Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Διατομεακότητα και ψυχολογία: Επιστημολογικές παρατηρήσεις για μια σχέση υπό διαμόρφωση

Διατομεακότητα και ψυχολογία: Επιστημολογικές παρατηρήσεις για μια σχέση υπό διαμόρφωση

 

Βασιάννα Κωνσταντοπούλου

 


 

Περίληψη

Το άρθρο εξετάζει τις δυνατότητες διαμόρφωσης βαθύτερων επιστημολογικών δεσμών μεταξύ ψυχολογίας και διατομεακότητας [intersectionality]. Συγκλίνοντας υπέρ μιας οριοθετημένης προσέγγισης της διατομεακότητας, όχι ως μεγάλης θεωρίας και τελειοποιημένης μεθοδολογίας, αλλά ως αναλυτικής θέσης ικανής να προσφέρει μια κριτική και ευέλικτη «τοπογραφία» των κοινωνικών ιεραρχήσεων, εστιάζουμε τόσο στις ιδιαιτερότητες της έννοιας, όσο και στις μετατοπίσεις που αυτή συνεπάγεται σε σχέση με παραδοσιακές ψυχολογικές προσεγγίσεις των κοινωνικών ταυτοτήτων. Παράλληλα, αναλύουμε τον τρόπο με τον οποίο η συγκεκριμένη οπτική αποστασιοποιείται ριζικά από το κυρίαρχο στην ψυχολογία θετικιστικό γνωσιολογικό πρότυπο. Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζοντας τις συνδέσεις της διατομεακότητας με την επιστημολογία των μερικών οπτικών και των τοποθετημένων γνώσεων της Donna Haraway, αλλά και με τις επισημάνσεις του Jurgen Habermas για τα χειραφετητικά διαφέροντα εντός της επιστήμης, προτείνουμε ότι οι προοπτικές ενδυνάμωσης των δεσμών ψυχολογίας και διατομεακότητας απομακρύνονται από τις αξιώσεις αντικειμενισμού και οικουμενικής γενίκευσης που επί μακρόν έχουν κυριαρχήσει εντός της ψυχολογίας και προϋποθέτουν τη μετακίνηση προς πιο θραυσματικές, εμπλαισιωμένες και ερμηνευτικά ανοικτές επιστημολογικές κατευθύνσεις.

 

Εισαγωγή

Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στη σχέση που μπορεί να διαμορφώσει η επιστήμη της ψυχολογίας με τη διατομεακότητα [intersectionality]1 ως νευραλγική οπτική της κοινωνικής θεωρίας, ικανή να φωτίσει την περίπλοκη διάταξη των ταυτοτικών ανισοτήτων στον κοινωνικό χώρο και την πολυσημία τους. Βασική υπόθεση του άρθρου είναι ότι η συγκεκριμένη σύνδεση αποτελεί ένα σύνθετο επιστημολογικό εγχείρημα με τουλάχιστον δύο σημαντικές προκλήσεις. Αφενός, τις ίδιες τις ιδιαιτερότητες της διατομεακότητας ως έννοιας πολυεστιακής, ανοικτής και υβριδικής, που δεν περιορίζεται σε ένα αυστηρά περιχαρακωμένο σύστημα εννοιολογικών δεσμεύσεων και μεθοδολογιών. Και αφετέρου, τις εσωτερικές αντιστάσεις που παρουσιάζει η επιστήμη της ψυχολογίας, όταν συναντάται με οπτικές ριζοσπαστικής κριτικής, οι οποίες αμφισβητούν το θετικιστικό νομολογικό μοντέλο επί του οποίου σε μεγάλο βαθμό εδράζεται, καθώς και τις αξιώσεις ουδετερότητας που το συνοδεύουν.

Καθώς η πραγμάτευση των επιστημολογικών δεσμών διατομεακότητας και ψυχολογίας ενέχει πολλαπλές παραμέτρους, που δεν μπορούν να εξαντληθούν στο παρόν άρθρο,2 θα εστιάσουμε σε ορισμένες πλευρές του ζητήματος σκιαγραφώντας ένα αφετηριακό σχεδίασμα. Αρχικά, θα χαρτογραφήσουμε τις βασικές ενδοεπιστημονικές πραγματικότητες στην ψυχολογία που καθιστούν τη σύνδεση διατομεακότητας και ψυχολογίας μια «δύσκολη συνάντηση» μεν, αλλά με πολλές προοπτικές. Εν συνεχεία, θα σταθούμε στις αναλυτικές δυνατότητες της διατομεακότητας ως εργαλείου κατανόησης των κοινωνικών ιεραρχήσεων, που μπορεί να μετακινήσει βασικές υποθέσεις των ψυχοκοινωνικών θεωριών περί ταυτότητας προς μια πιο πολυεπίπεδη και εμπλαισιωμένη κατεύθυνση. Τέλος, αναφερόμενες στην ανάλυση της Donna Haraway (1988) θα προσεγγίσουμε τη διατομεακότητα μέσα από το πρίσμα μιας επιστημολογίας των κοινωνικών «οράσεων» [visions] και των τοποθετημένων γνώσεων [situated knowledges] –δηλαδή μέσα από το πρίσμα μιας ιδιαίτερης επιστημολογίας της σκοπιάς [standpoint epistemology]– ανιχνεύοντας τις διαφοροποιήσεις που αυτή η γνωσιολογική θέση εισάγει για την ψυχολογία ως εναλλακτική στο θετικιστικό κανονιστικό της ιδεώδες.

