρόταγμα. Παρόλο που η ανάλυση είναι ευρύτερη, αντανακλά προσωπικά και συλλογικά βιώματα και συνδιαλέγεται με ελληνικά αλλά και ξένα θεωρητικά και κινηματικά κείμενα και απόψεις. Ξαναπιάνοντας λοιπόν τη συζήτηση που άνοιξε τον Δεκέμβριο του 2008, αναλύω την επισφάλεια μέσα από μια έμφυλη προσέγγιση που δίνει έμφαση στη φροντίδα, στις ανάγκες των πιο ευάλωτων και στην αμφισβήτηση των προνομίων στην παραγωγή της γνώσης στην Ελλάδα.

Η προσέγγιση αυτή είναι επηρεασμένη από τη θεωρητική ανάλυση της οντολογικής επισφάλειας (precariousness), την οποία μοιραζόμαστε όλες και όλοι λόγω της ευαλωτότητας των σωμάτων μας στη κοινωνική και φυσική βία (Butler, 2015). Από τη μια πλευρά, η έννοια αυτή ορίζει τι μας διαχωρίζει σε συγκεκριμένο οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Κάποια σώματα έχουν μεγαλύτερη αξία από άλλα και για αυτόν το λόγο προστατεύονται, ενώ αντίθετα κάποια άλλα σώματα αντιμετωπίζονται σαν ανάξια να προφυλαχθούν, με συνέπεια η σωματική, οικονομική και κοινωνική βία που ασκείται πάνω τους να μην αναγνωρίζεται καν ως βία, καθώς έχουν ήδη ακυρωθεί πολλαπλά στο πεδίο του λόγου (Butler, 2015, σ. 34). Αυτή η ακύρωση έχει ως συνέπεια να μη βιώνεται η επισφάλεια αποκλειστικά ως αποστέρηση υλικών αγαθών, πολιτικών, κοινωνικών, εργασιακών ή πολιτισμικών δικαιωμάτων, αλλά και ως μια ευρύτερη απώλεια της υποκειμενικής θέσης και της αίσθησης του «ανήκειν», που καθιστά τα επισφαλή υποκείμενα μετέωρα, σε θέσεις που μεταβάλλονται, βρίσκονται στο όριο και δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμες. Από τη σκοπιά της οντολογικής επισφάλειας, επομένως, οι οικονομιστικές αναλύσεις που θεωρούν τους επισφαλείς σαν μια σύγχρονη μορφή της εργατικής τάξης αδυνατούν να αποτυπώσουν την πολύπλοκη και ευμετάβλητη αυτή συνθήκη που βιώνουν τα σώματα στην επισφάλεια στον σύγχρονο καπιταλισμό (Butler and Athanasiou, 2013). Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να ταυτιστούν οι επισφαλείς με μια κοινωνική κατηγορία, όπως, για παράδειγμα, υποστηρίζουν παραπλανητικά αναλυτές σαν τον Γκάι Στάντινγκ (Guy Standing, 2011) που χρησιμοποιεί τον όρο «πρεκαριάτο» (precariat) σε αντιστοιχία προς την έννοια της εργατικής τάξης (proletariat). Σε αντίθεση με την ταύτιση των επισφαλών σε μια και μόνο κοινωνική τάξη, αναδυόμενη και άκρως «επικίνδυνη» για το καπιταλιστικό σύστημα, η έννοια της οντολογικής επισφάλειας δίνει έμφαση στη διαμόρφωση των επισφαλών σε ένα σύμπλεγμα διαθεματικών κοινωνικών κατηγοριών που διαμορφώνουν εφήμερες και περιστασιακές επιτελέσεις ενάντια στην ευαλωτότητα (Butler and Athanasiou, 2013).

Παρόλο που δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, η επισφάλεια αναδεικνύεται σαν κυρίαρχη μορφή διακυβέρνησης (governance) στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, καθώς διαχέεται εγκαθιδρύοντας πολιτικές ελέγχου που διαπερνούν τομείς και πεδία μοιράζοντας επιλεκτικά και στρατηγικά την ανασφάλεια και την προστασία σε ανθρώπους διαφορετικών τάξεων, φύλων, εθνοτήτων, φυλών και σεξουαλικοτήτων (Lorey, 2015). Η άσκηση της εξουσίας μέσω της επισφάλειας δεν διαμορφώνει μόνο οικονομικές σχέσεις, αλλά και πολιτικές υποκειμενικότητες που εγγράφονται σε αυτό το άνισο μοίρασμα της προστασίας και της ευαλωτότητας. Η συνειδητοποίηση ότι όλα τα σώματα είναι εκτεθειμένα στη βία της διακυβέρνησης της επισφάλειας ανοίγει τη δυνατότητα να δούμε από κοινού πώς εμπλεκόμαστε στις ζωές των άλλων και πώς αλληλεξαρτόμαστε (Butler, 2015). Αυτή η συνειδητοποίηση είναι ριζοσπαστική καθώς αμφισβητεί την αίσθηση του «ανήκειν» και δίνει τη δυνατότητα για αναπάντεχες συλλογικότητες μεταξύ επισφαλών. Ως πολιτικό διακύβευμα, επομένως, η έννοια της επισφάλειας δεν έχει αποκλειστικά αρνητική χροιά, αλλά συνοψίζει επίσης και όλες αυτές τις δυνατότητες διαθεματικής (intersectional) δράσης και αλληλεγγύης που ξεπηδούν ενάντια στην νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Και αυτό καταδεικνύεται από τα ίδια τα κινήματα των επισφαλών, που σπανίως επικαλούνται τη λογική της ταυτότητας και, αντιθέτως, καταφεύγουν κατά κανόνα σε άμεσες και από κοινού δράσεις χωρίς αντιπροσώπους (Lorey, 2015).

.

Η επισφάλεια ως κατηγορία ετερότητας

Η επισφάλεια στην Ελλάδα αποτέλεσε ερευνητικό και θεωρητικό ζήτημα, αντικείμενο έρευνας, μελέτης, στοχασμού και παρατήρησης όχι τόσο με την έννοια της οντολογικής επισφάλειας, όσο με την έννοια της εργασιακής και κινηματικής επισφάλειας (precarity). Η έννοια αυτή έχει διττή σημασία, καθώς περιγράφει φαινόμενα προσωρινής, ενδεχομενικής και χωρίς κοινωνική προστασία εργασίας, αλλά και τις κινηματικές μορφές αντίστασης στην «εξαναγκαστική επισφάλεια» (Fantone, 2007) που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Η σχέση μεταξύ της επισφάλειας ως οντολογικής και ως ιστορικά καθορισμένης εργασιακής συνθήκης (precariousness-precarity) είναι στενή καθώς η εργασιακή και κινηματική επισφάλεια παράγεται όταν οι πολιτικές και νομικές ρυθμίσεις που βρίσκονται σε ισχύ για την προστασία από την οντολογική επισφάλεια καταργούνται για κάποια σώματα που αυτομάτως καθίστανται εξαιρετικά ευάλωτα, ενώ παραμένουν σε ισχύ για άλλα που συνεχίζουν να προστατεύονται από το κράτος (Lorey, 2015, σ. 22).

Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία και στην Ελλάδα ένας ιδιαίτερος προβληματισμός αναφορικά με τη σχέση επισφάλειας και φύλου, που εστιάστηκε κυρίως στην επισφάλεια των μεταναστριών στην οικιακή εργασία και στον καθαρισμό.4 Αντιθέτως, η επισφάλεια εντός των πανεπιστημίων παρέμεινε ένα ζήτημα που κυρίως περιοριζόταν στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις επισφαλών που δεν είχαν τολμήσει ακόμα να οργανωθούν σε συλλογικότητες και ήταν αποσιωπημένες από τον δημόσιο λόγο για τα πανεπιστήμια. Το παράδοξο σε σχέση με αυτή την αποσιώπηση είναι πως ήταν προφανές ότι η μεταναστευτική εργασία ‒ιδιαίτερα ο χώρος του καθαρισμού‒ λειτουργούσε σαν πειραματικό εργαστήριο που διευρυνόταν σε πολλούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της έρευνας και της διδασκαλίας (Ψαρρά, 2009, σ. 34). Παρόλο που η διαπίστωση αυτή ήταν αποδεκτή ήδη από το 2009, δεν έδωσε έναυσμα για δράσεις αμφισβήτησης της αναδυόμενης επισφάλειας στην έρευνα και τη διδασκαλία, που ήταν έμφυλα, φυλετικά, εθνοτικά και ταξικά πολύ πιο κοντά στις εμπειρίες των εν λόγω ερευνητριών.

