Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Για ποιων την επανάσταση μιλάμε; Ένας στοχασμός γύρω από τις ιρανικές εξεγέρσεις

Για ποιων την επανάσταση μιλάμε; Ένας στοχασμός γύρω από τις ιρανικές εξεγέρσεις

 

Sima Shakhsari και Minoo Moallem
Μετάφραση: Ουρανός Τσιάκαλος

 


 

Είπες πως μια χώρα με σκληρότητα
ποτέ δε θα μπορέσει να είναι σταθερή και ακλόνητη

“Vahdat”, ιρανικό επαναστατικό τραγούδι

 

Από τον Οκτώβριο του 2019 έχουν ξεσπάσει κινήματα αμφισβήτησης σε διάφορα μέρη του κόσμου, από τον Λίβανο μέχρι τη Χιλή, το Ιράκ και το Ιράν, αλλά και αλλού. Οι κινηματικές αμφισβητήσεις φανερώνουν την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού και του διεθνικού κεφαλαίου, καθώς και των εθνών-κρατών να ανταποκριθούν στα νόμιμα αιτήματα διάφορων κοινωνικών ομάδων. Η αμφισβήτηση αυτή καθιστά ορατή τη δυναμικότητα σημαντικών κοινωνικών μετασχηματισμών και δημιουργεί έναν χώρο ελπίδας για κάποιες/ους που αναζητούν την πλανητική δικαιοσύνη και την πολιτική και κοινωνικο-οικονομική αλλαγή. Ενώ δεν αρνούμαστε τη σημασία της «ελπίδας» στην κινητοποίηση και την πίεση για κοινωνική αλλαγή και κοινωνικό μετασχηματισμό μέσα από τις επαναστάσεις, κρατάμε τις επιφυλάξεις μας και μας προβληματίζει η προοπτική της διόγκωσης του μιλιταρισμού, του πολέμου και της εδαφικής κατοχής. Καθώς έχουμε βιώσει την ιρανική επανάσταση του 1979, πιστεύουμε ότι, αντί να επενδύουμε στη νεωτερική έννοια της επανάστασης που προσανατολίζεται στην αντικατάσταση ενός έθνους-κράτους με ένα άλλο –όπως, για παράδειγμα, στους λόγους περί «αλλαγής καθεστώτος» όσον αφορά το Ιράν–, θα πρέπει να σκιαγραφήσουμε τις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές που οδηγούν στις τρέχουσες αμφισβητήσεις και να προσδιορίσουμε τις διαφορές που παρουσιάζουν τα πλαίσια και τα αιτήματα των διαδηλωτ(ρι)ών κάθε τοποθεσίας.

Η αναγνώριση του πλαισίου και των περιεχομένων των αμφισβητήσεων είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς, παρά τις όποιες ομοιότητές τους, δεν είναι ίδιες και δεν μπορούμε να τις αντιληφθούμε χωρίς να θέσουμε υπό διερώτηση τις διεθνικές συνδέσεις, τις εθνικές συγκυρίες, αλλά και τις άνισες γεωπολιτικές σχέσεις. Στην περίπτωση του Ιράν, συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να αναλυθούν διάφοροι εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες οι ατζέντες των οποίων διαφέρουν ριζικά: από τις δυνάμεις εκείνες που επικεντρώνονται σε μια από τα πάνω αλλαγή του καθεστώτος μέχρι την απόσυρση της κρατικής ελίτ από την ανταπόκριση στις ανησυχίες του κόσμου σχετικά με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη. Πράγματι, τα αιτήματα εκείνων που ζητούν από το κράτος να λογοδοτεί στις/στους πολίτες του διαφέρουν ριζικά από την κινητοποίηση πολλών δυνάμεων που συνεργάζονται επί πολλά έτη με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να αλλάξουν τον ρου των γεγονότων προς το δικό τους όφελος.