 

Ψυχολογία: Μια επιστήμη των WEIRD υποκειμένων;

Σε μια σημαντική μελέτη τους, οι ερευνητές Henrich, Heine και Norenzayan (2010) κατέστησαν ρητό ένα «κοινό μυστικό», που επί μακρόν υπέβοσκε στο παρασκήνιο της κυρίαρχης ψυχολογικής έρευνας: τα δείγματα λευκού, αστικού και μορφωμένου πληθυσμού, στα οποία στηρίζεται η πλειονότητα των ψυχολογικών ερευνών και από τα οποία προκύπτουν τα βασικά εργαλεία του τομέα (θεραπευτικές μέθοδοι, κλινικές και ερευνητικές κατευθυντήριες, διαγνωστικά εγχειρίδια και ερωτηματολόγια, κ.λπ.) δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικά τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Όπως σημείωναν οι συγκεκριμένοι ερευνητές, ο WEIRD πληθυσμός [Western, Educated, Industrialized, Rich, Democratic] –ένα αρτικόλεξο που σηματοδοτεί πόσο άτυπη είναι αυτή η δημογραφική ομάδα– είναι ο λιγότερο αντιπροσωπευτικός για να προβεί κανείς σε ψυχολογικού τύπου γενικεύσεις για το ανθρώπινο είδος. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Jeffrey Arnett (2008) ανέδειξε ότι τα βασικά περιοδικά της ΑPA (American Psychological Association) παρουσιάζουν κατά κύριο λόγο δημοσιεύσεις που αγνοούν το 95% του πληθυσμού, εστιάζοντας σε μονοπολιτισμικά δυτικοκεντρικά δείγματα. Τα συγκεκριμένα ευρήματα, μεταξύ άλλων κριτικών ερευνών, αμφισβήτησαν ευθέως, και μάλιστα σε έγκριτα περιοδικά του επιστημονικού κανόνα, τις βεβαιότητες του τομέα για την ισχύ των γενικεύσεων που παράγει.

To εντυπωσιακό στοιχείο στα παραπάνω είναι ότι η ψυχολογία άργησε τόσο πολύ να κάνει αυτές τις παραδοχές ως προς τις στρεβλώσεις που διαποτίζουν τις επιστημονικές υποθέσεις της. Παραμένοντας ίσως η μοναδική κοινωνική επιστήμη που παρουσιάζει τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην αποαποικιοποίηση της γνώσης της και στην ενσωμάτωση κριτικών προσεγγίσεων, η ψυχολογία εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αντιπροσωπεύει μια επιστήμη βασισμένη στο εμπειριστικό πρότυπο γνώσης των θετικών επιστημών (Kral, 2007), αλλά και σε μια δυτικοκεντρική αντίληψη περί οικουμενισμού (Bhatia, 2020⸱ Gergen, 2007). Ταυτόχρονα, προτάσσοντας ενδοψυχικά και ατομοκεντρικά μοντέλα εξήγησης της συμπεριφοράς έναντι δομικών και οικολογικών εξηγήσεων (McCormick-Huhn, Warner, Settles και Shields, 2019), αποτελεί μια επιστήμη πρωτίστως του «ενδογενούς εαυτού», μη ιδιαίτερα εξοικειωμένη με ερμηνευτικές και εμπλαισιωμένες [contextualized] προσεγγίσεις (Κral, 2007⸱ Τeo, 2017). Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί το ρεύμα της κριτικής κοινωνικής ψυχολογίας, στο οποίο θα αναφερθούμε συνοπτικά στη συνέχεια.

Κατά την τελευταία δεκαετία, το επιτακτικό αίτημα για μια πιο κοινωνικά ενήμερη «στροφή» της ψυχολογίας, η οποία θα υπερβαίνει τις στρεβλώσεις των μονοπαραγοντικών γενικεύσεων, αποκτά χώρο και στην κυρίαρχη σκηνή της ψυχολογικής γνώσης. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει αρχίσει σχετικώς να αμβλύνεται ο ισχυρός επιστημικός αποκλεισμός (Settles, Warner, Buchanan και Jones, 2020) από τα βασικά επιστημονικά βήματα (ακαδημαϊκοί θεσμοί, επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια) οπτικών που κινούνται στα περιθώρια του επιστημονικού κανόνα και που αναδεικνύουν συστημικούς παράγοντες στη διαμόρφωση ψυχολογικών θεωρήσεων. Έτσι, στο επίπεδο της συμβουλευτικής και κλινικής πρακτικής, και υπό το βάρος ευρύτερων κοινωνιοπολιτισμικών αλλαγών, σημαντικοί διεθνείς σύλλογοι ψυχολόγων (βλ. American Psychological Association, 2017⸱ British Psychological Society, 2019) προσφεύγουν πλέον στη διατομεακότητα ως κατεύθυνση αρτιότερης κατανόησης της πολλαπλότητας των ταυτοτικών διακυμάνσεων και αλληλεπιδράσεων.

