Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Oι ομολογίες της ίντερσεξ επιθυμίας στην (ύστερη) νεωτερικότητα

Oι ομολογίες της ίντερσεξ επιθυμίας στην (ύστερη) νεωτερικότητα

 

Δήμητρα Τζανάκη

 


 

Περίληψη

Το 2017, χρονιά κατά την οποία ψηφίστηκε ο νόμος 4491 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου, δεν συμπεριέλαβε τα ίντερσεξ (διαφυλικά στα ελληνικά) υποκείμενα. Με φόντο αυτή την παρατήρηση και σε μια προσπάθεια ν’ αναδείξω πώς, μέσα από τις τεχνολογίες ελέγχου των ίντερσεξ υποκειμένων, επανακωδικοποιείται συνεχώς ένα αυταρχικό, πατριαρχικό, ταξικό, αποικιοκρατικό καθεστώς της Δυτικο-ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, κινούμαι σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, εξετάζω πώς, ενώ το φύλο φαινομενολογικά εισάγεται στην επιστήμη ως μια ανατομική διάκριση του σώματος των δύο φύλων, μετά την Παρισινή Κομμούνα (1871) παρέχει μια πηγή ερμηνειών για άλλες σύνθετες δομές που φτάνουν σε ψυχικές και ορμονικές ερμηνείες, φυσικοποιώντας ιεραρχίες, διαφορές, αποκλεισμούς, εφαρμόζοντας μια καταστολή σε κάθε πτυχή της ζωής. Πλέον η ιατρική γνωμάτευση γύρω από το φύλο παρέχεται στα υποκείμενα από τον ειδικό, μετατρέποντας το φύλο σε καθεστώς αλήθειας το οποίο θεμελιώνεται σε γνώση που παράγεται μέσα από το πεδίο των επιστημών. Γνώσης που ανέλαβαν οι κλάδοι της ιατροδικαστικής, της βιολογίας, της ανατομίας, της ψυχιατρικής, της εγκληματολογίας, της ψυχανάλυσης, της ευγονικής, της σεξολογίας στους νεωτερικούς χρόνους, ως ύστατη προσπάθεια διάσωσης του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού από τον εκφυλισμό της ανεξέλεγκτης ανθρώπινης, εγκληματικής ανδρόγυνης/γύνανδρης φύσης, που εντοπίζεται ανάμεσα στις άγριες φυλές και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο των «ζωωδών ενστίκτων» και της λιβιδινικής ανθρώπινης επιθυμίας. Κατά δεύτερον, έτσι προτείνω ότι δημιουργείται μια κυβερνητικότητα του φύλου η οποία φτάνει στην (ύστερη) νεωτερικότητα, με την πιο ολοκληρωτική διεύρυνση ενός ψυχοκοινωνικού βιοϊατρικού λόγου και των εφαρμογών του, στο προσκήνιο της συνεχούς παραγωγής του «κρατικού φύλου», μέσω της καθυπόταξης θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Καθυπόταξης που γίνεται όχι μόνο μέσω όχι της καταστολής, αλλά και εντός ενός αποικιοκρατούμενου τρόπου πολιτικού στοχασμού, αυτοπροσδιορισμού και επιθυμίας, μιας υποτιθέμενης αντικειμενικής έμφυλης ψυχικής κανονικότητας.

 

Εισαγωγή

To 2017, χρονιά κατά την οποία ψηφίστηκε ο νόμος 4491 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου, ο νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε τα ίντερσεξ (διαφυλικά) υποκείμενα, καθώς, στην περίπτωση των ίντερσεξ ανηλίκων, όπως κατέληγε η Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά το πόρισμα παιδοψυχολόγων που συμμετείχαν στη διαβούλευση, θεωρήθηκε ότι δεν ετίθετο απλώς ζήτημα αλλαγής νόμου, «αλλά και συνολικής αλλαγής νοοτροπίας» (Left, 2017). Έτσι, παρέμεινε ανοιχτό ένα θέμα το οποίο η Γενική Γραμματεία Διαφάνειας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ισχυριζόταν ότι θα επεξεργασθεί στο μέλλον, σε συνεργασία με τα Υπουργεία Υγείας και Δικαιοσύνης (στο ίδιο). Αυτή η διαπίστωση εγείρει ένα διόλου προφανές ερώτημα: σε ποιες νοοτροπίες παραπέμπει η νομοθετική και πολιτική εξουσία, και, κυρίως, με ποια λογική η ταυτότητα φύλου θα αποδίδεται στο μέλλον από το Υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης και όχι από τα ίδια τα ίντερσεξ υποκείμενα; Πρόκειται μάλιστα για κάτι που ανακοινώθηκε από τη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά από διαβούλευση με ομάδα ειδικών. Επιπλέον, γιατί τα ίντερσεξ παιδιά δεν συμπεριλήφθηκαν με την αντίστοιχη διάταξη της αλλαγής φύλου των διεμφυλικών παιδιών και γιατί θεωρείται απαραίτητη η σύμπραξη του Υπουργείου Υγείας στο συγκεκριμένο ζήτημα; Η απάντηση του ίδιου του υπουργού στο ερώτημα: «Γιατί με το Υπουργείο Υγείας;» ήταν: «Έτσι κρίθηκε. Ήταν μια πρόταση που είχε εισφέρει το Υπουργείο Υγείας εν αρχή» (Μπουρδάρας, 2017).

Από μια τέτοια απάντηση είναι φανερό ότι, όσο προφανής και αν είναι η πρώτη, εύκολη διαπίστωση «έτσι κρίθηκε», αυτό το «κρίθηκε» συγκλίνει στο ότι η προστασία της παιδικής ηλικίας και των νοοτροπιών των ίντερσεξ υποκειμένων υπάγονται στην αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου Υγείας, και μάλιστα κάτω από την ομπρέλα της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εντούτοις, η απάντηση της Γενικής Γραμματείας, όσον αφορά στην ιατρικοποίηση αυτής της ζωής, δεν μπορεί να μην αναγνωσθεί ως αντίδραση του ειδικού στο δικαίωμα του ίντερσεξ υποκειμένου να ορίσει τόσο την έμφυλη όσο και τη σεξουαλική του ταυτότητα.

Έχοντας ως κεντρικό άξονα αυτό το ιστορικό πλαίσιο, σε ένα πρώτο επίπεδο, επιθυμώ να τονίσω το χωροχρονικό γίγνεσθαι μέσα στο οποίο η έννοια του «ερμαφροδιτισμού» ταυτίστηκε με την «τερατωδία» και αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της διαιώνισης της αστικής εξουσίας, μέχρι τις μέρες μας, οδηγώντας στην υποβίβαση της ανθρώπινης οντότητας σε ανυποκείμενο (Αθανασίου, 2011), με κριτήριο το φύλο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, στοχεύω να αναδείξω την ταύτιση της ανδρόγυνης/γύνανδρης ζωής, ιδιαίτερα μετά την Παρισινή Κομμούνα, με τη μη-εξέλιξη και την εγκληματικότητα. Σε ένα τρίτο επίπεδο, επιδιώκω να αναδείξω το πώς κάτω από το βάρος της ευγονικής θα δημιουργηθεί μια ολόκληρη τεχνολογία φύλου/σεξουαλικότητας, με στόχο τη μετάβαση από το «βιολογικό» (ανεξέλεγκτο) φύλο στο κοινωνικό (επιστημονικό) φύλο (άρρεν-θήλυ), κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τέλος, σε ένα τέταρτο επίπεδο, αναδεικνύω την επικράτηση του διπόλου άρρεν-θήλυ ως καθεστώς αλήθειας και μεταπολεμικά. Η επικράτηση αυτή, με τη σειρά της, προτείνω ότι αναπαράγει έναν ευγονικό πατριαρχικό, αποικιοκρατικό, ταξικό και βιοϊατρικό λόγο, ταξινομώντας τη ζωή σε «άξια» και σε «ανάξια», μετατρέποντας το φύλο σε κρατικό-επιστημονικό, στο όνομα μιας υποτιθέμενης κοινωνικής συνοχής και διαιώνισης του ανθρώπινου είδους.

 

1.1. Αποικιοκρατώντας το φύλο

Το 1798, ο Τόμας Μάλθους [(Thomas Malthus, (1766-1834)] στο έργο του An essay on the principle of population, προτείνει την κατάργηση των νόμων πρόνοιας για τους φτωχούς. Γι’ αυτόν, η αναπαραγωγή των φτωχών δεν αποτελούσε τον πλούτο μιας χώρας (εργατικά χέρια) αλλά την εστία της καταστροφής. Μάλιστα, στη δεύτερη έκδοση του έργου του (1803), ο Μάλθους θα προτείνει την αποχή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων από σεξουαλικές επαφές, μιας και μέσω της εγκράτειας διασφαλιζόταν ο έλεγχος των γεννήσεων (Γιαλκέτσης, 2018). Την ίδια περίοδο, συνιστά την αναζήτηση «τεχνικών εργαλείων» για τον περιορισμό της αναπαραγωγής αυτών των στρωμάτων, αφού στην ουσία δεν υπήρχε θέση γι’ αυτά στην αναδιανομή του πλούτου και ως εκ τούτου στην επιβίωση (Μωϋσείδης, 1932, σελ. 23). Το 1831 ιδρύεται η Φρενολογική Εταιρεία στο Παρίσι, με σκοπό να διαδώσει τις ιδέες του Αυστριακού νευροανατόμου και φυσιολόγου Φραντς Γιόζεφ Γκαλ [Franz Joseph Gall (1758-1828)] (Gall, Vimont & Broussais, 1838, σελ. 94). Ο ίδιος θεωρούσε ότι υπήρχε άμεση εγκεφαλική επίδραση μεταξύ της εγκεφαλικής νόσου και των γεννητικών οργάνων (στο ίδιο, σσ. 16-94). Μάλιστα, περιγράφοντας τη σχέση μεταξύ της σεξουαλικότητας και του εγκεφάλου, αναφέρθηκε στα αρσενικά, στους «ηλίθιους» και «κρετίνους» (στο ίδιο, σσ. 66-68), πριν καταλήξει στις παρατηρήσεις του σχετικά με τις γυναίκες (στο ίδιο, σσ. 69-71). Επιπλέον, το 1835, ο Βέλγος αστρονόμος και στατιστικολόγος Αντόλφ Κετελέ [Adolphe Quetelet (1796-1874)] δημοσιεύει το έργο του Sur l’ homme et le developpement de ses facultés, ou essai de physique sociale, όπου αναφέρεται στην κοινωνική φυσική (physique sociale). Ο Κετελέ κατέληγε ότι στη μέση τιμή των δύο άκρων εντοπίζει τον «μέσο» άνθρωπο και ό,τι απέχει από αυτόν αποτελεί παραμορφώσεις και τερατογένεση. Ο Κετελέ πίστευε ότι ο μέσος άνθρωπος (l’ homme moyen) είναι το προϊόν μιας βιολογικής διαδικασίας (Halbwachs, 1913· Jahoba, 2015, σελ. 2). Όπως έγραφε χαρακτηριστικά, «ο μέσος άνθρωπος είναι για το έθνος ό,τι είναι το κέντρο βαρύτητας για το σώμα. Οποιαδήποτε συμπεριφορά στο επίπεδο των σεξουαλικών σχέσεων και της εγκληματικότητας παρέκλινε από τον μέσο όρο αφενός ήταν καταδικαστέα και αφετέρου μπορούσε να προβλεφθεί με την ακρίβεια πρόβλεψης των πλανητικών κινήσεων» (Λάγιος, 2013). Με δυο λόγια, ο Κετελέ στο έργο του καταπιάνεται με ζητήματα που μέχρι πρότινος απασχολούσαν τη φιλοσοφία, όπως, για παράδειγμα, με την έννοια του φύλου, και τα καθιστά να φαντάζουν μετρήσιμα (Jahoda, 2015, σελ. 7). Ο «μέσος» άνθρωπος αντιμετωπίζεται πλέον ως η επιτομή όλων των ιδιοτήτων, φυσικών και ηθικών, και κατ’ επέκταση η προικοδοσία αυτή συνιστά τη συνθήκη για την επιβίωση του είδους (στο ίδιο). Καταλήγει, δε, μέσω των στατιστικών του, στο συμπέρασμα ότι αντίθετα από τον «εγκρατή» «μέσο άνθρωπο», οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις και φυλές έχουν αυξημένες εγκληματικές τάσεις λόγω της αρρωστημένης ηθικής τους η οποία συγκροτείται ως σύμπτωμα βιολογικών ελαττωμάτων (Βιδάλη, 2013, σελ. 71).

Με γνώμονα τις έννοιες του μέσου όρου και της κανονικότητας, το 1836, ο Γάλλος ανατόμος Ισιντόρ Τζέφρι Σεντ Χιλέρ [(Isidore Geoffroy Saint-Hilaire (1805-1861)], στη δημοσίευσή του, Histoire rale et particulière des anomalies de l’organisation chez l’ homme et les animaux. Ouvrage comprenant des recherches sur les caractères, la classification … les lois et les causes de monstruosités, des variés et vices de conformation, ou traité de ratologie, εγκαινίασε τον όρο της ανθρώπινης τερατολογίας (tératologie) (Dreger, 1998, σσ. 55-57 · Crahay, 2015, σελ. 3· Houbre, 2014, σσ. 55-57· Kartazis, 2008). Αφού χώρισε τα σεξουαλικά όργανα σε έξι τμήματα, όρισε ως ερμαφρόδιτο ον οτιδήποτε διέφευγε του εξ ολοκλήρου αρσενικού ή θηλυκού. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριξε ότι ο ερμαφροδιτισμός είχε τις ρίζες του τόσο στις υπερβολές όσο και στις ελλείψεις των οργάνων και άρα αποτελεί μια συνθήκη τερατωδίας. Σύμφωνα με τον Σεντ Χιλέρ, ο άνδρας είχε πέος, όσχεο και όρχεις, ενώ η γυναίκα είχε κόλπο, μήτρα και ωοθήκες, ενώ οτιδήποτε άλλο θεωρείται μια τερατωδία. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ο χειρουργός Σάμουελ Γκρος [Samuel D. Gross (1805-1884)], το 1849, να εφαρμόσει σε ένα τρίχρονο κορίτσι επέμβαση διόρθωσης φύλου. «Οι γονείς του ανησυχούσαν όταν ανέπτυξε “αγορίστικα” ενδιαφέροντα, μιας και είχε εγκαταλείψει κούκλες και παρόμοια αντικείμενα διασκέδασης για “αγορίστικα αθλήματα”. Κατά την εξέταση, ο Γκρος ανακάλυψε ότι το κοριτσάκι δεν είχε πέος ή κόλπο, αλλά διέθετε μία μικρή κλειτορίδα, ένα βαθούλωμα το οποίο το κάλυπτε μια μη διάτρητη μεμβράνη και όρχεις. Ο Γκρος αφαίρεσε τους όρχεις της και όταν την εξέτασε ξανά διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι τα ενδιαφέροντά της είχαν επιστρέψει σε πιο θηλυκές αναζητήσεις, δηλαδή έδειχνε “μεγάλο ενδιαφέρον για το ράψιμο και τις οικιακές εργασίες” και “οι συνήθειές της ουσιαστικά άλλαξαν και [ήταν] τώρα εκείνες ενός κοριτσιού” (Matta, 2005, σελ. 76). Οι ρίξεις εναντίον αυτής της αποικιοκρατικής, πατριαρχικής αντίληψης, που ουσιαστικά ταξινομούσε τη ζωή σε «άξια» και «ανάξια», θα δώσουν χώρο στις λαϊκές εξεγέρσεις του 1830 και στην άνοιξη των λαών του 1848, ενώ η θεωρία του εκφυλισμού του Γάλλου ψυχιάτρου Μπενεντίκτ Ογκουστίν Μορέλ [Bénédict Augustin Morel (1809-1873)], που στην ουσία ταύτισε τον ερμαφροδιτισμό και με την ψυχική «τερατολογία», εμφανίζεται σε αυτό το κρίσιμο σημείο ως ανταπάντηση της αστικής τάξης στον κίνδυνο των λαϊκών στρωμάτων και των εξεγέρσεών τους. Στο βιβλίο του Πραγματεία για τον φυσικό, διανοητικό και ηθικό εκφυλισμό του ανθρώπινου είδους (Traité de dégénérescences physiques, intellectuelles et morales de l’ espéce humaine, 1857) ο Μορέλ αναπτύσσει τη θεωρία του εκφυλισμού. Εν συντομία, η θεωρία αναφέρεται στη νοσηρή απόκλιση, σωματική και ηθική, από ένα αρχέτυπο ανθρώπου. Αυτό το ανθρωπόμορφο, εκφυλισμένο υπο-είδος θεωρείται ότι βρίσκεται σε ένα στάδιο πρωτογονισμού και άρα ψυχικού μιγαδισμού (ερμαφροδιτισμού), όπως κατέληγε ο Γάλλος ψυχίατρος Ζακ-Ζοζέφ Μορό ντε Τουρ [Jacques-Joseph Moreau de Tours (1848-1901)] (Τζανάκη, 2023, σελ. 110), ενώ δημιουργείται ένα ολόκληρο αφήγημα αναφορικά με το ότι η αιτία των διακρίσεων, της πορνείας, της φτώχειας, της ασθένειας και του βίαιου θανάτου οφείλεται ακριβώς σε αυτήν τη φυσική ταξινόμηση της ζωής σε ανθρώπινη και εκφυλισμένη (ψυχικά ερμαφρόδιτη). Έτσι, σε έναν κόσμο στον οποίο τα γεννητικά όργανα ορίζουν το φύλο και την υπόσταση του ανήκειν είτε στον άνθρωπο είτε στο κτήνος, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γάλλος ανθρωπολόγος Πολ Μπρόκα [Paul Broca (1824-1880)], ιδρυτής της Société d’ anthropologie de Paris, το 1859, θα προβεί σε κλειτοριδεκτομή στην περίπτωση ενός πεντάχρονου κοριτσιού μετά τη διάγνωση ότι έπασχε από μια σοβαρή μορφή νυμφομανίας (Broca, 1864, σελ. 10· Charlier και Deo, 2019, σσ. 110-112) και άρα εκφυλισμού. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1868, η ανακάλυψη της Αντελαίδ Ερκουλίν Μπαρμπέν [Adelaide Herkulin Barbin (1838-1868)] θα οδηγήσει στην πρώτη καταγεγραμμένη αυτοκτονία «ερμαφρόδιτου» στη Γαλλία, αλλά ακόμη περισσότερο, αναδεικνύεται μια επιταγή ιατρικοποίησης της ζωής. Μιας και ο «ερμαφροδιτισμός», αυτή η ανδρόγυνη-γύνανδρη φύση, παρουσιάζεται ως ένας χώρος ευάλωτος με παθολογικές-εκφυλιστικές διαδικασίες, που κατά συνέπεια απαιτεί «επιστημονικές» και κρατικές παρεμβάσεις, με στόχο τον σωφρονισμό αυτής της ανεξέλεγκτης φύσης. Κάτι που συνιστά μια σειρά από τεχνικές που πλέον στηρίζουν και διαδίδουν την περιθωριοποίηση αυτής της ανδρόγυνης/γύνανδρης ζωής-επιθυμίας-Λόγου-Αλήθειας, θέτοντας ένα τέλος σε μια δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού αιώνων, στο όνομα της διαιώνισης του ψυχικά (δυτικού) αρρενωπού λευκού είδους.