Το παράδοξο που περιγράφω παραπάνω το βίωσα κυρίως ως εσωτερική αντίφαση αλλά και ως συλλογικό βίωμα που μοιράστηκα και μοιράζομαι με συναδέλφους επισφαλείς. Ενώ η σχέση φύλου και επισφάλειας ήταν το βασικό αντικείμενο που μελετούσα, οι συνδέσεις με τη δική μου επαγγελματική κατάσταση ήταν πάντοτε δύσκολες. Είναι ξεκάθαρο ότι πολλές από τις προσωπικές και συλλογικές εμπειρίες επισφάλειας στα πανεπιστήμια ήταν κοινές με αυτές των γυναικών που εργάζονται στους χώρους του καθαρισμού και της φροντίδας, αλλά συνέχιζαν να μας διαχωρίζουν ταξικές, εθνοτικές και φυλετικές ανισότητες. Πρώτον, αισθανόμουν ότι εργαζόμουν σε έναν τομέα υψηλού κύρους που απαιτεί υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αναγνώριση, δεύτερον, έχω ελληνικό διαβατήριο και, τρίτον, προέρχομαι από τη μεσαία τάξη, έχοντας πίσω μου ένα υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο που με προστατεύει κάθε φορά που μπαινοβγαίνω από την ανεργία στην επισφάλεια. Την ίδια στιγμή που έγραφα για την επισφάλεια στη μεταναστευτική οικιακή εργασία, μου φαινόταν εντελώς άτοπο να σκεφτώ την κατηγορία της επισφάλειας σαν μια κατηγορία ταυτότητας, παρόλο που συχνά τα εργασιακά μου δικαιώματα καταπατούνταν συστηματικά και δεν είχα ασφάλεια, προστασία ή έλεγχο. Παρόλο που είχα βιώσει η ίδια και έβλεπα τους συναδέλφους μου να βιώνουν δύσκολες εμπειρίες επισφάλειας, όπως την υπερεργασία, τη διδασκαλία και έρευνα χωρίς πληρωμή, τις συστηματικές καθυστερήσεις πληρωμών για διαστήματα από δύο μήνες ως και ένα χρόνο, την απουσία αδειών μητρότητας ή εγκυμοσύνης, αλλά και τις απαξιωτικές συμπεριφορές και εκμετάλλευση από συναδέλφους, δυσκολευόμουν να κάνω αυτή τη συσχέτιση.

Την ίδια στιγμή που η επισφάλεια διευρυνόταν εντός των δομών παραγωγής της γνώσης, η έρευνα για το φύλο εστιαζόταν σε κοινωνικές ομάδες που κατά κανόνα υποεκπροσωπούνται στις δομές αυτές. Η επισφάλεια ήταν πολύ πιο εύκολο να ενσωματωθεί στην παραγωγή της γνώσης αλλά και στην προσωπική και συλλογική μας ζωή σαν «κατηγορία ετερότητας» παρά σαν «κατηγορία ταυτότητας».5 Ήταν, δηλαδή, πολύ πιο εύκολο να σκεφτούμε ότι αυτή η συνθήκη είναι για μας απλά προσωρινή και κατ’ ουσίαν αφορά κυρίως άλλες και άλλους που βρίσκονται σε υποδεέστερες ή περιθωριοποιημένες οικονομικές και κοινωνικοπολιτισμικές θέσεις (γυναίκες, νέους, μετανάστες, ΛΟΑΤΚΙ, μέλη μειονοτικών ομάδων). Η επισφάλεια για τις περισσότερες από εμάς δεν αποτέλεσε ως πρόσφατα συλλογικό εργασιακό επίδικο τόσο εξαιτίας της ανυπαρξίας συλλογικοτήτων και από κοινού δράσεων των επισφαλών, όσο και εξαιτίας της απροθυμίας των φορέων εκπροσώπησης των εκλεγμένων μελών6 να ασχοληθούν με ουσιαστικό τρόπο με τα προβλήματα των επισφαλών συναδέλφων τους. Παρόλο που σε ατομικό επίπεδο υπήρξε στήριξη από φεμινίστριες με πιο σταθερές θέσεις εργασίας για τις επισφαλείς συναδέλφους τους (για παράδειγμα, μέσω συνεργασιών σε ερευνητικά προγράμματα, από κοινού δημοσιεύσεων, σεβασμού και στήριξης έργου), η εργασιακή επισφάλεια παρέμεινε στο περιθώριο των συζητήσεων για τα πανεπιστήμια, ενώ συχνά αντιμετωπίζεται και γίνεται αντιληπτή σαν προσωπική αποτυχία ή ατυχία.

Παρόλο που στο μυαλό μου ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα μια προσωρινή μετάβαση, η επισφάλεια έγινε, εντέλει, αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής μου διαδρομής αλλά και των διαδρομών πολλών άλλων γύρω μου, που έπειτα από χρόνια επισφάλειας αδυνατούν πλέον να αφομοιωθούν και συνεχίζουν να βρίσκονται μετέωρες μεταξύ πανεπιστημίων και άλλων φορέων παραγωγής της γνώσης. Και αυτή η αδυναμία ταύτισης με τους φορείς εκφράζεται στα παράδοξα και γεμάτα μετακινήσεις βιογραφικά των επισφαλών των πανεπιστημίων. Ενώ είμαι ελεύθερη επαγγελματίας, σε επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια εμφανιζόμουν σαν να εκπροσωπώ φορείς με τους οποίους συνεργαζόμουν εφήμερα και περιστασιακά. Στην πραγματικότητα, όμως, η σχέση αυτή είναι μονόδρομη: Η ανανέωση των εργασιακών σχέσεων κάθε φορά που μια σύμβαση λήγει απαιτεί απλήρωτες γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά και συγγραφή νέων προτάσεων χρηματοδότησης, που εξασφαλίζουν την παραμονή στο χώρο και την αποφυγή της ανεργίας. Το βιογραφικό μου, όπως και πολλών άλλων επισφαλών, εμφανίζεται παράλληλα σε πολλούς θεσμούς ακόμα και τις ίδιες περιόδους, σαν να είχα μια διαρκή και σταθερή εργασιακή σχέση μαζί τους, και είναι παντελώς εξαφανισμένο από άλλους καθώς, ακόμα κι όταν δούλευα για αυτούς, δεν αναγνώριζαν την παρουσία μου σε τέτοιο βαθμό ώστε να την προβάλουν.

Παρόλο που ταξικές, εθνοτικές και φυλετικές ανισότητες δομούν τη σχέση των επισφαλών των πανεπιστημίων με την επισφάλεια των άλλων, υπάρχουν κοινοί άξονες και εμπειρίες. Η προσωπική μου εμπειρία δείχνει, όμως, ότι η διαφοροποίηση έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι οι επισφαλείς των πανεπιστημίων ζούμε με τις επιθυμίες της κανονικοποίησης σθεναρά καθηλωμένες στα μυαλά μας και με τα σώματα μας σταθερά προσανατολισμένα προς τον ανταγωνισμό για τις πολυπόθητες εκλεγμένες θέσεις εργασίας που, φυσικά, δεν φτάνουν για όλες μας. Είναι κυρίως αυτές οι επιθυμίες που έκαναν τους περισσότερους επισφαλείς να παραμείνουμε για πολλά χρόνια σε συζητήσεις κατ’ ιδίαν ή αστεία σε παρέες, χωρίς να καταφέρνουμε να διαμορφώσουμε συλλογικές πρακτικές, αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες της επισφάλειας ατομικά και αποσπασματικά. Οι ατομικές και συλλογικές αυτές επιθυμίες αναπαράγουν φορντικά πρότυπα σχετικά με την εργασία, τα οποία έχουν συγκεκριμένα πολιτισμικά και έμφυλα χαρακτηριστικά.

 

Μεταφορντισμός και κρίση

Στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα, ο όρος «επισφάλεια» χρησιμοποιείται ευρέως με την έννοια της εργασιακής επισφάλειας (precarity), χωρίς να αναγνωρίζεται η άλλη πλευρά της που έχει να κάνει με τα κινήματα και τη δυναμική της επισφάλειας. Προσλαμβάνει έτσι μία απόλυτα αρνητική χροιά, σαν μια κατάσταση εξαθλίωσης και εργασιακής απαξίωσης, σαν εργασία χωρίς μέλλον και χωρίς δυνατότητες εξασφάλισης ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, επιβαρυμένη με έντονα αισθήματα απομόνωσης και έλλειψης αυτονομίας, που καθιστούν αδύνατη τη συλλογική οργάνωση (Τριανταφύλλου, 2008, Κουζής, 2008, Μουρίκη, 2010). Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η απόλυτα αρνητική αυτή χρήση του όρου ήρθε στο προσκήνιο κυρίως με μια ιστορικά και γεωγραφικά καθορισμένη και αρνητικά φορτισμένη εννοιολόγηση που συνδέεται με τη μεταφορντική ευρωπαϊκή κρίση της εργασίας και του κράτους πρόνοιας (Neilson and Rossiter, 2008). Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν οι καλοπληρωμένες, μόνιμες και εξασφαλισμένες θέσεις εργασίας για να επανέλθουν σε πολλούς κλάδους ‒οι οποίοι είχαν ρυθμιστεί χάρη στους εργατικούς αγώνες‒ κακοπληρωμένες, περιστασιακές και αβέβαιες θέσεις εργασίας. Οι αλλαγές αυτές συνδυάστηκαν με μια σειρά από νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που περιορίζουν την προστασία που παρείχε το κράτος πρόνοιας σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, αλλά συνδέονται επίσης και με την ευρύτερη επισφαλοποίηση (precarisation) της ζωής (Boltanski and Chiapello, 1999): τη διεύρυνση του ατομικού χρέους, τη στεγαστική αβεβαιότητα και την κατάργηση των ορίων μεταξύ χρόνου εργασίας και χρόνου ξεκούρασης και αναψυχής.

