Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Η Τρούμπα και ο Πειραιάς: Ζητήματα ταυτότητας και ιστορίας

Η Τρούμπα και ο Πειραιάς: ζητήματα ταυτότητας και ιστορίας1

 

Αλεξάνδρα Ζαββού

 


 

Περίληψη

Η Τρούμπα, μια περιοχή στο κέντρο του Πειραιά, η οποία κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες μετατράπηκε σε συνοικία «κόκκινων φαναριών» του λιμανιού, συνώνυμο του αγοραίου έρωτα, αποτελεί προνομιακή εστία παρατήρησης μιας θεματολογίας που σχετίζεται με τη χωροθέτηση και τις σημασιοδοτήσεις της πορνείας και της σεξουαλικότητας, της νυχτερινής διασκέδασης και της λαϊκής κουλτούρας. Στο άρθρο αυτό επιχειρείται μια πρώτη ιστορικο-κοινωνιολογική πλαισίωση της συγκρότησης και λειτουργίας της Τρούμπας ως τόπου πορνείας και διασκέδασης, στο πλαίσιο της αστικής ανάπτυξης του Πειραιά. Η Τρούμπα προσεγγίζεται ως πολυσχιδής και αμφισβητούμενος χώρος της πόλης, αλλά και ως τοπόσημο-σύμβολο μιας ιδιαίτερης κοινωνικο-πολιτισμικής ταυτότητας.

 

Η Τρούμπα είναι μια περιοχή στο κέντρο του Πειραιά, η οποία μεταπολεμικά και ιδίως κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 αποτέλεσε τη συνοικία των «κόκκινων φαναριών» του λιμανιού και συνώνυμο του αγοραίου έρωτα. Πρόκειται για μια λίγο-πολύ οριοθετημένη πολεοδομικά περιοχή. Στην ιστορία της συντίθεται ένας πολύπλοκος κοινωνικο-πολιτισμικός χώρος, όπου στεγάζονται σεξουαλικές υπηρεσίες, νυχτερινή διασκέδαση, οριακές ή ακόμα και παραβατικές δραστηριότητες, μαζί με νέες καταναλωτικές συνήθειες. Έτσι, αποτελεί προνομιακή εστία παρατήρησης μιας θεματολογίας που σχετίζεται με τη χωροθέτηση και τις σημασιοδοτήσεις της πορνείας, της διασκέδασης και της λαϊκής κουλτούρας στη διάρκεια του μεταπολεμικού-μετεμφυλιακού αστικού εκσυγχρονισμού.

Ταυτόχρονα, η Τρούμπα εμπεδώνεται ως ένα τοπόσημο-σύμβολο, ως προς το οποίο συναρθρώνονται λόγοι που αντλούν από ετερογενείς πολιτισμικούς πόρους: πρακτικές σεξουαλικότητας και έμφυλες σχέσεις, κοινωνικές ταυτότητες και πολιτισμικόύς ανταγωνισμούς, δημόσιες πολιτικές ή πρακτικές μη συμμόρφωσης. Διαμορφώνονται, λοιπόν, με τα χρόνια λόγοι για την Τρούμπα που αντιπροσωπεύουν ανταγωνιστικές οπτικές, βιώματα και μνήμες, αντιφατικές αξιοδοτήσεις και νοηματοδοτήσεις του χώρου και των πρακτικών που στεγάζει, αντινομικές περιγραφές και εξηγήσεις για το «τι πραγματικά ήταν η Τρούμπα».

Οι αναφορές, λοιπόν, στη συνοικία αυτή, «καμάρι και ντροπή του Πειραιά», όπως παραστατικά την εικονογραφεί η Σπεράντζα Βρανά το 1992,2 πυκνώνουν σε ένα αφήγημα το οποίο αναδεικνύει προνομιακά τη σύνδεση της Τρούμπας με τη λαϊκότητα και την πειραιώτικη ταυτότητα. Η δεσπόζουσα αναπαράσταση «Τρούμπα-λαϊκότητα-πειραιώτικη ταυτότητα» συνιστά μια πολιτισμική κατασκευή, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι το γεγονός ότι η Τρούμπα είναι στο κέντρο της πόλης,  πέρα από τις λαϊκές συνοικίες και έξω από τη γεωγραφία τους. Η αντιφατική αυτή συνθήκη αποτελεί και την κεντρική εστία παρατήρησης αυτής της μελέτης. Στο άρθρο επιχειρείται μια πρώτη ιστορική-κοινωνιολογική πλαισίωση της συγκρότησης και λειτουργίας της Τρούμπας, ως τόπου ανάπτυξης μιας μαζικής αγοράς πορνείας και διασκέδασης, αλλά και ως πολιτισμικού κόμβου στη διαπραγμάτευση και κατασκευή της πειραιώτικης ταυτότητας. Η μελέτη μας τοποθετείται στο πλαίσιο της αστικής ανάπτυξης του Πειραιά και, ευρύτερα, των κοινωνικών και ιδεολογικών μετασχηματισμών της ελληνικής κοινωνίας κατά τον 20ό αιώνα.

 

Ι. Ο Πειραιάς, μια σύγχρονη πόλη

Έκθεσις του κου Δημάρχου επί των πεπραγμένων του Δήμου έτους 1967.
Απομάκρυνσις κακόφημων οίκων περιοχής Τρούμπας. Ο κεντρικός τομεύς της πόλεως, περιοχή Τρούμπας ως απεκαλείτο αποτελεί τόπον ακολασίας δια των υφισταμένων κακόφημων οίκων και της εν αυτή εγκαταστάσεως, παραμονής και εκθέσεως των ασέμνων γυναικών. Οι Πειραιείς, οι Οικογενειάρχαι και οι υγειώς σκεπτόμενοι πολίται δεν διήρχοντο των οδών του τομέως αυτού, λόγω της υφισταμένης εκεί αντιχριστικανικής, αντικοινωνικής και εν πάση περιπτώσει απαραδέκτου δια την κοινωνίαν του Πειραιώς καταστάσεως, η συνέχισις της οποίας ήτο ανεπίτρεπτος. Κατόπιν συντόνων ενεργειών μας οι κακόφημοι οίκοι εκλείσθησαν οριστικώς. Άπασαι αι άσεμναι γυναίκες απομακρύνθησαν των οδών του εν λόγω κεντρικού τομέως της πόλεως, ούτω δε εξέλειπεν το κοινωνικόν άγος εκ της περιοχής ήτις απαλλαγμένη πλέον εκ των αμαρτιών του παρελθόντως αφέθη ελευθέρα εις τους Πειραιείς.
3

Είναι ευρέως διαδεδομένη η ιδέα ότι η εικόνα του σημερινού Πειραιά είναι αποτέλεσμα των σχεδιασμών του δημάρχου της Επταετίας Αριστείδη Σκυλίτση, η δε παρέμβασή του στην Τρούμπα θεωρείται εμβληματικό στοιχείο μιας πολιτικής «ευπρεπισμού» της πόλης-λιμάνι.4 Τα παραπάνω λόγια του δήμαρχου, που περισσότερο υπογραμμίζουν το «κακό» από το οποίο «αφέθη ελευθέρα» η περιοχή, εξυφαίνονται υπόρρητα σε ένα χρονικό ορίζοντα, που εκτείνεται από την εποχή της «χαμένης καθαρότητας» έως το παρόν της ανάκτησής της. Επιπλέον, χωρίς να είναι προφανές το περιεχόμενο των όρων «οικογενειάρχης», «υγειώς σκεπτόμενος», «χριστιανός», δηλαδή το ποια κοινωνικά στρώματα φωτογραφίζονται συντεταγμένα στην πολιτική της εξυγίανσης, η αναφορά τους ανακαλεί μια γενεαλογία συντηρητικότητας η οποία δεν μπορεί παρά να αναχθεί σε κοινωνικο-πολιτισμικά διακυβεύματα που συνδέονται με την κοινωνική και χωροταξική ανάπτυξη και φυσιογνωμία της πόλης. Εκκινώντας από τον Σκυλίτση και τα λόγια του, είναι προφανές ότι η υπόθεση της Τρούμπας δεν εξαντλείται στο χουντικό καθεστώς και τη φυσιογνωμία του, αλλά εγείρει ζητήματα ευρύτερης διάρκειας που αφορούν στην ηγεμονία των τοπικών ελίτ στην πόλη.5

Έτσι, καθώς η Τρούμπα συνδέεται με την ιστορία και ταυτότητα του Πειραιά και τη διαπραγμάτευσή της, θεωρούμε σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε τη δυναμική της ανάπτυξης της πόλης σε σύγχρονο αστικό κέντρο, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η αφετηριακή μας πρόταση, που αναφέρεται κυρίως σε ιδεολογικο-πολιτισμικές διεργασίες και δεν εξαντλείται σε μια πραγματολογία της εξέλιξης της πόλης, είναι ότι η πορνεία στον Πειραιά αποτελεί ένα από τα κεντρικά επίδικα ενός άλλοτε ρητού και άλλοτε εξυπονοούμενου ανταγωνισμού μεταξύ του αστικού και του λαϊκού κόσμου, ο οποίος εκβάλλει ασφαλώς σε πολιτισμικές, κοινωνικές και πολεοδομικές οριοθετήσεις. Ήδη από τον 19ο αιώνα, οι τοπικές ελίτ επιχειρούν να εδραιώσουν την ηγεμονία και την ορατότητά τους, τόσο τοπικά αλλά και σε σχέση/σύγκριση με την πρωτεύουσα (Τσοκόπουλος, 1984). Ιδίως, όμως, διαπραγματεύονται την αναγκαία και πολύμορφη διάκρισή τους από τα λαϊκά στρώματα, εμβληματικό στοιχείο των οποίων είναι ο «άτακτος κόσμος» του λιμανιού και ιδιαίτερα η πορνεία (Γιαννιτσιώτης, 2006, Κοτέα 1995, Κυραμαργιού 2019). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ζήτημα της πορνείας οξύνεται κάθε φορά που το πολεοδομικό συγκρότημα δεν μπορεί να απορροφήσει την ταχεία οικιστική και δημογραφική ανάπτυξη της πόλης ως εμπορικού και βιομηχανικού κέντρου αλλά και, αργότερα, ως διεθνούς λιμανιού.