 

1.2. Το ανδρόγυνο-γύνανδρο «τέρας»

Μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα, η «ερμαφρόδιτη ζωή» και η μετακίνηση από το ένα φύλο στο άλλο περιγραφόταν και βιωνόταν ως φυσική, αυτονόητη και, ως εκ τούτου, μη διαπραγματεύσιμη (Daston και Park, 1995, σσ. 419-438· Ramet, 1996, σελ. 8· Τζανάκη, 2018· Quinlan, 2009, σσ. 599-629). Ακόμη και το 1794, σύμφωνα με τον Πρωσικό Κώδικα, η επιλογή του φύλου αφηνόταν στους γονείς, αλλά το παιδί διατηρούσε το δικαίωμα της αλλαγής του φύλου του, αν το επιθυμούσε, μέχρι την ηλικία των 18 χρόνων (Houbre, 2014, σελ. 66). Επιπλέον, ο Βαυαρικός Κώδικας του 1756 εξηγούσε ότι οι «ερμαφρόδιτοι αποκτούν την ταυτότητα που οι ειδικοί τους αποδίδουν ή αυτήν που οι ίδιοι επιλέγουν» (στο ίδιο). Αυτό μας βοηθά, σαφέστατα, να κατανοήσουμε και την ελληνική νομοθεσία, αφού αρχικά ο νόμος περί «γενετήσιας ηθικής» ακολουθούσε τόσο το 1827 όσο και το 1831 τα αντίστοιχα βαυαρικά νομοσχέδια (Τζανάκη, 2023, σελ. 27), με αποτέλεσμα η αναγνώριση του φύλου να παραμένει στη δικαιοδοσία της οικογένειας. Έτσι, το 1816, και στον αντίποδα του 2017, ο Έλληνας ιατροδικαστής Αντώνης Καλλιβωκάς μεταφράζοντας το έργο του Γάλλου γυναικολόγου Ογκίστ Λουτώ [Auguste Lutaud (1847-1925)] με στόχο την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτό, καταλήγει ότι όταν: «[…] ο σφραγιδοφύλαξ του κράτους, ερωτηθείς περί του φύλου, εις ο έπρεπε να υπαχθή ουδέτερος τις ερμαφρόδιτος, απήντησεν ότι αι ευτυχώς σπάνιαι πλάναι της φύσεως δεν πρέπει να εξερευνώνται μετά πολλής ακρίβειας όταν εμφανίζωνται, ότι δε εις τα άτομα, άτινα αύτα αφορώσιν, ή εις του γονείς αυτών απόκειται να εκλέξωσι το μάλλον αυτοίς αρμόζον φύλον» (Καλλιβωκάς [Lutaud], 1888, σελ. 169· Τζανάκη, 2023, σελ. 26).

Αντίστοιχα, ο γάμος επιτρεπόταν στους ερμαφρόδιτους, μέχρι και το 1846 (Τζανάκη, 2023, σελ. 28), , και αυτό σημειώνεται και από τον έλληνα ιατροδικαστή Γεώργιο Ανδρεόπουλο (στο ίδιο), αφού «ως παρατηρεί και ο Κ. Ορφιλάς, ολίγον βλάπτει, αν υπάρχωσιν εις το σώμα των καί τινα γεννητικά όργανα του άλλου φύλου, ή μέρη πλάττοντα αυτά» (στο ίδιο). Μετά την Άνοιξη των Λαών, όλα αυτά αλλάζουν με δραματικό τρόπο, ενώ το φύλο περνά στην επικράτεια της πολιτικής ιατρικής-polizia medica (Ιατροδικαστική) (Τζανάκη, 2023, σελ. 30) και στο κράτος. Έτσι, ο «καυλός» (φαλλός) όπως και η κλειτορίδα γίνονται αντικείμενα εξονυχιστικής μελέτης (Βάφας, 1903, σελ. 374), ενώ, όπως θα εξηγούσε ο Καλλιβωκάς το 1888, μεταφράζοντας τον Lutaud, «καθ’ όσον αρμόζεται η ύλη αυτού προς την ημετέραν νομοθεσίαν ότι ο ιατροδικαστής, καλούμενος να ορίση το φύλον ατόμου τινός, ευκόλως θα εκπληρώση την εντολήν ταύτην δια λεπτομερούς και προσεκτικής εξετάσεως. […] Ο ιατροδικαστής δύναται ν’ ακολουθήση την περί ερμαφροδιτισμού τερατολογικήν διαίρεσιν του Geoffroy Saint Hilaire» (Καλλιβωκάς [Lutaud], 1888, σσ. 169-170). Από την άλλη, ο ερμαφροδιτισμός δεν είναι παρά ο εκθηλυσμός-εκφυλισμός που υποτίθεται ότι υφίσταται το υποκείμενο όταν χάνει την κυριαρχία του και γίνεται παθητικό, για παράδειγμα, όταν αφήνεται στη λαγνεία της σάρκας – χαρακτηριστικό που αποδίδεται στη γυναίκα, το παιδί, τον άγριο, αλλά επ’ ουδενί στον δυτικό πολίτη, που χαρακτηρίζεται από σωφροσύνη, λογική και εγκράτεια.

Η δημοσίευση της Καταγωγής του Ανθρώπου και η Επιλογή σε σχέση με το Φύλο ( The Descent of Man and Selection in Relation to Sex, 1871) από τον Κάρολο Δαρβίνο [Charles Darwin (1809-1882)], από την άλλη, αναπαρήγαγε τη θεωρία ότι όλα έχουν συγκροτηθεί μέσα από τους δύο πόλους, σε τέτοιο σημείο ώστε ακόμη και η εξέλιξη να εξαρτάται από αυτή τη δυαδική αντιπαλότητα. Έτσι, με τα λόγια του Δαρβίνου, διαβάζουμε πως «[η] ειδοποιός διαφορά στις πνευματικές δυνάμεις των δύο φύλων γίνεται φανερή από το ότι οτιδήποτε αναλαμβάνει ο άνδρας το επιτυγχάνει σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι μπορεί να το επιτύχει η γυναίκα […] αν δεχτούμε ότι οι άνδρες υπερέχουν αναμφισβήτητα από τις γυναίκες σε πολλά θέματα, η μέση πνευματική δύναμη του άνδρα πρέπει να είναι ανώτερη από της γυναίκας» (Darwin, 1896, σελ. 564, όπως παρατίθεται στο Χρονάκη, 2022, σελ. 672).

Ωστόσο, αν για τον Δαρβίνο η εξέλιξη συγκροτείται σε επίπεδο φύλου, ο Ερνστ Χάινριχ Φίλιπ Άουγκουστ Χέκελ [(Ernst Heinrich Philipp August Haeckel (1834-1919)], συγκριτικός ανατόμος, έγινε γνωστός για τις περιγραφές των φυλογενετικών δέντρων και τις απεικονίσεις εμβρύων σπονδυλωτών για να υποστηρίξει τον βιογενετικό νόμο του και το έργο του Δαρβίνου με την εξέλιξη. Ο Χέκελ υποστήριξε επιθετικά ότι η ανάπτυξη ενός εμβρύου επαναλαμβάνει ή ανακεφαλαιώνει τα προοδευτικά στάδια των κατώτερων μορφών ζωής και ότι μελετώντας την εμβρυϊκή ανάπτυξη θα μπορούσε να μελετήσει κανείς την εξελικτική ιστορία της ζωής στη γη. Είναι αυτός που συγκρότησε τη συστηματική ταξινόμηση που χρησιμοποιούν οι βιολόγοι για την κατάταξη των έμβιων όντων, κάτι που στη βιολογία μεταφράζεται στο ότι το φύλο ή η ομοιογένεια (λατινικά tribus = φύλο, δηλαδή φυλή) αποτελεί μια ταξινομητική βαθμίδα, ισχυροποιώντας έτσι την αντίληψη περί ταξινόμησης της ζωής σε βαθμίδες (στο ίδιο). Στην κατώτερη βαθμίδα τοποθετείται η πρωτόγονη ζωή που στιγματίζεται ως «ανδρόγυνη-γύνανδρη», συνθήκη που εντοπίζεται κυρίως στις κατώτερες φυλές, με αποτέλεσμα, την υποτέλειά τους. Ένα τέτοιο αφήγημα στα χρόνια της αποικιοκρατίας είχε σαφέστατα τεράστια επιρροή, ενώ το δημοφιλές βιβλίο του Χέκελ Natürliche Schöpfungsgeschichte (H φυσική ιστορία της δημιουργίας, 1868) για την ανθρώπινη καταγωγή, το φύλο και τις φυλετικές θεωρίες που το συνοδεύουν αποτέλεσε το επίκεντρο της εν λόγω θεωρίας. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι στο ίδιο βιβλίο παρουσιάζονται τα ανθρώπινα είδη σε μια ιεραρχία, από τα χαμηλότερα (Παπούα και Οττεντότοι) προς τα υψηλότερα (Καυκάσιοι, συμπεριλαμβανομένων των ινδογερμανικών και σημιτικών φυλών) (Τζανάκη, 2023, σελ. 82).

Παρόλα αυτά, μέσα στο πλαίσιο ερμηνείας αυτής της τερατολογίας, συνυπήρξε το κίνημα του «τρίτου φύλου». Αναφέρομαι στις φωνές που δημιουργούνται τη δεκαετία του 1860 γύρω από την αναγνώριση ενός «τρίτου φύλου», με ακτιβιστές όπως ο Ούγγρος δημοσιογράφος Καρλ Μαρία Κέρτμπενι [Karl Maria Kertbeny-Benkert (1824-1882)], ο οποίος επινόησε τον όρο Homosexualität (1868) και υπερασπίστηκε το δικαίωμα του υποκειμένου στον έμφυλο/σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό του (Τζανάκη, 2023, σελ. 115), αλλά και ο Γερμανός δικηγόρος Καρλ Χάινριχ Ούρλιχς [Karl Heinrich Urlichs (1825-1895)], ο οποίος θα αναφερθεί στους physical-spiritual hermaphrodites (Leck, 2016, σελ. 60). Δηλαδή, γίνεται πλέον λόγος για την αναγνώριση του έμβιου όντος με αρσενικό σώμα που εσωκλείει μια θηλυκή ψυχή ως κάτι το κανονικό. Ωστόσο, μετά την Παρισινή Κομμούνα, οι φωνές αυτές θα εκλείψουν, για λόγους που θα προσπαθήσω να αναδείξω εν συντομία παρακάτω.

 

2. Η «ανωμαλία» της ανδρογυνίας/γυνανδρίας της Παρισινής Κομμούνας

Από τις 19 Ιουνίου 1868 (ημερομηνία της πρώτης παράνομης δημόσιας συγκέντρωσης στο Παρίσι) μέχρι τις 28 Μαΐου 1871, η Κομμούνα και ουσιαστικά το όραμα για Παγκόσμια Δημοκρατία κατάφερε να καταλύσει (Ross, 2015, σσ. 36-46) το ψεύτικο διακύβευμα της εποχής που ταξινομούσε τη ζωή σε ανθρώπινη και σε εκφυλισμένη-εκθηλυμένη και να εφαρμόσει «ένα σύνολο υποκειμενικοποιήσεων και πρακτικών που δεν μπορούσαν να περιληφθούν ή να προσδιοριστούν από την κρατική επικράτεια ούτε να περιοριστούν εντός του έθνους […]» (στο ίδιο, σελ. 49). Τέτοιες πρακτικές, που καταλογίστηκε ότι προκλήθηκαν από τις κοινές γυναίκες, συμπεριλάμβαναν ενδεικτικά: την οργάνωση βρεφονηπιακών σταθμών, την καθιέρωση «της δωρεάν, εκκοσμικευμένης και υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης», τον διαχωρισμό του κράτους από την Εκκλησία και την οργάνωση δημόσιων βιβλιοθηκών. Επίσης, καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος, επανεισήχθη το διαζύγιο για πρώτη φορά από το 1816, δόθηκαν ίσα δικαιώματα στα παιδιά ανεξάρτητα από το αν είχαν γεννηθεί εντός ή εκτός του γάμου και παραχωρήθηκε διατροφή σε γυναίκες που απαιτούσαν διαζύγιο ενώ, σε επίπεδο μόρφωσης των λαϊκών στρωμάτων, δημιουργήθηκε μια «Ακαδημία της Εξέγερσης» μέσα από τις λαϊκές συνελεύσεις και τις λέσχες (στο ίδιο, σελ. 36).