Οι πρόσφατες διαμαρτυρίες στο Ιράν πυροδοτήθηκαν από την ξαφνική άνοδο της τιμής του αερίου και τα μέτρα λιτότητας του ιρανικού κράτους, τα οποία είχαν ήδη προταθεί από το ΔΝΤ το 2018. Το Ανώτατο Συμβούλιο Οικονομικού Συντονισμού ανάμεσα στις Δυνάμεις, το νέο αυτό «αρχηγείο» που σχηματίστηκε ως απάντηση στην οικονομική καταστροφή που προκλήθηκε από τις κυρώσεις των ΗΠΑ, ευθύνεται για την απόφαση περικοπών στα επιδόματα. Ο σχηματισμός αυτού του «αρχηγείου» φανερώνει τη νεοσύστατη συμμαχία ανάμεσα σε δεξιές παρατάξεις, ρεφορμιστές και μετριοπαθείς, εν μέσω μιας πολιτικής ατμόσφαιρας όπου οι λόγοι περί «εθνικής ασφάλειας» ενισχύονται έναντι των εξωτερικών πιέσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ιρανικό κράτος δεν υπήρξε ποτέ ομοιογενής οντότητα, αλλά αποτελούσε πάντα τόπο αντιφάσεων και συγκρούσεων ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις που έχουν υποστεί δραστικές αλλαγές και έχουν μετατοπιστεί ως προς τις συμμαχίες και τις πολιτικές τους ατζέντες επανειλημμένως στην ιστορία του μετα-επαναστατικού Ιράν. Η νέα αυτή συμμαχία που επικαλείται την ενότητα έναντι της ξένης απειλής έχει σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις στις φωνές αντιγνωμίας. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ο μετριοπαθής Πρόεδρος Ροανί αναγνώρισε τη νομιμότητα των «διαμαρτυριών για το νερό» το 2018, αλλά καταδίκασε τις πρόσφατες διαμαρτυρίες ως υποκινούμενες από το εξωτερικό. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, οι λαϊκές εξεγέρσεις δεν μπορούν να αποφευχθούν, ούτε να περιοριστούν ή να καθησυχαστούν όταν τα κράτη αποτυγχάνουν να απαντήσουν στις ανησυχίες των πολιτών, χρησιμοποιώντας τον εξαναγκασμό για να καταστείλουν τις αντιγνωμίες.

Μέσα στα χρόνια, οι οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες προηγούνται της απόσυρσης του Ντόναλντ Τραμπ από την «Ιρανική Συμφωνία», καταδυναστεύουν τις ζωές των απλών Ιρανών καθιστώντας τις καθημερινές τους ανάγκες απρόσιτες και περιορίζοντας την πρόσβαση σε φάρμακα και ιατρικές τεχνολογίες που θα μπορούσαν να σώσουν ζωές. Ως απάντηση στις κυρώσεις, το ιρανικό κράτος προχώρησε στη δημιουργία «εγχώριων» διυλιστηρίων και τεχνολογιών καθαρισμού των υδάτων, τα οποία οδήγησαν σε περιβαλλοντικές καταστροφές, ακραία ατμοσφαιρική μόλυνση και στην έλλειψη πρόσβασης σε καθαρό νερό για πολλές επαρχίες. Κατά συνέπεια, τα ποσοστά των καρκίνων στο Ιράν εκτοξεύθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια, ενώ η φαρμακευτική αγωγή κατά του καρκίνου γίνεται όλο και πιο δυσεύρετη. Μέσα σε αυτήν τη ζοφερή συνθήκη, το ιρανικό κράτος επέβαλε μέτρα λιτότητας για να διαχειριστεί την οικονομική κρίση. Παρά το γεγονός ότι η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας στο μετα-επαναστατικό Ιράν χρονολογείται από το 1989, το κράτος ενέτεινε τα μέτρα λιτότητας ως απάντηση στην οικονομική κρίση που προκάλεσαν οι κυρώσεις. Ενώ ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα αναδιανομής θα μπορούσε ενδεχομένως να στηρίξει την ιρανική οικονομία και να επιστρέψει τα επιδόματα (γιαρανί) μόνο σε όσες/όσους τα έχουν ανάγκη, η απότομη κατάργηση αυτών των επιδομάτων χωρίς κάποιο πλάνο βιώσιμης αναδιανομής έχει προκαλέσει ανησυχίες για την όλο και μεγαλύτερη πτώση του βιοτικού επιπέδου των περισσότερων Ιρανών. Το γεγονός ότι οι λιγότερο προνομιούχες/οι (κυρίως γυναίκες, κουίρ, πρόσφυγες, οι εργατικές τάξεις και οι αγροτικοί πληθυσμοί που έχουν στερηθεί τα οικονομικά τους δικαιώματα) δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα καθημερινά κόστη, ενώ μια μικρή ομάδα πλούσιων Ιρανών του αστικού ιστού διάγουν πολυτελή βίο, κινεί υποψίες για διαφθορά και κερδοσκοπία από τις κυρώσεις. Οι διαμαρτυρίες στο Ιράν, επομένως, έρχονται ως δίκαιη καταγγελία από τα κομμάτια του ιρανικού πληθυσμού τα οποία επωμίζονται το βάρος των κυρώσεων που επέβαλαν οι ΗΠΑ, της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης λογικής και των μέτρων λιτότητας του ιρανικού κράτους.