Παρά αυτήν την επί της αρχής αναγνώριση, η ένταξη της διατομεακότητας στη σύγχρονη συμβουλευτική εμφανίζει συχνά έναν «διακοσμητικό» χαρακτήρα (Bilge, 2013). Πρόκειται, δηλαδή, για μια ενσωμάτωση που αντιλαμβάνεται τη διατομεακότητα ως μια αθροιστική προσέγγιση πολλαπλών ταυτοτικών παραγόντων, συχνά απλώς ως μια κατηγορική διεύρυνση του δείγματος, χωρίς αναφορά στις κοινωνιοπολιτικές αιχμές και διεκδικήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό της (Bilge, 2013⸱ Buchanan και Wiklund, 2021⸱ Hancock, 2007b).3 Επισημαίνοντας τον κίνδυνο μιας τέτοιας αποπολιτικοποίησης και υπεραπλούστευσης της έννοιας, ερευνήτριες του τομέα (Buchanan και Wiklund, 202⸱ Cole, 2009⸱ Rosenthal, 2016) υπογραμμίζουν την ανάγκη ένταξης της διατομεακότητας στην ψυχολογία ως έννοιας που φωτίζει όχι μόνο την ταυτοτική περιπλοκότητα, αλλά και τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζουν οι διασταυρούμενες συστημικές ανισότητες και η καταπίεση ως φορείς τραύματος και ψυχικής δυσφορίας. «Είναι προς το συμφέρον μας ως ψυχολόγοι να υιοθετήσουμε τη διατομεακότητα στην πλήρη της έννοια, ωθώντας έτσι το πεδίο μας προς μια ψυχολογία που ασκεί συστηματικά κριτική στις κοινωνικές δομές που βλάπτουν την ευημερία των διαφορετικών ατόμων», επισημαίνει η Lisa Rosenthal (2016), τονίζοντας ότι η δεοντολογική ευθύνη των ψυχολόγων για επιστημονική αμεροληψία δεν συνεπάγεται αποχή από αγώνες κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας (σελ. 476 και 482). Πρόκειται για μια παρατήρηση που στοχεύει στην αναθεώρηση της κυρίαρχης αντίληψης ότι η ηθική δέσμευση των ψυχολόγων στην προαγωγή της ψυχικής ευημερίας των ανθρώπων απαιτεί την αποστασιοποίησή τους από κοινωνικοπολιτικές αξιολογήσεις που θα διακύβευαν την ακεραιότητα της δουλειάς τους. Όπως γίνεται αντιληπτό, η ένταξη της διατομεακότητας στην ψυχολογία προϋποθέτει κεφαλαιώδεις γνωσιολογικές μετατοπίσεις από τις αντικειμενιστικές παραδοχές του πεδίου προς μια επιστημολογία που απενοχοποιεί την κοινωνική στράτευση της ψυχολογικής επιστήμης.

Παράλληλα, η ένταξη της διατομεακότητας σε συγκεκριμένους σχεδιασμούς ψυχολογικής έρευνας προσκρούσει συχνά σε βαθιά εδραιωμένα ερευνητικά habitus. Για παράδειγμα, στο φάσμα των ποσοτικών μεθοδολογιών, η χρήση τυποποιημένων κλιμάκων ή παραγοντικών σχεδιασμών 2×2, που αποτελούν από τα πιο διαδεδομένα εργαλεία ψυχολογικής έρευνας, αδυνατεί να αποτυπώσει την περιπλοκότητα της βιωμένης εμπειρίας ατόμων που βρίσκονται στη διατομή πολλαπλών ταυτοτικών θέσεων και αποκλεισμών (Settles, Warner, Buchanan & Jones, 2020; Warner, Settles & Shields, 2016). Χωρίς οι ποσοτικές μέθοδοι να είναι ασύμβατες με τη διατομεακότητα, η υιοθέτηση της έννοιας προϋποθέτει την κατανόηση των ορίων αυτών των μεθόδων και την αναπλαισίωσή τους με καινούργιους τρόπους που να αξιοποιούν τις αναλυτικές δυνατότητές της (Bowleg, 2017⸱ Warner, Settles & Shields, 2016).