Από την άλλη πλευρά, όπως επισημαίνει η Κριστίν Ρος, μαύροι, γυναίκες, ξένοι και πόρνες συνυπήρξαν στα χαρακώματα. Επομένως, η Παρισινή Κομμούνα δεν ήταν απλώς μια ακόμη εξέγερση, αλλά επέβαλε νέες ερμηνείες που επιτελούσαν, μέσω του ορισμού της «Παγκόσμιας Δημοκρατίας», ένα νέο όραμα ακόμα και της ερμηνείας του ανθρώπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι οι Κομμουνάροι προβλήθηκαν αρνητικά αφενός ως «λιγότερο Γάλλοι», λόγω της συμμετοχής ξένων στην κομμούνα, αλλά αφετέρου και ως ανήθικοι (Μαρίνου, 2015), με στόχο ακριβώς να γίνουν αντιληπτοί ως «υπάνθρωποι». Εξάλλου, κάτω από τα πορτραίτα των pétroleuses, αυτών των γυναικών που εμφανίζονταν να φέρνουν το Παρίσι στο χείλος της καταστροφής και του απόλυτου εκφυλισμού, η Παρισινή Κομμούνα απλώς αναδείκνυε, σύμφωνα με τους πολέμιούς της, το πώς μια «επανάσταση» της μάζας, διέλυε κάθε πολιτισμένη υποκειμενικότητα, αφού η μάζα κινείτο κάτω από το βάρος των ενστίκτων, της ανωμαλίας και της διαστροφής. Για τις Βερσαλλίες –ειδικότερα, σύμφωνα με τον Μορό ντε Τουρ, οι γυναίκες που υποστήριξαν την Κομμούνα ήταν πόρνες εξ ορισμού και ψυχικά μιγάδες. Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο ότι μετά την Παρισινή Κομμούνα θα επικρατήσει στην Ευρωπαϊκή ιατροδικαστική και ψυχιατρική η ερμηνεία της έβδομης επαναδημοσίευσης του Étude médico-légale sur les attenants de moeurs του Αμπρουάζ Ταρντιέ [Ambroise Tardieu (1818 -1879)]. Σε αυτό το έργο, ο Ταρντιέ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδόσεις του, σύμφωνα με τους Ελληνες ιατροδικαστές, είχε «το ηρωικόν όντως θάρρος, όπως επιληφθή μετά παρρησίας του ειδεχθούς τούτου θέματος» (Τζανάκη, 2018, σελ. 143), ήτοι της έμφυλης και σεξουαλικής παραβατικότητας. Επίσης, ο Ταρντιέ είναι αυτός που θα κάνει τη νεκροτομή στην Μπαρμπέν, της οποίας θα δημοσιεύσει και τα απομνημονεύματα, το 1874, συλλαμβάνοντας τον ψυχικά ερμαφρόδιτο ως έναν σωματικά και ψυχικά ασθενή. Αυτό θα έχει ως συνέπεια, το 1872, ο Φιλίπ Ζαλαμπέρ (Philippe Jalabert), πρύτανης της Νομικής Σχολής του Νανσί, να βασιστεί στην άποψη του Ταρντιέ περί μη ύπαρξης τρίτου φύλου, για να υποστηρίξει ότι «τα δεδομένα της επιστήμης επιβεβαιώνουν την απόλυτη διαίρεση των ανθρώπων σε δύο φύλα» (Houbre, 2014, σσ. 63-75). Αντίστοιχα, όπως επισημαίνει η Ελένη Βαρίκα: «Είκοσι πέντε αιώνες αργότερα, οι φιλόλογοι του λεξικού Littre διαπιστώνουν πανευτυχείς, με έκδηλη ανακούφιση, ότι οι λατινογενείς γλώσσες κατάργησαν επιτέλους αυτό [το ουδέτερο] το ταραχοποιό γένος […]» (Βαρίκα, 2009, σελ. 33), ενώ ο Ταρντιέ ταξινομώντας τη μορφολογία του σφικτήρα, θα καταλήξει στην ταξινόμηση της ομοφυλοφιλίας ως ενεργητικής και παθητικής (Τζανάκη, 2023, σελ. 115). Με αυτόν τον τρόπο, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μάθαιναν για τους παθητικούς «ψυχικούς μιγάδες» (Αποστολίδης, 1889, σελ. 345), των οποίων το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η κοινωνική τους απειθαρχία (στο ίδιο, σελ. 347). Πρόκειται για «τέρατα», που επηρεάζονται από το φυλετικό τους «ένστικτο και το ασυνείδητο» (σύμφωνα με την ορολογία του Αποστολίδη) και ζητούν αναστροφή του φύλου και της σεξουαλικότητας («contrary sexual feelings· die contrare Sexualempfindung· inversion du sens genital· sens sexuels contraire»). Σε αυτούς τους «ψυχικούς μιγάδες» (με όρους του Αποστολίδη), συγκαταλέγονταν οι Κομμουνάροι, που «ετουφεκίσθησαν» (Αποστολίδης, ό.π., σελ. 213· Τζανάκη, 2023, σελ. 134), αλλά και αλαζόνες, οι άσωτοι, οι ματαιόδοξοι, οι εύθυμοι, οι ασταθείς, οι επιπόλαιοι, οι τυχοδιώκτες, οι μισάνθρωποι, οι εγωιστές, οι φαντασιόπληκτοι, οι εφευρέτες, οι ονειροπόλοι, οι ουτοπιστές, οι καταδιώκτες, οι δικομανείς, οι ερωτομανείς, οι εκστατικοί, οι μυστικοί, οι θεομανείς, οι οραματιστές, οι φανατικοί, οι μεταρρυθμιστές, οι αναρχικοί και οι «δυναμιτισταί» (Αποστολίδης, ό.π., σσ. 348-380). Εξάλλου, αυτό θα έρθει να επιβεβαιώσει και ο Ιταλός εγκληματολόγος Σέζαρε Λομπρόζο [Cesare Lombroso (1835-1909)], αφού, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον ορισμό του Δαρβίνου, τόσο οι κατώτερες μορφές ζωής όσο και οι πρωτόγονες κοινωνίες στερούνται διαφοροποίησης φύλου (Braga-Pinto, 2014, σελ. 159), o ερμαφροδιτισμός δεν είναι παρά ένα στάδιο του αταβισμού και ως εκ τούτου συνθήκη που δημιουργεί τον εγκληματία (Κουρούτζας και Τζανάκη, 2021). Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, και συγκεκριμένα το 1876, ο Γερμανός παθολόγος, Θεοντόρ Εντγουίν Κλεμπς [(Theodor Albrecht Edwin Klebs (1834-1913)], ήταν ο πρώτος που πρότεινε μια ταξινόμηση βασισμένη αποκλειστικά στην ανάλυση του γοναδικού ιστού. Έτσι, ανάλογα με το αν ένα άτομο είχε ωοθήκες ή όρχεις, διακρινόταν σε ψευδο- και αληθινά ερμαφρόδιτο. Μια ταξινόμηση που παρέμεινε ενεργή μέχρι το 2006 (Kartazis, ό.π., σελ. 37). Ωστόσο, τη δεκαετία του 1880 το βάρος μελέτης θα περάσει και στην ψυχολογία του γεννητικού ενστίκτου που έπρεπε να εξελιχθεί από το στάδιο του «ερμαφροδιτισμού» στο πολιτισμένο άρρεν-θήλυ. Ο Ζαν Μαρτέν Σαρκό [Jean-Martin Charcot (1825-1893)] και ο Βαλεντίν Μανιάν [Valentin Magnan (1835-1916)], μετά τη δημοσίευση του «Inversion du sens génital et autres perversions sexuelles» (Charcot και Magnan, 1882α· 1882β), θα αποτελέσουν το σημείο αφετηρίας μια ολόκληρης βιβλιογραφίας γύρω από την εξέλιξη του γεννητικού ενστίκτου και ουσιαστικά της «βιολογίας» του, αφού καθετί που διέφευγε του ορίου άρρεν-θήλυ πλέον περιγραφόταν ως μια διαστροφή εξέλιξης του γεννητικού ενστίκτου. Στο σημείο αυτό, η έννοια του «ερμαφρόδιτου» γεννητικού ενστίκτου έβαζε σε κίνδυνο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και εξ ορισμού έθετε την επιστήμη σε ένα ατέλειωτο αγώνα πάλης και ξεπεράσματος αυτής της «φύσης», ενώ τα «ερμαφρόδιτα» όντα στιγματίζονταν ως ψυχικά παρανοϊκά που ζούσαν μες στην πλάνη.

 

2.1. Περί γάμου και ερμαφροδιτισμού

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δημοσιεύεται, το 1883, η διατριβή του Ξενοφώντα Θεοχαρίδη με τίτλο Εναίσιμος διατριβή περί γάμου και ερμαφροδιτισμού υπό ιατροδικαστικήν έποψιν. Ο Θεοχαρίδης, επηρεασμένος ιδιαιτέρως και από τις αντίστοιχες εξελίξεις στη Γαλλία και πιο συγκεκριμένα από την αντίληψη του Ταρντιέ ότι δεν υπάρχει τρίτο φύλο, προτείνει ουσιαστικά την έννοια του αποκλεισμού του «τρίτου φύλου» από τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, όχι λόγω ηθικής παράνοιας και εκτεθηλυμένου βίου, αλλά λόγω της ταυτότητας του φύλου. Εκεί, θα μιλήσει και για την πλάνη του φύλου, που είναι εναντίον της νομιμότητας του επιστημονικού δικαίου (Θεοχαρίδης, 1883, σελ. 11). Έτσι, ο λόγος που εντοπίζει ο Θεοχαρίδης για την ακύρωση του γάμου δεν είναι η απουσία σεξουαλικού οργάνου, αφού κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκύψει και από ατύχημα. Αντιθέτως, η ακύρωση του γάμου, για πρώτη φορά, προτείνεται τόσο στη γαλλική όσο και την ελληνική νομοθεσία ότι χρειάζεται να γίνεται για την εξόντωση του ηθικού κινδύνου, που εντοπίζεται στην πλάνη του εκφυλισμένου/εκθηλυμένου όντος που καταφέρνει να ζει εναντίον της πραγματικότητας, δηλαδή, του πράττειν που η πόλη επιβάλλει (στο ίδιο, σελ. 6). Περαιτέρω, ο Θεοχαρίδης θα αναφερθεί διεξοδικά στην πρώτη καταγεγραμμένη αυτοκτονία ερμαφρόδιτου, της/του Χέρκιουλιν Μπάρμπιν (Αλεξίνα, όπως ονομαζόταν) (στο ίδιο, σελ. 41). Με αυτόν τον τρόπο, ο Θεοχαρίδης «άνοιγε» τα μάτια και στους/στις συμπατριώτες/σσές του, καλώντας τους/τες, μπροστά στον κίνδυνο της πλάνης που οδηγεί ένα εκθηλυμένο ον ακόμη και στην αυτοκτονία, να ακολουθήσουν το γαλλικό παράδειγμα και να προσφύγουν στον νόμο σε παρόμοια παραδείγματα. Σε αντίστοιχα συμπεράσματα θα οδηγηθεί, το 1885, ο Έλληνας ιατροδικαστής, Αχιλλέας Γεωργαντάς (Τζανάκη, 2023, σελ. 131).

Ο Γεωργαντάς αναφέρεται στον «ερμαφροδιτισμό» ως μια τερατωδία (Γεωργαντάς, 1885, σελ. 175). Ο Γεωργαντάς, όπως και ο Θεοχαρίδης, θα αναφερθεί στην Αλεξίνα και ειδικότερα στην ιατρική έκθεση του 1868 (Γεωργαντάς, ό.π., σσ. 182-186), αλλά και στην ιατροδικαστική του 1869 (στο ίδιο, σελ. 185) και στην πρώτη νεκροτομή, μετά την οποία ακολούθησε και η νεκροτομή του Ταρντιέ και η δημοσίευση των απομνημονευμάτων της Αλεξίνας, από τον ίδιο τον Ταρντιέ, το 1874. Η επιδίωξη του Γεωργαντά και του Θεοχαρίδη δεν είναι άλλη από το να αναδείξουν αυτό το ανθρώπινο υπο-είδος, όπου «ου μόνον τα γεννητικά όργανα παρεμφέρουσι μάλλον ή ήττον τοις γυναικείοις, αλλά και σύμπας ο οργανισμός κατ’ αναλογίαν τροποποιείται υπό τον αυτόν τύπον, και προσκτάται ούτως ειπείν γυναικείον χαρακτήρα» (Γεωργαντάς, ό.π., σελ. 189), με αποτέλεσμα να έχουν τις έξεις και τους τρόπους «του θήλεως γένους» (στο ίδιο, σελ. 190). Με δυο λόγια, ο ερμαφρόδιτος θύμιζε τον ευνουχισμό του άνδρα από τον έρωτα μιας γυναίκας, αλλά και τον κίνδυνο που διέτρεχε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός από τους πρωτόγονους μητρικούς πολιτισμούς που βρίσκονταν σε ένα στάδιο συνεχούς αμφιφυλοφιλίας, εντός των οποίων επικρατούσε το θηλυκό στοιχείο. Από την άλλη, για να κατανοήσουμε γιατί υπήρχε αυτός ο ηθικός πανικός εναντίον του «ευνουχισμού» και άρα του «εκθηλυσμού», αξίζει να σημειώσω ότι, το 1861, δημοσιεύεται το Μητρικό Δίκαιο του Tζόχαν Τζέικομπ Μπαχόφεν [Johann Jakob Bachofen (1815-1887)], όπως μας θυμίζει ο Έριχ Φρομ [Erich Fromm (1900-1980)].

 

2.2. Μητρικό Δίκαιο

Στο συγκεκριμένο έργο, και σε αντίθεση με την πατριαρχική αφήγηση, οι απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας εντοπίζονται σε μια μητρική αρχή. Μια αρχή «η οποία εκδηλώνεται ως η αρχή της αγάπης, της ενότητας και της ειρήνης» (Fromm, 2021, σελ. 23) καταλήγοντας ότι «η μητρική αγάπη δεν είναι μόνο τρυφερότερη, αλλά και πιο γενική και καθολική […] [Κάτι που συνιστά ότι] Η αρχή της είναι αυτή της καθολικότητας, ενώ η πατριαρχική είναι εκείνη των περιορισμών […] [Με άλλα λόγια] Η ιδέα της παγκόσμιας αδελφοσύνης μεταξύ των ανθρώπων έχει τις ρίζες της στην αρχή της μητρότητας και αυτή ακριβώς η ιδέα εξαφανίζεται με την ανάπτυξη της πατριαρχικής κοινωνίας. Η πατριαρχική οικογένεια […] είναι ένας κλειστός και περιορισμένος οργανισμός. Η μητρική οικογένεια, από την άλλη πλευρά, έχει τον καθολικό χαρακτήρα». Μιας και η «μήτρα κάθε γυναίκας θα δώσει αδελφούς κι αδελφές σε κάθε ανθρώπινο ον μέχρι, με την ανάπτυξη της πατριαρχικής αρχής, αυτή η ενότητα να διαλυθεί και να αντικατασταθεί από την αρχή της ιεραρχίας» (στο ίδιο). Έτσι, ενώ «[η] μητριαρχική κουλτούρα χαρακτηρίζεται από μια έμφαση στους δεσμούς αίματος, στους δεσμούς με το έδαφος κι από μια παθητική αποδοχή όλων των φυσικών φαινομένων […]» (στο ίδιο, σελ. 22) και άρα και μιας συμπερίληψης [όπως λέει ο Φρομ]  «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, καθώς είναι όλοι παιδιά κάποιας μητέρας και καθένα τους ξεχωριστά παιδί της Μητέρας Γης», στο πατριαρχικό σύστημα, βρίσκουμε την «έννοια του αγαπημένου γιού και μια ιεραρχική διάταξη της κοινωνίας» (στο ίδιο). Έτσι, κατανοούμε σε τι συνίσταται ο όρος εκθηλυσμός και γιατί ταυτίζεται με τον εκφυλισμό, ενώ, με βάση τα ως άνω, είναι φανερό τι έρχεται να προσφέρει ο «ερμαφροδιτισμός» ως παραγωγή αλήθειας μετά την Παρισινή Κομμούνα: την επανακωδικοποίηση των πατριαρχικών, αποικιοκρατικών ταξικών ορίων: ενεργητικό-παθητικό, λογική-πάθος, φύση-πολιτισμός, «άξια»-«ανάξια» ζωή, άρρεν-θήλυ, ως απαραίτητη –υποτίθεται– συνθήκη της εξέλιξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είναι φανερό επομένως γιατί ο βιοϊατρικός λόγος επιμένει στη θανάτωση του «ερμαφροδιτισμού», για παράδειγμα του σωματικού μύθου του Οβίδιου, που τον βρίσκουμε και στο έργο του Γεωργαντά (Τζανάκη, 2018, σελ. 193). Σύμφωνα με τον Γεωργαντά, «[…] ως τεκμαίρεται εκ του εξής του Riolan αφορισμού μεσούντος του 17ου αιώνος “Το περιοβρίζον την φύσιν πλάσμα, κατά το ήμισυ ανήρ και κατά το ήμισυ γυνή, θανατούσθω”» (Γεωργαντάς, ό.π., σελ. 175· Τζανάκη, 2023, σελ. 75) και αυτή τη νεκροπολιτική –και με μια έννοια γενοκτονία1– του «ερμαφροδιτισμού» θα φέρει και η ευγονική.