Η απολύτως αρνητική αυτή θεώρηση που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα, όμως, μαρτυρεί πολιτισμικές και έμφυλες προκαταλήψεις. Πρώτον, ενώ η επισφάλεια προσδιορίζεται στο μεταφορντικό πλαίσιο σαν ένα παγκοσμιοποιημένο φαινόμενο, ο φορντισμός υπήρξε περισσότερο δυτική εξαίρεση παρά κανόνας, ενώ οι εργασιακές συνθήκες που διαμορφωθήκαν στο πλαίσιο των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών πρόνοιας δεν εφαρμόστηκαν καν στο σύνολο της Ευρώπης (Neilson and Rossiter, 2008). Δεύτερον, τίθεται το ζήτημα του φύλου των επισφαλών καθώς, ακόμα κι αν εστιαστούμε στη Δυτική Ευρώπη, οι έμφυλες και ρατσιστικές ανισότητες συνδιαρθρώνονται με την επισφάλεια. Οι γενεαλογίες της γυναικείας και της μεταναστευτικής εργασίας δείχνουν ότι, ακόμα και σε περιόδους επικράτησης του φορντισμού, οι καλοπληρωμένες θέσεις πλήρους απασχόλησης και υψηλού κύρους δεν αφορούσαν τις γυναίκες ‒ιδιαίτερα τις μαύρες γυναίκες‒, αλλά προορίζονταν για λευκούς άντρες (Mitropoulos, 2005). Στις περιόδους άνθησης του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη, οι γυναίκες απέκτησαν πρόσβαση στην κοινωνική προστασία κυρίως μέσω των ανδρών τους και όχι τόσο αυτόνομα, ακριβώς επειδή η αναπαραγωγική εργασία δεν αναγνωριζόταν σαν εργασία (Huws, 2003). Παράλληλα, οι γυναίκες, αλλά και οι άντρες, άλλης φυλής και εθνότητας παρέμεναν εκτός των ρυθμισμένων εργασιακών σχέσεων και των συστημάτων πρόνοιας εξαιτίας των ρατσιστικών εμποδίων και των κυβερνητικών ρυθμίσεων, που επιβάλλονταν στους μη πολίτες καθιστώντας τους διαρκώς απελάσιμους (De Genova, 2002). Παρά την εξαίρεση του φορντισμού, το συνεχές της εργασιακής επισφάλειας και των διαθεματικών ανισοτήτων παρέμεινε εδραιωμένο ακόμα και στην ίδια τη δομή των καθεστώτων πρόνοιας (Davis, 2006) που καθιστούν κάποια σώματα πιο προστατευμένα και εγκαταλείπουν άλλα στις πιο ακραίες μορφές βίας και εκμετάλλευσης.

Ανεξαρτήτως του φύλου μας, οι επισφαλείς των πανεπιστημίων εργαζόμαστε σε συνθήκες που σε παλιότερες εποχές συνδέονταν κυρίως με την εργασία των γυναικών, των μεταναστών, των ανθρώπων χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου και κοινωνικής τάξης. Όπως και σε πολλούς άλλους τομείς της αγοράς εργασίας, στη μεταφορντική παραγωγή της γνώσης οι διαδικασίες θηλυκοποίησης (feminisation) των εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων κυριάρχησαν, όχι τόσο λόγω της αυξημένης συμμετοχής γυναικών, όσο λόγω της αναπαραγωγής έμφυλων και πολιτισμικών προτύπων στη διαμόρφωση αυτών των άνισων σχέσεων εξουσίας (Morini, 2007). Σε αυτό συμβάλλει και η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, που στην Ελλάδα εντάθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και επέβαλε τη δραστική μείωση των προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα οι πολλαπλές ανάγκες των δημόσιων φορέων παραγωγής γνώσης, συμπεριλαμβανομένων και των πανεπιστημίων, να καλύπτονται ολοένα και περισσότερο από περιστασιακή και ενδεχομενική εργασία (Voulvouli, 2019). Παρόλο που στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η επισφάλεια επεκτάθηκε και σε χώρους οι οποίοι στο παρελθόν ήταν ρυθμισμένοι, στον δημόσιο λόγο έγινε περισσότερο αντικείμενο συζήτησης και διεκδικήσεων η ανασφάλεια που προκλήθηκε στους δημόσιους υπαλλήλους εξαιτίας των μειώσεων μισθών, των μετατάξεων, της διαθεσιμότητας, των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και των απειλών απολύσεων (Καρακιουλάφη et al., 2014), αλλά όχι τόσο η δημιουργία ενός παράλληλου χώρου επισφάλειας εντός των δημόσιων φορέων.

Η απασχόληση των επισφαλών, αντιθέτως, κανονικοποιήθηκε, επιτρέποντας στα πανεπιστήμια, όπως και σε άλλους δημόσιους φορείς, να συνεχίσουν να λειτουργούν, παρά τις δραστικές μειώσεις ανθρώπινων και άλλων πόρων. Η κανονικοποίηση αυτή συνέβη στο πλαίσιο των πολιτικών και λόγω της λιτότητας, που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του 2008, που νομιμοποίησαν την προσωρινή και χωρίς δικαιώματα εργασία σε πολλές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (βλ. Alves de Matos και Pusceddu). Η διαδικασία αυτή επιτεύχθηκε κυρίως μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης που προήλθαν από ευρωπαϊκούς πόρους, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις φέρνουν οι ίδιες οι επισφαλείς στους φορείς (με αντάλλαγμα την κράτηση ενός ποσοστού), αλλά και από τα πιο πρόσφατα προγράμματα «απόκτησης ακαδημαϊκής διδακτικής εμπειρίας», που καθιερώθηκαν σαν μια λύση στις ελλείψεις διδακτικού προσωπικού (LABour, 2020 και Precademics 85.42.1a, 2020). Αυτή η κανονικοποίηση της επισφάλειας πρακτικά σήμαινε ότι, ενάντια στις κινηματικές προσπάθειες για τη διατήρηση δημόσιων και αυτόνομων πανεπιστημίων, για μια σημαντική μερίδα εργαζομένων η παραγωγή της γνώσης ακολουθήσε και στην Ελλάδα την παγκόσμια τάση νεοφιλελεύθερης πολιτικής διαχείρισης, που κυριαρχεί παγκοσμίως (βλ. Loher and Strasser, 2019).

Από τη μια πλευρά, αυτό που καθορίζει τις εργασιακές σχέσεις και την προστασία των εκλεγμένων μελών είναι η σταθερότητα βασικών εργασιακών δικαιωμάτων και προστασίας εντός συγκεκριμένων θεσμών που έχουν χαρακτήρα δημοσίου υπαλλήλου. Παρόλο που έχουν υποστεί μειώσεις μισθών και αισθάνονται ανασφαλείς ως προς το μέλλον, τα εκλεγμένα μέλη διατηρούν σταθερή απασχόληση και κοινωνική προστασία, προοπτικές εξέλιξης, τακτικές πληρωμές, εργασιακά δικαιώματα, άδειες και σταθερά ωράρια εργασίας. Από την άλλη πλευρά, παράγεται ένα ετερογενές μείγμα επισφαλών που εργάζονται σαν ελεύθεροι επαγγελματίες σε διαφορετικά επίπεδα και διαφορετικούς θεσμούς και συμπεριλαμβάνει: πρώτον, διδακτορικές φοιτήτριες, οι οποίες βιώνουν επισφάλεια είτε λόγω της υπερεργασίας (συνδυασμός εργασίας και συγγραφής διδακτορικού) είτε λόγω του χαμηλού εισοδήματος και των καθυστερήσεων στις πληρωμές των υποτροφιών τους, δεύτερον, μεταδιδάκτορες ερευνήτριες και διδάσκουσες, που ανήκουν σε ομάδες υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, αλλά προσλαμβάνονται με συμβάσεις έργου, τρίτον, κάποιους υπαλλήλους στη διοίκηση και στις βιβλιοθήκες με προσωρινές συμβάσεις έργου αντίστοιχες με αυτές των μεταδιδακτόρων, και τέταρτον, υπάλληλους στον καθαρισμό και στη φύλαξη κτηρίων, οι οποίες κατά κανόνα προσλαμβάνονται μέσω εταιρειών που αναλαμβάνουν με εργολαβίες να διεκπεραιώσουν βασικές λειτουργίες των κτηρίων. Παρόλο που στις δύο τελευταίες ομάδες απαιτούνται τυπικά προσόντα χαμηλότερης εξειδίκευσης και εκπαιδευτικού επιπέδου, επικρατούν παρόμοιες εργασιακές συνθήκες με αυτές που αφορούν τη διδασκαλία και την έρευνα. Η διαφοροποίηση μεταξύ των καθεστώτων εργασίας στους φορείς παραγωγής της γνώσης, επομένως, δεν γίνεται πλέον με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο, τη θέση, την εμπειρία, το είδος της εργασίας ή την εξειδίκευση. Αντιθέτως, οι παράλληλοι εργασιακοί κόσμοι της επισφάλειας και της μονιμότητας λειτουργούν σε όλους τους τομείς και στα επίπεδα παραγωγής της γνώσης μοιράζοντας την ευαλωτότητα και την προστασία επιλεκτικά.