Ακόμη και αν συμφωνήσουμε ότι πολλές από τις διαμαρτυρίες ανά τον κόσμο συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με τις αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού, μια οικουμενιστική προσέγγιση που ανάγει σύσσωμες τις διαμαρτυρίες σε μια μονολιθική νεοφιλελεύθερη λογική είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μάλλον μεροληπτική. Δεδομένου ότι τα μέτρα λιτότητας του ιρανικού κράτους ήλθαν ως απάντηση στις οικονομικές κυρώσεις, και γνωρίζοντας ότι η Ισλαμική Δημοκρατία (που πρακτικά παραμένει κράτος πρόνοιας) εφάρμοσε περικοπές στα επιδόματα σε μια απόπειρα αναδιανομής του πλούτου ανάμεσα σε εκείνες/εκείνους που βρίσκονται σε μεγαλύτερη ανάγκη (παρά την προβληματική μέθοδο εκτέλεσης), η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού από μόνη της δεν μπορεί να αποτελεί εξήγηση των ιρανικών διαμαρτυριών. Αντίστοιχα, οι λόγοι περί «διαφθοράς» δεν εξηγούν τις λεπτές αποχρώσεις της πολιτικής συνθήκης στο Ιράν, ούτε λαμβάνουν υπόψιν τον κατακερματισμό εντός του ιρανικού κράτους. Για την ακρίβεια, κάποιες από τις πιο επίμαχες συζητήσεις και αντιρρήσεις για τις συλλήψεις, τα μέτρα λιτότητας και την καταστολή των διαμαρτυριών τέθηκαν από ορισμένα μέλη του ιρανικού κοινοβουλίου, από γνωστά μέλη του ιερατείου και από κάποιους ρεφορμιστές που παραγκωνίστηκαν λόγω της συμμαχίας ανάμεσα στη Δεξιά, στους μετριοπαθείς και τους ρεφορμιστές σε καιρούς οικονομικής κρίσης και ξένων εισβολών.

Επιπλέον, η ανάλυσή μας για το πολυσχιδές ιρανικό κράτος χρειάζεται μια πιο λεπτομερή εξήγηση για τις διαμαρτυρίες από την κλεπτοκρατία. Ενώ θα συμφωνήσουμε ότι υπάρχει διαφθορά μεταξύ ορισμένων στοιχείων του ιρανικού κράτους και κάποιων παρακρατικών οργανώσεων, δεν πιστεύουμε ότι μπορεί η διαφθορά από μόνη της να εξηγήσει την οικονομική καταστροφή και την πολιτική καταστολή που οδήγησαν στις διαμαρτυρίες. Επίσης, αρνούμαστε να συνταχθούμε με την οριενταλιστική λογική που παράγει το δίπολο των φιλελεύθερων δημοκρατιών της διαφάνειας έναντι του νεποτισμού της Μέσης Ανατολής. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν έχουμε σε υπόληψη τη φιλελεύθερη δημοκρατία των ΗΠΑ ως ιδανικό μοντέλο διακυβέρνησης, αλλά πιστεύουμε, αντιθέτως, ότι η βίαιη καταστολή των κινημάτων Black Lives Matter και Υπεράσπισης του Νερού στο Στάντινγκ Ροκ από τη στρατιωτικοποιημένη αστυνομία των ΗΠΑ, η ανεξέλεγκτη διαφθορά του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και οι όχι και τόσο δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες που ευνοούν το κεφάλαιο έναντι της λαϊκής ψήφου κάνουν την εξιδανικευμένη εικόνα της «Αμερικής» ως του επιθυμητού μοντέλου για τη «δημοκρατία του μέλλοντος» στο Ιράν εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.