 

3. Ευγονική και φύλο

Το 1883, ο Φράνσις Γκάλτον [Francis Galton (1822-1911)], στατιστικολόγος, ανθρωπολόγος και πρωτοπόρος στη βιομετρία, όπως μας θυμίζει ο Γιώργος Κόκκινος, θα εισαγάγει τον όρο «ευγονική» (Κόκκινος, 2021, σελ. 92). Ειδικότερα, αδιαφορώντας για τις όποιες υλιστικές/ταξικές προϋποθέσεις, ο Γκάλτον καταλήγει ότι η ευφυΐα «που υπερβαίνει τον μέσο όρο είναι κληρονομικά επικαθορισμένη και μεταβιβάζεται γενετικά, όπως, άλλωστε, μεταβιβάζεται γενετικά και η νοητική υστέρηση-αναπηρία» (στο ίδιο). Με αυτόν τον τρόπο, προδιαγράφει τη μετέπειτα σταθερή εμμονή του ευγονικού κινήματος στις κλίμακες μέτρησης της ευφυΐας, αλλά, θα προσθέσω επίσης και της βούλησης (Τζανάκη, 2019), της ηθικής, του φύλου, της σεξουαλικότητας (Τζανάκη, 2023), προβαίνοντας στην ταξινόμηση της ζωής, του φύλου και του ενστίκτου, σε ανώτερη (ενεργητική) και σε κατώτερη (παθητική). Ωστόσο, το 1883, η ευγονική μετατρέπει επίσης την ιδέα του μέσου ανθρώπου, που είχε εισαχθεί από τον Κετελέ, σε μια επιστημονική ερμηνεία όπου το ζητούμενο δεν είναι απλά ο εντοπισμός του μέσου όρου, αλλά η ρύθμιση [«τας ανθρωπίνους ενώσεις κατά τοιούτον τρόπον ώστε να επιτευχθή η μεγαλυτέρα αναλογία των καλύτερον προσηρμοσμένων [ατόμων]» (Μωϋσείδης, 1925, σελ. 5). Ο Γκάλτον, έτσι, ανέπτυξε δύο από τα σημαντικότερα εργαλεία για τους σύγχρονους στατιστικολόγους: τη συσχέτιση και την παλινδρόμηση. Ειδικότερα, επινόησε τον όρο «παλινδρόμηση προς τη μετριότητα», κάτι που επισήμαινε τη θεωρία του, η οποία κατέληγε ότι τα εξαιρετικά φυσικά χαρακτηριστικά, όπως το να είσαι 1,80μ. ψηλός, γενικά παλινδρομούν προς κατώτερα μέσα χαρακτηριστικά σε όλες τις γενιές. Ωστόσο, εφαρμόζοντας τις ιδέες του ετεροξαδέλφου του, Κάρολου Δαρβίνου, ο Γκάλτον πρότεινε ότι τα εξαιρετικά χαρακτηριστικά μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγές στον μέσο όρο του πληθυσμού, όταν αυτές συμβαίνουν. Με δυο λόγια, η ευγονική δεν επιζητεί απλώς να εντοπίσει τον μέσο όρο αλλά και να τον αλλάξει, κάτι που σημαίνει ότι η επιστήμη καλείται να παρέμβει στην αναχαίτηση της παλινδρόμησης. Αυτό συνιστά, όσον αφορά στη μελέτη μας, την επιστημονική παρέμβαση με στόχο τη «στείρωση» του «ερμαφροδιτισμού», για την αναπαραγωγή του φύλου: άρρεν-θήλυ. Με δυο λόγια, το σχήμα nature-nurture (που εισήγαγε ο Γκάλτον το 1875 και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο του «Τhe History of Twins, As a Criterion of the Relative Powers of Nature and Nurture» [Tζανάκη, 2023, σελ. 226]), σήμαινε ότι ό,τι η φύση δημιουργεί με τρόπο ανεξέλεγκτο, η επιστήμη μπορεί να το κατασκευάσει με λογική.

 

3.1. Ψυχοπάθεια φύλου

Το 1886, ο Γερμανός ψυχίατρος, Κραφτ Έμπινγκ, [(Krafft Ebing (1840-1902)] στο Psychopathia sexualis, κάνοντας λόγο κυρίως για τις περιπτώσεις εκφυλισμένων ανδρών που ντύνονται και αισθάνονται ως γυναίκες, θα αναφερθεί στο τελικό στάδιο αυτής της ασθένειας, με τον όρο ανδρογυνία/γυνανδρία, ως το τελικό στάδιο της ψυχοπάθειας του φύλου (vita sexualis), κάτι που συνιστά τον εγκλωβισμό του άνδρα σε ένα ανδρικό κορμί, ενώ φέρεται σαν γυναίκα (Τζανάκη, 2018, σσ. 178, 215-223), με αποτέλεσμα τον θάνατο (στο ίδιο). Σε αντίστοιχα συμπεράσματα θα καταλήξει και ο Άγγλος σεξολόγος Χάβελοκ Έλις [Havelock Ellis (1859-1939)] (Ellis, [1905]1942, σελ. 47) σχολιάζοντας το έργο του Έμπινγκ, ενώ ο ίδιος θα ονομάσει αυτό το στάδιο «στάδιο του ψυχικού ερμαφροδιτισμού» (psychic hermaprhoditism (Ellis, 1927, σελ. 50, όπως παρατίθεται στο Τζανάκη, 2022, σελ. 67).2 Αυτός όμως που θα δώσει μια τεράστια ώθηση στη βιβλιογραφία γύρω από την «τερατωδία» της «ερμαφρόδιτης» ζωής θα είναι ο Άλμπερτ Μολ [Albert Moll (1862-1939)].

Ο Μολ, ασχολούμενος και αυτός με την «αναστροφή του φύλου», θα εκδώσει το έργο του στο Βερολίνο, το 1891, με τίτλο, Die Kontrare Sexualemp (Το αντίθετο «ένστικτο»), το οποίο ο ίδιος ο Έλις θα σχολιάσει ως την πιο διεξοδική μελέτη, αναφορικά με την «αντίθεση» του sexualis (Ellis, [1905]1942, σελ. 39), περνώντας ουσιαστικά από τον δαιμονισμό του vita sexualis στο libido sexualis, στα νοήματα του πρωτόγονου όντος (Oosterhuis, 2012, σσ. 133-155). Ο Μολ θεωρούσε ότι η άρνηση προς το «φυσικό» φύλο δεν εντοπιζόταν μόνο στον εκφυλισμένο πληθυσμό, αλλά η ψυχοπάθεια της libido sexualis εντοπιζόταν και εκτός των εκφυλισμένων, παρότι αποδεχόταν την ύπαρξη psychosexual hermaphroditism (Ellis, ό.π., σελ. 39). Kάτι που ο Μολ θα επαναλάβει το 1897 και στο έργο του Libido Sexualis, όπου ο Μολ έδινε ψυχολογικές ερμηνείες με το γεννητικό ψυχοσεξουαλικό ερμαφρόδιτο ένστικτο να γίνεται αντικείμενο της μεγάλης υποψίας, γύρω από τη συγκεκριμένη διαστροφή/ανωμαλία (Τζανάκη, 2023, σελ. 147). Για τον Μολ, οι inverts (τα όντα δηλαδή, που ανέστρεφαν το φύλο τους), συνιστούν αποτέλεσμα είτε του ψυχοσέξουαλ ερμαφροδιτισμού, είτε της ομοφυλοφιλίας. Με δύο λόγια, το φαινόμενο αυτό εντοπιζόταν σε όποια ζωή επικρατούσε το ένστικτο, ως σύμπτωμα της κληρονομικότητας μιας ζωής που δεν κατάφερε να εξελιχθεί όπως η κανονική (στο ίδιο). Ειδικότερα, ο Μολ θα αναφερθεί διεξοδικά στον νόμο της εξέλιξης του ενστίκτου. Επηρεασμένος από την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι (Moll, 1897, σελ. 274) ακόμη και σε επίπεδο εξέλιξης, η αμφιφυλία έπρεπε να εξαφανιστεί, ακολουθώντας τη δαρβινική ερμηνεία, μιας και η σεξουαλική αναπαραγωγή είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του είδους (στο ίδιο, σελ. 275), εξού και η ανωμαλία και η διαστροφή αυτής της ζωής (Τζανάκη, 2023, σσ. 147-149). Ο Μολ, με αυτόν τον τρόπο, περιχαράκωνε τα όρια της πατριαρχίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε μια περίοδο που, όπως σημείωνε ο Έλις, η επιστήμη είχε μόλις ξεκινήσει να εντοπίζει την καταστροφική επιρροή της σεξουαλικής διαστροφής για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στον χώρο του γεννητικού ενστίκτου (1897, σελ. 2). Μάλιστα, θα αναφερθεί στην έκδοση του ψυχιάτρου Πολ Μορό ντε Τουρ [Paul Moreau de Tours (1844-1908)], Aberrations du sens génétique (1887), κατά της οποίας δεν είχαν εκδηλωθεί αντιδράσεις όταν είχε εκδοθεί το 1887 (Ellis, ό.π.), αναδεκνύοντας το κομβικό σημείο όπου το ψυχοσεξουαλικό «ερμαφρόδιτο» γεννητικό ένστικτο, μετατρέπεται σε φόβο ατέλειωτο θέτοντας σε ενέργεια έναν ολόκληρο μηχανισμό παραγωγής «αληθινών» λόγων ευγονικής με στόχο τη συμμόρφωση του γεννητικού ενστίκτου.

 

3.2. «Εξερμαφροδιτισμός»

Σε κάθε περίπτωση, ο ηθικός πανικός στο εσωτερικό των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών στρέφεται γύρω από τον εκφυλισμό του γεννητικού ενστίκτου, κάτι που οξύνει την αναγκαιότητα εγρήγορσης των μηχανισμών για την κάθαρση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών και των εθνών από τον «ερμαφροδιτισμό», με στόχο την κυριαρχία. Έτσι, τη δεκαετία του 1890, όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, οι ιατροδικαστές αναφέρονται σε περιπτώσεις ερμαφρόδιτων αλλά και στις παρεμβάσεις, σε μια προσπάθεια απόδοσης ενός σώματος σε ένα φύλο. Όπως σημειώνεται, «[…] οι γονείς συνειδητοποιώντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στα γεννητικά της όργανα, είχαν αποπειραθεί κατά την παιδική της ηλικία να ανοίξουν τον κόλπο της σχίζοντάς τον με μαχαίρι (Κριτσωτάκη, 2013, σελ. 23)». Περαιτέρω, το 1907, οι άρρενες ερμαφρόδιτοι στην ελληνική πραγματικότητα θα αναγνωριστούν ως «ηθικά θηλυκοί» και θα αποκλειστούν από το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι που μέχρι τότε κατείχαν (Σιάτου, 1907, σελ. 5). Η ανακάλυψη των θεωριών του Γκρέγκορ Μέντελ [Gregor Mendel (1822-1884)] για την κληρονομικότητα, στα τέλη της δεκαετίας του 1890, από την άλλη, αναζωογόνησε τον τομέα της γενετικής. Εκείνος ανέπτυξε έναν νόμο κληρονομικότητας που παρείχε ένα πλαίσιο για να εξηγήσει πώς ένας γονέας μπορούσε να μεταφέρει χαρακτηριστικά στους απογόνους του. Παρόλο που οι ερευνητές δεν μπορούσαν να περιγράψουν το γενετικό υλικό που έφερε αυτά τα χαρακτηριστικά, δόθηκε ένα νέο εργαλείο στην επιστήμη προκειμένου να εντοπίσει το στοιχείο που δημιουργεί την «παρέκκλιση», ενώ το φύλο και η σεξουαλικότητα μετατρέπονταν σε φορείς της κληρονομικότητας και εξέλιξης.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, επίσης, εντός του διπόλου άρρεν-θήλυ, εισάγεται η εμπλοκή ορμονικών, χρωμοσωματικών και διαπροσωπικών παραμέτρων, την οποία καλούνται οι επιστημονικές ανακαλύψεις να χωρέσουν στο δυτικό αφήγημα. Έτσι, οι Αμερικανοί κυτταρολόγοι Νέτι Μαρία Στίβενς [Nettie M. Stevens (1861-1912)] και Έντμουντ Μπίτσερ Γουίλσον [Edmund B. Wilson (1856-1939)], τη δεκαετία του 1890, επέμειναν στη συνάφεια των χρωμοσωμάτων σχήματος Χ (και μετά την ανακάλυψη του Νέτι Μαρία Στίβενς, σε σχήμα Υ), επανεισάγοντας μια θεωρία κληρονομικότητας (Τζανάκη, 2023, σελ. 180). Σε αυτό το πλαίσιο, το 1901 απομονώθηκε η πρώτη ουσία που καθαρίστηκε από την εσωτερική έκκριση του μυελού των επινεφριδίων και ονομάστηκε «επινεφρίνη», ενώ την ίδια χρονιά η αμερικανική εταιρεία Parke, Davis and Company συνέθεσε στο εργαστήριο την ουσία που έμεινε γνωστή ως «αδρεναλίνη» (Modlin & Kidd, 2001, σσ. 187-192). Αυτό οδηγεί στην ευγονική διαβεβαίωση της κυριαρχίας της επιστήμης πάνω στο φύλο και έτσι, το 1902, έχουμε τις πρώτες επεμβάσεις, μετά το άρθρο του Oλλανδού γυναικολόγου Αρί Γκέιλ (Αrie Geijl), ο οποίος υπερασπίστηκε τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης σε έναν πιθανώς ερμαφρόδιτο άνδρα (Τζανάκη, 2023, σελ. 167). Το 1905 ο Άγγλος φυσιολόγος Έρνεστ Στάλρινγκ [Ernest Starling (1866-1927)], από την άλλη, όρισε τον όρο «ορμόνη», από το ελληνικό «διεγείρω». Η ορμόνη, δήλωσε ο Στάρλινγκ, είναι μια χημική ουσία που παράγεται σε ένα όργανο και μεταφέρεται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος σε ένα άλλο σημείο του σώματος, προκειμένου να ρυθμίσει και να συντονίσει την ανάπτυξη του οργανισμού (Modlin & Kidd, 2001, σσ. 187-192). Αντίστοιχα, το 1906 προτάθηκε από τον Γουίλιαμ Μπέιτσον [William Bateson (1861-1926)] στο Διεθνές Συνέδριο Βοτανικής ο όρος  Γενετική (Κόκκινος, 2021). Πιο συγκεκριμένα, ο Μπέιτσον κατέληξε ότι «έχει δημιουργηθεί ένας νέος και γρήγορα αναπτυσσόμενος κλάδος της Φυσιολογίας, που μπορούμε να του δώσουμε τον τίτλο “Γενετική”» (στο ίδιο). Το 1909 ακολούθησε ο όρος «γονίδιο» από τον Δανό βοτανολόγο Βίλχελμ Γιόχανσεν [Wilhelm Johannsen (1857-1927)], αντικαθιστώντας όρους όπως «σπερμάτια». Το 1912 οργανώνεται το πρώτο Διεθνές Συνέδριο Ευγονικής και με ελληνική συμμετοχή. Στο συνέδριο αυτό προτείνεται ο όρος «αρνητική ευγονική» από τον Αμερικανό καθηγητή ιατρικής Γουντς Χάτσινσον [Woods Hutchinson (1862-1930)], η οποία συνιστά την στείρωση των «κληρονομικά επιβαρυμένων, των αντικοινωνικών ή των εκφυλισμένων ατόμων». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, βιολόγοι, όπως ο Όσκαρ Ρίντλ (Oscar Riddle), θεωρούσαν ότι ο μεταβολισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς του φύλου, κάτι που έθετε με ακόμη πιο βίαιο τρόπο τη διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, ενώ το φύλο καλείται να τείνει στην εκπλήρωση της ευγονικής, όπου το σώμα και η ψυχή αφανίζονται στο όνομα του επιστημονικού φύλου (άρρεν-θήλυ). Ο Αμερικανός εξελικτικός βιολόγος, γενετιστής και εμβρυολόγος Τόμας Χαντ Μόργκαν [Thomas Hunt Morgan (1866-1945)], με τη σειρά του, επέμεινε στην προτεραιότητα των χρωμοσωμάτων και τη θεωρία του γονιδίου (1914). Ο Φρανκ Λίλι (Frank Lilly) τόνισε τη σημασία των ορμονών, ενώ ο Ρίτσαρντ Γκόλντσμιτ [Richard  Goldschmidt (1878-1958)] υποστήριξε ένα μικτό μοντέλο που περιλαμβάνει τόσο τα χρωμοσώματα όσο και τις ορμόνες. Μάλιστα, ο Γκόλντσμιτ, ένας ανορθόδοξος Γερμανός γενετιστής και βιολόγος, θα προσπαθήσει μέσα από μια σειρά πειραμάτων να αναπαράγει αυτό τον έμφυλο διμορφισμό, προτείνοντας ότι χρειαζόταν καλύτερη ορολογία. Έτσι, θα προτείνει τον όρο ίντερσεξ αντί του «ερμαφροδιτισμού» από την νέα προοπτική της κυτταρολογίας, της γενετικής και ευρύτερα της επιστήμης (Τζανάκη, 2023, σελ. 291). Σύμφωνα με εκείνον, κάθε οργανισμός περιείχε προδιάθεση για κάθε φύλο και ανάλογα με το σθένος ή την ισχύ του φύλου, κυριαρχούσε το αντίστοιχο. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα οδηγούμε στο συμπέρασμα ότι ένα ισχυρό έθνος έπρεπε να «εξερμαφροδιτιστεί» με στόχο την ενηλικίωση προς το δίπολο άρρεν-θήλυ, με τελικό στόχο την απελευθέρωση από τον ερμαφροδιτισμό και τον εκθηλυσμό. Ωστόσο ενώ το αίτημα του «εξερμαφροδιτισμού» είχε τεθεί ήδη μετά την Παρισινή Κομμούνα, αυτό που συμβαίνει με τη γενετική, είναι μια νέα επιστημονική επικύρωση. Ο Λόγος και η αλήθεια των ειδικών ήταν προϊόντα ενός μετα-δαρβινικού κόσμου και τα επιχειρήματά τους για το φύλο, ήταν διατυπωμένα στη γλώσσα της βιολογίας, της εξέλιξης και της ευγονικής μάλλον, παρά στο λεξιλόγιο του Διαφωτισμού (Robb, 1996, σσ. 589-603). Η επιστήμη καλείται να εντοπίσει επομένως τους νόμους εξέλιξης και της θεραπείας, με στόχο τον «εξερμαφροδιτισμό». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Σίγκμουντ Φρόιντ [(Sigmund Freud (1856-1939)] σημειώνει ότι η αμφιφυλία είναι το πρώτο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης, αναφερόμενος σε αυτήν στο άρθρο του «Οι υστερικές φαντασιώσεις και οι σχέσεις τους με την αμφιφυλία», το 1908 (Φρόιντ, 2017, σσ. 53-60).