Σημαντικές προοπτικές παρουσιάζει η δυνατότητα συνομιλίας της διατομεακότητας με την κριτική κοινωνική ψυχολογία, χωρίς ωστόσο να έχει αναπτυχθεί ένας εκτεταμένος διάλογος ανάμεσά τους. Οι βαθιές επιρροές που άσκησαν η κριτική θεωρία, ο κοινωνικός κοντστρουκτιβισμός και ο μεταδομισμός τόσο στη διατομεακή σκέψη, όσο και στην κριτική κοινωνική ψυχολογία (Gough, 2017⸱ Lykke, 2010⸱ Parker, 2015⸱ Staunæs, 2010) αποτελούν μια κοινή διανοητική δεξαμενή από την οποία προκύπτουν διαφορετικές, αν και προοπτικά συγκοινωνούσες, θεωρητικοποιήσεις πάνω στα ζητήματα ταυτότητας και ετερότητας, υποκειμενικότητας και υποκειμενοποίησης, του λόγου και των δεσμών του με την εξουσία. Έτσι, η διατομεακότητα θα μπορούσε να αποτελέσει δυνάμει μέρος μιας αξιακά αφοσιωμένης κοινωνικής ψυχολογίας (Billig, 2019), η οποία επιχειρεί να διευρύνει το πλαίσιο κατανόησης των κοινωνιοψυχικών επιπτώσεων που έχουν οι δομές εξουσίας και σχέσεις ανισότητας. Ειδικότερα, θα μπορούσε να διαμορφώσει δεσμούς με ερευνητικά ρεύματα, όπως αυτό της λογοψυχολογίας [discursive psychology], το οποίο αναδεικνύει την αφηγηματική περιπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας και τον διαμορφωτικό ρόλο του ευρύτερου πλαισίου επί αυτής, εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά υποκείμενα αντλούν από τους διάχυτους συμβολικούς πόρους, μετασχηματίζοντάς τους για να ερμηνεύσουν κρίσιμα ζητήματα ταυτότητας, δράσης και ανήκειν (Μποζατζής & Δραγώνα, 2011⸱ Wetherell & Potter, 2009).

Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί, η διαμόρφωση τέτοιων συνδέσεων απαιτεί μια «επανεπεξεργασία» της διατομεακότητας, κατά τρόπο που να μπορεί να αποτυπωθεί ερευνητικά η ποικιλότητα των ταυτοτικών νοημάτων όχι ως στατικών συστημικών κατασκευών, αλλά ως δυναμικών διεργασιών (βλ. Staunaes, 2003⸱ Wetherell, 2008). Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο μπορεί να γεφυρωθεί –τόσο θεωρητικά, όσο και ερευνητικά– το χάσμα εννοιολόγησης ανάμεσα σε μια κοινωνικά, «εξωτερικά» προσδιορισμένη ταυτότητα και σε μια ενδογενή αντίληψη περί υποκειμενικότητας σηματοδοτεί ένα ανοικτό πρόβλημα εν γένει και για την ψυχοκοινωνική θεωρία περί κοινωνικών ταυτοτήτων (Wetherell, 2008). Έναντι αυτού του διλήμματος, η λογοψυχολογία έχει αντιτάξει τη μελέτη των αφηγηματικών ενσαρκώσεων των ταυτοτήτων, αναζητώντας σε αυτές τόσο το αποτύπωμα του πολιτισμικοκοινωνικού πλαισίου, όσο και της εμπρόθετης δράσης, των επικοινωνιακών προθέσεων, της διαλογικότητας και της σχεσιακότητας των κοινωνικών υποκειμένων (Μποζατζής & Δραγώνα, 2011⸱ Wetherell & Potter, 2009⸱ Wetherell, 2008⸱). Για τη διατομεακότητα ο ακριβής τρόπος συγχρονικής μελέτης της βιωματικής και συστημικής διάστασης των ταυτοτήτων (Carastathis, 2016) αποτελεί ένα ζήτημα περισσότερο ανοικτό και πολύπλευρο, σχετιζόμενο με την πολυπλοκότητα της έννοιας, η οποία δεν είναι πλήρως αναγώγιμη σε άλλες θεωρήσεις (βλ. σχετικά Αθανασίου, 2022⸱ Carastathis, 2016⸱ Καραστάθη, 2016⸱ Nash, 2008).

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η σύνδεση της διατομεακότητας με την ψυχοκοινωνική έρευνα συνιστά ένα επιστημολογικό εγχείρημα που συναντά τις ένδο-επιστημονικές αντιστάσεις και εσωτερικές ιδιαιτερότητες του πεδίου, αλλά και τις δυσκολίες της ίδιας της διατομεακότητας, η οποία δεν υπάγεται σε αυστηρές γραμμές «ορθής χρήσης της». Προτείνουμε ότι οι συγκεκριμένες δυσκολίες συνηγορούν υπέρ μιας πιο αφετηριακής και σταδιακής απόπειρας εύρεσης επιστημολογικών «κοινών τόπων» έναντι μιας γρήγορης ένταξης της έννοιας στο ψυχολογικό πεδίο. Όπως θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε, ιδωμένη ως ένα κριτικό εργαλείο ανατομίας των κοινωνικών ιεραρχήσεων, το οποίο έχει μεν ρητή γνωσιολογική και κοινωνικοπολιτική στόχευση, αλλά όχι μία αποκλειστική μεθοδολογία, η διατομεακότητα μπορεί να εισφέρει σε υπάρχουσες κοινωνιοψυχικές προσεγγίσεις των ανισοτήτων μια πολυπρισματικότητα και μια πρόσβαση σε κρίσιμες κοινωνικές τοποθεσίες [locations], οι οποίες μέχρι τώρα έχουν μείνει αφανείς (Garry, 2011). Ωστόσο, μια τέτοια σύνδεση προϋποθέτει καταρχάς την επιστημολογική μετακίνηση προς μια μη ουδέτερη, μη αντικειμενιστική τοποθέτηση της ερευνήτριας/ή, η οποία αποδέχεται τους περιορισμούς μιας αναλυτικής σκοπιάς που αποτελεί και η ίδια συστατικό μέρος της περίπλοκης κοινωνικής τοπολογίας.