Συν τοις άλλοις, δεν μπορούμε να παραβλέπουμε σαν «παράνοια», όπως κάνουν συχνά οι θιασώτες της «αλλαγής καθεστώτος», την ιστορία της επέμβασης των ΗΠΑ, από την ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Μοχάμαντ Μοσάντεκ το 1953 μέχρι τις ηλεκτρονικές επιθέσεις και τις μαζικές επενδύσεις σε «εγχειρήματα εκδημοκρατισμού» στο Ιράν. Στην πραγματικότητα, ο σφετερισμός των διαμαρτυριών από την πολεμική μηχανή των ΗΠΑ (η οποία περιλαμβάνει και διαμεσολαβητές) στο μετα-επαναστατικό Ιράν έχει οδηγήσει πολλές φορές στην κλιμάκωση της κρατικής βίας εναντίον πολλών εγχώριων κινημάτων, από το εργατικό κίνημα μέχρι τον ακτιβισμό για τα δικαιώματα των γυναικών. Παρά τους όποιους ισχυρισμούς των ιμπεριαλιστικών κρατών-«απελευθερωτών» ή ορισμένων ομάδων αντιπολίτευσης της ιρανικής διασποράς περί υποστήριξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οπορτουνιστική οικειοποίηση των διαμαρτυριών στο Ιράν θέτει σε κίνδυνο αυτές τις διαμαρτυρίες, αλλά και τις ζωές των διαδηλωτ(ρι)ών, καθώς το ιρανικό κράτος κατηγορεί τις ακτιβίστριες και τους ακτιβιστές του εργατικού, του γυναικείου και του φοιτητικού κινήματος για προδοσία. Αντιμετωπίζοντας σύσσωμες τις διαδηλώτριες και τους διαδηλωτές ως ξένο δάκτυλο ή υποστηρίκτ(ρι)ες της αλλαγής καθεστώτος, τόσο το ιρανικό κράτος όσο και ο μηχανισμός αλλαγής καθεστώτος υποσκάπτουν την αυτενέργεια των Ιρανών διαδηλωτ(ρι)ών, ενώ ταυτόχρονα τους ασκούν ωμή βία.

Έχουμε δει αυτή την τάση ξανά και ξανά σε πολλές διαμαρτυρίες, από το «κίνημα των πράσινων» του 2009, μέχρι τα «Κορίτσια της Οδού Επανάστασης» και τις πρόσφατες διαμαρτυρίες. Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο αυτής της οικειοποίησης συνοψίζεται στην υπερ-ορατή μορφή της καταπιεσμένης νεαρής Ιρανής ως φετιχοποιημένου αντικειμένου των οριενταλιστικών και ετεροκανονικών αφηγημάτων διάσωσης, τα οποία και επαναλαμβάνουν την έμφυλη αποικιοκρατική λογική. Καμία έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι το γλαφυρό βίντεο με το στιγμιότυπο του θανάτου της Νέντα Αγά Σολτάν, μιας περαστικής που δολοφονήθηκε στις διαμαρτυρίες του 2009, έγινε viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Νεο-συντηρητικοί πολιτικοί των ΗΠΑ και αμφιλεγόμενες ιρανικές ομάδες αντιπολίτευσης σφετερίστηκαν τις φωτογραφίες της Νέντα Αγά Σολτάν ως παραδειγματικής μορφής της ευάλωτης νεαρής Ιρανής. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το ότι η εικόνα της Νικίτα Εσφαντιαρί, μιας νεαρής γυναίκας που δολοφονήθηκε στους δρόμους κατά τις πρόσφατες διαδηλώσεις, γίνεται σύμβολο της ευαλωτότητας των Ιρανών διαδηλωτ(ρι)ών το 2019. Ως φεμινίστριες θεωρητικοί της διασποράς στις ΗΠΑ, θέλουμε επίσης να βάλουμε στη θέση τους και ορισμένες δυνάμεις που εμπλέκονται σε αυτήν τη διαδικασία και έχουν κάποιες φορές ανταγωνιστικά αιτήματα, και να θέσουμε υπό διερώτηση το «αυτοκρατορικό μας προνόμιο» με τη μιλιταριστική ατζέντα της κυβέρνησης του Τραμπ και των συμμάχων της στην περιοχή. Στηρίζουμε τις εγχώριες αμφισβητήσεις που προέρχονται από πολλές ακτιβιστικές ομάδες, από τις ακτιβίστριες των γυναικείων δικαιωμάτων και όσες/όσους οργανώνονται στα εργατικά σωματεία μέχρι τις ακτιβίστ(ρι)ες της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, και όχι μόνο. Και στεκόμαστε σθεναρά ενάντια σε κάθε ατζέντα για την αλλαγή καθεστώτος που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Θεωρούμε ότι η επέμβαση των ΗΠΑ στο όνομα της «στήριξης» δεν θα οδηγήσει παρά σε αυξανόμενα μέτρα ασφαλείας και επιτήρηση, βία και φτώχεια, όπως έχει φανεί και στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν μετά την «απελευθέρωσή» τους. Οι Ιρανές ακτιβίστριες των γυναικείων δικαιωμάτων, για παράδειγμα, έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στις επεμβάσεις των ΗΠΑ και στην οπορτουνιστική οικειοποίηση των αγώνων τους επανειλημμένως. Παρ’ όλα αυτά, οι φωνές τους επισκιάζονται συχνά από τις αναγνωρίσιμες μορφές που αυτοπαρουσιάζονται ως η αυθεντική φωνή του ιρανικού λαού.