Ο Πειραιάς συγκροτείται κατά τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους, με τον συστηματικό εποικισμό του από μετανάστες της νησιωτικής Ελλάδας, οι οποίοι εγκαθίστανται γύρω από το λιμάνι, σε γη που τους παραχωρεί το κράτος. Οι Χιώτες μετεγκαθίστανται στον Πειραιά από την Ερμούπολη της Σύρου, σε αναζήτηση νέων ευκαιριών και μάλιστα μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για εύπορα εμπορικά στρώματα, που σχετίζονται με τα μεγάλα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Στο νεοσύστατο Πειραιά διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες, ενώ οικοδομούν κατοικίες στη ρυμοτομημένη περιοχή γύρω από την Ακτή Μιαούλη, η οποία εξελίσσεται σε κέντρο της πόλης, με νεοκλασικά αρχοντικά, εμπορικά καταστήματα, δημόσια κτίρια, εκκλησίες, κήπους. Οι Υδραίοι μετανάστες προέρχονται από φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού του νησιού και συγκροτούν στον Πειραιά μια πρώτη παραγωγική δύναμη στον τομέα της ναυτιλίας. Εγκαθίστανται εκεί που τελειώνει νότια η Χιώτικη συνοικία, στην περιοχή που εκτείνεται από το κεντρικό λιμάνι μέχρι το λιμάνι της Ζέας. Οι δύο συνοικισμοί, τα Χιώτικα και τα Υδραίικα, συνιστούν τον πρώτο βασικό κορμό γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται οικιστικά η πόλη. Ταυτόχρονα, βόρεια της Χιώτικης συνοικίας, δημιουργείται μια τρίτη άτυπη οικιστική ενότητα με παράγκες κυρίως, από μετανάστες που συρρέουν από άλλες περιοχές (Κρήτη, Σάμος) και εκμεταλλεύονται τις χαμηλές τιμές της γης που παραχωρεί το κράτος. Η περιοχή αυτή, που συγκεντρώνει φτωχά στρώματα, είναι οικιστικά υποβαθμισμένη, επικρατούν ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, ενώ πλήττεται σημαντικά από τις επιδημίες χολέρας και ευλογιάς που εξαπλώνονται στην πόλη τουλάχιστον μέχρι το 1870 (Τσοκόπουλος, 1984, σσ. 56-59, 68-70).

Ο Δήμος του Πειραιά ιδρύεται το 1835 και, με τη συνεχή εισροή μεταναστών από άλλες περιοχές της Ελλάδας, γνωρίζει γρήγορη πληθυσμιακή ανάπτυξη. Παρά τις επιδημίες και τη θνησιμότητα που τον μαστίζουν, το 1870 η πόλη συγκεντρώνει 11.000 κατοίκους. Ο δυναμισμός της πόλης φαίνεται εξάλλου και στο γεγονός ότι ο πληθυσμός της συντίθεται από νεαρές και οικονομικά ενεργές ηλικίες, ενώ ο παραγωγικής ηλικίας ανδρικός πληθυσμός είναι μεγαλύτερος από τον γυναικείο (Τσοκόπουλος, 1984, σσ. 89-90). Σε ό,τι αφορά την κοινωνική διαστρωμάτωση, μέχρι το 1870 τα κατώτερα (χειρώνακτες, εργάτες) και μεσαία (επιτηδευματίες-επαγγελματίες) στρώματα αποτελούν πάνω από το 80% του ενεργού πληθυσμού, ενώ το αρχικά πολυπληθές ανώτερο στρώμα των μεγαλεμπόρων-μεγαλοϊδιοκτητών προοδευτικά συρρικνώνεται, καθώς η μεγάλης κλίμακας επιχειρηματική δραστηριότητα αυξάνεται μεν κεφαλαιακά, συγκεντρώνεται όμως σε λίγα χέρια. Το στρώμα αυτό αποτελεί την κοινωνική ελίτ του Πειραιά, αλλά και ένα εξαιρετικά δυναμικό μέρος της ανερχόμενης αστικής τάξης της χώρας. Καθώς φέρεται να αντιπροσωπεύει ένα νέο ιδεώδες, αυτό της εργασίας, η τοπική ελίτ αντιδιαστέλλεται προς τις ελίτ της Αθήνας του Παλατιού, των πολιτικών και της διοίκησης, ενώ ο Πειραιάς αναπτύσσεται σε ανταγωνισμό με τα ήδη εδραιωμένα αστικά κέντρα της Ερμούπολης και της Πάτρας (Γιαννιτσιώτης, 2006, σσ. 334-337).

Κατά τον 19ο αιώνα, η πόλη αναπτύσσεται πολεοδομικά, μέσω έργων υποδομών, οδοποιίας, λιμενικών, τα οποία αναλαμβάνει κυρίως ο δήμος. Η δημοτική αρχή απαρτίζεται από εμποροβιομηχάνους, μέλη της τοπικής ελίτ, που διακρίνεται για τη χρηστή διαχείριση, και έτσι ο Πειραιάς παρουσιάζεται ως «πρότυπη» πόλη. Η οικονομική άνοδος αρχίζει τη δεκαετία του 1850, όταν και δημιουργούνται οι μεγάλοι εμπορικοί οίκοι, ενώ, ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης εμπορικού κεφαλαίου, ξεκινά τη δεκαετία του 1860 η βιομηχανική ανάπτυξη. Πρόκειται για μια «δεκαετία απογείωσης», κατά την οποία ιδρύονται δεκατρία νέα εργοστάσια (Τσοκόπουλος, 1984, σελ. 220). Η βιομηχανική ζώνη και ο εργατικός συνοικισμός εκτείνονται στα βόρεια της πόλης, γύρω από τη σιδηροδρομική γραμμή, μακριά από το κέντρο και τις εμπορικές του δραστηριότητες. Την επόμενη εικοσαετία ο Πειραιάς καθίσταται πλέον το σημαντικότερο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας και παρομοιάζεται με τις ανθηρές νέες αμερικανικές πόλεις.

Η ανερχόμενη αστική τάξη των μεγαλεμπόρων και βιομηχάνων εμφορείται από την ιδεολογία της εργατικότητας και της προόδου, του δεσπόζοντος εκσυγχρονιστικού ευρωπαϊκού πνεύματος, στοιχεία που αντιπαραβάλλονται είτε προς τον «παρασιτισμό» της Αθήνας είτε τον «επαρχιωτισμό» των άλλων πόλεων. Η «εργατική κυψέλη» καθίσταται σύμβολο της πόλης, υπό την ηγεμονία της πρώτης γενιάς ανερχόμενων αστών, οι οποίοι συγκροτούν την «τοπική αριστοκρατία του πλούτου» (Γιαννιτσιώτης, 2006, σελ. 399). Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η τοπική ελίτ, εστιασμένη αρχικά στην ανάπτυξη του Πειραιά, διαμορφώνει, μέσα από την οικονομική της ακτινοβολία σε εθνικό επίπεδο, ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές προσδοκίες και μετεγκαθίσταται στην Αθήνα (Τσοκόπουλος, 2016). Φαίνεται να δημιουργείται ένα ασυνεχές ηγεσίας στην πόλη, το οποίο βιώνεται από μια δεύτερη γενιά αστών ως καχεξία σε σχέση με την πρωτεύουσα, ιδίως μάλιστα σε κοινωνικο-πολιτιστικό επίπεδο. Η έλλειψη ψυχαγωγικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, σημαντικών για την κοινωνικότητα των νέων αστών, συνιστά πλέον μια μόνιμη πηγή αρνητικής σύγκρισης με την Αθήνα και δημιουργεί μια αίσθηση μειονεξίας που παροξύνεται μετά την εγκατάσταση των προσφύγων του 1922 και την «περικύκλωση» της πόλης από τα λαϊκά στρώματα που κατακλύζουν την περιφέρεια της (Γιαννιτσιώτης, 2006, σσ. 255-261, 383-393). Έκτοτε, η αστική κοινωνία του Πειραιά και η ηγεμονία της στην πόλη διέρχονται μια περίοδο κρίσης, η οποία αποτυπώνεται στο ότι ολοένα και λιγότερο μπορεί να διακρίνεται στον πολεοδομικό ιστό της πόλης ως τοπική ελίτ. Σταδιακά, και κυρίως με τις καταστροφές κατά τον πόλεμο και την Κατοχή, η αποχώρηση των αστών πήρε διαστάσεις «εξόδου» (Μπελαβίλας, 2010, Παπαστεφανάκη, 2009, σελ. 68).

Οι λαϊκές συνοικίες αναπτύσσονται παράλληλα με τις αστικές, στις παρυφές της πόλης, δίπλα στα εργοστάσια αλλά και γύρω από το λιμάνι και το εμπορικό κέντρο, όπου επίσης δημιουργούνται νέες ευκαιρίες για εργασία, συνήθως περιστασιακή. Πρόκειται για έναν πληθυσμό που προκύπτει από διαδοχικές μεταναστεύσεις και εγκαθίσταται κατά κανόνα σε συνθήκες φτώχειας και οικιστικής υποβάθμισης. Ο λαϊκός κόσμος, αν και κοινωνικά διαχωρισμένος από την αστική τάξη, εμφανίζει μια εσωτερική ρευστότητα, κυρίως σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την εργασία. Αρχικά, αφορά σε εργάτες του λιμανιού, ναύτες, υπηρετικό προσωπικό και στη συνέχεια και σε εργάτες της βιομηχανίας. Η εργασία, ωστόσο, εναλλάσσεται με την αεργία, την ευκαιριακή απασχόληση ή ακόμα και δραστηριότητες στο όριο της νομιμότητας, γεγονός που δυσχεραίνει τη διαμόρφωση σταθερών κοινωνικο-ταξικών δεσμών και ταυτοτήτων. Επιπλέον, οι τοπικιστικές ή συντεχνιακές συσσωματώσεις αποτελούν ισχυρούς μηχανισμούς ταύτισης, που ευνοούν μάλλον τον ανταγωνισμό στους κόλπους των λαϊκών στρωμάτων (π.χ. Κρήτες-Μανιάτες, καρβουνιάρηδες-λιμενεργάτες, τεχνίτες-ανειδίκευτοι κ.λπ.) (Τσοκόπουλος, 2016). Έτσι, ο κόσμος αυτός, ο οποίος κινείται μεταξύ προλεταριοποίησης και περιθωρίου, περισσότερο οριοθετείται συμβολικά στη βάση ενός απαξιωτικού και ηθικοποιητικού αστικού λόγου περί των «επικίνδυνων τάξεων»,6 παρά μιας  ενοποιητικής διαδικασίας κοινωνικής ένταξης και ανάδυσης κοινωνικών ταυτοτήτων –όπως θα δούμε ίσως μετά την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.

Σχετικά γρήγορα, από τα μέσα του 19ου αιώνα, γίνονται προσπάθειες ο κόσμος αυτός να μην εμφανίζεται στη «βιτρίνα» της πόλης, τα μέρη που προορίζονται και όπου συναναστρέφονται οι νεόκοποι αστοί (Γιαννιτσιώτης, 2006, σσ. 241-247). Πρόκειται για μια σταθερά των πολιτικών «εξυγίανσης», η οποία όμως δεν υπήρξε ποτέ εύκολη ή δυνατή. Ειδικά, σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες πορνείας και λαθρεμπορίου, που θεωρείται ότι προσβάλλουν τη δημόσια υγεία και ηθική, αλλά και ευνοούν την εγκληματικότητα, ούτε οι θεσμικές ούτε οι αστυνομικές παρεμβάσεις επιτυγχάνουν να ελέγξουν αποτελεσματικά τον χώρο και τους ανθρώπους του «λιμανιού». Η εξυγίανση δεν είναι εφικτή, καθώς αναπτύσσεται μαζί με την πόλη μια άτυπη αγορά και οριακές από την άποψη της νομιμότητας οικονομικές δραστηριότητες, ενώ η συνεχής αύξηση του πληθυσμού δημιουργεί μεγαλύτερη πίεση της περιφέρειας προς το κέντρο της πόλης. Έτσι, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, επικρατεί ένα κλίμα ανησυχίας στους κόλπους των αστικών στρωμάτων, καθώς ο Πειραιάς καταγράφεται ως η πιο εγκληματική περιοχή της Ελλάδας (Τσοκόπουλος, 2016). Έκτοτε, φέρεται εγκατεστημένη στην πόλη ενός είδους «απειλή» που επιχωριάζει στα λαϊκά στρώματα και που θα αναζωπυρωθεί μεταπολεμικά.

Όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου και τις συζητήσεις της δημοτικής αρχής, το ζήτημα της πορνείας απασχολεί σταθερά την κοινή γνώμη για πάνω από έναν αιώνα.7 Ακόμα και την περίοδο που η πορνεία χωροθετείται τυπικά εκτός πόλης, με τη λειτουργία των δημόσιων πορνείων στα Βούρλα (1876-1941), δεν παύει να είναι ορατή ως κοινωνικό ζήτημα, ενώ συνεχίζει να απασχολεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα και μέχρι τη Χούντα.8 Ακόμα και τότε, βέβαια, δεν εξαφανίζεται αλλά μετατοπίζεται, «μεταναστεύει» σε άλλες γειτονιές κατά μήκος της παραλιακής ζώνης (Μπελαβίλας, 2021).

Ο λαϊκός κόσμος στην πλειονότητά του ζει μακριά από τα μάτια της «καλής κοινωνίας», στις φτωχογειτονιές που αναπτύσσονται, συχνά, με βάση τον τόπο προέλευσης, στις παρυφές της πόλης, σε παράγκες ή πρόχειρα καταλύματα, δίχως τρεχούμενο νερό, αποχέτευση, στρωμένους δρόμους (Κυραμαργιού, 2019, Λεοντίδου, 1989). Ο ιδιωτικός χώρος της ατομικής και οικογενειακής ζωής και ο δημόσιος χώρος της κοινωνικής ζωής δεν είναι τόσο ξεκάθαρα διαχωρισμένοι, όπως στην αστική πλευρά της πόλης, όπου το οικιακό ιδεώδες επιβάλει την αυστηρή διάκριση τους (Γιαννιτσιώτης, 2006, σσ. 233-237).9 Παρ’ όλο που οι γυναίκες δεν έχουν το ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης με τους άνδρες, εργάζονται, και έτσι είναι ορατές στον δημόσιο χώρο, ενώ επιδιώκουν να μετέχουν των καταναλωτικών και ψυχαγωγικών ευκαιριών που προσφέρει η αστικοποίηση (Παπαστεφανάκη, 2009, σσ. 69-71). Σε ό,τι αφορά γενικά τον λαϊκό πληθυσμό, πρόκειται για εξωστρεφή, δυναμικά και νεωτερικά κοινωνικά στρώματα (που συμμετέχουν στη μισθωτή εργασία, την κοινωνική κινητικότητα, την εγγραμματοσύνη, τον δημόσιο χώρο, τον χρόνο της σχόλης) που αναπτύσσονται ταυτόχρονα με τα αστικά (Τσοκόπουλος, 2016). Εξάλλου, κι αυτή ακόμα η παρανομία της εποχής παίρνει νέες μορφές, όπως το λαθρεμπόριο, η προστασία, ο τζόγος, τα ναρκωτικά, οι οποίες διαπλέκονται με την οικονομική ζωή της πόλης, με την αναπτυσσόμενη αγορά της διασκέδασης και τις νέες πρακτικές σχόλης. Άλλωστε, όπως φαίνεται και από το παράδειγμα της Τρούμπας, στις σύγχρονες πόλεις το περιθώριο δεν είναι ποτέ πολύ μακριά.10

 

ΙΙ. Τρούμπα: ταυτότητα και ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, στον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία που ήταν το καμάρι και η… ντροπή του. Την λέγανε Τρούμπα… Τρούμπα, η ξελογιάστρα, η πλανεύτρα πουτάνα. Τρούμπα, ο υπόκοσμος του Πειραιά, ο υπόκοσμος της Αθήνας, ο ελληνικός υπόκοσμος γενικά ΤΟΤΕ. Η Τρούμπα όμως μέσα στη βρωμιά της είχε μια αγνότητα. Μια περίεργη αγνότητα. Μια έστω, βρώμικη αγνότητα. Ήταν αληθινή. Δεν κρυβότανε. Δεν έλεγε ψέματα. Ήταν μια πουτάνα φανερή. Δε σου ’ταζε ψεύτικες απολαύσεις. Σου ’λεγε: Αυτή είμαι, αυτά έχω να σου δώσω. Τόσο κοστίζουν. Θέλεις; Πάρε με. Δε θέλεις; Φύγε. Πηγαίνοντας στην Τρούμπα, ήξερες τι ζητούσες, τι θα βρεις, και το έβρισκες. Ποτέ δε σε ξεγελούσε. Ήταν αληθινή και γι’  αυτό αγνή. (Σπεράντζα Βρανά, Τρούμπα, 1992, σσ. 17-18).

Τα παραπάνω λόγια είναι ενδεικτικά των σύγχρονων αφηγήσεων για την ιστορία της Τρούμπας, η οποία συντίθεται με αναφορά σε μια σειρά από λόγους και αναπαραστάσεις που αρθρώνονται σε διαφορετικές συγκυρίες και συμφραζόμενα: κινηματογράφος, λογοτεχνία (προπολεμική και μεταπολεμική), λαϊκή κουλτούρα (ρεμπέτικο, επίσης προπολεμικό και μεταπολεμικό), προσωπικές μαρτυρίες και αυτοβιογραφίες, τοπικός και εθνικός τύπος (προπολεμικές και μεταπολεμικές αναφορές εγκλημάτων, ρεπορτάζ) και τοπικές αρχές (Δημοτική Αρχή, Εκκλησία του Πειραιά, Αστυνομία), όπως και αναπαραστάσεις οπτικές, καλλιτεχνικές ή/και εμπορικές (φωτογραφίες, καρτ-ποστάλ)… Ένα σύνολο ετερόκλητου πραγματολογικού υλικού, το οποίο, πέρα από το περιεχόμενο του, εγείρει το ερώτημα της συγκρότησης του ως «αρχείου», όπου αποκρυσταλλώνεται η κατασκευή «Πειραιάς-Τρούμπα-λαϊκότητα». Στο παρόν άρθρο δεν εξετάζουμε ιστορικά τη συγκρότηση ενός λόγου για την Τρούμπα, αλλά την επανεγγραφή και ανασημασιοδότηση ψηγμάτων λόγου που απαντώνται σε διαφορετικά ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα σε ένα σύγχρονο αφήγημα για την Τρούμπα, την ταυτότητα και την ιστορία της. Διαπίστωση μας είναι ότι, στις σύγχρονες αφηγήσεις για την Τρούμπα που μας απασχολούν εδώ και που ζωντανεύουν το παρελθόν υπό μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, αυτό που χάνεται ή συναιρείται είναι, ακριβώς, η ιστορικότητα του λόγου και των σημασιών του. Αυτό, ωστόσο, που παραμένει σταθερό είναι το γεγονός ότι η Τρούμπα αποτελεί, διαχρονικά, ένα διακύβευμα.

Τρούμπα ονομάζεται η περιοχή του κεντρικού λιμανιού στην Aκτή Μιαούλη, η οποία οριοθετείται από τους ναούς του Αγίου Νικολάου δυτικά και του Αγίου Σπυρίδωνα και του Τινάνειου Κήπου ανατολικά, ανάμεσα στις οδούς Φιλελλήνων και 2ας Μεραρχίας. Πρόκειται για τη συνοικία Τερψιθέα, τα παλιά Χιώτικα, και περιλαμβάνει έξι οικοδομικά τετράγωνα, με επίκεντρο τη νυκτερινή ζωή και πορνική δραστηριότητα των οδών Φίλωνος και Νοταρά, πρώτη και δεύτερη παράλληλο από το λιμάνι. Στις ιστορίες για την Τρούμπα είναι κοινότοπες οι αναφορές στο πώς προέκυψε η ονομασία «Τρούμπα», ως παράφραση της λέξης τρόμπα, μιας αντλίας νερού στο λιμάνι, και στερεοτυπικές οι εικόνες για τις δραστηριότητες και τους κοινωνικούς τύπους (πόρνες, μαντάμ, μάγκες, αγαπητικοί…) που στέγαζε στα όριά της.

Μιλώντας για την Τρούμπα, θα πρέπει ευθύς να διακρίνουμε την ιστορικότητα της κοινωνικο-πολιτισμικής συγκρότησης και εξέλιξης του τόπου, από τις μνήμες που διασώζονται και τις ιστορίες που λέγονται, οι οποίες ανάγονται πρωτίστως στη διαπραγμάτευση και την οριοθέτηση της ταυτότητάς του, όπως και στα συμφραζόμενα αυτής της πολιτισμικής διαπραγμάτευσης. Έτσι, διαγράφεται μια προβληματική που έχει να κάνει με την αντιφατική, αντινομική και εντέλει ανταγωνιστική ανάκληση της Τρούμπας, τοπόσημου/συμβόλο άλλοτε μιας χαμένης αστικής ηγεμονίας και άλλοτε της επέλασης του λαϊκού από την περιφέρεια στο επίκεντρο της πόλης: η εικόνα που ανακαλείται είναι η μετατροπή των αρχοντικών σε μπουρδέλα, αυτή η παράδοξη αποικιοποίηση του κέντρου από την περιφέρεια του.

Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι για έναν αιώνα η επίσημη ονομασία της περιοχής, Τερψιθέα, δεν επισκιάζει την ονομασία «Τρούμπα» καταδεικνύει ότι το σημαινόμενο της λέξης δεν εξαντλείται στη σημασία της ή στη γεωγραφία, αλλά παραπέμπει σε αυτό που κατεξοχήν υποδηλώνεται κατά τη χρήση της, δηλαδή την πορνεία. Αυτό, ίσως, να εξηγεί το γεγονός ότι παράγεται μια γενεαλογία του χώρου, όπου το όνομα «Τρούμπα» επιτελεί μια ιδιαίτερη λειτουργία, καθώς οριοθετεί, διακρίνει και διεκδικεί το κέντρο της πόλης από τους «κατόχους» του (τοπικές ελίτ) για λογαριασμό των χρηστών του (λαϊκά στρώματα). Θα λέγαμε μάλιστα ότι γι’ αυτό το όνομα «Τρούμπα», ως σημαίνον αυτής της διαφοράς, το βρίσκουμε σε ανταγωνιστικά πεδία λόγου, από ρεμπέτικα τραγούδια (π.χ. «Χρόνια τώρα μες την Τρούμπα») και αστυνομικά δελτία εφημερίδων (π.χ. «πιάστηκε καταζητούμενος που κρυβόταν στην Τρούμπα») μέχρι τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου.