 

Πολυφωνικές αποτυπώσεις για μια πολυεστιακή έννοια

Μια γυναίκα μειονοτικής καταγωγής προσπαθεί πεζή να διασχίσει έναν κεντρικό οδικό κόμβο, την ώρα που τα αυτοκίνητα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Ο κεντρικός δρόμος είναι η οδός «Ρατσισμού», που διασταυρώνεται με την οδό «Πατριαρχίας» και την οδό «Αποικιοκρατίας», δίπλα στις οποίες βρίσκονται οι οδοί «Θρησκευτικών Προκαταλήψεων» και «Ταξικότητας». Με αυτά περίπου τα λόγια –με ελαφρές παραλλαγές– η Kimberlé Crenshaw περιέγραψε τη διατομεακότητα στο Παγκόσμιο Συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών Ενάντια στον Ρατσισμό (WCAR) το 2001 (Crenshaw, όπως αναφέρεται στο Yuval-Davis, 2006, σελ. 196), συμπυκνώνοντας έναν κεντρικό εννοιολογικό πυρήνα της: τις πολυεπίπεδες και τεμνόμενες διαδρομές της καταπίεσης, όπως αυτές ενσαρκώνονται στα υποτιθέμενα οδωνύμια. Η μεταφορά του σταυροδρομιού [intersection] ως εικονοποίηση της διατομής των διακρίσεων εμφανίζεται και στο ιδρυτικό για τη συγκεκριμένη προβληματική κείμενο της Crenshaw (1989, σελ. 149), γεγονός που σε μεγάλο βαθμό στηρίζει και την επιλογή μας να αποδώσουμε στα ελληνικά τον όρο intersectionality ως διατομεακότητα (βλ. υποσημείωση 1).

Ωστόσο, η εικόνα του σταυροδρομιού έχει συχνά δεχθεί κριτικές (Yuval-Davis, 2006 και 2007) και εισάγει δυσκολίες που συνδέονται με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μεταφορές στη διατομεακή σκέψη (Carastathis, 2016⸱ Garry, 2011), συσκοτίζοντας συχνά το ακριβές σημείο αναλυτικής εστίασης: είναι η εμπειρία της γυναίκας; είναι η ρυμοτομία των «δρόμων/ανισοτήτων» ή μήπως οι συνθήκες του ενδεχόμενου «δυστυχήματος»; Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες περιεχομενικής αποσαφήνισης, η πλειονότητα των διατομεακών προσεγγίσεων συγκλίνει στη βασική θέση για μια πολυεπίπεδη προσέγγιση των ζητημάτων κοινωνικής καταπίεσης, τονίζοντας ότι τα κοινωνικά υποκείμενα βιώνουν ταυτόχρονα το νόημα και τις συνέπειες πολλαπλών ταυτοτήτων και μορφών διάκρισης (Cole, 2009).

Κεντρικό, επομένως, στοιχείο της διατομεακότητας είναι ότι προτείνει μια πολυπαραγοντική αντίληψη των ζητημάτων ταυτότητας, αναδεικνύοντας τόσο τη φαινομενολογική, όσο και την κοινωνικοπολιτική τους διάσταση (Carastathis, 2016, σσ. 36-37). Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη οπτική προτείνει ότι οι πολλαπλές ταυτότητες που συνθετικά φέρει ένα κοινωνικό υποκείμενο –όπως το φύλο και η φυλή– έχουν τόσο μια διακριτή βιωματική διάσταση για το ίδιο, όσο και κοινωνικές συνέπειες που εδράζονται σε δομικές ανισότητες, διαμορφώνοντας διαφορετικές εμπειρίες κοινωνικού ανήκειν και συστημικών βαρών. Οι αφροαμερικανές γυναίκες έχουν διαχρονικά αντιμετωπίσει προκλήσεις διαφορετικές από αυτές που προέτασσαν ο λεγόμενος λευκός φεμινισμός και ο κυρίαρχος αντί-ρατσισμός. Μια ανήλικη πρόσφυγας μουσουλμανικής καταγωγής, με κινητική αναπηρία, συναντά εμπόδια διακριτά από αυτά που το τυπικό σύστημα ασύλου αναγνωρίζει. Μια ομόφυλη οικογένεια, χωρίς αναγνωρισμένα οικογενειακά δικαιώματα και με χαμηλά εισοδήματα, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολλαπλό φάσμα αποκλεισμών που διαφεύγει από την τυπική ψυχοκοινωνική μελέτη της οικογένειας. Πρόκειται για ορισμένα παραδείγματα των βιωματικών διακυμάνσεων και κοινωνικών φορτίων που η διατομεακότητα επιχειρεί να αναδείξει.