Οι αναλύσεις μας θα πρέπει να δίνουν προσοχή και στις άβολες εντάσεις που υπερβαίνουν την απλουστευτική αντι-ιμπεριαλιστική θέση. Οφείλουμε, για παράδειγμα, να προσέξουμε τα συνθήματα των ιρανικών διαδηλώσεων που χαιρετίζουν με νοσταλγία τον Ρεζά Παχλαβί, που υπήρξε εθνικιστής εκμοντερνιστής και απολυταρχικός Σάχης του Ιράν στις αρχές του 20ού αιώνα. Οφείλουμε να αντιληφθούμε τους λόγους για τους οποίους οι μετα-επαναστατικές πολιτικές του κράτους οδήγησαν σε πολιτισμική αμνησία και στη νοσταλγική απαλοιφή της βίας, η οποία περιελάμβανε την κατάργηση του χιτζάμπ, την εξαναγκαστική περσικοποίηση, οικονομικές ανισότητες, την παράδοση στις ΗΠΑ και τη φυλάκιση και τον βασανισμό των πολιτικών αντιφρονούντων –είτε επρόκειτο για κομουνίστ(ρι)ες σοσιαλίστ(ρι)ες, θρησκευτικές/ούς και κοσμικές/ούς εθνικίστ(ρι)ες, φοιτήτ(ρι)ες ή γυναίκες ακτιβίστριες– κατά τη βασιλεία του Σάχη Ρεζά και του διαδόχου του, Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί. Ενώ δεν αρνούμαστε ότι οι φιλοβασιλικές δυνάμεις που βρίσκονται έξω από το Ιράν και καθοδηγούνται από την εκθρονισμένη οικογένεια των Παχλαβί είναι αφοσιωμένες στην αλλαγή καθεστώτος, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε τις διαμαρτυρίες θεωρώντας τες υποκινούμενες από ξένους δακτύλους. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι τα νοσταλγικά συνθήματα που ζητούν την επιστροφή της μοναρχίας αντανακλούν την αποτυχία του μετα-επαναστατικού ιρανικού κράτους να απαντήσει αποτελεσματικά στις λαϊκές καταγγελίες. Τα ρομαντικοποιημένα και νοσταλγικά αιτήματα για την επιστροφή σε ένα «αμερικανοποιημένο» προ-επαναστατικό Ιράν συνδέονται και με τα θέλγητρα του καταναλωτικού καπιταλισμού και την εξιδανικευμένη εικόνα της «Αμερικής», η οποία παράγεται μέσα από πολιτισμικές αναπαραστάσεις που απαλείφουν το παρελθόν και το παρόν της αποικιοκρατίας των εποίκων, τον ρατσισμό, την αστυνομική βία, τους αντι-μεταναστευτικούς νόμους και το αντι-μεταναστευτικό αίσθημα και τη φτώχεια στις ΗΠΑ.