 

3.3. Ψυχανάλυση και «εξερμαφροδιτισμός»

Εν συντομία η ενηλικίωση, για τον Αυστριακό ψυχαναλυτή, δεν ήταν κάτι άλλο από τη μετάβαση από την παιδική ηλικία (αμφιφυλία) στην ενηλικίωση και το φύλο (άρρεν-θήλυ). Το 1911, ο Αμερικανός ευγονιστής Τσαρλς Ντάβενπορτ [(Charles Davenport (1866-1944)], καθηγητής ζωολογίας του Πανεπιστημίου Harvard, δημοσίευσε το Heredity in relation to eugenics, στο οποίο ασχολήθηκε με το θέμα των «ερμαφρόδιτων καταστάσεων», τις οποίες απεικόνισε γενετικά, με γραφήματα που ονομάζονται γενεαλογικά δέντρα, ενώ το συνοδευτικό σχόλιό του χαρακτηρίζει τις διαφυλικές καταστάσεις ελαττωματικές και μη φυσιολογικές (Dykstra Dykerman, 2015). Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ντάβενπορτ ιδρύει την International Federation of Eugenics Organisation (IFEO), προσθέτοντας ακόμη μεγαλύτερη ισχύ στην ακαδημαϊκή θεσμοποίηση της ευγονικής στα πανεπιστήμια (Κόκκινος, 2021, σελ. 150). Για τον Ντάβενπορτ, μια ίντερσεξ κατάσταση εμφανίζεται ως αποτυχία της «φυσιολογικής» ανάπτυξης. Σύμφωνα με αυτόν, αναπαράγοντας τον κυρίαρχο βιοϊατρικό λόγο της εποχής, το ελάττωμα μεταφέρεται από τα γονίδια της γυναίκας, καθιστώντας τη μητέρα υπεύθυνη για το γεγονός ότι χαρίζει στο παιδί της μια αβίωτη ζωή. Εξάλλου, την ίδια περίοδο, οι δημοσιεύσεις γύρω από τις οικογένειες Κάλικακ (1912) και Τζουκ (1874) επαναλάμβαναν τον εκφυλιστικό ρόλο μιας ανήθικης γυναίκας στην αλυσίδα της ανθρώπινης εξέλιξης και της εκδήλωσης της αναπηρίας, της φτώχειας, της ιδιωτίας, της εξαθλίωσης και της πορνείας στο εσωτερικό των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών. Ίσως αυτό να εξηγεί το ότι, το 1923, ο Φρόιντ, στην επαναδημοσίευση του έργου του, Τρεις φυλετικαί περιπτώσεις (πρόκειται για το βιβλίο Τρεις μελέτες για τη σεξουαλική θεωρία, όπως μεταφράζεται στα ελληνικά από τον Ξηβέριο, το 1925) εισάγει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα (τον όρο τον εισήγαγε στην επανέκδοση του 1923), όπου «οι πόθοι, αι συγκινήσεις και όλαι εν γένει αι ενέργειαι και εκδηλώσεις της ψυχής κατά την παιδική ηλικίαν αποκαλούνται υπό τον [Σίγκμουντ] Φρόιντ συμπλέγματα». Ωστόσο, σύμφωνα με τον Έριχ Φρομ πρόκειται, αφενός, για μια συγκεκριμένη ανάγνωση του μύθου που θέλει «[Ό]πως ο Οιδίπους, [να] ζούμε χωρίς επίγνωση των επιθυμιών που καταπατούν την ηθική και που μας τις επέβαλε η φύση, και είναι αυτές που, αφού τις ανακαλύψαμε [δηλαδή, τις σεξουαλικές διεγέρσεις από τις μητέρες μας] θα θέλουμε όλοι να αποστρέψουμε μάλλον το βλέμμα μας από τις σκηνές της παιδικής μας ηλικίας» (Fromm, 2021, σελ. 9). Έτσι, η ψυχική εξέλιξη συνιστά την άρνηση προς την μητέρα-θηλυκότητα-σεξουαλική διέγερση και την ταύτιση με τον πατέρα. Όπως υπογραμμίζει ο Φρομ: «Σε μια κανονική ανάπτυξη [πάντα σύμφωνα με τον Φρόιντ] το οιδιπόδειο σύμπλεγμα έχει ως αποτέλεσμα την ενηλικίωση της ανάπτυξης της αρρενωπότητας και την ανάπτυξη της συνείδησης» (Κωσταντινίδης, 1931, σελ. 10). Το ασυνείδητο δεν είναι παρά το κομμάτι ενός εγκλήματος που το παιδί διέπραξε ερήμην του, αυτό της πατροκτονίας και της αιμομιξίας (στο ίδιο, σελ. 14) και ακριβώς πάνω σε αυτή την αυθαίρετη ερμηνεία, η ψυχανάλυση μέσω της διάκρισης συνείδηση-ασυνείδητο έρχεται να λάβει τον χώρο της βιολογίας στην ψυχή. «Η ψυχανάλυσις είναι η βιολογική κατεύθυνσις της ψυχολογίας. Εκλαμβάνει την ψυχήν ως βιολογικώς ενεργούσα δύναμη» (στο ίδιο, σελ. 4). Μιας και «[α]ι έμφυτοι διαθέσεις και ορμαί, αι ψυχικαί κατευθύνσεις και τάσεις επίσης είναι τι το ασυνείδητον» (στο ίδιο, σελ. 10), ενώ, όπως ο Κωσταντινίδης υπενθύμιζε, «το ασυνείδητον είναι το παιδικόν» (στο ίδιο, σελ. 13) «[είναι] του πρωτογόνου» (στο ίδιο), είναι ο χώρος που κρύβονται οι «ζωικαί ορμαί» (στο ίδιο) και άρα η ενηλικίωση ήταν ακριβώς αυτό το πέρασμα από το ασυνείδητο στη συνείδηση, από τις ορμές στη λογική (στο ίδιο, σελ. 14), από την ανηθικότητα στην ηθική. Αυτή η εξελικτική θεωρία της ψυχής θα οδηγήσει, το 1925, τον Α. Ξηβέριο στη μετάφραση του έργου του Φρόιντ Τρεις φυλετικαί περιπτώσεις να καταλήξει στο εισαγωγικό του μεταφραστικό σημείωμα ότι «Ο φροϋντισμός, όπως απεκλήθη η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud» –ακριβώς όπως και ο δαρβινισμός, ερχόταν να αναδείξουν κληρονομικούς, υποτίθεται, νόμους που ενυπάρχουν στην ψυχολογία του ανθρώπινου είδους, δηλαδή παγκόσμιους νόμους, που ορίζουν τα στάδια της εξέλιξης της ψυχής. Εάν η εξέλιξη αυτή δεν είναι επιτυχής, καραδοκούν η νεύρωση και η υστερία (Φρόιντ, 1925, σελ. 2).

 

3.4. Ψυχοβιολογία και «εξερμαφροδιτισμός»

Το 1913, ο εβραίος ψυχίατρος και σεξολόγος Μάγκνους Χίρσφελντ [(Magnus Hirschfeld (1868-1935)] στο έργο του Η ψυχολογία της ομοφυλοφιλίας (1913), θα υιοθετήσει την προβληματική του φυσιοδίφη Έρνστ Χάικελ, ο οποίος αναφέρεται στον «γονοχωρισμό και ερμαφροδιτισμό». Η ερμηνεία αυτή υποστήριζε ότι οι απώτατοι πρόγονοι του ανθρώπινου είδους, τα σπονδυλωτά, ήταν ερμαφρόδιτα, φτάνοντας στον σημερινό εξελικτικό βαθμό της έμφυλης διαφοροποίησης (Τζανάκη, 2023, σελ. 187). Ο Χίρσφελντ ισχυριζόταν ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν καταφέρει να εξελιχτούν και αυτό γιατί η φύση δεν κάνει άλματα. Ως εκ τούτου, σε κάποιους ανθρώπους ακόμη και στην ενηλικίωση, συνυπήρχαν και τα δύο φύλα σε λανθάνουσα κατάσταση, ή, σύμφωνα με τα λόγια του Χίρσφελντ, σε «διασεξουαλικές βαθμίδες». Επιπλέον, θα αναφερθεί στο έργο του Βιενέζου φυσικού Όυγκεν Στάιναχ [(Eugen Steinach (1861-1944)] και πιο συγκεκριμένα στην απόπειρά του να κατανοήσει με τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ένα σώμα, χορηγώντας ανδρικές ή θηλυκές ορμόνες, τονίζοντας τα ρευστά όρια μεταξύ των δύο φύλων με τα πειράματά του και επομένως και τη δυνατότητα παρέμβασης της επιστήμης, με απώτερο στόχο την επιδιόρθωση του φύλου. Ειδικότερα, ο Στάιναχ παρακολουθούσε τη μετατροπή της σεξουαλικής συμπεριφοράς των θηλυκών σε αρσενική συμπεριφορά, μέσω της χορήγησης τεστοστερόνης, και τη μετατροπή της συμπεριφοράς των αρσενικών σε θηλυκή, μέσω του ευνουχισμού. Ο Χίρσφελντ τόνιζε ότι ο στόχος της επιστήμης ήταν, μέσα από αυτά τα πειράματα, ο «εξερμαφροδιτισμός» τόσο των «σεξουαλικών», όσο και των «ψυχικών» χαρακτήρων των ζώων (Χίρσφελντ, 1960, σελ. 66).

Το 1922, ο Ελβετός ευγονιστής ψυχίατρος Ογκούστ Φορέλ [(August Forel (1848-1931)] αναφέρεται στην εμπειρία του Στάιναχ. Ο Φορέλ, μαζί με τους Χίρσφελντ και Έλις, δημιούργησαν τον Σύνδεσμο για τη Σεξουαλική Μεταρρύθμιση, το 1928. Στις 14 Αυγούστου 1929, την παραμονή του δεύτερου ετήσιου συνεδρίου του Παγκόσμιου Συνδέσμου για τη Σεξουαλική μεταρρύθμιση (World League for Sexual Reform), ο Φορέλ έστειλε μια ανοιχτή επιστολή συγχαρητηρίων στον αντιπρόεδρο του Συνδέσμου, Χίρσφελντ, εκφράζοντας την ελπίδα του τόσο το Συνέδριο όσο και ο Σύνδεσμος να υπηρετήσουν την ευγονική και την ανθρωπότητα. Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτών των ερμηνειών, η Ελληνίδα γιατρός Άννα Κατσίγρα, πρώτη υφηγήτρια στην ιατρική με την Αγγελική Παναγιωτάτου (1878-1954), κατέληγε το 1932 στο εξής: «Αφαιρέσατε τις ωοθήκες και η γυναίκα ανδρικοποιείται, όχι μόνον στον χαρακτήρα, αλλά και στο εξωτερικόν. Αλλάζει μορφή· η φωνή, της γίνεται βαθειά· ο λαιμός χονδραίνει και, κάποτε, βγάζει και γένεια» (Κατσίγρα, 1932, σελ. 35).

Με αυτόν τον τρόπο, η εξολόθρευση της θηλυκότητας και ενός ανεξέλεγκτου φύλου σήμαινε τον εξορκισμό των δαιμόνων: μιας θηλυπρέπειας ανεξέλεγκτης, η οποία καλούνταν να αποθεραπευτεί μέσω της ανδρικοποίησής της (στο ίδιο), από το όραμα για Παγκόσμια Δημοκρατία, αναγκάζοντας το κάθε υποκείμενο να μιλήσει για την αμφιφυλία του με τη γενική καθησυχαστική αίσθηση της επιστημονικής παρέμβασης-διόρθωσης αυτής της «διαστροφής» είτε μέσω ψυχαναλυτικών, είτε μέσω ψυχοβιολογικών εργαλείων. Μια εναλλακτική άποψη, επιπλέον σε αυτή την αφήγηση, προσφέρθηκε από τον Ρίτσαρντ Γκόλντσμιτ [Richard Goldschmidt (1878-1958)]. Κατά την εκτέλεση πειραμάτων αναπαραγωγής σε gypsymoths (είδος σκώρου), οι οποίοι συνήθως είναι σεξουαλικά διμορφικοί, ο Γκόλντσμιτ βρήκε ότι μπορούσε να παράγει αυτό τον έμφυλο διμορφισμό, το οποίο ονόμασε «intersex» (Dietrich, 2003). Το 1917, το άρθρο «Τime law of intersexuality» περιείχε τους «παράγοντες» που απαιτούνται για να γίνουν άνδρες και γυναίκες. Υποστήριξε ότι παρήχθησαν intersexes ανάλογα με το χρονικό διάστημα το οποίο πέρασε κατά το οποίο τα άτομα αναπτύχθηκαν ως ένα φύλο πριν φτάσει σε μια καμπή κατά την οποία άρχισαν να εξελίσσονται στο αντίθετο φύλο. Μια επέκταση αυτής της θεωρίας στα σπονδυλωτά πρότεινε μια διασεξουαλικότητα που στηρίζεται και στα δύο. Τόσο δηλαδή σε γενετικές διαφορές όσο και σε ορμονικές δράσεις, και αυτή ονομάστηκε ζυγωτική διαπροσωπικότητα και ορμονική διασεξουαλικότητα (στο ίδιο). Σε μια εποχή, επομένως, που όλο και περισσότερες μελέτες κατέληγαν να μιλούν για την εγγενή ανθρώπινη intersexuality, το έργο της επιστήμης είναι να διασφαλίσει την ανθρώπινη ζωή από την ψυχική πάθηση και την ανθρώπινη εγκληματικότητα της «φυσικής intersexuality», μέσω της σταθεροποίησης της ζωής στο άρρεν-θήλυ (Rocha, 2011, σσ. 328-343), μέσω της διαχείρισης των ορμονών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 1917, ο Γκόλντσμιτ δημιούργησε τον όρο «διαφυλικότητα» [intersexuality], με στόχο να αναφερθεί σε μια ποικιλία φυσικών αμφισημιών του φύλου. Επιπλέον, ο Χιού Χάμπτον Γιάνγκ [Hugh Hampton Young (1870-1945)] έγινε επικεφαλής της χειρουργικής του ουρολογικού τμήματος στο John Hopkins το 1897, ενώ άρχισε να δημοσιεύει για τον ερμαφροδιτισμό το 1921. Ήδη από το 1915, ο Γιάνγκ άρχισε να αναπτύσσει χειρουργικές τεχνικές για ουρογεννητικές ασθένειες στο Johns Hopkins, ενώ το νοσοκομείο μετατράπηκε σε πρωταρχικό κέντρο για περιπτώσεις επανόρθωσης των αποκαλούμενων περιπτώσεων απροσδιόριστου φύλου.3 Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, για παράδειγμα, ο Γιάνγκ πρωτοστάτησε στις επανορθωτικές διαδικασίες των γεννητικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένων της πλαστικής χειρουργικής κλειτορίδας και κόλπου σε παιδιά. Οι επεμβάσεις αυτές θα αυξηθούν ολοένα και περισσότερο σε ένα περιβάλλον που δεν ήθελε τίποτα άλλο από τη «μετατροπή» των ίντερσεξ υποκειμένων σε ψυχικά και σωματικά υγιή όντα, πάντα σύμφωνα με το δυτικό αποικιοκρατικό αφήγημα (άρρεν-θήλυ).

