Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Σκόρπιες σκέψεις για την εργασιακή επισφάλεια

Σκόρπιες σκέψεις για την εργασιακή επισφάλεια

 

Ντιάνα Μάνεση

 


 

To ταξικό dumping μιας γενιάς κοριτσιών

Όπως πολύ ωραία υποστηρίζει η κουήρ θεωρητικός Lauren Berlant στο βιβλίο της Cruel Optimism (2011),  οι φαντασιώσεις της καθημερινότητας που υποτίθεται ότι –αν και ανέφικτες– συγκροτούν τις επιθυμίες και του δεσμούς μας στη βάση ενός λευκού καπιταλιστικού κανονιστικού ιδεώδους «καλής ζωής» μπορούν να μετατραπούν αφενός σε δεσμά που υπονομεύουν την ύπαρξη μας και, αφετέρου, συντηρούν την κανονικοποιημένη βία και κρίση της καθημερινότητας (Berlant, 2011). Τα όνειρα πολλών millenial κοριτσιών που μεγάλωσαν στα αστικά κέντρα τη δεκαετία του ’90 με μεσοαστούς γονείς περιλάμβαναν σπίτια, διακοπές, αυτοκίνητα, φιλοδοξίες, ταξίδια, φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, βίντεο κλαμπ, εξατομικευμένη κατανάλωση και συγκεκριμένες εκδοχές αξιοπρέπειας και κοινωνικού σεβασμού. Όλα αποτελούν τα υλικά ενός φαντασιακού «καλής ζωής» του παρελθόντος μιας ανύπαρκτης πλέον μικρομεσαίας και μεσοαστικής τάξης. Ακολούθησε το ταξικό dumping αυτών των κοριτσιών που έμαθαν αγγλικά, γαλλικά, πιάνο, μπαλέτο και κομπιούτερ ως παιδιά γονέων που έφεραν τη μελαγχολική ήττα της αριστεράς με επιρροές γαλλικής αστικής κουλτούρας. Η είσοδος τους στο πανεπιστήμιο ήταν το κλειδί μιας κοινωνικής κινητικότητας και ταξικής ανόδου που είχε υποσχεθεί και εν μέρει επιφέρει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τις δεκαετίαες του 1980 και ’90. Το ταξικό dumping επέφερε τη συνειδητοποίηση της βαθιάς (λευκής) ελληνικότητας και του προνομιούχου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο είχαν μεγαλώσει. Ταυτόχρονα, τις άφησε με το βάρος μιας διαρκούς ταξικής επαναδιαπραγμάτευσης με μια αίσθηση ανοκλήρωτου μέλλοντος, ανοίκειου παρόντος και απόμακρου παρελθόντος.

Αυτά τα κορίτσια ήταν λίγο απειθάρχητα και εκδήλωναν κάποια αντιδραστικά πρωτο-φεμινιστικά αντανακλαστικά: «Δεν παντρεύομαι», «Δεν θέλω να κάνω παιδιά» ήταν οι απαντήσεις τους στα όνειρα της μητέρας τους. Αυτά τα κορίτσια πέρασαν στο πανεπιστήμιο με κόστος την αναπνοή τους. Έπαθαν άσθμα, έβγαλαν εξανθήματα, κνησμούς και εκζέματα. Το ίδιο τους το δέρμα σωματοποιούσε την έκθεση τους στο τραύμα και τη βία της ετεροκανονικότητας αλλά και σε ένα σύστημα που της ήθελε «καλές μαθήτριες» και «μορφωμένες» για να βρουν στη συνέχεια ένα «καλό παιδί» με καλύτερη δουλειά από αυτές (αν και με τα ίδια προσόντα) για να ζήσουν την «καλή ζωή» της ετερόφυλης και αξιοσέβαστης πλην ηθικά συντηρητικής οικογένειας. Αυτά τα κορίτσια δεν έγιναν γυναίκες*1 όπως τις ορίζει η ετεροκανονικότητα. Δεν παντρεύτηκαν, δεν έκαναν παιδιά, αμφισβήτησαν την υποχρεωτική ετεροφυλοφιλία ως συγκροτητική συνθήκη της γυναικείας* ταυτότητας και αναζήτησαν διαφορετικούς τρόπους κατοίκησης του σώματος, της θηλυκότητας και της εαυτής τους στον κόσμο. Για αυτά τα κορίτσια, η συνέχιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ανταποκρινόταν εν μέρει και στην απουσία αναπαραστάσεων διαφορετικών μορφών κοινωνικής ύπαρξης ως cis θηλυκότητες και λεσβίες της μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης.