Ενώ η πορνεία αποτελεί την πλέον ανακαλούμενη συνθήκη στους λόγους περί της Τρούμπας, η ίδια η περιοχή και οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται εντός της δεν αφορούν απαραίτητα μόνον τη σεξουαλική αγορά ή και την παρανομία, αλλά περιλαμβάνουν την κατοικία και τη διασκέδαση, το εμπόριο και τις καθημερινές συναλλαγές. Το γεγονός αυτό καταβυθίζεται στις αφηγήσεις μαζί με τον εκτοπισμό του ονόματος Τερψιθέα. Η Τρούμπα εγκαθίσταται ως χώρος-αναφορά, σύμβολο της πορνείας και της σχετικής διασκέδασης, αν και η κλίμακα της περιοχής δεν αντιστοιχεί ούτε στο φαντασιακό της αποτύπωμα ούτε στην οικονομική της γεωγραφία, η οποία, στο βαθμό που εμπλέκει ευρύτερα δίκτυα παρανομίας και κατανάλωσης, θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον υπερτοπική και διεθνοποιημένη. Το στοιχείο αυτό, ωστόσο, χάνεται ή αφομοιώνεται (domesticated) στις αφηγήσεις που εγκιβωτίζουν την Τρούμπα στην πειραϊκότητα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ευρύτερα δίκτυα που δεν είναι μόνον εξωτερικά του χώρου αλλά συστατικά της συγκρότησής του και, υπ’ αυτή την έννοια, οι πραγματικότητες του χώρου αυτού δεν εξαντλούνται στη λαϊκότητα ή την ανηθικότητα.

Αυτό που καθιστά την Τρούμπα μοναδική είναι το γεγονός ότι αντιπροσωπεύει για την Ελλάδα το εμβληματικό «διεθνές λιμάνι-κόκκινα φανάρια». Άλλο ένα αυτονόητο που συνδέει προνομιακά την Τρούμπα με τον Πειραιά-πρώτο λιμάνι, ως συστατικό χαρακτηριστικό της ιστορίας, του πολιτισμού, του τοπίου του. Το διεθνές λιμάνι και τα κόκκινα φανάρια του εποικίζονται διαρκώς με «εξωτικά» χαρακτηριστικά, που εγείρουν γοητεία και αποστροφή, ενώ προσδίδουν στην Τρούμπα μια ιδιαίτερη αίγλη μεταξύ των υπολοίπων περιοχών πορνείας σε όλη την Ελλάδα.11

***

Θεωρούμε ότι η σχέση περιθωρίου-λαϊκότητας-πειραϊκότητας αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πολιτισμικής κατασκευής της Τρούμπας, όπου όμως και η ίδια η «λαϊκότητα» αποτελεί πολιτισμική και αφηγηματική κατασκευή. Δηλαδή, η λαϊκότητα που φέρεται ως το γνήσιο και πηγαίο στοιχείο της Τρούμπας, εικονογραφείται δια μέσω της Τρούμπας. Ειδικά όταν πρόκειται για συγγραφείς που διεκδικούν τον Πειραιά ως τόπο καταγωγής/ανοίκειν, οι αναφορές στην Τρούμπα φέρουν συνδηλώσεις «μαγκιάς», «αντιελιτισμού», «αντι-καθωσπρεπισμού/ανταρσίας», «αντι-χουντικότητας».12 Πρόκειται για μια επιτέλεση της λαϊκότητας όπου συνδέεται μετωνυμικά η «λαϊκή» ταυτότητα με τον Πειραιά, ως την κατεξοχήν και αυθεντικά λαϊκή πόλη, η οποία παραμένει «ανυπότακτη», «μάγκισσα», «εξωτική», όπως και η Τρούμπα. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια ρητορική, όπου συναιρούνται λαϊκότητα-Πειραιάς-Τρούμπα: για να μιλήσει κανείς για την Τρούμπα πρέπει να μιλήσει «αυθεντικά» και για να είναι αυθεντικός πρέπει να μιλήσει «λαϊκά», να επιτελεί επιδέξια τον «οικείο» και ιθαγενή λόγο που επιχωριάζει στην Τρούμπα. Αυτή η «λαϊκή φωνή» υποτίθεται ότι μεταφέρει μια «από τα μέσα» πιστή εικόνα, σε αντίθεση με άλλες εξωτερικές και μάλλον απαξιωτικές θεωρήσεις του χώρου και των ανθρώπων του.13

Εδώ υπεισέρχεται μια ακόμα διάσταση στον λόγο περί πορνείας στην Τρούμπα, όπου μοιάζει, σχηματικά, να υπάρχουν δύο ειδών θέσεις εκφοράς: αυτή που δίνει μια οπτική «από τα μέσα», η αυθεντικότητα της οποίας τεκμαίρεται μέσω των λαϊκών όρων που χρησιμοποιούνται και που αυτονόητα προδίδουν μια εγγύτητα προς τα υποκείμενα του χώρου. Και αυτή που εκφέρεται «από έξω» και έχει μάλλον επικριτικές, αποδοκιμαστικές ή κατασταλτικές σημασίες. Ωστόσο, σ’ αυτή την «από μέσα» θέση δεν μεταφέρουν τον λόγο αυτών που ζουν εκεί ή τη συνθήκη που ζούνε. Αντιθέτως, προσποιούνται τη «φωνή τους», μιλάνε σαν να είναι δίπλα τους, σαν να τους γνωρίζουν όλους.14 Στην εκδοχή αυτή, αλληλοεπικαλύπτονται οι σημασίες των (φερόμενων ως ιθαγενών) όρων: για παράδειγμα, ο όρος «μαντάμ» ή «προστάτης» μπορεί να περιγράφει και να αξιοδοτεί ή ακόμα να χρησιμοποιείται αυτονόητα ως κατηγορία ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων.

Η αναφορά σε αναγνωρίσιμους και στερεοτυπικούς κοινωνικούς τύπους, όπως «μάγκας», «αγαπητικός», «μαντάμ», «κορίτσια» προσδίδει στον λόγο αυθεντικότητα και, ακολούθως, εγκυρότητα. Ταυτόχρονα, η αυθεντικότητα προσδίδει αληθοφάνεια στις περιγραφές και τους κοινωνικούς τύπους. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο τύπο αποφάνσεων που δεν απολήγει ή που δεν προϋποθέτει παρά στερεότυπα: η ανάκληση των «πραγματικών» κοινωνικών τύπων προσδίδει αυθεντικότητα στον λόγο, ενώ ταυτόχρονα η αυθεντικότητα του λόγου υποστασιοποιεί την πραγματικότητα των κοινωνικών τύπων. Δηλαδή, για να έχουμε την Τρούμπα ως «Τρούμπα» πρέπει να αναδείξουμε ορισμένους κοινωνικούς τύπους, ενώ άλλες λειτουργίες ή ρόλοι στον χώρο (κατοικία, μαγαζάτορες, επαγγελματίες) καθίστανται σχεδόν αδιάφοροι. Με τον τρόπο αυτό, δεσπόζουν πλέον συγκεκριμένα αφηγηματικά μοτίβα που αποδίδουν μια εικόνα της Τρούμπας ως μυθικού σχεδόν χώρου του «περιθωρίου», της πορνείας και του «εκρομαντισμένου» υπόκοσμου, όπου τίποτε άλλο δεν συμβαίνει παρά οι «περιπέτειες της νύχτας». Αναδεικνύονται έτσι σημασίες μιας ανεκτής και παιγνιώδους διασκέδασης παρά πορνείας ή σκληρής παρανομίας. Αν όμως η Τρούμπα αποτελεί μια οριοθετημένη χωροταξικά και συμβολικά περιοχή, με εσωτερικούς κανόνες και λόγους, δηλαδή έχει μια ταυτότητα η οποία την διακρίνει από τα διάφορα περιβάλλοντά της, αυτή δεν είναι προσπελάσιμη μέσα από τέτοιου τύπου λόγους, που μιλάνε μάλλον για τις προσλήψεις και ιδεολογίες των φορέων τους παρά για αυτό στο οποίο αναφέρονται.15

***

Στα νεοκλασικά αρχοντικά και ξενοδοχεία των οδών Φίλωνος και Νοταρά, στο κενό που άφησε η αποχώρηση των αστικών οικογενειών, επεκτάθηκαν μεταπολεμικά οι οίκοι ανοχής και άλλες επιχειρήσεις διασκέδασης. Παρόλο που η ακμή της Τρούμπας ως κατεξοχήν συνοικία του αγοραίου έρωτα τοποθετείται στις δεκαετίες του 1950 και 1960, στην περιοχή λειτουργούσαν ήδη από τον Μεσοπόλεμο καμπαρέ, καφωδεία ή καφέ σαντάν, ενώ αναπτύσσονταν δίκτυα άτυπης πορνείας.16 Για την περίοδο της Κατοχής, η Τρούμπα φέρεται να συνδέεται στενά με τη διασκέδαση Γερμανών αξιωματικών και Ελλήνων δωσίλογων, ενώ οι συνοικίες του Πειραιά να ταυτίζονται με την Αντίσταση.17

Η σταδιακή πύκνωση, από τη δεκαετία του 1950, των πολυσχιδών δραστηριοτήτων αγοραίου έρωτα στην Τρούμπα συνδέεται αφενός με την ανάπτυξη του λιμανιού μεταπολεμικά και, αφετέρου, με τις αλλαγές στην επίσημη διευθέτηση της πορνείας στον Πειραιά ήδη από το Μεσοπόλεμο, αλλαγές που οδηγούν στην παρακμή και τελικά το κλείσιμο το 1941 των κρατικών οίκων ανοχής στα Βούρλα. Ιδιαίτερα δε, αποδίδεται στην παρουσία του 6ου Αμερικανικού Στόλου που φέρεται να στήριξε την ανάπτυξη της αγοράς διασκέδασης και πορνείας στην περιοχή.18 Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη αυτή συνδέεται και με κοινωνικο-πολιτισμικές αλλαγές που συντελούνται μεταπολεμικά-μετεμφυλιακά, οι οποίες αποδίδονται στην ολοένα και πιο διευρυμένη υιοθέτηση από τα φτωχά και λαϊκά στρώματα νέων προτύπων διάθεσης της σχόλης, τα οποία επίσης τροφοδοτούν την πελατεία της Τρούμπας.19 Στην περίοδο της ακμής της τη δεκαετία του 1960, στεγάζει μια πληθώρα ειδών διασκέδασης που κατακλύζουν την περιοχή.20 Η Τρούμπα με τη μορφή αυτή, ενός χώρου ακμάζουσας σεξουαλικής αγοράς, θεωρείται ότι άρχισε να φθίνει μετά την έξωση των πορνείων το 1967. Οι άνθρωποι των οίκων ανοχής διασκορπίστηκαν σε άλλες περιοχές, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν τα μπαρ και τα καμπαρέ, με άλλη δημογραφική σύνθεση, μέχρι τη δεκαετία του 1990.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε τα έμφυλα και ταξικά χαρακτηριστικά που επενδύονται στην Τρούμπα και συνδέονται κατεξοχήν με τη λαϊκή κουλτούρα. Πρόκειται για συγκεκριμένους ανδρισμούς και θηλυκότητες που υπάρχουν στον δημόσιο χώρο, τουλάχιστον της νύχτας, και βρίσκονται στον αντίποδα των αστικών. Καταλαβαίνουμε, ότι τα χαρακτηριστικά αυτά επιτελεστικά παραπέμπουν σε μια μορφή διεκδίκησης του χώρου. Έτσι, για παράδειγμα, σε στοιχεία που αντλούνται από τις αυτοβιογραφίες ρεμπετών, βρίσκουμε αναφορές σε τεκέδες, καφενεία, ζυθοπωλεία και καφωδεία που λειτουργούν στην περιοχή κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και υποδέχονται έναν κόσμο που δεν κατοικεί στην Τρούμπα, αλλά περιφέρεται στην περιοχή, κυρίως τις νυχτερινές ώρες, σε γνωστά μαγαζιά που λειτουργούν ως στέκια.