Ο βασικός άξονας διαφοροποίησης μεταξύ επισφαλών και μη στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι η εργασιακή σταθερότητα που στο μεταφορντικό πλαίσιο μεταφράζεται σε προστασία από την οντολογική επισφάλεια. Αντιθέτως, η εργασιακή προσωρινότητα συνεπάγεται την ευαλωτότητα, το άγχος, την αβεβαιότητα και την απουσία της αίσθησης του «ανήκειν», καθώς οι συνεργασίες με τους θεσμούς είναι πάντοτε προσωρινές. Όπως έχουν δείξει μελέτες σε άλλους τομείς εργασίας και τόπους, ο άξονας αυτός διαφοροποιείται ανάλογα με τα συγκείμενα. Για παράδειγμα, σε κάποιες κοινωνικές ομάδες που υπήρξαν πάντοτε επισφαλείς ή σε κοινωνίες στις οποίες η επισφάλεια αφορά την πλειονότητα των εργαζομένων, η αντίστιξη μεταξύ εργασιακής σταθερότητας και οντολογικής επισφάλειας δεν θεωρείται δεδομένη (Millar, 2017). Στην ελληνική περίπτωση, παρόλο που το φορντικό μοντέλο δεν εφαρμόστηκε ποτέ πλήρως και στην πλειονότητα των εργαζομένων, εντούτοις η επιθυμία για σταθερότητα, ιδιαίτερα για μονιμοποίηση στο Δημόσιο, κυριάρχησε. Όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όμως, η σταθερότητα της εργασίας έγινε για πολλές εργαζόμενες στην έρευνα και τη διδασκαλία μια ιδεατή προοπτική για λίγους, καθώς αυξήθηκε η ανεργία, μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας στα πανεπιστήμια αλλά και οι ευκαιρίες σταθερής απασχόλησης εκτός των πανεπιστημίων (βλ. Schwaller, 2019).

Η διαφοροποίηση μεταξύ σταθερότητας και επισφάλειας στα ελληνικά πανεπιστήμια έχει και έμφυλο χαρακτήρα. Στην έρευνα και τη διδασκαλία βλέπουμε να αυξάνεται ο αριθμός των γυναικών που εκπονούν διδακτορικά, αλλά να μη μεταβάλλεται αντιστοίχως ο τρόπος που κατανέμονται οι θέσεις εκλεγμένων μελών των πανεπιστημίων, ιδιαίτερα οι πιο υψηλόβαθμες μόνιμες θέσεις (European Commission, 2019).7 Το επακόλουθο αυτών των δομικών ανισοτήτων είναι ότι διατηρούνται τα ανδρικά προνόμια όπου ‒εξαιτίας του παγώματος των προσλήψεων στη διάρκεια της κρίσης‒ οι άντρες συνεχίζουν να καταλαμβάνουν την πλειονότητα των υψηλόβαθμων θέσεων και να οργανώνουν τις πρακτικές αξιολόγησης για τη δημιουργία νέων θέσεων. Ενώ φαινομενικά ανοίγει η πνευματική και υψηλού κύρους εργασία (εκπόνηση διδακτορικού, έρευνα, διδασκαλία) στις γυναίκες, αυτό συμβαίνει τη στιγμή ακριβώς που διευρύνεται η επισφάλεια, ενώ παράλληλα το προηγούμενο καθεστώς παραμένει και αναπαράγεται ως κατά βάση ανδροκρατικό. Αν στις ανισότητες των φύλων προσθέσουμε και τους ακόμα πιο αποσιωπημένους παράγοντες της φυλής, του έθνους, της κοινωνικής τάξης ή της σεξουαλικότητας, γίνονται περισσότερο ορατές οι διαθεματικές ανισότητες της επισφάλειας, που παραμένουν στο περιθώριο των συζητήσεων για τα πανεπιστήμια. Οι ανώτερες θέσεις υψηλής μόρφωσης και κύρους καταλαμβάνονται, όμως, κυρίως από λευκούς άντρες μαζί με κάποιες λευκές γυναίκες μεγαλύτερης συνήθως ηλικίας. Οι λευκές γυναίκες συνεχίζουν να κυριαρχούν στον τομέα της διοίκησης, οι λευκοί άντρες άλλης τάξης καταλαμβάνουν σταθερά τον τομέα της φύλαξης, ενώ οι γυναίκες άλλης φυλής, εθνότητας και τάξης συνωστίζονται στον καθαρισμό, ακόμα κι αν έχουν υψηλή μόρφωση. Πόσες, όμως, είναι αλήθεια οι γυναίκες μεταναστευτικής καταγωγής, μαύρες, λεσβίες και τρανς, που κατάφεραν να διδάξουν και να κάνουν έρευνα στην Ελλάδα, και αντιστρόφως, πόσες από αυτές δουλεύουν στον καθαρισμό; Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, δεν αρκεί η απλή ποσοτικοποίηση της έρευνας σχετικά με τους άντρες και τις γυναίκες, αλλά χρειάζεται μια κριτική προσέγγιση που θα καταστήσει ορατή στον πολιτικό λόγο την εντατικοποίηση των διαπλεκόμενων ανισοτήτων εντός των πανεπιστημίων. Η ορατότητα αυτή ενδέχεται να υποσκάψει την καθαρότητα του λόγου για τα δημόσια πανεπιστήμια, που πασχίζει να επιβιώσει κάτω από τις πιέσεις της λιτότητας και του αυταρχισμού, αλλά συγχρόνως θα οδηγήσει σε μια αναπόφευκτη αναγνώριση της διαχείρισης της επισφάλειας που συντελείται στους φορείς αυτούς.

 

Επισφαλείς υποκειμενικότητες εντός και εκτός των πανεπιστημίων

Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη παραγωγή της γνώσης αναδύονται νέες μορφές διαχείρισης της επισφάλειας μέσα από πρωτόκολλα και διαδικασίες αξιολόγησης επιστημονικού έργου, οι οποίες εντείνουν τις υπάρχουσες ανισότητες. Η εντατικοποίηση των διαπλεκόμενων ανισοτήτων στο μεταφορντικό πλαίσιο του ελληνικού πανεπιστημίου συντελείται κυρίως μέσω της άκριτης αποδοχής των κριτηρίων και διαδικασιών αξιολόγησης, τα οποία καθορίζουν ποιες θα καταφέρουν να εκλεγούν και ποιες όχι, ποιες αξίζουν να προστατευτούν και ποιες όχι, ποιες θα έχουν εργασιακά δικαιώματα, σταθερότητα και θεσμική κάλυψη και ποιες όχι. Καθοριστικό ρόλο σε αυτές τις φαινομενικά επιστημονικές διαδικασίες αξιολόγησης παίζουν οι οικονομίες του συναισθήματος, που «κυκλοφορούν ανάμεσα στα σώματα και τα σημεία» (Άμεντ, 2018, σ. 130) των επισφαλών και μη και καθορίζουν τις υποκειμενικότητες που παράγονται στο πεδίο της παραγωγής της γνώσης θέτοντας τα όρια της συμπερίληψης στις ακαδημαϊκές κοινότητες πέρα από τις τυπικές διαδικασίες.8

Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι ανώτερες βαθμίδες των δομών παραγωγής της γνώσης (έρευνα και διδασκαλία) διαχωρίζονται από τις κατώτερες επειδή οργανώνονται μέσα από διαδικασίες επιστημονικής αξιολόγησης, στις οποίες κυριαρχεί ο «μύθος της αξιοκρατίας» (Zheng, 2018). Τόσο οι προσλήψεις όσο και η ανέλιξη του επιστημονικού προσωπικού υπακούν σε επιστημονικά πρωτόκολλα που φαινομενικά αποκλείουν τα συναισθήματα (emotions). Η αξιολόγηση του έργου (εμπειρία, δημοσιεύσεις, συνάφεια αντικειμένου) εμφανίζεται σαν μια αντικειμενική, ουδέτερη και απαλλαγμένη από συναισθηματικές εξάρσεις διαδικασία. Παρόλο που οι αξιολογητές δεν συμμορφώνονται πάντα με την επιστημονική αποστασιοποίηση και ουδετερότητα, σπανίως κρίνουν το έργο των επισφαλών ως προϊόν της συνολικότερης ευαλωτότητάς τους. Οι επισφαλείς υποψήφιες καλούνται στο πλαίσιο αυτό να υποστηρίξουν το έργο τους υποδυόμενες επιστημονικούς ρόλους με την αρμόζουσα συγκρότηση και ψυχραιμία, παρά το γεγονός ότι το έργο αυτό είναι προϊόν αγωνίας, ανασφάλειας και υπερεργασίας λόγω των συνθηκών παραγωγής του. Οι απαιτήσεις για παραγωγή αναγνωρίσιμου ‒ποιοτικά και ποσοτικά‒ επιστημονικού έργου έρχονται αντιμέτωπες με τους εντατικούς ρυθμούς της καθημερινής ζωής που καταλαμβάνεται από τις επαναλαμβανόμενες και απλήρωτες διαδικασίες αυτοπροστασίας (Rogler, 2019), όπως την κατά συρροήν συγγραφή προτάσεων για χρηματοδότηση ή τις γραφειοκρατικές διαδικασίες υλοποίησης προγραμμάτων. Στην περίπτωση των ανθρώπων που παράλληλα με την ακαδημαϊκή επισφάλεια έχουν και υποχρεώσεις φροντίδας, η συμπίεση του χρόνου και οι συναισθηματικές πιέσεις πολλαπλασιάζονται. Το ευρύτερο όμως πλαίσιο της φροντίδας και της επιβίωσης δεν συμπεριλαμβάνεται στις επιστημονικές αξιολογήσεις, καθώς πρόκειται για δουλειές που δεν πληρώνονται και δεν αναγνωρίζονται ως έργο, αλλά έχουν έντονο συναισθηματικό φορτίο. Τυχόν αποτυχίες ή ελλείψεις οφείλονται στη συναισθηματική κόπωση από την επισφάλεια, επομένως, ερμηνεύονται κατά κανόνα περισσότερο σαν προσωπικές ακαδημαϊκές αποτυχίες όσων άφησαν τα συναισθήματα να επηρεάσουν το έργο τους, και επιδρούν αρνητικά, εγκλωβίζοντας εντέλει τις πιο ευάλωτες στην επισφάλεια διαρκείας.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, η έρευνα και η διδασκαλία διαχωρίζονται από άλλες μορφές εργασίας (όπως ο καθαρισμός, η διοικητική υποστήριξη ή η φύλαξη) στα πανεπιστήμια γιατί θεωρούνται «δημιουργικές» δουλειές αναπαράγοντας ‒παράλληλα με το μύθο της αξιοκρατίας‒ το μύθο «της δουλειάς για τη δουλειά», που προσφέρει ικανοποίηση ανεξάρτητα από τις οικονομικές απολαβές και τις σωματικές, ψυχικές και κοινωνικές επιπτώσεις της (Zheng, 2018). Σε αντίθεση με τις επαναλαμβανόμενες και κουραστικές δουλειές των λιγότερο «δημιουργικών» κλάδων της παραγωγής της γνώσης, οι βασικές υποχρεώσεις της διδασκαλίας και της έρευνας παράγουν ένα πολύπλοκο πλέγμα συναισθηματικών σχέσεων και εξαρτήσεων μεταξύ επισφαλών και πιο προστατευμένων ακαδημαϊκών. Από την πλευρά των εκλεγμένων ακαδημαϊκών που εργάζονται με δημοσιοϋπαλληλικό καθεστώς, η αγάπη για το αντικείμενο αποτελεί κοινό σημείο συσχέτισης με τις επισφαλείς, που ωθεί και τις δύο να δουλεύουν περισσότερες ώρες, με μεγαλύτερη πίεση, προκειμένου να έχουν ποιοτικότερα αποτελέσματα. Οι επισφαλείς, όμως, παράλληλα με τη δημιουργική υπερεργασία στο πλαίσιο του μοιράσματος της αγάπης για τη δουλειά, είναι επίσης υποχρεωμένες να καλύπτουν και τις μη δημιουργικές ανάγκες τους για αυτοπροστασία, παρά το αυξημένο άγχος, ανασφάλεια, πίεση και συμπίεση χρόνου, που αντιμετωπίζουν (Precademics 85.42.1β, 2020). Ενώ δεν έχουν τη δυνατότητα να πάρουν εκπαιδευτικές άδειες ή να αφοσιωθούν αποκλειστικά στις δημιουργικές διαστάσεις της παραγωγής της γνώσης έστω και για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, καθώς δεν δικαιούνται τίποτα παραπάνω παρά απλήρωτες περιόδους υποχρεωτικής ανεργίας και εντατικής προετοιμασίας, κρίνονται κυρίως από την ικανότητά τους να μοιραστούν το πάθος που επιδεικνύουν για τη δουλειά. Η συσχέτισή τους, επομένως, με τους μη επισφαλείς συναδέλφους τους μπορεί να στηριχτεί μόνο αν αγνοήσουν τις υλικές διαστάσεις του κόπου τους, πράγμα το οποίο συχνά κάνουν λόγω της σημασίας που έχουν αυτές οι ηθικές αξίες στη διαμόρφωση της παραγωγής της γνώσης (για το ρόλο της ηθικής στη διαμόρφωση της επισφάλειας, βλ. Kofti, 2016). Ο μύθος της χωρίς προϋποθέσεις αγάπης για την έρευνα και τη διδασκαλία καταλήγει, εντέλει, να μην προτάσσεται μόνο σαν ενδεδειγμένο συναίσθημα για την ακαδημαϊκή αξιοπιστία, αλλά και να εσωτερικοποιείται από τις ίδιες τις επισφαλείς, επιτείνοντας τις πιέσεις για υπερεργασία.

Οι «συναισθηματικές οικονομίες» που παράγονται από το συνδυασμό των δύο αυτών μύθων λειτουργούν αποτρεπτικά προς τους κοινούς αγώνες και τις συλλογικές διεκδικήσεις των επισφαλών σε όλο το εύρος της παραγωγής της γνώσης εντός και εκτός των πανεπιστημίων. Από τη σκοπιά αυτή, δεν είναι μόνο ο ιδιωτικός τομέας ο οποίος κατασκευάζει νέες κατηγορίες επισφαλών, που εντείνουν τις υπάρχουσες ανισότητες, αλλά ακόμα οι ίδιοι οι κρατικοί φορείς που επιλέγουν ποιες κατηγορίες εργαζομένων θα ενταχθούν στα συστήματα προστασίας και ποιες όχι (Alberti et al., 2018). Η επιτυχία, ο σεβασμός και το κύρος καθορίζονται από την εκλογή και τον αντίστοιχο τίτλο, που μεταφράζονται σε εργασιακή σταθερότητα, επιστημονική καταξίωση και κοινωνική αναγνώριση, αξίες που συχνά είναι εντελώς αποσυνδεμένες από την διαδικασία παραγωγής γνώσης. Κατά συνέπεια, η διαδικασία της εκλογής παράγει σχέσεις ατομικής εξάρτησης των επισφαλών από τους ήδη εκλεγμένους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι (ακόμα και άθελά τους) λειτουργούν σαν θεματοφύλακες των θεσμών, ανοίγοντας και κλείνοντας ευκαιρίες για μόνιμες ή/και επισφαλείς προοπτικές, για πρόσβαση σε εργασιακά δικαιώματα, οικονομική εξασφάλιση και κοινωνική αναγνώριση. Προκειμένου, όμως, να περάσουν από την εργασιακή επισφάλεια στην εργασιακή σταθερότητα, οι επισφαλείς είναι υποχρεωμένες να αποσιωπούν τα αρνητικά συναισθήματα και τις μη δημιουργικές πρακτικές αυτοπροστασίας που τους επιτρέπουν να επιβιώσουν, επιδεικνύοντας διαρκώς την απαιτούμενη αγάπη για την έρευνα και τη διδασκαλία ως «δημιουργικές» εργασίες. Μέσα από αυτή την οικονομία συναισθημάτων παράγονται οι στενές προσωπικές συσχετίσεις των επισφαλών υψηλής μόρφωσης με εκλεγμένους ακαδημαϊκούς συναδέλφους τους και η αποστασιοποίησή τους από τους επισφαλείς άλλους που εργάζονται στις λιγότερο δημιουργικές όψεις της παραγωγής της γνώσης, όπως στη διοίκηση, στις βιβλιοθήκες, στη φύλαξη και στον καθαρισμό.

Ενάντια σε αυτούς τους συναισθηματικούς δεσμούς που εγκλωβίζουν τις επισφαλείς σε στατικές και αδιέξοδες αλλά και συναισθηματικά φορτισμένες ταυτότητες, όπως αυτές του ακαδημαϊκού ή του διανοούμενου που αγαπά τη δουλειά του ανεξάρτητα από τις συνθήκες εργασίας, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται κινήματα επισφαλών στην έρευνα και τη διδασκαλία, ομάδες που πασχίζουν να δημιουργήσουν χώρους κοινής αλληλεπίδρασης και συνδιαμόρφωσης της επισφάλειας όχι πλέον σαν κατηγορίας ετερότητας. Τα ερωτήματα που θέτουν σχετικά με την εργασιακή επισφάλεια κάνουν τις επισφαλείς πιο ορατές (Adsit et al., 2015). Στους χώρους αυτούς οι πολιτικές του συν-αισθήματος (affect) παίζουν σημαντικό ρόλο καθώς ανοίγουν δυνατότητες παραγωγής οριακών υποκειμενικοτήτων που δεν βασίζονται στην ταύτιση με μια συγκεκριμένη εργασιακή ταυτότητα ή κοινωνική ομάδα, αλλά στην πολυμορφία των πρακτικών που συγκροτούν το πεδίο της επισφάλειας (Mezzadra and Neilson, 2013). Ο κοινός τόπος στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο η αντίθεση στους μύθους της αγάπης για τη γνώση και στην επιστημονική αριστεία, όσο η κοινή ευαλωτότητα που προκύπτει από τις συνεχείς προσπάθειες εξισορρόπησης της ζωής μεταξύ ανεργίας και επισφάλειας και μεταξύ ανασφάλειας και εφήμερης προστασίας. Παρά τις ανισότητες του φύλου, της φυλής, της εθνότητας και της κοινωνικής τάξης, την ευαλωτότητα αυτή τη μοιράζονται όλες όσες συμμετέχουν στην παραγωγή της γνώσης επισφαλώς, είτε μέσω της παραγωγής επιστημονικού έργου είτε μέσω παράλληλων υπηρεσιών, όπως του καθαρισμού, της φύλαξης ή της διοικητικής υποστήριξης, που είναι απαραίτητες για την παραγωγή αυτή.