Η πανεπιστημιακή μόρφωση ήταν μια διέξοδος από τα βάρη της ετεροκανονικότητας όπως ήταν και για την προηγούμενη γενιά φεμινιστριών που μεγάλωσαν στην ελλάδα της δεκαετίας του ’60 και ’70. Η γενιά αυτή των κοριτσιών θα βρεθεί σε πανεπιστημιακά ιδρύματα που μόνο φιλικά δεν είναι στις φεμινιστικές και ΛΟΑΤΚ σπουδές (ειδικότερα στην ελλάδα), θα δεχθούν τα βλέμματα άλλων ανδρών συναδέλφων για τα προκλητικό τους ρούχα, τα χρωματιστά μαλλιά καθώς και για τη γλώσσα τους που τολμά να φέρνει το σώμα, την επιθυμία, την απόλαυση και την λεσβιοσύνη στο προσκήνιο. Πριν ένα χρόνο «ντροπιάστηκαν» μαζί με άλλες συναδέλφισσες αλλά και συναδέλφους επισφαλώς εργαζόμενες/ους στην έρευνα ως τεμπέλες/ίδες/α. Να αναφέρω εδώ τη δήλωση του οικονομικού συμβούλου του Μητσοτάκη, Αλέξη Πατέλη, ο οποίος αποκάλεσε τεμπέληδες τις/τους/τα κατόχους/α διδακτορικού: «Για τις πιο πολλές δουλειές που μπορεί να κάνει κάποιος μετά τις σπουδές του όχι απλώς δεν είναι απαραίτητο το διδακτορικό αλλά είναι και κάτι το αρνητικό. Δεν θα προσλάμβανα κάποιον με διδακτορικό αν μου έκανε αίτηση γιατί δείχνει ότι πιθανώς να είναι κάποιος άνθρωπος που δεν έχει απαραιτήτως όρεξη για δουλειά» (2021).

 

Η ντροπή της φτώχειας

Στο Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας (2021), ο Έντουαρ Λουί καταγραφεί την εμπειρία της φτώχειας ως συνθήκη ντροπής, ειδικότερα μιας θηλυκοποιημένης ντροπής:

 Η φτώχεια συνοδεύεται πάντα από οδηγίες χρήσης, που δεν χρειάζεται να σου εξηγήσει κανείς για να τις μάθει: κανένας δεν μου το είχε πει αλλά ήξερα πως δεν έπρεπε να λέω σε κανέναν στο χωριό για αυτές τις επισκέψεις στο κέντρο διανομής τροφίμων. Δεν μιλούσα για αυτό ούτε με τους γονείς μου, πηγαίναμε, παίρναμε τα τρόφιμα και επιστρέφαμε χωρίς ποτέ να πούμε το παραμικρό, σαν να μην είχε γίνει τίποτα. (Λουί, 2021)

Η σύνδεση της φτώχειας με την ντροπή εντάσσεται σε μια νεοφιλελεύθερη ρητορική εναντίωσης στο κράτος πρόνοιας, το οποίο στην ελλάδα έχει ήδη πληγεί από τις πολιτικές σκληρές λιτότητας και τα μνημόνια που επέφεραν εξοντωτικούς μετασχηματισμούς στους θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας ως αποτέλεσμα βίαιων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και αλλαγών στην εργατική νομοθεσία. Η περιγραφή της εργατικής τάξης, των νεόπτωχων και χρεωμένων πολιτών καθώς και των πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ως άτομα που «ζουν» με επιδόματα εις βάρος των παραγωγικών κομματιών της κοινωνίας εξυπηρετεί στο να εξισώνει την οικονομική επισφάλεια με την ατομική αποτυχία και να απονομιμοποιεί όποια συλλογικά αιτήματα ενάντια στην αδικία. Η ντροπή της φτώχειας αφομοιώνεται και κανονικοποιείται σε καθημερινές πρακτικές σκληρότητας όταν οι γυναίκες* και τα θηλυκά σώματα είναι αυτά στα οποία εγγράφεται ο ρόλος της φροντίστριας των άλλων. Ταυτόχρονα, οι φροντίστριες είναι αυτές που αορατοποιούνται, νομιμοποιώντας έτσι τη βία και την απαξίωση που βιώνει η εργασία τους (τόσο η αναγνωρισμένη όσο και μη αναγνωρισμένη οικιακή εργασία της φροντίδας).