Αντίστοιχα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα το αντι-αραβικό αίσθημα που διαθέτει μια συγκεκριμένη γενεαλογία στην ιστορία του ιρανικού εθνικισμού, η οποία εκφράζεται συχνά μέσα από τη μυθολογία της αρίας φυλής. Τα τελευταία χρόνια έχει διογκωθεί το ισλαμοφοβικό και το αντι-αραβικό αίσθημα ως αντίδραση στις γεωπολιτικές συμμαχίες της Ισλαμικής Δημοκρατίας με τον Λίβανο και την Παλαιστίνη. Παρ’ όλα αυτά, σε μια εποχή που ο ιρανικός πληθυσμός συνθλίβεται από την οικονομική πίεση, συνθήματα όπως «Όχι στη Γάζα, όχι στον Λίβανο, θα δώσω τη ζωή μου για το Ιράν» δεν διαμορφώνονται αποκλειστικά από εθνικιστικούς λόγους. Αντανακλούν και την ανέχεια και τη λογική του ανταγωνισμού και της επιβίωσης σε μια περίοδο που οι κυρώσεις έχουν καταστήσει τη ζωή εξαιρετικά δύσκολη, σε βαθμό που πλήττει την κοινωνική αλληλεγγύη. Η οργή για το ιρανικό κράτος που αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών του συνδέεται και με την εντατικοποίηση της ξενοφοβίας και του αντι-αφγανικού αισθήματος ενάντια στις/στους πρόσφυγες στο Ιράν. Ενώ οφείλουμε να αποδώσουμε στο κράτος την ευθύνη να λογοδοτεί σε όλες/όλους τις/τους πολίτες και τις/τους πρόσφυγες, όποια και αν είναι η εθνότητα και η θρησκεία τους, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι οι συνθήκες της οικονομικής ανέχειας και της πολιτικής καταστολής που οδηγούν στο ξέσπασμα διαμαρτυριών δεν διαχωρίζονται απόλυτα από τις γεωπολιτικές πολιτικές και τα οφέλη που απολαμβάνουν το ισραηλινό κράτος και οι ΗΠΑ από την αστάθεια και τον σεκταρισμό στη Μέση Ανατολή. Το γεγονός ότι οι πολεμοκάπηλοι των ΗΠΑ και του Ισραήλ είναι ευχαριστημένοι με την προοπτική της αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν έχει να κάνει με τον κρίσιμο ρόλο του Ιράν στον περιορισμό των επεκτατικών πολιτικών του Ισραήλ προς την Παλαιστίνη και τον Λίβανο και στα αναχώματα που θέτει στην απόλυτη γεωπολιτική και οικονομική κυριαρχία των ΗΠΑ στην περιοχή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ως διεθνικές φεμινίστριες θεωρητικοί, πιστεύουμε ότι η αμφισβήτηση των πολιτικών του ιρανικού κράτους που εκφράζουμε δεν πρέπει να διαμορφώνεται από ρατσιστικούς λόγους που συγχέουν το Ισλάμ με την τρομοκρατία και δαιμονοποιούν τις ισλαμικές ομάδες αντίστασης στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο. Αντί να υποθέτουμε ότι μια φεμινιστική ή/και κουίρ ατζέντα θα μπορούσε να είναι συμβατή μόνο με δογματικές κοσμικές πολιτικές που απορρίπτουν οποιονδήποτε συσχετισμό με το Ισλάμ ή τις ισλαμικές ομάδες αντίστασης, πρέπει να υπερβούμε τη διογκωτική προσέγγιση του Ισλάμ ή του κράτους. Οι Ιρανές φεμινίστριες, θρησκευόμενες και κοσμικές, έχουν ήδη εδραιώσει αποτελεσματικές στρατηγικές συμμαχίες, θολώνοντας το δίπολο κοσμικότητας/θρησκείας και αλλάζοντας τις νομοθετικές διακρίσεις χωρίς να υποκύπτουν σε θρησκευτικούς ή κοσμικούς φονταμενταλισμούς.