Οι πολιτικές του συν-αισθήματος στο πλαίσιο αυτό διαφέρουν από τις εντυπωσιακές και έντονα εξωστρεφείς πρακτικές διαμαρτυρίας στον δημόσιο χώρο, που αναπτύχθηκαν στα κινήματα της δεκαετίας του 2000 μέσα από πλατφόρμες όπως τα EuroMayDay, Edu Factory, Intermittents du Spectacle, Frassanito, Agir ensemble contre le chômage κυρίως σε «δημιουργικούς κλάδους», όπως αυτούς των νέων μέσων, της Τέχνης και της παραγωγής της γνώσης (Hardt, 2009, Neilson and Rossiter, 2008). Μοιράζονται, όμως, κάποια κοινά σημεία με αυτές: Βασίζονται σε επιτελεστικές πρακτικές και ‒προς το παρόν, τουλάχιστον‒δεν διαφαίνεται να ακολουθούν τη λογική της εκπροσώπησης. Αναπτύσσονται εν μέσω της κρίσης των επίσημων συνδικαλιστικών φορέων (Vogiatzoglou, 2018) και προτάσσουν ως βασική αρχή τους τη μη εκπροσώπηση, η οποία αντανακλά την πολυμορφία των επισφαλών, που εργάζονται σε περιστασιακές και ενδεχομενικές θέσεις, μπαινοβγαίνοντας στα ασφαλιστικά συστήματα και μετακινούμενες από εργοδότη σε εργοδότη και από φορέα σε φορέα (Lorey, 2012). Έχουν δε συγγένειες περισσότερο με τα διεθνικά δίκτυα για τους κοινούς αγώνες Ευρωπαίων και μεταναστών επισφαλών ενάντια στα σύνορα, στον ρατσιστικό αποκλεισμό και τον καπιταλισμό (Papadopoulos, Stephenson and Tsianos, 2008) παρά με τα εθνικά κινήματα για την υπεράσπιση των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή οι βασικές τους πρακτικές αντανακλούν τις διεθνικές ζωές των επισφαλών, οι οποίες ακριβώς λόγω της αυξημένης κινητικότητας καθιστούν τους τόπους εργασίας, κοινωνικής και οικογενειακής ζωής ευμετάβλητους και παγκοσμιοποιημένους (Voulvouli, 2019).

Οι διέξοδοι που ανοίγουν οι πρακτικές αυτές ξεκινούν από διεργασίες αναθεώρησης της ατομικής αποτυχίας στην έρευνα και τη διδασκαλία και επακόλουθες επαναδιαπραγματεύσεις της συλλογικής παραγωγής της γνώσης σε ένα πολιτικό πλαίσιο που διαπερνά τους μύθους της αξιολόγησης και της απροϋπόθετης αγάπης για τη δημιουργική ακαδημαϊκή εργασία. Αυτό συμπεριλαμβάνει και τακτικές αμφισβήτησης των αρνητικών συναισθηματικών σχέσεων που παράγονται εντός των επίσημων θεσμών και προτάσσουν την αγωνία και ανησυχία για ένα αβέβαιο μέλλον σαν κινηματικό ζήτημα και όχι σαν ατομικό πρόβλημα ή παθολογία (The Institute of Precarious Consciousness, 2014). Συχνά οι πρακτικές αυτές θυμίζουν συλλογική ψυχανάλυση, όπου τα ατομικά βιώματα εξωτερικεύονται και οι κοινές συναισθηματικές οικονομίες και εξουσιαστικές δομές που τα προκαλούν γίνονται πιο ευδιάκριτες. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, παίρνουν τη μορφή συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά δεν ταυτίζονται με το λόγο των επίσημων σωματείων που αναπολούν μια επιστροφή στο φορντισμό. Αντιθέτως, επιδιώκουν την επιτέλεση δικαιωμάτων για πιο δίκαια μεταχείριση και τη διαμόρφωση κοινών αγώνων με τους υπόλοιπους επισφαλείς της παραγωγής της γνώσης (LABour, 2020). Αναπτύσσεται έτσι μια δυναμική, η οποία στρέφεται ενάντια στην εργασιακή επισφάλεια (precarity) επικαλούμενη όχι τόσο το εξιδανικευμένο φορντικό παρελθόν και το κράτος πρόνοιας, όσο την οντολογική επισφάλεια (precariousness).

Οι συν-αισθηματικές πολιτικές της επισφάλειας δεν βασίζονται στην εκπροσώπηση και για αυτό δύσκολα μπορούν να μετατραπούν σε μαζικά και οργανωμένα κινήματα. Οι επισφαλείς, λόγω του εφήμερου χαρακτήρα της εργασίας τους και των συχνών μετακινήσεων από φορέα σε φορέα και από τόπο σε τόπο, δύσκολα ξεπερνούν την ιδιωτικοποίησή τους (Murgia, 2014). Εκείνο, όμως, που τελικά μοιράζονται και αποτελεί τη βάση των κοινοτήτων που διαμορφώνουν είναι η έμφαση που δίνουν στην ευαλωτότητα. Ακριβώς επειδή οι επισφαλείς έρχονται κοντά για να διαμορφώσουν συν-αισθηματικούς δεσμούς ενάντια στην οντολογική επισφάλεια, επιτελούν, εντέλει, κοινωνικά δικαιώματα τα οποία διαπερνούν τα πανεπιστήμια ως κέντρα παραγωγής της γνώσης. Υιοθετούν επιλεκτικά κάποιες από τις ενδεδειγμένες φόρμες τους, όπως τις ακαδημαϊκές και κινηματικές δομές και τρόπους έκφρασης, αλλά τις απογυμνώνουν από τις συμβάσεις της επιστημονικής αριστείας και τις στρέφουν προς τα έξω, προς τις ποικίλες μορφές παραγωγής γνώσης, που διαχέονται σε διαφορετικούς τόπους (Harney and Moten, 2013). Αυτό το άνοιγμα είναι θετικό όχι μόνο για τις ίδιες τις επισφαλείς, αλλά και για τις εκλεγμένες συναδέλφους τους που ασφυκτιούν στις ακαδημαϊκές συμβάσεις και αναζητούν τρόπους να ασχοληθούν με τη γνώση που παράγεται σε άλλους λιγότερο ακαδημαϊκούς εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους (Harney and Motenm, 2013). Aυτή η διάχυση επιτρέπει συν-αισθηματικές φεμινιστικές και αντιρατσιστικές περιπλανήσεις που αναπροσδιορίζουν την ατομικοποίηση και εσωτερικοποίηση της επισφάλειας και δημιουργούν κοινά μέτωπα δράσης για τις οριακές υποκειμενικότητες που συνήθως αποκλείονται από τα πανεπιστήμια λόγω του φύλου, της φυλής, της εθνότητας ή της τάξης τους (Precarias a la deriva, 2005). Η ενδεχομενική και εφήμερη γνώση που παράγεται σε αυτές τις διαδρομές ανοίγει διόδους διαφυγής από τις διαθεματικές περιχαρακώσεις και ανισότητες, που χαρακτηρίζουν τα πανεπιστήμια, η οποία έχει αξία όχι μόνο για τις επισφαλείς αλλά και για το είδος και την ποιότητα της γνώσης που παράγεται.

 

Σημειώσεις

1 Ο προβληματισμός σχετικά με τα ζήτημα του φύλου και της επισφάλειας στον ακαδημαϊκό τομέα εγγράφεται στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνας σχετικά με το φύλο και την εργασία στην Ελλάδα Βλέπε Αβραμίκου, 2001, Βιτσιλάκη και Φωκάλη, 2007, Παπαγαρουφάλη, 1989, Πετρινιώτη, 2007, Καραμεσίνη, 2021, Καραμεσίνη και Συμεωνάκη, 2020 και Καραμεσίνη και Rubery, 2015. Εντούτοις παρουσιάζει ιδιαιτερότητα σε σχέση με τους τομείς που έχουν κυρίως αναλυθεί ερευνητικά στο πλαίσιο αυτό, γιατί πρόκειται για έναν τομέα ανδροκρατούμενο υψηλής εκπαίδευσης, εξειδίκευσης και κύρους, στον οποίο η συνδικαλιστική οργάνωση είναι αναπτυγμένη.

2 Τα ζητήματα φύλου και επισφάλειας δεν έχουν αναδειχτεί επαρκώς και σε άλλους τομείς πέρα από την οικιακή εργασία, τον καθαρισμό και τη φροντίδα ηλικιωμένων και παιδιών, όπως, για παράδειγμα, στον αγροτικό τομέα, στην παροχή υπηρεσιών ιδιαίτερων μαθημάτων, στην εργασία (πλασιέ) και στα καταστήματα επισιτιστικού ενδιαφέροντος (κυρίως στο σερβίρισμα και στην κουζίνα) (Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, 2015).