 

Ποιες φροντίζουν/ καθαρίζουν αυτόν τον κόσμο;

…έρχονται στη μνήμη μου πρόσωπα που γνώρισα στην παιδική μου ηλικία, γυναίκες* μετανάστριες, οικιακές βοηθοί που συντηρούσαν παιδιά και συζύγους κακοποιητικούς –τότε εργάζονταν ανεξάρτητα, τώρα πολλές και στην ελλάδα έχουν ενταχθεί σε εταιρείες καθαρισμού. Αναστοχαστικά μιλώντας η παλιά μου εαυτή δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει την έμφυλη και φυλεκτικοποιημένη επισφάλεια των οικιακών βοηθών που μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Το ταξικό μου dumping επέφερε μια γείωση με τις διαφοροποιημένες συνθήκες επισφάλειας.

Πρόσφατα διάβαζα το βιβλίο A decolonial feminism (2019) της Françoise Vergès και επ’ ευκαιρία είδα το βίντεο της Onet στο οποίο αναφέρεται. Η Onet αποτελεί τη μεγαλύτερη εταιρεία καθαρισμού που κυριαρχεί στην αγορά της Γαλλίας (με συμβόλαιο για τον καθαρισμό τρένων και σιδηροδρόμων). Στο βίντεο προώθησης, όπως μας λέει Françoise Vergès, βλέπουμε μια ξανθιά γυναίκα που φοράει κουστούμι να μπαίνει σε ένα γραφείο χαμογελαστή. Γύρω της, γυναίκες και άνδρες καθαρίζουν τους τοίχους, τα πατώματα, τα ντουλάπια, αλλά είναι αόρατες/οι, δεν τις/τους βλέπει. Η ίδια σκήνη επαναλαμβάνεται στο σούπερ μάρκετ, στο στάδιο, στο τρένο, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Όπως μας λέει η Vergès, «οι λευκές γυναίκες μπορούν να είναι ήσυχες όλα θα είναι καθαρά χωρίς να χρειαστεί να έρθουν αντιμέτωπες με την πραγματικότητα του ποιες έχουν εργαστεί για αυτή τη καθαριότητα» (Vergès, 2019, σελ.138). Η αορατοποίηση συμβάλει και στη νομιμοποίηση της βίας και της επισφάλειας στην οποία εκτίθεται οι εργαζόμενες. Αυτή η βία γίνεται κάποιες φορές ορατή στην κλιμάκωση της.

Στο όχι και τόσο μακρινό 2008, η Κωνσταντίνα Κούνεβα εργαζόταν στην ΟΙΚΟΜΕΤ, τη μεγαλύτερη εταιρεία καθαρισμού και ενοικίασης εργατών/τριών και είχε αναλάβει τον καθαρισμό των σταθμών ΗΣΑΠ. Όταν προσπάθησε να διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους/τις εργαζόμενους/ες από τη θέση της γραμματέως της Παναττικής Ένωσης Καθαριστών/στριών και Οικιακού Προσωπικού (ΠΕΚΟΠ) δέχθηκε απειλές για τη ζωή της που κορυφώθηκαν με την επίθεση με βιτριόλι από δύο αγνώστους ένα βράδυ που επέστρεφε σπίτι της. Για την ιστορία να πούμε ότι, τον Ιούλιο του 2013, επιβλήθηκε στην ΟΙΚΟΜΕΤ από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά καταβολή αποζημίωσης 250.000 ευρώ, καταλογίζοντάς της ευθύνες για την επίθεση, που αναγνωρίστηκε από το δικαστήριο ως εργατικό ατύχημα.