Πρόκειται για έναν κατά βάση ανδρικό πληθυσμό, ο οποίος κινείται συνεχώς, συχνά με την ανοχή της αστυνομίας, στα όρια της νομιμότητας και της παρανομίας, είτε αυτή αφορά την εξασφάλιση των προς το ζην, είτε αφορά σε κοινωνικο-πολιτισμικές πρακτικές, όπως το μπουζούκι και ο ναργιλές ή η παράνομη πορνεία. Η Τρούμπα του Μεσοπολέμου φέρεται να είναι ένας ανδροκρατούμενος κοινωνικός χώρος, ενώ η παρουσία των γυναικών περιορίζεται κυρίως σε ρόλους συνοδευτικούς: τραγουδίστριες καφωδίων ή ξένες χορεύτριες καμπαρέ, σε αντίθεση με τις δηλωμένες πόρνες των υποβαθμισμένων Βούρλων. Η μεταπολεμική εικόνα, αν στηριχτούμε κυρίως στον κινηματογράφο, προβάλλει πολύ πιο λαμπερή. Πλήθος καμπαρέ, μπαρ, «σπιτιών» και ξενοδοχείων, μια πλούσια αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών και διασκέδασης, από την οποία δεν λείπουν και οι ομοερωτικές εκδοχές. Ο κόσμος που την απαρτίζει είναι πιο πολύμορφος πια, φτωχοί αλλά και πλούσιοι, αστοί αλλά και επαρχιώτες, Έλληνες αλλά και ξένοι. Η μεταπολεμική Τρούμπα εμφανίζεται λοιπόν σαν ένας χώρος ταυτόχρονα κοινωνικο-χωρικά οριοθετημένος («κλειστός») ως προς τις λειτουργίες του αλλά και ανοιχτός κόμβος στην είσοδο ή τη «διέλευση» ανθρώπων.

Οι δραστηριότητες και ο έμφυλος καταμερισμός τους προσδιορίζονταν όχι μόνο από το περιεχόμενο της εργασίας αλλά και από κοινωνικούς ρόλους ή «τύπους», όπως και τη μεταξύ τους ιεράρχηση. Εκτός από τη διευθύντρια και τις γυναίκες των οίκων ανοχής, οι γυναίκες μπορούσαν να δουλέψουν ως κονσοματρίς στα μπαρ ή ως αρτίστες στα καμπαρέ. Υπήρχαν, ωστόσο, γυναίκες που δούλευαν «ελεύθερα» στον δρόμο ή ως υπηρέτριες στους οίκους ανοχής, ενώ μνημονεύεται και ένα καμπαρέ για γυναίκες. Σε ό,τι αφορά στους άνδρες, εκτός από τους επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες, αναφέρονται οι σερβιτόροι, οι «προστάτες-αγαπητικοί», οι «κράχτες» ή «διερμηνείς», όπως και ομοφυλόφυλοι που επίσης πρόσφεραν σεξουαλικές υπηρεσίες παράνομα. Η συνθήκη αυτή της ύπαρξης μιας ομοερωτικής αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών είναι σημαίνουσα στον βαθμό που σηματοδοτεί, πιθανόν, και σε αντίθεση με τις ηγεμονικές αναπαραστάσεις της πορνείας της εποχής, μια πιο σύνθετη και ρευστή διαχείριση της σεξουαλικότητας εκ μέρους των υποκειμένων, ιδίως μάλιστα σε ό,τι αφορά τη δημιουργία ενός χώρου δημόσιας παρουσίας λεσβιών και ομοφυλόφιλων,21 όπως και την κανονικοποίηση της επίσκεψης νεαρών ανδρών στα πορνεία, όπου η ανωνυμία διασφαλίζεται από το πλήθος και όχι από την μη-ορατότητα του χώρου καθεαυτή. Η σύνθεση του πληθυσμού που απασχολούνταν με τον αγοραίο έρωτα φαίνεται να είναι μεταβαλλόμενη, με τις αναφορές σε γυναίκες και άνδρες από φτωχά στρώματα να είναι οι πιο διαδεδομένες.

***

Αναζητώντας τη σημασία της Τρούμπας και δεδομένης της μικρής γεωγραφικής της κλίμακας, θα πρέπει να διερευνήσουμε το φαντασιακό της εκτόπισμα πέρα από τη λογική μιας οικονομίας της πορνείας προς την κατεύθυνση μιας πολιτικά σημαίνουσας λειτουργίας. Η ιδεολογική διαμάχη/διαπραγμάτευση που αφορά στην κατασκευή της Τρούμπας ως συμβόλου, μπορεί να διερευνηθεί στην ακόλουθη υπόθεση εργασίας, αφετηριακή πρόταση της οποίας είναι ότι η Τρούμπα συνιστά εξ ορισμού ένα αντιφατικό αντικείμενο της έρευνας. Αφενός μεν συσχετίζεται η παρανομία, κυρίως κατά την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο, με ενός είδους «αντιστεκόμενη λαϊκότητα» που εκδηλώνεται ως ανοχή του λαϊκού προς το οριακά παράνομο. Και, αφετέρου, γιατί στην Τρούμπα προβάλλεται μια ορισμένη ηθικοποίηση της κοινωνικής ζωής, η οποία δεν εξαντλείται στους αστούς και αφορά, ευρύτερα, την έμφυλα νοηματοδοτημένη και διατεταγμένη τάξη των «νοικοκυραίων».

Έτσι, για τη μεταπολεμική περίοδο, εγείρεται ένα ερώτημα που αφορά τις ιδιαίτερες λειτουργίες  που διαδραματίζουν κινηματογράφος και Τύπος, με μάλλον αντίρροπους προσανατολισμούς. Η γενική αυτή αναφορά στον κινηματογράφο και στον Τύπο δεν αφορά σε ανάλυση συγκεκριμένων ταινιών ή δημοσιευμάτων, αλλά έρχεται να επισημάνει τον διαφορετικό ιδεολογικοπολιτικό ρόλο που διαδραμάτισαν κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο κινηματογράφος με τις μυθοπλασίες του έρχεται να διαμορφώσει έναν λόγο για την «κοινωνική αδικία» που υφίστανται τα λαϊκά στρώματα και που πλαισιώνει την ανοχή προς την παρέκκλιση. Στη μελέτη των αναπαραστάσεων της Τρούμπας, η ανάλυση του κινηματογραφικού λόγου της εποχής είναι σημαντική, καθώς εκεί χτίζεται και διαχέεται στο ευρύ κοινό η εικόνα της παρανομίας ως χώρου όχι μόνο παρέκκλισης αλλά και κοινωνικής αδικίας –χώρου του περιθωρίου, ο οποίος συγκοινωνεί με τις λαϊκές τάξεις και τα φτωχότερα στρώματα, όπου στον απόηχο του Εμφυλίου επιβιώνει μια ανταγωνιστική προς το καθεστώς συνείδηση (Κομνηνού, 2001). Έτσι, στις ταινίες της εποχής διαγράφονται οι χαρακτήρες του «καλού» και του «κακού» παράνομου άνδρα, αυτού που καταλήγει στην παρανομία εξαναγκασμένος από τις αντιξοότητες της ζωής, έναντι αυτού που αντιπροσωπεύει μια «εγκληματική» φύση. Για τις γυναίκες του περιθωρίου, κυριαρχεί το μοτίβο της «παραστρατημένης πλην αγνής» νέας που γίνεται αντικείμενο αποπλάνησης και εκμετάλλευσης ή καταλήγει στην πορνεία λόγω φτώχειας. Παρόλη την κοινωνική της έκπτωση, η πόρνη τοποθετείται στο όριο της ανοχής, εφόσον θεωρείται ότι είτε βιώνει έναν καταναγκασμό που σχετίζεται με τις κοινωνικές περιστάσεις είτε επιδέχεται αναμόρφωσης (Αθανασάτου, 1990).

Οι εφημερίδες με τα καθημερινά τους «ρεπορτάζ» φαίνεται να ακολουθούν μάλλον συντηρητικές οπτικές, στο πλαίσιο των οποίων η Τρούμπα αντιπροσωπεύει ηθικές απαξίες και τον κόσμο του περιθωρίου, ενώ οι σχετικές αναφορές φιλοξενούνται κατεξοχήν στις αστυνομικές στήλες. Πρόκειται κυρίως για σύντομες ειδήσεις σχετικά με τη δράση και τη σύλληψη κακοποιών, μαστροπών, εμπόρων ναρκωτικών και παραπλανημένων γυναικών. Κι εδώ τα μοτίβα είναι σχετικά σταθερά: νεαρός άνδρας που επιδίδεται σε διάφορες παράνομες δραστηριότητες ή εκδίδει νέες γυναίκες, μάλλον από την επαρχία, οι οποίες είναι θύματα αποπλάνησης και παραμένουν εγκλωβισμένες. Μπορεί να πρόκειται και για «καθωσπρέπει» γυναίκες που παραπλανούν τον κοινωνικό περίγυρο και επιδίδονται στην πορνεία ή την εκπόρνευση φτωχών ή αφελών νέων.

Ο απόηχος της Τρούμπας στη μεταδικτατορική περίοδο και, ακόμα περισσότερο, η συμπερίληψη της σε λαογραφικές και δημοσιογραφικές αφηγήσεις για τον Πειραιά, αλλά και η εμπορική της αναβίωση ως ρετρό χώρου νυχτερινής διασκέδασης22 κατά τις πρόσφατες αναπλάσεις του, εγγράφεται σε διαρκώς μεταβαλλόμενα διακυβεύματα. Θεωρούμε ότι σημαντικό ρόλο στη συνεχιζόμενη απήχησή της παίζει η εμβληματικού χαρακτήρα καταστολή της από τη δημοτική αρχή της Χούντας. Εκτός από σύμβολο μιας «πειραιώτικης» συλλογικής ταυτότητας που συγκροτείται σε αντιπαραβολή προς την Αθήνα, στοιχείο μιας τοπικής «παράδοσης» λαϊκότητας, μαγκιάς ή/και αντίστασης, γίνεται ταυτόχρονα και προϊόν σε μια νέα πολιτισμική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, η Τρούμπα εξευγενίζεται ως πολιτιστικό κεφάλαιο και κληρονομιά του Πειραιά, αξιοποιήσιμο καλλιτεχνικά ή και τουριστικά ως κομμάτι του branding της πόλης.23

Τι είναι λοιπόν η Τρούμπα; Καταρχήν, είναι μια περιοχή για την οποία δεν υιοθετείται ποτέ το επίσημο όνομα της, Τερψιθέα. Ή, είναι μια περιοχή, η οποία άλλοτε και από άλλους ονομάζεται Τρούμπα και άλλοτε και από άλλους ονομάζεται Τερψιθέα. Δεύτερον, είναι μια περιοχή η οποία έχει μια ημερήσια όψη και μια νυχτερινή όψη, μη αναγώγιμες η μια στην άλλη. Τρίτον, δεν είναι μια περιοχή που συνυπάρχουν το ηθικό και το ανήθικο, αλλά μια κατακερματισμένη περιοχή, άλλα κομμάτια της οποίας είναι «ανήθικα» και άλλα «ηθικά». Αν αυτά αποτελούν όψεις της πραγματολογίας της Τρούμπας, τα αφηγήματα, οι αναπαραστάσεις και οι λόγοι για την Τρούμπα είναι κατά συνέπεια αντιφατικά και πλέον πολύπλοκα. Το ερώτημα λοιπόν εάν μπορεί να γραφτεί μια «ιστορία της Τρούμπας» δεν μπορεί να διερευνηθεί στο πλαίσιο μιας «τοπικής» ιστορίας. Οι μορφές οργάνωσης και λειτουργίας, οι πρακτικές και οι συμπεριφορές, οι κοινωνικοί τύποι και οι αξιοδοτήσεις τους συσχετίζονται περισσότερο με ευρύτερες δυναμικές αλλαγών, ενώ η «Τρούμπα» και η νοηματοδότησή της φέρεται να είναι στο επίκεντρο μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης περί της «πειραιώτικης ταυτότητας».