Όπως τονίζουν ερευνήτριες του πεδίου, αυτή η συζευκτική προσέγγιση των ταυτοτήτων δεν είναι απλώς προσθετική, αλλά συνθετική, ενδιαφερόμενη για τις εγγενώς πολύσημες και πάντοτε ενσώματες εμπειρίες των κοινωνικών δρώντων (Carastathis, 2016⸱ Ηancock, 2007b⸱ Nash, 2008⸱ Yuval-Davis, 2007), καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο συγχρονικοί και αλληλένδετοι κοινωνικοί διαχωρισμοί διαμορφώνουν πολυεπίπεδα το αίσθημα εαυτού και τη δράση των κοινωνικών υποκειμένων (Bowleg, 2017). Τα παραπάνω στοιχεία έχουν σημαντικές συνέπειες για τον τρόπο ερευνητικής εργασίας, καθώς οι διατομεακές προσεγγίσεις φωτίζουν τα σημεία διαφοροποίησης και διάρρηξης των ταυτοτικών ομαδοποιήσεων, αναδεικνύοντας τα περιφερειακά και περιθωριοποιημένα εκείνα βιώματα, που η παραδοσιακή έρευνα των ενιαίων και ομοιογενών ταυτοτήτων –κυρίαρχη επί μακρόν και στην ψυχολογία– αφήνει στη σιωπή (Bowleg, 2015⸱ Crenshaw, 1989⸱ Crenshaw, 1991⸱ Hancock, 2007b⸱ McCormick-Huhn, Warner, Settles και Shields, 2019). Παραμένει, ωστόσο, ανοικτό το ερώτημα μέσα από ποια κάθε φορά θεματοποίηση του υλικού, αλλά και μέσα από ποιες ερευνητικές επιλογές μπορεί να μελετηθεί με έναν θεωρητικά και ερευνητικά συνεπή τρόπο αυτή η συγχρονικότητα των υποκειμενικών και συστημικών συνιστωσών των ταυτοτικών εκφορών. Όπως προαναφέρθηκε, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν διαθέτει μια εύκολη απάντηση ούτε για την κοινωνική ψυχολογία ούτε για τη διατομεακότητα.

Έτσι, οι διευρυμένες αναλυτικές δυνατότητες της διατομεακότητας δεν αναιρούν τις επιστημολογικές προκλήσεις που ανακύπτουν από τον θραυσματικό και ετερογενή χαρακτήρα της, που δημιουργεί δυσκολίες στη σύνδεση εννοιακού προσδιορισμού και ερευνητικής πράξης. Όπως αφηγείται η Patricia Hill Collins (2015), ο ορισμός της διατομεακότητας μοιάζει με το δίλημμα του Stewart:4 “αναγνωρίζουμε” τη διατομεακότητα όταν την συναντάμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε τι είναι. Αυτή η επίμονη εννοιολογική απροσδιοριστία θέτει ένα διπλό πρόβλημα στην προσπάθεια επίλυσής της: είτε να ορίσει κανείς τόσο στενά το αντικείμενο, ώστε να θυσιάσει την εγγενή πολυσυλλεκτικότητά του, είτε να το προσεγγίσει τόσο ανοικτά, ώστε να μην έχει πια νόημα (Collins, 2015, σελ. 2).

Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, η συγκεκριμένη δυσκολία οφείλεται στον ίδιο τον αναλυτικά καινοτόμο χαρακτήρα της έννοιας: προτείνει μια πολυεστιακή κατανόηση των ταυτοτικών εμπειριών, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο μια ευρετική [heuristic]5 προσέγγιση από ό,τι μια παραδοσιακή κατηγορική αντίληψη (Cho, Crenshaw και McCall, 2013). Συγκλίνοντας με αυτήν άποψη, η Floya Anthias (2013) σημειώνει ότι η διατομεακότητα «δεν αναφέρεται σε ένα ενιαίο πλαίσιο, αλλά σε ένα ευρύ φάσμα τοποθετήσεων» και «ουσιαστικά είναι ένας ευρετικός μηχανισμός για την κατανόηση των φραγμών και των ιεραρχήσεων της κοινωνικής ζωής» (σελ. 4). Υπό αυτή την οπτική, η πολυφωνικότητα και ετερογένεια των διατομεακών προσεγγίσεων συνδέεται με τα ίδια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έννοιας, που αντιστέκονται τόσο σε μοντέλα ουσιοποίησης των ταυτοτικών εμπειριών (Nash, 2008) όσο και σε μια τυπολογική [typological] προσέγγιση των κοινωνικών διεργασιών και υποκειμενοτήτων, ιδιαίτερα οικεία στην ψυχοκοινωνική έρευνα. Αντίθετα, ο ενδεχομενικός, αποκεντρωμένος, πολυνηματικός και πλαισιακά προσαρμοστικός τρόπος προσέγγισης των ταυτοτήτων και των συστημικών περιορισμών είναι ακριβώς τα στοιχεία που της προσδίδουν το ιδιαίτερο αναλυτικό της στίγμα. Γι’ αυτό και οι Cho, Crenshaw και McCall (2013) χαρακτηρίζουν την έννοια ως έναν κόμβο αντί για ένα κλειστό σύστημα, ως ένα είδος αναλυτικής ευαισθησίας αντί για μια θεωρητικά εκλεπτυσμένη έννοια (σελ. 788 και σελ. 795). Σύμφωνα με τις ίδιες, η διατομεακότητα ορίζεται πρωτίστως ως ένα εργαλείο αποκωδικοποίησης και διαλεύκανσης μιας μη πλήρως περιγράψιμης κοινωνικής πραγματικότητας ή αλλιώς ως ένας πλοηγός σκέψης, δράσης και κατανόησης μέσα στον αδιαφανή και μετακινούμενο χώρο της ταυτότητας και των διεργασιών κατασκευής της ετερότητας.