3 Τα πανεπιστήμια διαθέτουν σημαντικά ποσά ετησίως για τον καθαρισμό των κτηρίων τους με υπεργολαβίες σε ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί για σοβαρές καταπατήσεις εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων (βλ. ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2009). Από το 2008 έως σήμερα, όμως, οι πρακτικές αυτές συνεχίζονται, παρόλο που σε κάποια πανεπιστήμια, όπως το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιων Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, υπήρξαν πρωτοβουλίες ενάντιά τους, όπως καταλήψεις, δράσεις, συζητήσεις και στάσεις εργασίας με συμμετοχή πανεπιστημιακών και φοιτητών.

4 Στην Ελλάδα, η σχέση επισφάλειας (precarity) και φύλου μελετήθηκε μέσα από μια σειρά ερευνητικών προγραμμάτων που εστιάστηκαν κυρίως στα εργασιακά ζητήματα και στην καθημερινή ζωή των μεταναστριών οι οποίες εργάζονται στους τομείς της οικιακής εργασίας, της φροντίδας και του καθαρισμού (Καμπούρη, 2007, Βαΐου και Στρατηγάκη, 2009, Τοπάλη, 2008, Παπαταξιάρχης et al., 2009, Ζαβού, Καμπούρη και Στρατηγάκη, 2011). Οι έρευνες αυτές ανέδειξαν τη φεμινιστική πολιτική διάσταση της οικιακής εργασίας και του καθαρισμού αλλά και την αλληλεξάρτηση της επί πληρωμής εργασίας των μεταναστριών εντός του σπιτιού με την εργασία των Ελληνίδων εκτός σπιτιού (Βαΐου, 2013). Σημείο τομής μεταξύ ερευνώμενων και ερευνητριών αποτέλεσε η φυσικοποίηση της φροντίδας και του καθαρισμού σαν γυναικεία καθήκοντα, ενώ παράλληλα δόθηκε έμφαση και στην επισφάλεια σαν πεδίο αντιστάσεων στις κυρίαρχες έμφυλες και ρατσιστικές σχέσεις εξουσίας που στηρίζουν αυτή την φυσικοποίηση και στην έντονη κινηματική δράση που ανέπτυξαν οι γυναικείες μεταναστευτικές ομάδες στην Ελλάδα (Ζαββού και Καμπούρη, 2013).

5 Δανείζομαι την ανάλυση της Θόρκελσον (Thorkelson) σχετικά την έννοια της επισφάλειας (précarité) όπως υιοθετήθηκε στα πανεπιστήμια στη Γαλλία στο πλαίσιο των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων του μόνιμου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, που στράφηκαν τόσο ενάντια στην αύξηση των περιστασιακών θέσεων εργασίας όσο και στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, αναδεικνύοντας παράλληλα την αύξηση των ποσοστών των γυναικών μεταξύ των επισφαλών του κλάδου (Thorkelson, 2016). Υπάρχουν, όμως, σημαντικές διαφοροποιήσεις καθώς στην Ελλάδα δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο.

6 Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο «εκλεγμένα μέλη» για να αναφερθώ στα μέλη της ερευνητικής και διδακτικής κοινότητας των πανεπιστημίων που έχουν εκλεγεί και εργάζονται με καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου στα πανεπιστήμια.

7 Εξαιτίας της κυριαρχίας των έμφυλων προτύπων, ιδιαίτερα γυναίκες οι οποίες έχουν την κύρια ευθύνη για την αναπαραγωγή αντιμετωπίζουν παραπάνω δυσκολίες ως επισφαλείς στα πανεπιστήμια. Πέραν του ότι στερούνται πρόσβαση σε βασικές μορφές προστασίας (άδειες μητρότητας, εγκυμοσύνης) τα ενδεδειγμένα μοντέλα ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας βασίζονται σε στερεοτυπικά αρσενικούς ρυθμούς εργασίας και κινητικότητας, απαλλαγμένους δηλαδή από υποχρεώσεις φροντίδας. Οι γυναίκες οι οποίες κυρίως καταφέρνουν να ξεπεράσουν την επισφάλεια είναι εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να αφιερώνουν παραπάνω χρόνο σε ακαδημαϊκές δραστηριότητες και την ελευθερία να μετακινούνται και να μεταναστεύουν στο πλαίσιο ακαδημαϊκής κινητικότητας, αντιμετωπίζοντας όμως σε κάποιες περιπτώσεις προκλήσεις που συνδέονται με την οντολογική επισφάλεια (Ιvancheva et al., 2018) ακριβώς επειδή οι ρυθμοί της ζωής τους δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα της θηλυκότητας. Αντιθέτως, οι γυναίκες ακαδημαϊκοί που έχουν υποχρεώσεις φροντίδας αντιμετωπίζουν επιπλέον εμπόδια στις προσπάθειές τους να απεγκλωβιστούν από την επισφάλεια διαρκείας, καθώς δεν έχουν ούτε την ευελιξία να αφιερώσουν το χρόνο που απαιτείται για μια ακαδημαϊκά επιτυχημένη σταδιοδρομία (Καμπούρη et al., 2015).

8 Για τον διαχωρισμό της έννοιας του συναισθήματος (emotion) και του συναισθήματος (affect) βλέπε Αβραμοπούλου 2018.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αβραμίκου, Α. (2001). Ευέλικτες μορφές απασχόλησης και ανισότητες στον εργασιακό χώρο. ΚΕΘΙ.

Αβραμοπούλου, Ει. (2018). Πολιτικές εγγραφές του συν-αισθήματος. Στο Ει. Αβραμοπούλου (Επιμ.), Το συν-αίσθημα στο πολιτικό: Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στον σύγχρονο κόσμο (σσ. 11-67). Νήσος.

Αβραμοπούλου, Ει. (Επιμ.). (2018). Το συν-αίσθημα στο πολιτικό: Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στον σύγχρονο κόσμο. Νήσος.

Αγγελίδου, Α. (2014). Αντιμετωπίζοντας την επισφάλεια: νεοφιλελεύθερες παγκοσμιοποιημένες πολιτικές και γυναικεία μετανάστευση από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα (με αφορμή την περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα). Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 140-141(B-Γ), 217-231.

Αθανασίου, Α., Γιαννακόπουλος, Κ., Διάλλα, Π., Μαρκέτου, Π., & Χατζαρούλα, Π. (Επιμ.). (2009). Επισφαλής εργασία, «γυναικεία» εργασία. Νεφέλη.

Άμεντ, Σ. (2018). Συν-αισθηματικές οικονομίες. Στο Ει. Αβραμοπούλου (Επιμ.), Το συν-αίσθημα στο πολιτικό: Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στον σύγχρονο κόσμο (σσ. 129-166). Νήσος.

Βαΐου, Ντ. (2013). Δια-εθνικές καθημερινότητες στην πόλη. Επανεξετάζοντας έμφυλες σχέσεις και πρακτικές φροντίδας στις γειτονιές της Αθήνας. Eπιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 140-141(B-Γ), 71-86.

Βαΐου, Ντ., & Στρατηγάκη, Μ. (2009). Το φύλο της μετανάστευσης. Μεταίχμιο.

Βιτσιλάκη, Χ., & Φωκιάλη, Π. (Επιμ.). (2007). Φύλο και απασχόληση. Άτραπος.

Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων (2015). Ανεργία, επισφάλεια και ανισότητες φύλου: Επιπτώσεις της κρίσης στις γυναίκες και τα νοικοκυριά στην Ελλάδα. Evolution Project Plus. https://www.isotita.gr/wp-content/uploads/2017/05/P.1-YP-15.pdf.

Ζαββού, Α., & Καμπούρη, Ν. (2013). Όψεις της μετανάστευσης και εννοιολογικές προσεγγίσεις. Στο Α. Ζαββού, Ν. Καμπούρη & Μ. Στρατηγάκη (Επιμ.), Φύλο, μετανάστευση, διαπολιτισμικότητα. Νήσος.

Ζαββού, Α., Καμπούρη, Ν., & Στρατηγάκη, Μ. (Επιμ.). (2013). Φύλο, μετανάστευση, διαπολιτισμικότητα. Νήσος.

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (2009). Οι εργασιακές σχέσεις στο χώρο του καθαρισμού: Αποτελέσματα εμπειρικής έρευνας. https://www.inegsee.gr/wp-content/uploads/2014/02/files/ERGASIAKES%20SXESEIS%20STON%20KLADO%20KATHARISMOU.pdf.

Καμπούρη, Ν., Κίκη-Παπαδάκη, Κ., & Χατζόπουλος, Π. (2015). Φύλο, έρευνα και καινοτομία στην Ελλάδα. Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας. https://issuu.com/genderinscience/docs/

Καμπούρη, Ν. (2007). Φύλο και μετανάστευση: Η καθημερινή ζωή των μεταναστριών από την Αλβανία και την Ουκρανία. Guttenberg.