Το 2017, η νυν ΑΝΑΕΜΠΟ, πρώην ΟΙΚΟΜΕΤ, θα ασκήσει αγωγή στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, ζητώντας πίσω τα χρήματα που δοθήκαν για τις χειρουργικές επεμβάσεις στο πρόσωπο και στα μάτια. Οι αγώνες που διεξάγουν οι φυλετικοποιημένες εργαζόμενες στην καθαριότητα, όπως και η περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα, έχουν να προσφέρουν νέο  περιεχόμενο στην έννοια των «γυναικείων δικαιωμάτων». Και αυτό γιατί, όπως λέει και η Vergès, «διατυπώνουν το νόημα που δύναται να εμπεριέχει το δικαίωμα στην ύπαρξη, σε ένα κόσμο όπου τα δικαιώματα φτιάχτηκαν ακριβώς με σκοπό τον αποκλεισμό» (2019, σελ. 141). Είναι λοιπόν καίριας σημασίας να ασκήσουμε κριτική και να αμφισβητήσουμε τον εκπολιτιστικό λευκό φεμινισμό, ο οποίος έχει «οικειοποιηθεί» και την 8η Μάρτη.

 

Η γενιά της επισφάλειας και του burnout

Από το ταξικό dumping, την ντροπή της φτώχειας, την αορατοποίηση της εργασίας (στο πεδίο της οικιακής εργασίας και της εργασίας καθαρισμού) θα περάσω τώρα στην αορατοποίηση της εργασίας επισφαλώς εργαζόμενων γυναικών και λεσβιών στην έρευνα και στην εκπαίδευση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν αναγνωριστεί ως μια γενικευμένη συνέπεια της κρίσης, η επισφάλεια είχε ήδη καθιερωθεί (αν και δεν είχε επαρκώς αναγνωριστεί) ως ένας βαθιά έμφυλος (και φυλετικοποιημένος) τρόπος διαφοροποιητικής έκθεσης στα πλήγματα, στη βία και τη φτώχεια. Με λίγα λόγια, η επισφάλεια είναι μια ιστορικά καθορισμένη μορφή ρύθμισης η οποία ενεργοποιείται μέσω της κανονιστικής βίας που καθορίζει τους όρους της υποκειμενικότητας και της βιωσιμότητας (Athanasiou, 2011· Butler, 2006· Lorey, 2015).

Όσον αφορά το burnout που χαρακτηρίζει εργαζόμενους/α/ες σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς περιγράφει για μένα μια γενικευμένη πολιτισμική συνθήκη «αργού θανάτου»/«slow death» (2007), όπως θα έλεγε η Lauren Berlant, δηλαδή η φυσική εξάντληση/εξουθένωση ενός πληθυσμού η οποία γίνεται η καθοριστική συνθήκη της ιστορικής του ύπαρξης. Αυτές/α/οί που χαρακτηρίζονται από «αργό θάνατο» καταγγέλλονται ως εμπόδια προόδου ενώ οι συνθήκες της επισφάλειας και της διάλυσης του κράτους πρόνοιας που επέφερε την εξάντληση τους αορατοποιούνται πίσω από τη ρητορική της ατομικής ευθύνης (και της προσωπικής αποτυχίας).

Θα αναφερθώ σε πράγματα λίγο-πολύ γνωστά στο πεδίο της εργασίας στην έρευνα και εκπαίδευση που σκιαγραφούν τη γενικευμένη φτωχοποίηση αλλά και τον αργό θάνατο ως  συγκροτητική πλέον συνθήκη της ζωής μου: Έχω κληθεί να εργαστώ απλήρωτη για μήνες, να γράψω κάνοντας άλλες δύο δουλειές, να πιεστώ από την εργοδότρια μου σε βαθμό συναισθηματικής εξάντλησης, να συμπληρώνω αιτήσεις που δεν έχουν τέλος, να χάσω τον ύπνο μου, να κάνω ταυτόχρονα τρεις αιτήσεις για διαφορετικά πράγματα, να ζω με τον μήνα, να μην αναγνωρίζεται (ή να υποτιμάται) το πολιτισμικό μου κεφάλαιο σε εργασιακούς χώρους εκτός πανεπιστημίου, να γράφω προτάσεις για άλλους άντρες καθηγητές και η δουλειά μου να αορατοποιείται.