Αυτή η γήινη και γειωμένη διάσταση που αποδίδεται στη διατομεακότητα δίνει επιστημολογική προτεραιότητα στην πολυπλοκότητα της κοινωνικής εμπειρίας, χωρίς να προσπαθεί να την επιλύσει με ένα θεωρητικά εύτακτο και σταθερό σύστημα ερμηνειών. Σε αυτό το πνεύμα, η Jennifer Nash (2008) έχει χαρακτηρίσει τη διατομεακότητα ως έναν τρόπο για τις ερευνήτριες και τους ερευνητές να προσπαθήσουν να τα βγάλουν πέρα με «την ακαταστασία της υποκειμενικότητας» (σελ. 4), χωρίς να επιχειρήσουν να την καταργήσουν μέσα από στατικές και άκαμπτες ερμηνείες. Πρόκειται, επομένως, για μια έννοια υβριδική, δηλαδή για μια έννοια που τοποθετείται στο μεταίχμιο βιωματικότητας και εννοιολογικής επεξεργασίας, εμπειρικής κατανόησης και θεωρητικής αποτύπωσης και που συσσωματώνει διαφορετικές λειτουργίες τόσο ως πολιτικό εργαλείο σύγκλισης κοινωνικών αγώνων, όσο και ως εξαιρετικά επιδραστική ερευνητική οπτική. Ο πολυεστιακός, μη αναγώγιμος, πληθυντικός και βιωματικός προσανατολισμός αποτελεί σημαντικό στοιχείο της διατομεακότητας, ωστόσο, επαναφέροντας την παρατήρηση της Collins (2015), η αναλυτική ευρύτητα, παρά το πλεονέκτημα διατήρησης της πολυσυλλεκτικότητας, κινδυνεύει να αναφέρεται στα «πάντα και άρα σε τίποτα». Σε αυτή την κατεύθυνση, σημαντικές φωνές στον τομέα αναδεικνύουν την ανάγκη κριτικού αναστοχασμού πάνω στην αδιαφάνεια της έννοιας, ως αναγκαίο βήμα ενίσχυσης του επιστημολογικού της σφρίγους (Νash, 2008).

Αναγνωρίζοντας τη σημασία μιας οριοθετημένης, μη ολιστικής και κατά το δυνατόν ευκρινούς επιστράτευσης της διατομεακότητας, το παρόν άρθρο προσεγγίζει την έννοια ως μια κριτική και εύπλαστη «τοπογραφία» των κοινωνικών ιεραρχήσεων, που μπορεί να εισφέρει και στην ψυχοκοινωνική έρευνα αναλυτικά και αναστοχαστικά εργαλεία μιας πληρέστερης κατανόησης των ταυτοτικών ανισοτήτων. Ο εντοπισμός συγκεκριμένων γνωσιολογικών κατευθύνσεων αποτελεί, σύμφωνα με την ανάγνωσή μας, ένα πρώτο βήμα για τη σταδιακή εγκαθίδρυση πιο στέρεων θεωρητικών και μεθοδολογικών συνδέσεων μεταξύ διατομεακότητας και ψυχολογίας. Με αυτή την έννοια, στη συνέχεια της ανάλυσής μας συνηγορούμε υπέρ μιας πιο «ταπεινής χρήσης» της διατομεακότητας (Garry, 2011) στην ψυχοκοινωνική έρευνα, όχι ως μεγάλης θεωρίας ή εκλεπτυσμένης μεθοδολογίας,6 αλλά καταρχάς ως ενός τρόπου αναλυτικής τοποθέτησης μέσα στον άνισα κατανεμημένο κοινωνικό χώρο.