Συνεπώς, αντί της κοντόφθαλμης ανάλυσης που εστιάζει στο κράτος και πραγμοποιεί τη μυθολογία της κυριαρχίας των εθνών-κρατών, στις δικές μας αναλύσεις πρέπει να σκεφτόμαστε κριτικά τις διεθνικές συνδέσεις, τις άνισες γεωπολιτικές σχέσεις, τις αποικιοκρατικές ιστορίες, τις ιμπεριαλιστικές ατζέντες και τις πρακτικές αποικιοκρατίας των εποίκων που έχουν δημιουργήσει (και εξακολουθούν να δημιουργούν) διαμάχες μέσα από τις στρατηγικές του διαίρει και βασίλευε στη νοτιοδυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το αίτημα του νεωτερικού έθνους-κράτους για «βαθιά οριζόντια συντροφικότητα» και αυτοθυσία πολλές φορές απαλείφει τη διαφορά και καθυποτάσσει τις/τους εσωτερικές/ούς άλλες/ους του έθνους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οφείλουμε να απορρίπτουμε τις ανταγωνιστικές μορφές του κρατικού εθνικισμού, οι οποίες –ειρωνικά– χρησιμοποιούν τους ηγεμονικούς λόγους περί «εθνικής ασφάλειας» και «αντι-τρομοκρατίας» για να εξαλείψουν τις/τους εσωτερικές/ούς άλλες/ους του έθνους εν μέσω του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία». Στο παράδειγμα του Ιράν, δηλαδή, είναι απαραίτητο να ενημερωθούμε για τις μορφές εθνικισμού που ασκούν υλική και επιστημική βία εναντίον των Κουρδισσών/Κούρδων και Αράβων Ιρανών και να αρνηθούμε οποιαδήποτε συνέργεια με τα επεκτατικά εγχειρήματα των ΗΠΑ.

Αντί να υποκύψουμε στις σεκταριστικές πολιτικές, στα εθνικιστικά αισθήματα, στον δογματικό κοσμικισμό, στις σταθερές νεωτεριστικές ταυτότητες που δημιουργούν αποκλεισμούς ή στις ρομαντικοποιημένες έννοιες της επανάστασης ως βάση κινητοποίησης των κινημάτων, θα μπορούσαμε, ίσως, να πάρουμε ένα μάθημα από εκείνες τις φεμινίστριες ακτιβίστριες και θεωρητικούς που κάνουν υπομονετικά αυτήν τη δουλειά στο Ιράν και σε άλλα μέρη της νοτιοδυτικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής εδώ και δεκαετίες. Άλλωστε, εάν θέλουμε να οραματιζόμαστε ένα βιώσιμο επαναστατικό μέλλον, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να ενσωματώσουμε στις αναλύσεις μας κριτικές του εθνικισμού, του αποικιοκρατικού παρελθόντος και παρόντος, των άνισων γεωπολιτικών σχέσεων και των βιοπολιτικών και θανατοπολιτικών πρακτικών που κρατούν κάποιες/ους στη ζωή, ενώ καθιστούν κάποιες/ους άλλες/ους δολοφονήσιμες/ους σε εθνικά και διεθνικά πλαίσια. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να ακούμε προσεκτικά τις φωνές, τους ήχους και τις σιωπές εκείνων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την οικονομική εκμετάλλευση, την πολιτική καταστολή και την πολιτισμική κυριαρχία στο πλαίσιο των εθνών-κρατών. Αυτή είναι και η longue durée της επανάστασης και της ελπίδας.

 

Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στα αγγλικά στο Kohl: A Journal for Body and Gender Research, 5 (3), Χειμώνας 2019. Διαθέσιμο εδώ.

Sima Shakhsari, Minoo Moallem

Η Sima Shakhsari είναι πολιτισμική ανθρωπολόγος και διδάσκει στο Τμήμα Σπουδών Φύλου, Γυναικών και Σεξουαλικότητας του Πανεπιστημίου της Μινεσότα. Το βιβλίο της με τίτλο Politics of Rightful Killing: Civil Society, Gender, and Sexuality in Weblogistan (Duke University Press, Ιανουάριος 2020), είναι μια εθνογραφική μελέτη της ιρανικής «επανάστασης του blogging» κατά τη διάρκεια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

Η Minoo Moallem είναι καθηγήτρια Σπουδών Φύλου και Γυναικείων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Berkeley της Καλιφόρνια. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Between Warrior Brother and Veiled Sister: Islamic Fundamentalism and the Cultural Politics of Patriarchy in Iran, University of California Press, 2005 και συνεπιμελήτρια (με τις Caren Kaplan και Norma Alarcon) του Between Woman and Nation: Nationalisms, Transnational Feminisms, and The State, Duke University Press, 1999. Έχει επιμεληθεί το ειδικό τεύχος του περιοδικού Comparative Studies South Asia, Africa and the Middle East με θέμα τους/τις μετανάστες/ριες, εξόριστους/ες και πρόσφυγες από το Ιράν. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της έχει τίτλο Persian Carpets: The Nation as a Transnational Commodity (Routledge, 2018).