 

Σημειώσεις

1 Το άρθρο αυτό αποτελεί μια περαιτέρω επεξεργασία της ανακοίνωσης μου «Τρούμπα, η συνοικία των ‘κόκκινων φαναριών’: Εικόνες της σεξουαλικότητας και της πορνείας στη μεταπολεμική Ελλάδα», στο Συνέδριο Ιστορίες για τη Σεξουαλικότητα της Ομάδας Ιστορικών για την Έρευνα της Ιστορίας των Γυναικών και του Φύλου, Αθήνα, 27 & 28 Σεπτεμβρίου 2018. Η σχετική έρευνα διεξάγεται στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος The many faces of «Trouba»: A socio-cultural study of prostitution in Piraeus’ red-light district in the Post-War years (ΕΚΑΕΚΕ, Πανεπιστήμιο Κρήτης, επιστημονικά υπεύθυνος Γ. Ζαϊμάκης, 2020- ). Ευχαριστώ θερμά  τη Δήμητρα Βασιλειάδου και τοn Γιάννη Ζαϊμάκη για τις συζητήσεις μας, την Αγγελική Σηφάκη για την ανάγνωση και τοn σχολιασμό του κειμένου, όπως και τους ανώνυμους κριτές για τις σημαντικές παρατηρήσεις τους. Στο κείμενο που ακολουθεί δοκιμάζονται ορισμένες προτάσεις που εστιάζουν στην αποσαφήνιση του ποικίλου υλικού που έχει στη διάθεσή της η έρευνα, τόσο σε σχέση με τις πληροφορίες που διασώζονται όσο και με τον τρόπο που σχηματίζονται «λόγοι για την Τρούμπα».

2 Ξεκινώντας τη μελέτη μας, διαπιστώσαμε ότι η Τρούμπα κατέχει μια ιδιαίτερη και κεντρική θέση στις αναφορές για τη μεταπολεμική πορνεία και διασκέδαση σε ένα πλήθος σύγχρονων αφηγήσεων, όπως ιστολόγια αφιερωμένα στον Πειραιά, ρεπορτάζ εφημερίδων, τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Στις αφηγήσεις αυτές παρατίθενται μια ποικιλία πηγών της εποχής, όπως άρθρα και δημοσιεύματα στον Τύπο, Αστυνομικά Χρονικά, πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, χρονογραφήματα, μυθιστορήματα, αυτοβιογραφίες ρεμπετών και ρεμπέτικα τραγούδια, καθώς και στον κινηματογράφο των δεκαετιών 1950-1960. Έτσι, η συγκρότηση ενός αρχείου για την Τρούμπα είναι ένα πρώτο εγχείρημα που συνοδεύεται από πολλά ερωτηματικά για τη φύση των πηγών και την ταξινόμηση τους. Παρόλο που κάτι τέτοιο δεν περιλαμβάνεται στη θεματολογία του άρθρου αυτού, αναφέρουμε, ενδεικτικά, λογοτεχνικά έργα: Χρήστος Λεβάντας, Η Αφρόδω του λιμανιού (1946), Ναπολέων Λαπαθιώτης, Το τάμα της Ανθούλας (1931-32), Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν (1938), Το 10 (1959-60), Νίκος Τσιφόρος, Τα παιδιά της πιάτσας (1960-61). Από τις ταινίες της εποχής, βλ. χαρακτηριστικά: Η Αγνή του λιμανιού (Γιώργος Τζαβέλλας, 1952), Ποτέ την Κυριακή (Ζιλ Ντασέν, 1960), Το κάθαρμα (Κώστας Ανδρίτσος, 1963), Τα κόκκινα φανάρια (Αλέκος Γαλανός, 1963), Λόλα (Ντίνος Δημόπουλος, 1964), Τρούμπα (Μιχάλης Γρηγορίου, 1967), Καλώς ήλθε το δολάριο (Αλέκος Σακελάριος, 1967), Οι βάσεις και η Βασούλα (Ντίνος Δημόπουλος, 1975). Η Τρούμπα κατέχει σημαντική θέση και σε νεότερα έργα, μεταξύ άλλων: Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα κόκκινα μαλλιά (1989), Διονύσης Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς (2015), Χρησηΐδα Δημουλίδου, Τα δάκρυα του Θεού (2015). Μια συλλογή κειμένων βρίσκουμε και στο Ανθολόγιο για τον Πειραιά των Αξαρλή και Τσοκόπουλου (1992), όπως και στον Μαϊστρέλλη (2009).

3 Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου, 18η Συνεδρία, 15/7/1968, Πειραιάς, αναφέρεται στο Μπαλούρδος, Τρούμπα: Μια «παρεξηγημένη» περιοχή στο κέντρο του Πειραιά, Λογοτεχνικά πάρεργα, 23/8/2014, http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2014/08/blog-post_14.html.

4 Ο Νίκος Μπελαβίλας συνοψίζει εύστοχα τον εμβληματικό χαρακτήρα αυτών των παρεμβάσεων: «Η εικόνα του Πειραιά που βλέπουμε σήμερα διαμορφώθηκε πριν από μισό περίπου αιώνα. Στην καρδιά της δικτατορίας των συνταγματαρχών από το 1968 έως το 1972 περίπου, συνέβησαν αλλαγές μεγάλης, ριζικές για την ταυτότητα της πόλης. […] Παρά την αποσπασματικότητα τους, υπηρετούσαν μια κοινή λογική ενός ασαφούς μοντερνισμού –αποδεκτή από την τοπική κοινωνία– λογική που δεν ανήκε μόνο στους συνταγματάρχες και τον διορισμένο από τη χούντα δήμαρχο, αλλά και στις προδικτατορικής κυβερνήσεις και δημοτικές αρχές. Εξάλλου, τα περισσότερα έργα της περιόδου είχαν δρομολογηθεί στις αρχές του 1960 και ολοκληρώθηκαν μέχρι το 1972. […] Περιέργως όμως, δεν ήταν αυτά τα έργα που ταυτίστηκαν με τη συλλογική μνήμη της πόλης όσο τρία άλλα συμβολικά και βίαια που συνόδεψαν την αλλαγή εποχής. Έργα που ταυτίστηκαν με την εξάλειψη της βρωμιάς, της ακαταστασίας, της ανηθικότητας και της παραβατικότητας. Έργα ηθικής και καθαρμού της πόλης, μεγάλα, επικοινωνιακά […] έργα έμπνευσης του ιδιόμορφου δημάρχου της περιόδου 1967-1974, του Αριστείδη Σκυλίτση. Καθάρισε σε μια νύχτα τη γειτονιά των πορνείων, διώχνοντας πεντακόσιες εκδιδόμενες γυναίκες από το λιμάνι, επίχωσε τις σπηλιές και τα βράχια της Πειραϊκής και μαζί τους το αρχαίο Κορώνειο τείχος, σβήνοντας από τον χάρτη ένα παμπάλαιο στέκι χασικλήδων, τη «Σπηλιά του Δράκου». Ολοκλήρωσε την επιχείρηση εξωραϊσμού της πόλης γκρεμίζοντας τα περισσότερα δημόσια νεοκλασικά αρχιτεκτονήματα της, το δημαρχείο, δυο εκπαιδευτήρια, τη δημοτική αγορά και τη μνημειώδη μαρμάρινη κλίμακα των κήπων της Τερψιθέας. Ανάμικτα, η βρώμα της ψαραγοράς, η κρυφή ζωή των πορνείων, η παραβατικότητα των χασικλήδων και οι ασυντήρητοι σοβάδες των νεοκλασικών μεγάρων, τσουβαλιαστήκαν σε ένα δέμα και αφαιρέθηκαν με χειρουργική ταχύτητα και μέθοδο από το σώμα του Πειραιά» (Μπελαβίλας, 2010, σελ. 1). Βλ. και Μπελαβίλας, 2021, σσ. 142-144.

5 Ο Β. Τσοκόπουλος σχολιάζει: «Το 1978 μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αποδοχή που είχε ο χουντικός δήμαρχος Σκυλίτσης στην πειραϊκή κοινωνία και, ιδιαίτερα, στον κόσμο των καταστηματαρχών» (2016, σελ. 10). Μια αποδοχή που παραλίγο να του δώσει τη νίκη στις δημοτικές εκλογές της ίδιας χρονιάς. Η δημοφιλία του Σκυλίτση συνδέθηκε, μεταξύ άλλων, με «ενέργειες, όπως το καθάρισμα της Τρούμπας και άλλες κινήσεις εύκολου εντυπωσιασμού» (ό.π., σελ. 11), ενώ αποδίδονταν στην γνώση που είχε της «ιδιομορφίας του Πειραιά» (ό.π., σσ. 11-12).

6 Ανάλογα φαινόμενα συναντούμε παντού όπου πυκνώνουν στον χρόνο οι διαδικασίες εκβιομηχάνισης και προλεταριοποίησης και όπου τα λαϊκά στρώματα ταυτίζονται με το μιαρό, με εμβληματικό, ασφαλώς, παράδειγμα την Αγγλία του 19ου αιώνα. Για μια σύγκριση της ελληνικής με την αγγλική περίπτωση κατά το 19ο αιώνα, βλ. Μαύρης (1996). Για την αντιμετώπιση των φτωχών από την ανερχόμενη αστική τάξη της Αθήνας το 19ο αιώνα, βλ. Κορασίδου (1995).

7 Βλ. Γιαννιτσιώτης (2006, σσ. 245-255), Μπελαβίλας (2021, σσ. 143-144), Κυραμαργιού (2019, σσ. 49-57), Κοτέα (1995, σσ. 161-171), Τσοκόπουλος (2016, σσ. 193-196, 258-259, 263-265).