 

3.5. Από τον «ερμαφροδιτισμό» στο «ίντερσεξ»

Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε και τη δημιουργία της Επιτροπής Έρευνας για τα Προβλήματα του Φύλου (Committee for Research in Problems of Sex, CRPS) που ιδρύθηκε το 1922, στο πλαίσιο του Τμήματος Ιατρικών Επιστημών του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας με τη συνεργασία του Γραφείου Κοινωνικής Υγιεινής και την υποστήριξη του Ιδρύματος Ροκφέλερ, στην Αμερική (Haraway, 2014). Η αρχική σύνθεση της Επιτροπής περιλάμβανε εκπροσώπους της βιολογίας, της φυσιολογίας, της ψυχολογίας, της ψυχοπαθολογίας και της κοινωνιολογίας, ενώ αυτό που ουσιαστικά συντελείται τη δεκαετία του 1920 είναι, αφενός, η διάκριση του φύλου από τη σεξουαλικότητα και, αφετέρου, η «μετατροπή του σεξ σε επιστημονικό αντικείμενο [η οποία] το κατέστησε επίσης αντικείμενο ιατρικών θεραπειών για κάθε είδους σεξουαλική «ασθένεια» (στο ίδιο, σελ. 33). Στο πλαίσιο αυτό, οι πίθηκοι και οι μαϊμούδες στρατολογήθηκαν σε κεντρικούς ρόλους και αυτό θα γίνει και με τα πειράματα του Κλάρενς Ρέι Κάρπεντερ [Clarence Ray Carpenter (1905-1975)], όπως υπογραμμίζει η Χάραγουεϊ, όπου λαμβάνουν χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Αντίστοιχα, ιδρύεται ο πρώτος σημαντικός ερευνητικός σταθμός για μαϊμούδες ελεύθερης διαβίωσης στο νησάκι Κάγιο Σαντιάγκο έξω από το Πουέρτο Ρίκο. Πιο συγκεκριμένα, αφήνονται 400 ρήσοι ενώ, ο Κάρπεντερ, αφού παρακολούθησε για μία εβδομάδα την αδιατάρακτη διαβίωση της ομάδας, αφαίρεσε από αυτήν το «άλφα αρσενικό». Με δυο λόγια, το αρσενικό (στο ίδιο, σελ. 35) που θεωρείτο ότι είχε την κυριαρχία στην πρόσβαση στην τροφή, στο σεξ και ούτω καθεξής είχε ονομαστεί Ντιάμπλο. Στη συνέχεια, και μετά τις παρατηρήσεις της ομάδας για μια εβδομάδα, ο Κάρπεντερ προχώρησε στην αφαίρεση του υπ’ αριθμόν δύο αρσενικού (στο ίδιο). Τέλος, μετά το πέρας μιας ακόμη βδομάδας, αφαίρεσε και το αρσενικό υπ’ αριθμόν τρία. Οι διαδοχικές αυτές κινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα τον άμεσο περιορισμό της εδαφικής έκτασης που καταλάμβανε η ομάδα του στο νησί, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες, αλλά και μιας διατάραξης στο εσωτερικό της ομάδας, αφού η οργάνωσή της έγινε πιο ρευστή, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν συγκρούσεις και καυγάδες (στο ίδιο). Η επίλυση της διατάραξης αυτής επετεύχθη με την επανασύνδεση της ομάδας με τα τρία αρσενικά (στο ίδιο), ενώ η ανταγωνιστική επιθετικότητα και η κυριαρχία του πιο ισχυρού, μέσω της δυαδικότητας προνόμια-σεξ, αναδείχτηκε κύρια οργανωτική μορφή κάθε κοινότητας (στο ίδιο, σελ. 38). Οι μελέτες της συγκεκριμένης επιτροπής και η επιρροή τους στη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη θα θεμελιωθούν μέσα από μια σειρά έργων για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των λαών και ιδιαίτερα των κατώτερων στρωμάτων, με κύριο πρωταγωνιστή τον καθηγητή ζωολογίας Άλφρεντ Κίνσεϊ [Alfred C. Kinsey (1894-1956)].

Όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, τα έργα του Κίνσεϊ μεταφράζονται από τον Έλληνα σεξολόγο Γεώργιο Ζουράρι, στα οποία διαβάζουμε, για παράδειγμα, ότι η αναφροδίσια γυναίκα αποτελεί την αιτία των διαζυγίων στην Ελλάδα κατά 60-70% (Ζουράρις, 1940, σελ. 33). Εξάλλου, λίγες σελίδες αργότερα, ο Ζουράρις συμφωνεί με τον Κίνσεϊ και καταλήγει, πάντα μέσω «αντικειμενικότητας», ότι «ο άνδρας έχει ισχυράν ορμήν, είναι πολύγαμος εξ ιδιοσυγκρασίας τύπος, του αρέσει η ερωτική περιπέτεια και η αλλαγή» (στο ίδιο, σελ. 46), ενώ η κυριαρχία, ο ανταγωνισμός και η υποταγή των θηλυκοτήτων σε αυτόν συνιστούν κομμάτι του ανδρικού φύλου. Στο πλαίσιο αυτό, με το φύλο να είναι αποκλειστικά είτε το άρρεν, είτε το θήλυ, το 1937 πραγματοποιείται η πρώτη εγχείρηση αλλαγής φύλου σε ίντερσεξ, όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα Για αυτό το ευγονικό «θαύμα» της επιστήμης υπάρχει εκτενής αναφορά στην εφημερίδα της εποχής Ακρόπολη. Εκεί, διαβάζουμε τα εξής:

Μια 12ετίς Βολιωτοπούλα έγινεν εις τον «Ευγαγγελισμόν» αγόρι! Εξαιρετικός ελληνικός ιατρικός άθλος. Το μεράκι ενός πατέρα που ήθελε το παιδί του αγόρι. Περισσότερον γυναίκα και ελάχιστα άνδρας. Η ανωμαλία της φύσεως και η επιτυχία της εγχειρήσεως του κ. Σμπαρούνη. Τι λέγει η τέως μικρούλα και νυν Τάσος Παπαδόπουλος.

Αντίστοιχα, στην ίδια εφημερίδα καταγράφονται τα εξής:

Η τέως δεσποινιδούλα και νυν μικρούλης Τάσος Παπαδόπουλος άγει το 12ον έτος των ερμαφρόδιτων Μαΐων του και μόλις προχθές μετά την επιτυχή εγχείρησιν ετηλεγραφήθη από τον πατέρα του να εγγραφή εις τα δηματολόγια των Παγασών οριστικώς πλέον ως άρρην Έλλην πολίτης. Είνε, κατά τας πληροφορίας που συνελέξαμεν, ο πρωτότοκος υιός του πατέρα του κ. Λαζάρου Παπαδοπούλου. Αυτό εγέννησε την «περιπέτειάν» του εις το χειρουργικό τραπέζι του κ. Σμπαρούνη. Ο κ. Παπαδόπουλος δεν ημπορούσε να ανεχθή τον πρωτογενή του κορίτσι. Τον ήθελε αρχηγό της οικογενείας, λεβέντη, παλληκαρά, κατά που λέει ο λόγος. Βεβαίως πταίει και η φύσις με την ανωμαλίαν –την διαμαρτυρίαν κατά την επιστημονικήν λέξιν– που είχε δημιουργήσει εις το σημείον της διακρίσεως των δύο φύλων. […] Το μέλλον θα του δείξη αν πρέπει να λυπάται ή να χαίρεται δι’ ότι ο πατέρας του και η επιστήμη του εχάρισαν. (Ακρόπολις, 1937, σελ. 3)

Μια αντίστοιχη επέμβαση θα έχουμε και με την περίπτωση της Παρασκευής Γιαννακού, όπου φαίνεται να γίνεται εγχείρηση αλλαγής φύλου, στο Τζάννειο νοσοκομείο το 1947 (Μουτσίκας, 2022). Αντίστοιχα, το 1943, έγινε η πρώτη πρόταση για την αντικατάσταση του όρου «ερμαφρόδιτος» με το «intersex» από τον Έλληνα φυσικό, Αλέξανδρο Πολύκλειτο Καββαδία [Alexander Polycleitos Cawadias (1884 –1971)], ο οποίος ήταν υπέρμαχος του νεοϊπποκρατισμού, της ολιστικής ιατρικής και της ομοιοπαθητικής. Υποστήριξε στο βιβλίο του Hermaphroditos the human intersex ότι το ανθρώπινο φύλο ήταν ένα συνεχές και η διασεξουαλικότητα ένα φυσιολογικό φαινόμενο (Karkazis, ό.π., σελ. 44-45). Αρνήθηκε ότι υπήρχε ένα πραγματικό ερμαφρόδιτο και είδε όλους τους ανθρώπους να βρίσκονται κάπου μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ωστόσο αυτή η ερμηνεία θα μείνει στο περιθώριο, ενώ ο κυρίαρχος βιοϊατρικός λόγος, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα επιδοθεί στη δίνη της «συμμόρφωσης» του φύλου στο δυτικοευρωπαϊκό αφήγημα (Danon-Μeoden & Yanay, 2016). Τα επόμενα χρόνια, όταν οι βιολογικές εξηγήσεις για την ανθρώπινη διαφορά έχασαν τη νομιμοποίησή τους λόγω της σύνδεσής τους με τη ναζιστική ευγονική, οι γιατροί άρχισαν να επανεξετάζουν τον ρόλο των ψυχολογικών παραγόντων στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη «θεραπεία» των ίντερσεξ (Ingersoll και Finesinger, 1947· Τζανάκη, 2023, σελ. 222) υποκειμένων (Redick, 2004).

 

4. Από το sex στο gender: Μια ευγονική δρόμος

Ο ψυχολόγος-σεξολόγος Τζον Γουίλιαμ Μάνεϊ [(John William Money (1921-2006)] θα προβεί σε εκτενή μελέτη στα ίντερσεξ και τρανς υποκείμενα, καταλήγοντας ότι το φύλο δεν είναι μια εφαρμοσμένη βιολογία αλλά μια εφαρμοσμένη επιστημονική κατασκευή, με την έννοια ότι στις νεωτερικές κοινωνίες το φύλο καλείται να είναι λειτουργικό (Repo, 2015). Με αυτόν τον τρόπο, η επιστημονική θεραπεία όσον αφορά στο φύλο δεν ήταν άλλη από την ορμονική, ψυχολογική, χειρουργική πρακτική από τον ειδήμονα, όπου στόχο είχε τη δημιουργία ενός «λειτουργικού» κοινωνικού φύλου (gender) άρρεν-θήλυ, και όχι κάποιο έμφυλο σύστημα ανδρογυνισμού. Το 1952, μάλιστα, η διατριβή του έχει τον τίτλο «Hermaphroditism: An inquiry into the nature of a human paradox» (Kartazis, 2008, σελ. 49). Την ίδια περίοδο, η ταυτότητα φύλου ορίστηκε από τον ψυχίατρο Ρόμπερτ Στόλερ [Robert Stoller (1924-1991)] ως η «γνώση και η επίγνωση, είτε συνειδητή είτε ασυνείδητη, ότι κάποιος ανήκει στο ένα φύλο και όχι στο άλλο» (Stoller, 1968, εδώ από Repo, 2015, σελ. 59). Για τον Στόλερ, η ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου διαρκούσε τουλάχιστον μέχρι το τέλος της εφηβείας, αλλά αυτό που ονόμασε βασική ταυτότητα φύλου, δηλαδή, η αδιαμφισβήτητη πεποίθηση του ατόμου ότι είναι βιολογικά είτε αρσενικό, είτε θηλυκό, εδραιωνόταν κατά τα τρία πρώτα χρόνια της βρεφικής ηλικίας, πριν από τη φαλλική φάση (στο ίδιο). Αντίστοιχα, μέσω των περιπτωσιολογικών του μελετών με ίντερσεξ ασθενείς, ο Στόλερ υποστήριξε ότι οι δυαδικές ταυτότητες φύλου ήταν ουσιώδεις για να γίνει κάποιος πλήρως ολοκληρωμένο και χρήσιμο μέλος της κοινωνίας (στο ίδιο). Ο Στόλερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γονείς οι οποίοι δεν επέτρεπαν τη χειρουργική επέμβαση στα γεννητικά όργανα του παιδιού τους με διφορούμενο φύλο διακινδύνευαν να μεγαλώσουν ένα άτομο που θα έπρεπε «να υποκύψει στη μοίρα του να μην ανήκει πραγματικά στην ανθρώπινη φυλή» (στο ίδιο). Ταυτόχρονα, η μετατόπιση του βάρους από τις ορμόνες στην ψυχολογική συνθήκη άνοιγε ακόμη πιο διάπλατα την πόρτα της επιστήμης σε μια σειρά από τεχνολογίες με στόχο τη συμμόρφωση του φύλου στο «πολιτισμένο» φύλο, μέσω της μορφής του ψυχικού σωφρονισμού στο δυτικό αστικό φύλο (άρρεν-θήλυ). Οι επιπτώσεις της «διόρθωσης» φύλου από τον Τζον Μάνεϊ, από την άλλη, θα μείνουν γνωστές στην ιστορία, μέσα από τη διπλή αυτοκτονία του Ντέιβιντ Ράιμερ [(David Reimer, (1965-2004)] και του δίδυμου αδερφού του Μπρους Ράιμερ [(Bruce Reimer, (1965-2004)], μετά από ατύχημα του Ντέιβιντ –κατά τη διάρκεια βρεφικής περιτομής, του έκαψαν το πέος κατά λάθος με τα πρώτα λέιζερ. Ο Μάνεϊ είχε συστήσει στους γονείς τη χειρουργική διόρθωση του φύλου του γιού τους, ενώ στη διάρκεια της ζωής αυτών των διδύμων ο Μάνεϊ άσκησε μια σειρά από πειράματα με στόχο τη μελέτη τους (Τζανάκη, 2023, σελ. 226). Επιπλέον, το 1966, ο Μάνεϊ έγινε ο πρώτος ερευνητής στις ΗΠΑ ο οποίος χρησιμοποίησε οξική μεδροξυπρογεστερόνη (medroxyprogesterone acetate, MPA) στη θεραπεία των σεξουαλικών παραβατών, όταν χορήγησε το φάρμακο σε αμφιφυλόφιλο τραβεστί που ήταν σε θεραπεία για παιδοφιλική συμπεριφορά (Vaillancourt, 2012, σελ. 4). Αν και δεν έχει εγκριθεί από τη Διοίκηση Τροφίμων και Φαρμάκων στις ΗΠΑ, το MPA από τότε έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό τη μείωση των σεξουαλικών φαντασιώσεων και παρορμήσεων (Dareer, 1982) ενώ τα επόμενα χρόνια στη Μονάδα Ψυχοορμονικών Ερευνών του Johns Hopkins, ο Money και οι συνεργάτες του διεξήγαγαν έρευνα σε πολυάριθμους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χημικό ευνουχισμό. «Το 1976, ένα παρόμοιο πρόγραμμα ΜΠΑ ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο του Τέξας Medical Branch στο Γκάλβεστον (Medical Branch in Galveston). Το πρόγραμμα αυτό ενσωματώθηκε σύντομα στην Κλινική Ρόζενμπεργκ (Rosenberg Clinic) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα» (Vaillancourt, ό.π., σελ. 4).