Εν ολίγοις, σε αυτό που θέλω να σταθώ είναι ότι μέσα από τον λόγο της «ακαδημαϊκής επιτυχίας» στη νεοφιλελεύθερη ακαδημία αορατοποιείται πλήρως ο βαθιά έμφυλος, ταξικός και φυλετικοποιημένος διαφοροποιημένος τρόπος έκθεσης στην πανεπιστημιακή επισφάλεια για γυναίκες* φεμινίστριες, λεσβίες, κουήρ και τρανς ερευνήτριες.

 

Αντί επιλόγου, κάποια στατιστικά

Το κείμενο αυτό κλείνει με έναν «μπανάλ» τρόπο, ορισμένα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Έμφυλη Ισότητα στην ελλάδα γιατί οι αριθμοί έχουν «shock value» παρότι έχω τις ενστάσεις μου στο γεγονός ότι η φιλελεύθερη χρήση της συμπεριληπτικότητας τείνει να μην αντιμετωπίζει ζητήματα έμφυλων και ΛΟΑΤΚ ανισοτήτων ως δομικά και συνάμα βαθιά ταξικά και έμφυλα. Βάσει πρόσφατης μελέτης της Eurostat για τον Νοέμβριο του 2022 η Ελλάδα ήταν πρώτη στην ανεργία γυναικών* στην Ευρωζώνη. Το ποσοστό ανεργίας ήταν υψηλότερο μεταξύ των γυναικών στην ελλάδα με 14.75% τον Νοέμβριο του 2022 έναντι 8.7% για τους άντρες (Ναυτεμπορική newsroom, 2023) ενώ, σύμφωνα με τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), οι άνεργες γυναίκες αντιστοιχούν στο 63.60% έναντι στο 36.40% άνδρες.2 Τη στιγμή που γράφτηκε αυτό το κείμενο στατιστικά στοιχεία για την απασχόληση ΛΟΑΤΚ ατόμων δεν κατάφερα να βρω, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη μελέτης της εργασιακής επισφάλειας λεσβιών, τρανς γυναικών* και ατόμων που αποκλίνουν από το έμφυλο δίπολο.

 

Σημειώσεις

1 Ο όρος γυναίκα* και λεσβία* με αστερίσκο δηλώνει το συμπεριληπτικό άνοιγμα της κοινωνικής κατηγορίας «γυναίκα» και «λεσβία» και αναφέρεται σε όποιο άτομο ταυτίζεται με αυτές τις εμπειρίες βιωματικά ανεξαρτήτως ταυτότητας και έκφρασης φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Λουί, Έ. (2021). Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. Αντίποδες.

Τhe Lifo Team (9 Μαΐου 2021). «Όποιος κάνει διδακτορικό, δεν έχει όρεξη για δουλειά»: Η δήλωση Πατέλη που προκάλεσε αντιδράσεις και η συγγνώμη. https://www.lifo.gr/now/politics/opoios-kanei-didaktoriko-den-ehei-orexi-gia-doyleia-i-dilosi-pateli-poy-prokalese

Ναυτεμπορική Newsroom (9 Ιανουαρίου 2023). Εurostat: Στο 11.4% η ανεργία στην Ελλάδα- Σταθερή στο 6.5% στην Ευρωζώνη. https://www.naftemporiki.gr/finance/economy/1425614/eurostat-sto-114-i-anergia-stin-ellada-statheri-sto-65-stin-eyrozoni/

Ξενόγλωσση

Athanasiou, A. (2011). Becoming precarious through regimes of gender, capital, and nation. Cultural Anthropology, 28.

Berlant, L. (2007). Slow death (Sovereignty, obesity, lateral agency). Critical Inquiry, 33(4), 754-780.

Berlant, L. (2011). Cruel Optimism. Duke University Press.

Butler, J. (2004). Precarious lives: The power of mourning and violence. Verso.

Lorey, I. (2015). State of insecurity: Government of the precarious. Verso.

Vergès, F. (2019). Ένας φεμινισμός της απο-αποικιοποιήσης. Τοποβόρος.