8 Για την κρατική διαχείριση της πορνείας, βλ. Λάζος (2002), Τζιτζίκος (2014), Hantzaroula (2017).

9 Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η επίσκεψη στα πορνεία δεν ήταν άγνωστη ή απαγορευμένη για τους αστούς άνδρες της εποχής, για τους οποίους δεν ισχύει ο κανόνας της αγνότητας που επιβάλλεται στις γυναίκες της τάξης τους (Βασιλειάδου, 2019, σσ. 108-9, 112-113).

10 Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε τη σημαντική για την ελληνική βιβλιογραφία επισκόπηση της σύγχρονης ιστοριογραφίας για τη σεξουαλικότητα και την πορνεία κατά τη νεωτερική εποχή του Γ. Γιαννιτσιώτη (2015). Οι μελέτες που σχολιάζει εστιάζουν στην ανάπτυξη της πορνείας σε μητροπολιτικά κέντρα, όπως η Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Λονδίνο και το Παρίσι, όπου, υπό το πρίσμα της αναλυτικής κατηγορίας του χώρου, η πορνεία αναδεικνύεται ως αναπόσπαστη, αν και οριακή, λειτουργία της νεωτερικής πόλης. Εντοπίζουμε δυο σημεία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και σε ό,τι αφορά τη μελέτη της Τρούμπας: πρώτον, το ζήτημα της χωροθέτησης της πορνείας σε σχέση με την αποτύπωση μιας «ηθικής γεωγραφίας της πόλης» (σσ. 257-260) και, δεύτερον, το ζήτημα του ελέγχου της πορνείας σε σχέση με νέες τεχνολογίες επιτήρησης (επιβολή κανονιστικών αντιλήψεων και πρακτικών) που εκβάλλουν στη «διαμόρφωση μιας νέας υποκειμενικότητας» και διαπερνούν ταξικά όρια και συμφέροντα (σσ. 265-266).

11 Ενδιαφέρον έχει η σύγκριση της Τρούμπας με την ανάπτυξη της πορνείας σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα-λιμάνια της Ελλάδας κατά τον 20ό αιώνα. Ειδικότερα, αναφέρουμε την περίπτωση του Λάκκου του Ηρακλείου, όπου επίσης συναντάμε τον συνδυασμό διασκέδασης και πορνείας, με την κουλτούρα του ρεμπέτικου (Ζαϊμάκης, 1999, σσ. 135-139, 161-171). Θα λέγαμε ότι η Τρούμπα διαφέρει σημαντικά στον βαθμό που δεν πρόκειται για μια υποβαθμισμένη και απόμερη περιοχή, όπως ο Λάκκος, αλλά για το πλούσιο και περίοπτο αστικό κέντρο της πόλης. Για την πορνεία στην Ερμούπολη του 19ου αιώνα, βλ. Δρίκος, 2002, και για την πορνεία στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, βλ. Dordanas, 2011.

12 Βλ. για παράδειγμα, Πισιμίσης (2010), Χαριτόπουλος (2012) κ.ά.

13 Για την επιτέλεση της «λαϊκότητας-αυθεντικότητας» ως λογοθετικού κόμβου, βλ. Κουτσούγερα (2008).

14 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αφήγησης που υιοθετεί αυτή την «από τα μέσα» θεσιακότητα (positionality), είναι το βιβλίο της Βρανά, όπου η συγγραφέας παρουσιάζει τις «ηρωίδες» της, πόρνες της Τρούμπας, σαν να τις γνώριζε η ίδια. Όπως όμως αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου της, οι περιγραφές και οι ιστορίες είναι από τρίτους. Αντιθέτως, η «από τα έξω» θέση, όπως αυτή που αποτυπώνεται στα αστυνομικά δελτία ή τις εφημερίδες, βλέπει τον κόσμο της Τρούμπας με αποστροφή, ως εχθρικό και ξένο. Συγχρόνως, όμως, αυτός είναι ο λόγος που δεν διασώζεται. Το ερώτημα αν υπάρχουν «αυθεντικοί» λόγοι της Τρούμπας, των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν εκεί, είναι δυσεπίλυτο, στο βαθμό που, σήμερα, κάθε λόγος για την Τρούμπα, ακόμα σε συνεντεύξεις ανθρώπων που έδρασαν εκεί, είναι ήδη εμποτισμένος και διαμεσολαβημένος από τις σημασίες που έχουν επικρατήσει.

15 Αναφερόμαστε πάντα στους σύγχρονους αφηγητές ή σχολιαστές της Τρούμπας, όπως: Πειραιώτες δημοσιογράφους, λογοτέχνες, ερασιτέχνες λαογράφους κ.ά.

16 Βλ. Κουτούζης (2000), Μίλεσης (2015), Μπαλούρδος (2014).

17 Βλ. Πισμίσης (2010, σελ. 106-107). Το ίδιο μοτίβο, πάντως, αναφέρεται και στον Πετρόπουλο για την Μπάρα της Θεσσαλονίκης. Μια πιο πρόσφατη, μυθιστορηματική εκδοχή στο Andre Gerolymatos, Οι στρατιώτες της σκιάς, Διόπτρα, 2020. Η σχέση της πορνείας με τους Κατακτητές αναφέρεται επίσης στο Dordanas (2011).

18 Ενδεικτική είναι η εικονογράφηση του Γ. Μπαλούρδου (2014): «Η περιοχή αυτή πριν τη δικτατορία έσφυζε από ζωή, ιδιαίτερα όταν ο 6ος Αμερικανικός στόλος έπιανε λιμάνι (ελλιμενιζόταν) στην περιοχή του Φαλήρου και άρχιζε η κάθε λογής και ποιότητας διασκέδαση. […] Με το που ερχόταν ο Στόλος άρχιζε ένας οργασμός δραστηριοτήτων, σωματικός και εμπορικός. Οι διάφοροι πελάτες που ήσαν κυρίως ξένοι ναυτικοί ήσαν η καλύτερη και πιο ‘κουβαρντού’ πελατεία των διάφορων σπιτιών με το κόκκινο φωτάκι, των μπαρ και των καμπαρέ. Το δολάριο και τα άλλα ξένα νομίσματα τροφοδοτούσαν την εμπορική κίνηση της περιοχής και όχι μόνο». Σημειώνουμε, εδώ, ότι οι αφηγήσεις εστιάζουν περισσότερο στις εικόνες της Τρούμπας ως χώρου διασκέδασης. Ωστόσο, μια άλλου τύπου ανάλυση θα εξέταζε στοιχεία της οικονομικής γεωγραφίας του Πειραιά, όπως η ανοικοδόμηση και οι επεκτάσεις του λιμανιού, η σύνδεση του τρένου με την πρωτεύουσα, η πύκνωση των μετακινήσεων (Μαλικούτη, 1999, Παρδάλη-Λαϊνού, 1990). Επιπλέον, θα έθετε και το ερώτημα της συνολικής γεωγραφίας της πορνείας, ποιες άλλες περιοχές υποδέχονται τέτοιες δραστηριότητες (Φάληρο, Γλυφάδα, παραλιακή ζώνη), οι οποίες όμως δεν έχουν την ορατότητα της Τρούμπας ούτε τότε ούτε σήμερα.

19 Για τους πολιτισμικούς μετασχηματισμούς που συντελούνται κατά τις δεκαετίες 1950-1960, βλ. Αβδελά (2006), ενώ για το ζήτημα της διάχυσης νέων, επιδεικτικών, καταναλωτικών προτύπων στα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα, βλ. Yannakopoulos (2016), Οικονόμου (2005). Επίσης, για την ανάπτυξη των «μπαρ με κονσομασιόν» στον χώρο της διασκέδασης στην Ελλάδα, βλ. Αμπατζή (2007).

20 Ο Σ. Μίλεσης (2015) σημειώνει ότι την περίοδο της ακμής της κατά τη δεκαετία του 1960 λειτουργούσαν στην Τρούμπα 16 καμπαρέ και μπαρ, 57 επίσημοι οίκοι ανοχής (και 40 περίπου ανεπίσημοι), 3 κινηματογράφοι με ταινίες  πορνό, 15 ξενοδοχεία. Πρόκειται για μια πληθώρα ειδών διασκέδασης που κατακλύζουν την περιοχή. Στο βιβλίο της Σ. Βρανά (1992), αναφέρεται ότι τα καταστήματα και οι υπηρεσίες αγοραίου έρωτα και διασκέδασης εποπτεύονται από την αστυνομία, ενώ το προσωπικό τους υπόκειται σε ιατρικούς ελέγχους. Για τις δηλωμένες πόρνες, αυτοί οι έλεγχοι διενεργούνται δύο φορές την εβδομάδα. Μέχρι το 1955 και το κλείσιμο των ομαδικών πορνείων, την ευθύνη απέναντι στην αστυνομία για τη λειτουργία των οίκων ανοχής και για την κατάσταση των δηλωμένων γυναικών έφεραν οι διευθύντριες, οι επονομαζόμενες «μαντάμ», οι οποίες φέρεται ότι λειτουργούσαν και ως πληροφοριοδότες της αστυνομίας, ώστε να εξασφαλίζουν την ανοχή των αρχών. Ως καταδότες φέρονται και ιδιοκτήτες καμπαρέ και μπαρ, όπως και άνδρες σε διάφορους ρόλους προστασίας. Μάλιστα, στις αφηγήσεις και στον Τύπο της εποχής, η Τρούμπα συνδέεται και με άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως η σωματεμπορία, η διακίνηση ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο, ο τζόγος, ενώ από τα αστυνομικά δελτία των εφημερίδων προκύπτει ότι αρκετές φορές η αστυνομία εντόπιζε εκεί καταζητούμενους άλλων περιοχών.

21 Σημαντική για τηνμελέτη του ζητήματος αυτού και των διαφορετικών πτυχών της ανδρικής ομοερωτικής σεξουαλικότητας στη μεταπολεμική και σύγχρονη Ελλάδα είναι η συζήτηση που αναπτύσσεται από τον Κ. Γιαννακόπουλο (2021, 2022). Ενώ, για την ανάδυση χώρων ομοερωτικής διασκέδασης στη σύγχρονη Αθήνα, βλ. Riedel (2010).

22 Αλαβάνου, Ε. (10/12/2020). 25+1 λόγοι για να πάμε στον Πειραιά. Καθημερινή, https://www.kathimerini.gr/k/travel/561189340/25-1-logoi-gia-na-pame-ston-peiraia/, Μπεζιριάνογλου, Ε. (5/4/2016), Τρούμπα. Τι έχει μεταμορφώσει την άλλοτε παρακμασμένη Τρούμπα στο νέο talk of the town; Μια βέρα Πειραιώτισσα μας ξεναγεί στην αγαπημένη της γειτονιά, https://www.athensvoice.gr/life/urban-culture/athens/320889_troympa, Βουλαλάς, Ν. (17/12/2015). Η Τρούμπα ξαναγίνεται πιάτσα. Αθηνόραμα, https://www.athinorama.gr/clubbing/2511061/i_troumpa_ksanaginetai_piatsa!/.