 

4.1. Transsexual

Ο όρος transsexual από την άλλη, θα εκλαϊκευτεί από τον Χάρι Μπέντζαμιν [Harry Benjamin, (1885-1986)], συνάδελφο του Χίρσφελντ στο Ινστιτούτου Σεξολογίας (1919-1933), πριν μετακομίσει ο ίδιος στην Αμερική. Μάλιστα, μετά το 1952, το όνομά του θα ταυτιστεί με την εγχείρηση αλλαγής φύλου της Κριστίν Γιόργκενσεν [Christine Jorgensen, (1926-1989)]. Στην ουσία, ο Μπέντζαμιν δημιουργεί μια ολόκληρη βιβλιογραφία γύρω από την αλλαγή του φύλου, ενώ, το 1966, μετά την έκδοση του έργου του The transsexual phenomenon, μαζί με συναδέλφους του δημιούργησαν το ίδρυμα Harry Benjamin International Gender Dysphoria Association. Πρόκειται για έναν ιατρικό σύλλογο από χειρουργούς, ενδοκρινολόγους, ψυχίατρους και δικηγόρους που ασχολούνταν ακριβώς με τη μετάβαση από το ένα φύλο στο άλλο (Repo, 2015, σελ. 53· Τζανάκη, 2023, σελ. 237). Στο πλαίσιο αυτό, ο ιδρυτής της Ευγονικής Εταιρείας (1953) στην Ελλάδα, ο μαιευτήρας Νικόλαος Λούρος (1898-1986) (Κουρέτας, 1975), συνιστά το εξής: εφόσον υπήρχε ωοθηκόρχις (γεννητικός αδένας με ωοθηκικό και ορχικό ιστό), ή αρρενοβλάστωμα (ένας είδος όγκου των ωοθηκών, που προκαλούσε αρρενοποίηση) να αφαιρούνται, καθώς αποκτούσαν συνήθως κακοήθεις χαρακτήρες. Τόνιζε, έτσι, τη σημασία του «σωστού προσδιορισμού του φύλου στα νεογνά» τόσο μέσω ορμονικής αγωγής, αλλά και κατ’ εξαίρεση, μέσω εγχειρητικής διόρθωσης (Κριτσωτάκη, ό.π., σελ. 26). Παράλληλα, το 1967, όπως εντοπίζει η Κριτσωτάκη, δημοσιεύεται η μελέτη «Διαταραχαί εις την διαφοροποίησιν του φύλου», στο Δελτίο Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Κριτσωτάκη, ό.π., σελ. 27), όπου και προτείνεται η αντιμετώπιση του «ερμαφροδιτισμού» από τους ειδικούς (παιδίατρο, χειρουργό και ενδοκρινολόγο), «ούτως ώστε να μην αποφασίζουν περί του φύλου άτομα ανεύθυνα» (στο ίδιο, σελ. 28). Στη δεκαετία του 1970, επιπλέον, επανέρχεται η μελέτη στα ζώα, ενώ διατυπώνεται η θεωρία του «εγωιστικού γονίδιου» του Βρετανού ηθολόγου και εξελικτικού βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς [Richard Dawkins (1941-)]. Το 1980, ο Τζον Φίλιπ Ράστον [John Philippe Rushton] (1943-2012)], καθηγητής του Πανεπιστημίου Western Ontario, όπως σημειώνει ο Κόκκινος, «έκανε λόγο για τη βιολογική υπεροχή των λευκών, όπως και των λαών ασιατικής καταγωγής, έναντι των μαύρων, τόσο στο ζήτημα της ευφυΐας όσο και σε αυτό της ροπής προς τη δημιουργία οικογένειας, ενώ ο Robert Gordon, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, συσχέτισε τον υψηλότερο δείκτη εγκληματικότητας, με προδιαθέσεις σεξουαλικής υπερδραστηριότητας στην έλλειψη ‘κοινωνικών δεξιοτήτων’» (Κόκκινος, 2021, σελ. 64) λόγω του χαμηλότερου δείκτη ευφυΐας τους, ενώ τη δεκαετία του 1980, με το AIDS, τίθενται ξανά στο επίκεντρο της μελέτης οι ετερόμορφες σεξουαλικές επιμειξίες. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το κράτος να μετατραπεί, κάτω από το βάρος της επιστήμης, σε αποκλειστικό μηχανισμό αναγνώρισης της ταυτότητας του φύλου, μέσω του ειδικού, δημιουργώντας έτσι, εκείνο τον άπειρο (ύστερο) νεωτερικό χώρο, εντός του οποίου κάθε τι άλλο εκτός της «αλήθειας» της Αστικής Δημοκρατίας, φαντάζει ως ανωμαλία και διαστροφή.

 

4.2. Μετά το AIDS

Το 1982, το Εφετείο Αθηνών, με απόφασή του, στην «υπόθεση Δουλγεράκη», κατέληξε ότι «[ο] προσδιορισμός του φύλου ενός ατόμου είναι αποκλειστικά και μόνο έργο των ιατροδικαστών και κανενός άλλου παράγοντα. Το φύλο του ατόμου δεν αλλάζει ούτε με δικαστικές αποφάσεις, ούτε με διοικητικές πράξεις. Ούτε με έκδοση αστυνομικών ταυτοτήτων, ούτε με γάμους, ούτε με βαπτίσεις είναι δυνατόν να αλλάξει το φύλο ενός ατόμου. Οποιαδήποτε ανωτέρω πράξη αλλαγής φύλου είναι άκυρη μη στηριζόμενη σε επιστημονικά δεδομένα» (Γιαμαρέλου, 1982, σσ. 494-495). Το 2005, πάνω σε αυτή τη βάση, προτάθηκε να αντικατασταθούν οι όροι ίντερσεξ (intersex), ερμαφρόδιτος (hermaphrodite), και ψευδοερμαφροδιτισμός (pseudohermaphrodite) από τη νέα ορολογία «διαταραχές της διαφοροποίησης του φύλου» (disorders of sex differentiation, DSDs) (Kim και Kim, 2012, σσ. 1-8), ενώ δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι όροι όπως «διαταραχές της ανάπτυξης του φύλου» και «ερμαφροδιτισμός» παραμένουν ισχύοντες στον κατάλογο του ICD (International Classification of Diseases 11th Revision). Το 2014, ο Δρ. Κάρι Γκάμπριελ Κοστέλο (Cary Gabriel Costello) δημοσίευσε μια ανάρτηση στο ιστολόγιο του, με τίτλο «On eugenic abortion of the intersex», η οποία συζητούσε τη σύγχρονη επιλογή των γονέων να τερματίσουν τα έμβρυα που έχουν διαγνωστεί με μια διαφυλική πάθηση, αναδεικνύοντας το πόσο η ευγονική αλήθεια-ταξινόμηση σε «άξια» και σε «ανάξια» ζωή, έχουν ενσωματωθεί μέσω του φύλου (άρρεν-θήλυ) (Dykstra Dykerman, 2015) στις μέρες μας. Μάλιστα, μια εκτενέστερη ανάλυση του ζητήματος που θέτει ο Κοστέλο μπορεί να βρεθεί στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2013 του περιοδικού The Journal of American Bioethics, το οποίο και ασχολήθηκε με την πρακτική της προγεννητικής γενετικής διάγνωσης, για περιπτώσεις διαφυλικών παθήσεων. Το συγκεκριμένο αφιέρωμα αφήνει την ευθύνη στους γονείς να σκεφτούν αν θέλουν να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί με γεννητικά όργανα που μπορεί να μην εκλαμβάνονται ως «φυσιολογικά» (στο ίδιο). Μια τέτοια ερμηνεία ωστόσο στην ουσία δεν κάνει κάτι άλλο από το να αποζητά μια «φυλετική/έμφυλη» καθαρότητα (στο ίδιο). Για να είμαστε όμως σαφείς, κάθε τέτοια ρητορική περιορίζει τη ζωή με βάση το άρρεν-θήλυ και εμπεριέχει σαφέστατα ευγονικές ερμηνείες, περιορίζοντας ανθρώπινες ελευθερίες όπως του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό, αλλά και σε ένα συγκροτημένο «ερμαφρόδιτο» καθεστώς γνώσης, αλήθειας και οράματος μιας Παγκόσμιας Δημοκρατίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 2017, το ελληνικό κράτος αρνήθηκε να συμπεριλάβει τα ίντερσεξ υποκείμενα στο νομοσχέδιο. Νομοσχέδιο που αποτελεί μέρος σειράς νομοσχεδίων γύρω από το καθεστώς της ταυτότητας του φύλου, ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, τα νομοσχέδια αυτά, παρότι σε άλλες χώρες συμπεριέλαβαν και τα ίντερσεξ υποκείμενα, αυτό που προτείνω είναι ότι ακόμη και όταν τα κράτη αποδεχτούν μια τέτοια ρύθμιση, δεν λειτουργούν απελευθερωτικά, αλλά στεγάζουν μια ευγονική αντίληψη της ίδιας της κρατικής εξουσίας. Αυτή δεν είναι άλλη από μια «ηθική» καθαρότητα, η οποία διασφαλίζεται μέσα από την αναγνώριση των αγεωμέτρητων ταυτοτήτων του φύλου από το κράτος, μέσω της άσκησης μιας νεοφιλελεύθερης κυβερνολογίας, υποτίθεται στο όνομα των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων με τη διεύρυνση της ταυτότητας του φύλου σε «ακραία» όρια, εντός όμως της εκάστοτε «αλήθειας» της αστικής δημοκρατίας. Με δυο λόγια, η διεύρυνση των ταυτοτήτων του φύλου από την πλευρά του κράτους δεν επιφέρει απελευθέρωση αλλά περισσότερη εξουσία πάνω στον άνθρωπο, αφού έμπρακτα πλέον το φύλο γίνεται κρατικό, ενώ το υποκείμενο καλείται να ομολογεί συνεχώς το φύλο του και με έναν τρόπο να ομολογεί συνεχώς την υπακοή του σε ένα αυθαίρετο αστικό καθεστώς αλήθειας και ηθικής (άρρεν-θήλυ).

 

Επίλογος

Εν κατακλείδι, η επιστήμη έχει στηριχθεί σε έναν λόγο ανταγωνισμού και επιβίωσης του πιο ισχυρού, χωρίς να παραθέτει τις συνθήκες που δημιουργούν την ανθρώπινη εξαθλίωση, ενώ εργαλειοποιεί όλο και περισσότερο την ανθρώπινη ζωή και το φύλο με στόχο την κυριαρχία της αρρενωπότητας· συνθλίβοντας τη θηλυκότητα κάτω από το κάλεσμα του Κρέοντα, ο οποίος πρέπει να συντρίψει την Αντιγόνη [και ό, τι αυτή αντιπροσωπεύει ως μητρική τάξη πραγμάτων] προκειμένου να επικυρώσει την πατρική εξουσία και, μαζί με αυτήν, την αναπαραγωγή της «άξιας» ζωής, για λογαριασμό του καπιταλιστικού πατριαρχικού ιμπεριαλισμού.

 

Σημειώσεις

1 Δόκιμα θεωρώ ότι χρησιμοποείται ο όρος γενοκτονία, από τη Ρηνιώ Συμεωνίδου και τον οποίο επίσης χρησιμοποιώ με την έννοια ότι υπάρχει μέχρι τις μέρες μας, μια συντονισμένη και σχεδιασμένη ευγονική «αορατοποίηση» του ανδρόγυνου-γύνανδρου γένους ως σώμα, φύλο, σεξουαλικότητα, αλήθεια και μνήμη, με σκοπό να εξαλειφθεί ένα μέρος της ανθρωπότητας προς τη διαώνιση της αν(δ)ρωπότητας.

2 O ίδιος μάλιστα στο κεφάλαιο «Sexual Inversion» θα αναφερθεί στον πρωτόγονο ερμαφροδιτισμό (Ellis, 1905, σ. 6). Στο ίδιο κεφάλαιο εντοπίζουμε και τον ψυχικό ερμαφροδιτισμό (στο ίδιο, σελ. 67) , τον psychosexual hermaphroditism (στο ίδιο, σελ. 71) και τέλος τον panhermaphroditism (στο ίδιο, σελ. 312).

3 Ή με άλλα λόγια, αυτού του υβριδικού φύλου.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αθανασίου, Α. (επιμ.) (2011). Βιοκοινωνικότητες: Θεωρήσεις στην ανθρωπολογία της υγείας. Νήσος.

Ανδρεόπουλος, Γ. (1846). Επιτομή ιατροδικαστικής. Τυπογραφείο Γ. Μελιστάγους Μακεδόνος.

Αποστολίδης, Σ. (1889). Αι ψυχώσεις: Μελέται ιατρικαί κοινωνιολογικαί και φυσιολογικαί περί φρενοπαθειών. Εκ της τυπογραφίας της Βασιλικής Αυλής Β. Ιγγλέση.

Βάφας, Γ. (1903). Μαθήματα Ιατροδικαστικής: Διδαχθέντα εν τω Εθνικώ Πανεπιστήμιο. Τόμος Δεύτερος. Ζητήματα αναφερόμενα εις την λειτουργία της γεννέσεως. Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου.

Βαρίκα, Ε. (2009). Για μια πολιτική γραμματική του φύλου. Πλέθρον.

Βιδάλη, Σ. (2013). Εισαγωγή στην εγκληματολογία. Νομική Βιβλιοθήκη.

Γιαλκέτσης, Θ. (23/12/2018). Η δυσοίωνη προφητεία του Μάλθους. Efsyn.

Γεωργαντάς, Α. (1885). Στοιχεία ιατροδικαστικής, τόμος πρώτος. Τυπογραφείο των αδελφών Περρή. Διαθέσιμο στο: http://www.openarchives.gr/view/457194.

Γεωργαντάς, Α. (1889). Στοιχεία ιατροδικαστικής. Τόμος Δεύτερος. Τυπογραφείο Αδελφών Περρή.

Γιαμαρέλου, Π. (1982). Eπιστημονικά αδύνατη η αλλαγή φύλου. Επιθεώρηση Χωροφυλακής, 151, 494-495.

Ζουράρις, Γ. (1929). Ψυχοανάλυσις & ψυχοβιολογία: Συνοπτική έκθεσις των δύο αντίπαλων θεωριών. Λημνίδου & Σεισκάκη.

Ζουράρις, Γ. (1940). Η σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων: Η ελληνική επιστήμη απαντά εις τον Κίνσεϋ. Μέλισσα.

Θεοχαρίδης, Ξ. (1883). Περί γάμου και ερμαφροδιτισμού υπό Ιατροδικαστικήν έποψιν. Διδακτορική διατριβή στην Ιατρική Σχολή στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ισότητα και ελευθερία σήμερα (1/6/2017). Left.gr. Ανακτήθηκε 15/10/2017 από https://left.gr/news/isotita-kai-eleytheria-simera-reportaz-apo-tin-ekdilosi-toy-syriza-gia-ti-nomiki-katohyrosi-tis.

Κατσίγρα, Α. (1935). Γενετήσια αγωγή για το αγόρι. Κολλάρου.

Καλλικωβάς, Α. (1888). Εγχειρίδιον Ιατροδικαστικής τροποποιηθέν συμφώνως τη Ελληνική Νομοθεσία. Εκ του Τυπογραφείου της «Κορίννης».