Καρακιουλάφη, Χ., Σπυριδάκης, Μ., Γιαννακοπούλου, Ε., Καραλής, Δ., & Σώρος, Γ. (2014). Ανεργία και εργασιακή επισφάλεια: Διαστάσεις και επιπτώσεις σε καιρούς κρίσης. ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Καραμεσίνη, Μ., & Συμεωνάκη, Μ. (Επιμ.). (2019). Συμφιλίωση εργασίας και οικογένειας στην Ελλάδα. Γένεση, εξέλιξη και αποτίμηση μιας πολιτικής. Νήσος / Εργαστήριο Σπουδών Φύλου – Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Καραμεσίνη, Μ. (2021). Γυναίκες, φύλο και εργασία στην Ελλάδα. Νήσος.

Καραμεσίνη, Μ., & Rubery, J. (Επιμ.). (2015). Γυναίκες και λιτότητα: Η οικονομική κρίση και το μέλλον της ισότητας των φύλων. Νήσος / Εργαστήριο Σπουδών Φύλου – Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Κουζής, Γ. (2008). Αγορά εργασίας: Μήτρα της ανθρώπινης οδύνης. Στο Ν. Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Η απομάγευση του κόσμου (σσ. 151-171). Πολύτροπο / Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Μουρίκη, Α. (2010). Το «νέο προλεταριάτο»: επισφαλώς εργαζόμενοι οι παρίες της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Στο Μ. Ναούμη, Γ. Παπαπέτρου, Ν. Σπυροπούλου, Ε. Φρονίμου & Μ. Χρυσάκης (Επιμ.), Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2010 (σσ. 109-121). Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών / Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής.

Παναγιωτόπουλος, Ν. (Επιμ.). (2008). Η απομάγευση του κόσμου. Πολύτροπο / Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Παπαγαρουφάλη, Ε. (1989). Φεμινισμός και εργασία. Διέξοδα και αδιέξοδα. Σύγχρονα Θέματα, 40, 91-101.

Παπαταξιάρχης, Ε., Τοπάλη, Π., & Αθανασοπούλου, Α. (2008). Κόσμοι της οικιακής εργασίας: Φύλο, μετανάστευση και πολιτισμικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του πρώιμου 21ου αιώνα. Αλεξάνδρεια.

Πετρινιώτη, Ξ. (2007). Η έρευνα για το φύλο στα οικονομικά (της εργασίας). Ένας απολογισμός του ερευνητικού έργου. Στο Β. Καντσά, Β. Μουτάφη & Ε. Παπαταξιάρχης (Επιμ.), Φύλο: Τόπος συνάντησης των επιστημών. Αλεξάνδρεια.

Τοπάλη, Π. (2008). Σιωπηρές σχέσεις, διαπολιτισμικές επαφές: Η περίπτωση των Φιλιππινέζων οικιακών βοηθών στην Αθήνα. Αλεξάνδρεια.

Τριανταφύλλου, Χ. (2008, Μάρτιος). Η επισφαλής εργασία στην Ελλάδα. Ενημέρωση, 148https://aoratoi.files.wordpress.com/2009/12/i_episfalis_ergasia_stin_ellada_triantafyllou1.pdf.

Ψαρρά, Α. (2009). Διαφορετικά θα τους τρώγανε τα σκουλίκια. Εγκώμιο μιας εργασίας γένους θηλυκού. Στο Α. Αθανασίου, Κ. Γιαννακόπουλος, Π. Διάλλα, Π. Μαρκέττου & Π. Χατζαρούλα (Επιμ.), Επισφαλής εργασία, «γυναικεία» εργασία (σσ. 33-37). Νεφέλη.

Ξενόγλωσση

Adist, J., Doe, S., Allison, M., Maggio, P., & Maisto, Μ. (2015). Affective activism: Answering institutional productions of precarity in the corporate university. Feminist Formations, 27(3), 21-48.

Alberti, G., Bessa, Ι., Hardy, Κ., Trappman, V., & Umney, C. (2018). In, against and beyond precarity: Work in insecure times. Work, Employment and Society, 32(3), 447-457.

Alves de Matos, P., & Pusceddu, A.M. (2021). Austerity, the state and common sense in Europe: A comparative perspective on Italy and Portugal. Anthropological Theory, 0(0), 1-26.

Berardi, F. (2009). Precarious rhapsody. Minor Compositions.

Boltanski, L., & Chiappello, E. (1999). Le nouvel esprit du capitalisme. Gallimard.

Breman, J. (2013). A bogus concept. New Left Review, 84 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος).

Butler, J. (2004). Precarious life: The powers of mourning and violence. Verso.

Butler, J., & Athanasiou, A. (2013). Dispossession: The performative of the political. Polity Press.

De Genova, N., (2002). Migrant illegality and deportability in every day life. Annual Review of Anthropology, 31(1), 419-447.

European Commission (2019). She figures 2018. Publications Office of the European Union.

Fantone, L. (2007). Precarious changes. Gender and generational politics in contemporary Italy. Feminist Review, 87, 5-20.

Flores-Garrido, N. (2020). Precarity from a feminist perspective. A note on three elements for the political struggle. Review of Radical Political Economics, 52(3), 582-590.

Hardt, M. (1999). Affective labour. Boundary, 26(2), 89-100.

Harney, S., & Moten, F. (2013). The Undercommons: Fugitive planning and black study. Minor Compositions.

Huws, U. (2003). The making of a cybertariat: Virtual work in a real world. New York University Press.

Ivancheva, M., Lynch, K., & Keating, K. (2019). Precarity, gender and care in the neoliberal academy. Gender Work Organ, 26, 448-462.

Kambouri, N., Zavos, A. (2010). On the frontiers of citizenship: Considering the case of Konstantina Kuneva and the intersections between gender, migration and race in Greece. Feminist Review, 94(1), 148-155.

Kofti, D. (2016). Moral economy of flexible production: Fabricating precarity between the conveyor belt and the household. Anthropological Theory, 16(4), 433-445.

LABour (2020). Ιδρυτική Διακήρυξη. https://labour.gr/%ce%b9%ce%b4%cf%81%cf%85%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae%cf%81%cf%85%ce%be%ce%b7/.

Millar, K. M. (2017). Toward a critical politics of precarity. Sociology Compass, 11(e12483). https://doi.org/10.1111/soc4.12483.

Mitropoulos, A. (2005). Precari-us. Mute, 29. http://www.metamute.org/en/Precari-us.

Morini, Ν. (2007). The feminisation of labour in cognitive capitalism. Feminist Review, 87, 40-59.

Munck, R. (2013). The precariat: A view from the South. Third World Quarterly, 34(5), 747-762.

Murgia, Α. (2014). Representations of precarity in Italy. Journal of Cultural Economy, 7(1), 48-63.

Neilson, B., & Rossiter, N. (2008). Precarity as a political concept, or, fordism as exception. Theory, Culture & Society, 25(7-8), 51-72.

Papadopoulos, D., Stephenson, N., Tsianos, V. (2008). Escape routes: Control and subversion in the 21st Century. Pluto Press.

Precademics 85.42.1 (2020α). Για άλλα εργασιακά καθεστώτα για τους/τις επισφαλείς των ελληνικών πανεπιστημίων. https://precademics.espivblogs.net/2019/03/07/gia-tous-episfaleis-ton-ell-panepistinion/.

Precademics 85.42.1 (2020β). On pause: Academic precarity in the COVID-19 era and beyond in Greece/ European Journal of Turkish Studies, 30. http://journals.openedition.org/ejts/6737.

Precarias a la deriva (2005). A very careful strike. Four hypotheses. The Commoner. https://thecommoner.org/wp-content/uploads/2020/06/Precarias-a-la-Deriva-A-Very-Careful-Strike.pdf.

Rogler, C.R. (2019). Insatiable greed: performance pressure and precarity in the neoliberalised university. Social Anthropology, 27(S2), 63-77.

Schwaller, C. (2019). Crisis, austerity and the normalisation of precarity in Spain – in academia and beyond. Social Anthropology, 27(S2), 33-47.

Standing, G. (2011). The precariat: The new dangerous class. Bloomsbury.

The Institute of Precarious Consciousness (2014). Anxiety, affective struggle, and precarity consciousness-raising. Interface. A journal for and about social movements, 6(2), 271-300.

Thorkelson, E. (2016). Precarity outside: The political unconscious of French academic labor. Journal of the American Ethnological Society, 43(3), 475-487.

Vogiatzoglou, M. (2018). Trade unions in Greece. Protest and social movements in the context of austerity politics. Στο J. R. Grote & C. Wagemann (Επιμ.), Social movements and organized labour. Routledge.

Voulvouli, A. (2019). The vicious circle of precarity: Cognitariats in the era of austerity and authoritarianism. Social Anthropology, 27(S2), 48-62.

Yuval-Davis, N. (2006). Intersectionality and feminist politics. European Journal of Women’s Studies, 13(3), 193-209.

Νέλλη Καμπούρη

Η Νέλλη Καμπούρη είναι βασική ερευνήτρια στο Εργαστήριο Σπουδών Φύλου του Παντείου Πανεπιστημίου. Στο παρελθόν είχε εργαστεί σαν ερευνήτρια στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ILO) και την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, μεταξύ άλλων.

email: hellikam@gmail.com