23 Αναφέρουμε, ενδεικτικά, τον εκπαιδευτικό ιστότοπο Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική εκπαίδευση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, όπου περιλαμβάνεται λήμμα για την Τρούμπα στην ενότητα «Πειραιάς: Πόλη αγεωμέτρητη» (Μακαρώνη, 2012), την παράσταση Παράνομα φιλιά-Κόκκινα φανάρια στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (σκηνοθεσία Ν. Μαστοράκης, 17/12/2014), αλλά και την ιδιαίτερη μνεία στην Τρούμπα στον τουριστικό οδηγό Προορισμός Πειραιά/ Destination Piraeus (2015) και στο λεύκωμα για την υποψηφιότητα του Πειραιά ως Ευρωπαϊκής πρωτεύουσας του πολιτισμού Pireaus 2021: Η πλωτή πόλη.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αβδελά, Ε. (2006). Δια λόγους τιμής. Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Νεφέλη.

Αθανασάτου, Γ. (1990). Ελληνικός κινηματογράφος (1950-1967). Λαϊκή μνήμη και ιδεολογία. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αθανασίου, Σ. (2/4/2016). Ο Πειραιάς και η ιστορία του. Η Αυγή.

Αμπατζή, Λ. (2007). Το κέρασμα στα «μπαρ με κονσομασιόν»: Η διαχείριση του μη ανεκτού. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 122, 3-21.

Αξαρλής, Ν. & Τσοκόπουλος Β. (επιμ.) (1992). Πειραιάς. Ανθολόγιο αφηγήσεων. Τσαμαντάκης.

Βασιλειάδου, Δ. (2019). Η σιωπή, ο φόβος, η σαγήνη. Γράφοντας τον σεξουαλικό εαυτό στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο Δ. Βασιλειάδου, Γ. Γιαννιτσιώτης, Α. Διαλέτη, Γ. Πλακωτός (επιμ.), Ανδρισμοί. Αναπαραστάσεις, υποκείμενα και πρακτικές από τη μεσαιωνική μέχρι τη σύγχρονη περίοδο (105-132). Gutenberg.

Βούλγαρης, Κ. (3/10/2010). «Πειραιάς. Αφιέρωμα». Αυγή. Αναγνώσεις.  Ανακτήθηκε 20/2/2022 από http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2010/10/blog-post_3631.html.

Βρανά, Σ. (1992). Τρούμπα. Εξάντας.

Γιαννακόπουλος, Κ. (2020). Γνώση και εξουσία. Μυστικότητα, εννοιολογήσεις των ανδρικών ομοερωτικών σχέσεων και ένα (ομο)ερωτικό έγκλημα στη μεταπολεμική Αθήνα. Στο Δ. Βασιλειάδου, Γ. Γκότση (επιμ.), Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα (167-187). Gutenberg.

Γιαννακόπουλος, Κ. (2021). Βία κατά των θηλυπρεπών ανδρών στη μεταπολεμική και σύγχρονη Ελλάδα. Σύγχρονα Θέματα, 150-152. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από https://www.synchronathemata.gr/via-kata-ton-thilyprepon-andron-sti-metapolemiki-kai-sygchroni-ellada-1/.

Γιαννιτσιώτης, Γ. (2006). Η κοινωνική ιστορία του Πειραιά. Η συγκρότηση της αστικής τάξης (1860-1910). Νεφέλη.

Γιαννιτσιώτης, Γ. (2015). Η ιστορία της σεξουαλικότητας και η αναλυτική κατηγορία του χώρου. Στο Γ. Γκότση, Α. Διαλέτη, Ε. Φουρναράκη (επιμ.- εισ.), Το φύλο στην ιστορία (235-272). Gutenberg.

Δρίκος, Θ. (2002). Η πορνεία στην Ερμούπολη το 19ο αιώνα (1820-1900). Ελληνικά Γράμματα.

Ζαϊμάκης, Γ. (1999). Καταγώγια ακμάζοντα. Παρέκκλιση και πολιτισμική δημιουργία στο Λάκκο Ηρακλείου (1900-1940). Πλέθρον.

Κομνηνού, Μ. (2001). Από την αγορά στο θέαμα. Μελέτη για τη συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας και του κινηματογράφου στη σύγχρονη Ελλάδα, 1950-2000. Παπαζήσης.

Κορασίδου, Μ. (1995). Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα. Ιστορικό Αρχείο Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.

Κουμαριανού, Μ. (2016). Η διαχείριση του χώρου στην Τρούμπα Πειραιά. Συλλογική μνήμη, λήθη, ταυτότητα και ιστορία του χώρου. Εθνολογία, 16, 77-104.

Κουτούζης, Β. (2000). «Η Τρούμπα του Πειραιά άλλοτε και τώρα». Ανακτήθηκε 20/2/2022 από http://www.koutouzis.gr/synoikies-1.htm.

Κουτούζης, Β. (2005). Συνοικίες του Πειραιά. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από http://www.koutouzis.gr/synoikies-1.htm.

Κοτέα, Μ. (1995). Η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά (1860-1900), Διδακτορική Διατριβή. Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Κουτσούγερα, N. (2008). «Αυθεντικός» εαυτός και λαϊκή διασκέδαση στη «δυτική όχθη». Στο Ν. Κουτσούγερα, Γ. Ιωαννίδης (επιμ.), Λαϊκή διασκέδαση. Αυγή.

Κυραμαργιού, Ε. (2019). Δραπετσώνα 1922-1967: Ένας κόσμος στην άκρη του κόσμου. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

Λάζος, Γ. (2002). Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα. Καστανιώτης.

Λεοντίδου, Λ. (2013/1989). Πόλεις της σιωπής: Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.

Μαϊστρέλλης, Σ. (επιμ.) (2009). Ο Πειραιάς στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ιωνίδειος Σχολή.

Μακαρώνη, Κ. (2012). Πειραιάς: Πόλη αγεωμέτρητη, ενότητα «Λογοτεχνία και πόλεις». Στο Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική εκπαίδευση. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Υπουργείο Παιδείας. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/iframe.html?urb=21.

Μαλαγκονιάρης, Σ. (20/8/2017). Αφιέρωμα: Τα σοκάκια της Τρούμπας. ΕΦΣΥΝ, 18, 19. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από https://www.efsyn.gr/nisides/120893_i-ntropi-kai-kamari-toy-peiraia, https://www.efsyn.gr/nisides/120943_apo-kaffe-santan-sta-kampare, https://www.efsyn.gr/nisides/120946_apo-toys-germanoys-kataktites-sta-amerikanakia, https://www.efsyn.gr/nisides/120957_rempetes-syggrafeis-kai-skinothetes-gia-tin-troympa.

Μαλικούτη, Σ. (1999). Λειτουργική συγκρότηση και αρχιτεκτονική εξέλιξη του ιστορικού κέντρου του Πειραιά, 1835-1912. Διδακτορική διατριβή. Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.

Μαυρής, Μ. (1996). Επαιτεία και αλητεία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Διδακτορική Διατριβή. ΑΠάντειο Πανεπιστήμιο.

Μίλεσης, Σ. (11/8/2014). Ραμόνα, η μοιραία Πειραιώτισσα (1929). Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από http://pireorama.blogspot.com/2014/11/1929.html.

Μίλεσης, Σ. (10/10/2014). Βούρλα, Τρούμπα και χαμοζωή. Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από https://pireorama.gr.

Μίλεσης, Σ. (4/1/2015). Τα καμπαρέ της Τρούμπας και η ιστορία τους. Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από http://pireorama.blogspot.com/2015/04/blog-post.html

Μπαλούρδος, Γ. (23/8/2014). Τρούμπα: Μια «παρεξηγημένη» περιοχή στο κέντρο του Πειραιά. Λογοτεχνικά πάρεργα. Ανακτήθηκε 20/2/2022 από http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2014/08/blog-post_14.html.

Μπελαβίλας, Ν. (2010). Τρούμπα. Σημειώσεις Μαθήματος «Ιστορία & Θεωρία 6». ΕΜΠ.

Μπελαβίλας, Ν. (2021). Ιστορία της πόλης του Πειραιά, 19ος και 20ος αιώνας. Αλεξάνδρεια.

Οικονόμου, Λ. (2005). Ρεμπέτικα, λαϊκά και σκυλάδικα: Όρια και μετατοπίσεις στην πρόσληψη της λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα. Δοκιμές: Επιθεώρηση Κοινωνικών Σπουδών, 13-14, 361-398.

Παπαστεφανάκη, Λ. (2009). Εργασία, τεχνολογία και φύλο στην ελληνική βιομηχανία: Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά, 1870-1940. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Παρδάλη-Λαϊνού, Α. (1990). Η εξέλιξη του λιμανιού του Πειραιά και η επίδρασή του στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά από το 1835 ως το 1985. Διδακτορική Διατριβή. Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πετρόπουλος, Η. (1980). Το μπουρδέλο. Γράμματα.

Πισιμίσης, Β. (2010). Βούρλα-Τρούμπα. Μια περιήγηση στο χώρο του υπόκοσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968). Τσαμαντάκης.

Ροδίτη, Β. (2015). Πειραιάς. Από τα Βούρλα στην Τρούμπα. Συνυφάνσεις σεξουαλικότητας και κυριαρχίας στον αστικό χώρο. Διπλωματική Εργασία Ειδίκευσης. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Σώλου, Τ. (2017). Κάτι να μείνει από μένα.  Πόρνες στα Βούρλα. Ars Libri.

Τζιτζίκος, Α. (2014). Κρατικός έλεγχος και κανoνιστικοί λόγοι για την πορνεία και τα αφροδίσια νοσήματα στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα. Διπλωματική Εργασία Ειδίκευσης. Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Τσοκόπουλος, Β. (1984). Πειραιάς 1835-1870: Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ. Καστανιώτης.

Τσοκόπουλος, Β. (2016). Πειραιάς 1835-1925: Μεταλλάξεις της νεωτερικότητας. Διδακτορική Διατριβή. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Χαριτόπουλος, Δ. (2012). Εκ Πειραιώς: Τρούμπα, μάγκες, ρεμπέτες, πρόσφυγες, ναυτικοί. Τόπος.

Ξενόγλωσση

Dordanas, S. (2011). ‘Common women’ or ‘women of free morals’: the suppression of prostitution in post-war Thessaloniki (1945-155). Byzantine and Modern Greek Studies, 35/2, 212-232.

Hantzaroula, P. (2017). Prostitution in Athens. Στο J.-M. Chaumaunt, M. Rodríguez García, P. Servais (επιμ.), Trafficking in women 1924-1926: The Paul Kinsie Reports for the League of Nations (20-25). United Nations Publications.

Riedel, B. (2010). Forlorn, ancient district: Gazi as Gayborhood. Journal of Mediterranean Studies, 18, 241-264.

Yannakopoulos, K. (2016).’Naked Piazza’: Male (homo)sexualities, masculinities and consumer cultures in Greece since the 1960s. Στο K. Kornetis, E. Kotsovili, N. Papadogiannis (επιμ.), Consumption and Gender in Southern Europe Since the Long 1960s (173-190). Bloomsbury Academic.

Αλεξάνδρα Ζαββού

Η Αλεξάνδρα Ζαββού είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν ζητήματα κοινωνιολογίας του φύλου, φεμινιστικής έρευνας και μεθοδολογίας, φύλου και μετανάστευσης.