Κουρούτζας, Χ. & Τζανάκη, Δ. (2021). Το έργο του Κωσταντίνου Γαρδίκα και οι βιοϊατρικές νοηματοδοτήσεις του: τα λαϊκά στρώματα ως άμεση αιτία εγκλημάτων. Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου, Αντιγόνη, 1, 25-44.

Μια 12ετίς Bολιωτοπούλα έγινεν εις τον ‘Eυαγγελισμόν’ αγόρι!, Ακρόπολις, 1 Ιουλίου 1937, σελ. 3.

Κουρέτας, Δ. (1975). Ψυχανάλυσις, ψυχιατρική, νευρολογία:. Εκλόγιον εξ ερευνών και μελετών επί θεμάτων ψυχαναλύσεως-νευρολογίας-ψυχιατρικής-ψυχοβιογραφίας-ιστορίας της ιατρικής 1924-1974. Επιστημονικαί Εκδόσεις Γρηγόριος Κ. Παρισιανός.

Κόκκινος, Γ. (2021). «Άξια» και «ανάξια» ζωή, Ευγονική, εκφυλισμός, βιοπολιτική: Ο γιατρός στο ρόλο του κοινωνικού θεραπευτή και του εθνικού αναμορφωτή. Ταξιδευτής.

Κριτσωτάκη, Δ. (2013). Ιατρική και ερμαφροδιτισμός στην Ελλάδα 1870-1970. Στο Δ. Βασιλειάδου, Π. Ζεστανάκης, Μ. Κεφαλά & Μ. Πρέκα (επιμ.), Σώματα, σεξουαλικότητες: Εννοιολογήσεις του «μη κανονικού». ΟΜΙΚ.

Κωσταντινίδης, Κ. (1931). Η ψυχανάλυσης, ή ψυχολογία του ασυνειδήτου. Τυπογραφικά καταστήματα Χρ. Χρονοπούλου.

Λάγιος, Θ. (2013). Νόμος και κανόνας: Επιστήμη και βιοπολιτική. Ανακτήθηκε 15/10/2017 από https://kritikistinepistimi.wordpress.com/2013/04/25/%CF%8C-%CF%8C-%CE%AE/.

Μουτσίκας, Ν. (14/5/2022). Η μοναδική ιστορία μας πρωταθλήτριας στίβου του Γ.Σ. Τρικάλων. Η ηρωίδα που έγινε… ήρωας! fatsimare.gr

Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Ανακτήθηκε 15/10/2017 από http://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=75d1ff53-879c-4dcb-bfff-a7f20108f665.

O Άρειος Πάγος «κόβει» τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών, TVXS. Ανακτήθηκε 15/10/2017 από http://tvxs.gr/news/ellada/o-areios-pagos-kobei-toys-gamoys-omofylon-zeygarion.

Μαρίνου, Ξ. (2015). Αναζητώντας οδοφράγματα: Αστικός τύπος και ελληνικές συμμετοχές στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα. ΚΨΜ.

Μπουρδάρας, Γ. (15/10/2017). Η ταυτότητα φύλου, η ηλικία και οι επικοινωνιακοί χειρισμοί της κυβέρνησης. Καθημερινή.

Μωϋσείδης, Μ. (1925). Ευγονική και παιδοκομία παρα τοις αρχαίοις Έλλησιν : Συμβολή εις την ιστορίαν της παιδοκομίας. Τυπογραφείο Κ.Γ. Μακρίδου και Ι.Α. Αλευροπούλου.

Μωϋσείδης, Μ. (1932). Ο Μαλθουσιανισμός άλλοτε και νυν, Έλεγχος γεννήσεων και αποστείρωσις: Μελέτη ιατρική, ευγονική και κοινωνική. Τυπογραφείο Αδελφών Γεράρδων.

Ross, Κ. (2021). Κοινοτική Πολυτέλεια. Εκδόσεις των Ξένων.

Σιάτου, Α. (1907). Οι ερμαφρόδιτοι και ψευδερμαφρόδιτοι εν τη νομική επιστήμη. Εκ του Τυπογραφείου «Νομικής».

Τζανάκη, Δ. (2019). Αναστροφή φύλου 1816-2017. Κοινωνικές Επιστήμες, 8-9, 276-293.

Τζανάκη, Δ. (2018). Φύλο, σεξουαλικότητα, επιστήμη και εξουσία. Ασίνη

Τζανάκη, Δ. (2020). Δίωξη του τριβαδισμού/σοδομισμού/ομοφυλοφιλίας/λεσβιανισμού. Διαφορετικές εκδοχές της ψυχικής δίωξης ενάντια της ανθρώπινης ανυπακοής (1834-1951). Κοινωνικές Επιστήμες, 11, 168-185.

Τζανάκη, Δ. (2021). Φύλο, σεξουαλικότητα, τάξη, φυλή και η ενσωμάτωση του δυτικοευρωπαϊκού αποικιοκρατικού-πατριαρχικού, ταξικού βιοϊατρικού λόγου εναντίον του ‘εγκληματικού’ πάθους της Παρισινής Κομμούνας για Παγκόσμια Δημοκρατία. Marginalia, 5.

Τζανάκη, Δ. (επιμ.). 2021. Καύλα, υγεία και επανάσταση. Ασίνη.

Τζανάκη, Δ. (2023). Ίντερσεξ. Η Κατασκευή και το καθεστώς αλήθειας του φύλου στη Δύση (επίμετρο Ο. Γεωργοπούλου· επιμ. Θ. Λάγιος και Χ. Μάης), Ψηφίδες.

Foucault, M. (1987). Εξουσία, γνώση και ηθική (μτφρ. Ζ. Σαρίκας).  Ύψιλον.

Foucault, M. (2011). Ιστορία της σεξουαλικότητας: Α΄ τόμος, Η βούληση για γνώση (μτφρ. Τ. Μπέτζελος). Πλέθρον.

Φρόιντ, Σ. (1925). Τρεις φυλετικαί περιπτώσεις (μτφρ. Α. Ξηβέριος). Εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκης.

Φρόιντ, Σ. (2017). Η υστερική φαντασίωση και οι σχέσεις της με την αμφιφυλία (μτφρ. Α. Πλόσκας). Fort-Da, 4, 53-60.

Fromm, E. (2021). Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και οιδιπόδειος μύθος (μτφρ. Ρ. Σινοπούλου). Πλέθρον.

Harraway, D. (2014). Ανθρωποειδή, κυβόργια και γυναίκες: H επανεπινόηση της φύσης, (μτφρ. Π. Μαρκέτου, επιμ. Ε. Τάκου). Αλεξάνδρεια.

Χίρσφελντ, Μ. (1960). Η ψυχολογία της ομοφυλοφιλίας (μτφρ. Κ. Λ. Μεραναίου). Εκδόσεις Μαρή.

Χρονάκη, Ά. (2022), «Χάος, Κανονικότητα, Τάξη: Μετακίνηση στην επιθυμία αταξίας». Στο Υγεία, Καύλα και Επανάσταση (επιμ. Δ. Τζανάκη). Ασίνη, 655-696.

Ξενόγλωσση

Astbury, J. (1996). Crazy for you. Oxford University Press, 1996.

Braga-Pinto, C. (2014). Othello’s Pathologies: Reading Adolfo Camninha with Lombroso. Comparative Literature, 66(2), 159.

Borch-Jacobsen, M. (2011). Les Patients de Freud. Editions Sciences Humaines.

Broca, P. (1864). Sur un cas de nymphomanie invétérée traitée par l’infibulation. Bulletin de la Société de Chirurgie, 2(5), 10.

Beccalossi, C. (2017). Italian Sexology, Nicola Pende’s biotypology and hormone treatment sin the 1920s. Histoire, Medecine et Sante, 12, 73-97.

Beirne, Ρ. (1993). Inventing Criminology: Essays on the Rise of «Homo Criminalis». State University of New York.

Campbell, Η. [1891] 2013. Differences in the nervous organization of Man and Woman. Facsimile Publisher.

Cauldwell, D. [1949] 2001. Psychopathia Transexualis. Sexology, 16, 274-280.

Casper, J.-L. (1862). Manuel pratique de médecine Légale. G. Bailliere.

Charcot, J.-M., & Magnan, V. (1882α). Inversion du sens genital. Archives de neurologie, 3, 53-60.

Charcot, J.-M., & Magnan, V. (1882β). Inversion du sens genital. Archives de neurologie, 4, 296-322.

Charlier, P., & Deo, S. (2019). Paul Broca’s clitoridectomy as a cure for “nymphomania”: A pseudo-medical mutilation. Torture, 29(2), 110-112. doi: 10.7146/torture.v29i2.114013. PMID: 31670711.

Cleminson, R., & Vázquez, G. (2009). Hermaphroditism, medical science and sexual identity in Spain, 1850-1960. University of Wales.

Crahay, G. (2013). Valorising genitalia: Homosexuality and hermaphroditism in French scientific writings in the nineteenth century. Harts & Minds: The Journal of Humanities and Arts, 2(1), 1-18.

Crais, C., & Scully, P. (2009). Sara Baartman and the Hottentot Venus: A ghost story and a biography. Princeton University Press.

Danon-Μeoden, L. & Yanay, N. (2016). Intersexuality: On Secret Bodies and Secrecy. Studies in Gender and Sexuality. 17, 57-72.

Dareer, A. (1982). Woman, why do you weep? Circumcision and its consequences. Zed Press.

Daston, L., & Park, K. (1996). The Hermaprhodite and the orders of nature: Sexual ambiguity in early modern France. GLO, 1, 419-438.

Dietrich, M. R. (2003). Richard Goldschmidt: Hopeful monsters and other “heresies”. Nature Reviews Genetics, 4, 68-74. Ανακτήθηκε 10/6/23 από http://www.dartmouth.edu/~dietrich/NRG2003.pdf.

Dreger, A. (1995). Doubtful sex: The fate of the hermaphrodite in Victorian medicine. Victorian Studies 38 (3), 335-370.

Dreger, A. (1998). Hermaphrodites and the medical invention of sex. University Press.

Dykstra Dykerman, K. (3/5/2015). Eugenics and intersex: The consequences of defining “normal” bodies. Ανακτήθηκε 10/6/23 από https://notchesblog.com/2015/03/03/eugenics-and-intersex-a-historical-perspective-on-a-contemporary-problem/.

Ellis, H. ([1905]1942). Studies in the psychology of sex: Sexual inversion. F.A. Davis Company.

Εllis, H. (1927). Studies in the psychology of sex. Sexual Inversion. Philadelphia: F.A. Davis Company.

Foucault, M. (1980). Herculine Barbin: Being the recently discovered memoirs of a nineteenth century hermaphrodite. Vintage.

Garland, E.-A. (1980). The historical development of the ‘time law of intersexuality’ and its philosophical implications. Στο L. Piternick (επιμ.), Richard Goldschmidt, controversial geneticist and creative biologist: A critical review of his contributions (σσ. 41-48). Birkhauser.

Gall, F.-J., Broussais, F., & Vimon, J. (1838). On the functions of the cerebellum. Maclachan Stewart.

Hankins, F. H. (1913). The American Economic Review, 3(4), 973-975. http://www.jstor.org/stable/1811538

Houbre, G. (2014). L’ identite civile des hermpaphrodites entre droit et medecine aux XIX sciecle. Revue d’ histoire du XIX siecle, 1 (48).

Ingersoll, F. M., & Finesinger, J. A. (1947). A case of male pseudohermaphroditism, the importance of psychiatry in the surgery of this condition. Surg Clin North Am, 27, 1218-1225.

Jahoda, G. (2015). Quetelet and the emergence of the behavioral sciences. Springerplus, 4, 473. doi: 10.1186/s40064-015-1261-7.

Kartazis, Κ. (2008). Intersex, medical authority and lived experience. Duke University Press.

Krafft Ebing, R. [1886] 1895. Études médico-légales: Psychopathia sexualis. Georges Carré.

Kim, K.S., & Kim, J. (2012). Disorders of sex development. Korean J Urol, 53(1), 1-8.

Leck, R. (2016). Vita sexualis: Heinrich Urlichs and the origins of sexual science. University of Illinois Press.

Linge, I. (2020). The potency of the butterfly: The reception of Richard B. Goldschmidt’s animal experiments in German sexology around 1920. History of the Human Sciences, 1-31, 40-70.

Lombroso, C., & Ferrero, G. (1896). Femme Criminelle et La Prostituee. Felix Alcan Editeur. Ανακτήθηκε 10/6/23 από http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k83334g/f4.item.zoom.

Mak, G. (2005). “So we must go behind even what the microscope can reveal”: The Hermaphrodite’s “self” in medical discourse at the start of the twentieth century. GLQ: A Journal of Lesbian and Gay Studies, 11(1), 65-94.

Modlin, I. M., & Kidd, M. (2001) Ernest Starling and the discovery of secretin. J Clin Gastroenterol, 32(3), 187-92. doi: 10.1097/00004836-200103000-00001. PMID: 11246341.

Moreau de Tours, J. (1859). La psychologie morbide dans ses rapports avec la philosophie de l’ histoire ou de l’ influence des névropathies sur le dynamisme intellectual. Masson.

Morel, B.-Α. (1857). Traite des dégénérescences physiques, intellectuelles et morales de l’ espèce humaine et des causes qui produisent ces variétés maladives. Ανακτήθηκε 10/6/23 από http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k850762/f3.item.zoom

Quinlan, S. (2009). Monstrous births and medical networks: Debates over forensic evidence, generation theory, and obstetrical authority in France, ca. 1780-1915. Early Science and Medicine, 14(5), 599-629.

Ramet, P.-S. (1996). Gender reversals and gender cultures. Στο (R. S. Ramet επιμ.) Gender reversals and gender cultures: Anthropological and historical perspectives. Routledge.

Ramsland, K. (2014). Beating the Devil’s game: A history of forensic science and criminal investigation. Rei Prm.

Redick, A. (2004), American history XY: The medical treatment of intersex, 1916-1955. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή New York University.

Reis, E. (2009). Bodies in doubt: An American history of intersex. The Johns Hopkins University Press.

Repo, J. (2013). The biopolitical birth of gender: Social control, hermaphroditism, and the new sexual apparatus. Alternatives, 38, 228-244.

Repo, J. (2015). The biopolitics of gender. Oxford University Press.

Robb, G. (1996). The way of all flesh: Degeneration, eugenics, and the gospel of free love. Journal of the History of Sexuality, 6(4), 589-603. http://www.jstor.org/stable/4617222

Salle, M. (2010). Une ambiguïté sexuelle subversive: L’hermaphrodisme dans le discours médical de la fin du xixe siècle. Ethnologie française, 1(1), 123-130. https://doi.org/10.3917/ethn.101.0123

Satzinger, H. (2009). Racial purity, stable genes, and sex differnce: Gender in the making of genetic concepts by R. Coldschmidt and Fritz Lenz, 1916-1936. Στο S. Heim, C. Sachse & M. Walker (επιμ.), The Kaiser Wilhelm society under national socialism (σσ. 145-170). Cambridge University Press.

Tardieu, Α. (1859[1871]). Étude médico-légale sur les attentats aux mœurs. G. Bailliere. Ανακτήθηκε 10/6/23 από https://babel.hathitrust.org/cgi/pt?id=mdp.39015057749775;view=1up;seq=188.

Vaillancourt, S. (2012). Chemical castration: How a medical therapy became punishment and the bioethical imperative to return to a rehabilitative model for sex offenders. M.A. Thesis. North Carolina: Wake Forest University Graduate School of Arts and Sciences.

Zuberbuhler, V. (2010). Écrire l’ histoire de la médicine légale. Revue d’ histoire des sciences humaines, 22, 61-77. Ανακτήθηκε 10/6/23 από https://www.cairn.info/revue-histoire-des-sciences-humaines-2010-1-page-61.htm.

Δήμητρα Τζανάκη

Η Δήμητρα Τζανάκη σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Βαλκανική Ιστορία, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η τρέχουσα έρευνά της περιλαμβάνει μια ιστορική και πολιτική μελέτη της ιστορίας των ίντερσεξ, του ευγονισμού και της κυβερνολογίας του φύλου στον βιοϊατρικό (μετα)σύγχρονο δυτικοευρωπαϊκό λόγο.