 

Μια κριτική και εύπλαστη «τοπογραφία» των κοινωνικών ιεραρχήσεων

Η διατομεακότητα συγκεντρώνει στο εσωτερικό της βιβλιογραφίας της τουλάχιστον δυο ρεύματα ερμηνευτικών τοποθετήσεων πάνω στα ζητήματα ταυτοτικών ανισοτήτων. Από τη μία πλευρά, ένα σώμα ιδιαίτερα κομβικών εργασιών στρέφεται στις συστημικές και δομικές διαστάσεις της ανισότητας, τις οποίες συνδέει με διαφορετικές διατομεακές εμπειρίες ευαλωτότητας και ορατότητας (βλ. Crenshaw, 1989; Crenshaw, 1991). Και από την άλλη πλευρά, εντοπίζονται εργασίες που εμμένουν στη ρευστότητα των διατομεακών εμπειριών, καθώς και στη δυναμική που παρουσιάζουν αυτές οι διαφορετικές θέσεις υποκειμενοποίησης, μέσα σε διαφορετικά συγκείμενα –δηλαδή, ένα ρεύμα τοποθετήσεων που εμπνέονται περισσότερο από μεταδομιστικές ή από φαινομενολογικές παραδόσεις (Lykke, 2010). Όπως έχει προαναφερθεί, δεν μπορεί εύκολα να χαραχτεί μια κάθετη τομή ανάμεσα στις διαφορετικές αυτές αφετηρίες, καθώς μια από τις πάγιες προκλήσεις της διατομεακής σκέψης είναι ακριβώς ότι επιχειρεί να συναρμόσει την πολιτική και τη βιωματική διάσταση των ταυτοτήτων, μέσα στο σύνθετο πλαίσιο ανάδυσής τους (Carastathis, 2016⸱ Cole, 2009). Ωστόσο, παρά την πολλαπλότητα των τοποθετήσεων, η σύνδεση των ζητημάτων ταυτότητας με τις δυναμικές της εξουσίας και με την ανίχνευση πολλαπλών δυναμικών κοινωνικής ιεράρχησης των υποκειμένων διατρέχει όλη τη διατομεακή βιβλιογραφία.

Υπό αυτή την έννοια, οι ταυτότητες στη διατομεακή οπτική διαθέτουν μια κοινωνική υλικότητα, αποτελούν ενσώματες εμπειρίες, εγγεγραμμένες σε συγκεκριμένα συστημικά συγκείμενα. Ως εκ τούτου, η μελέτη τους υπό ένα διατομεακό πρίσμα δεν ταυτίζεται ούτε με μια παραδοσιακή κοινωνιοψυχολογική θεώρηση, με τον κεντρικό ρόλο που αυτή αποδίδει στις γνωσιακές και διομαδικές δυναμικές, ούτε όμως και με μια αμιγώς μεταδομιστική προσέγγιση, η οποία πριμοδοτεί μια πρωτίστως κειμενική προσέγγιση των ταυτοτικών εκφορών. Ειδικότερα, σε ένα μεταθεωρητικό επίπεδο, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, οι ιδιαιτερότητες της διατομεακής προσέγγισης ως ενός ιδιότυπου υλιστικού τρόπου ανάγνωσης των ταυτοτήτων θα μπορούσαν να συνδεθούν, όπως έχει προτείνει η Lykke (2010), με την πρόταση της Donna Haraway (1988) για έναν φεμινιστικό εμπειρισμό, που αποστασιοποιείται τόσο από τις αξιώσεις οικουμενικότητας και αντικειμενικότητας του θετικισμού, όσο και από τον σχετικισμό της απόλυτης κειμενικότητας του ριζοσπαστικού κοινωνικού κονστρουκτιβισμού.

Αποτυπώνοντας αυτή την προτεραιότητα στο εμπειρικό στοιχείο της ανισότητας και εστιάζοντας στη θέση που επιφύλασσε το αμερικανικό δίκαιο στις αφροαμερικανές γυναίκες, η Crenshaw σημείωνε:

Με αφετηρία τις μαύρες γυναίκες, γίνεται περισσότερο εμφανές πώς οι κυρίαρχες αντιλήψεις για τις διακρίσεις μάς οδηγούν να σκεφτόμαστε την καταπίεση ως ένα πρόβλημα που εμφανίζεται κατά μήκος ενός και μόνο κατηγορικού άξονα. Η δική μου θέση είναι ότι αυτό το πλαίσιο του ενός άξονα διαγράφει τις μαύρες γυναίκες από την εννοιολόγηση, τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων, περιορίζοντας την έρευνα στις εμπειρίες των κατά τα άλλα προνομιούχων μελών της ομάδας. Με άλλα λόγια, σε περιπτώσεις φυλετικών διακρίσεων, οι διακρίσεις τείνουν να εξετάζονται από την οπτική των προνομιούχων λόγω φύλου ή τάξης μαύρων πολιτών, ενώ στις υποθέσεις διακρίσεων λόγω φύλου, η εστίαση είναι στις φυλετικά και ταξικά προνομιούχες γυναίκες. Αυτή η εστίαση στα πιο προνομιούχα μέλη της ομάδας περιθωριοποιεί εκείνους που επιβαρύνονται πολλαπλώς και αποσιωπεί αιτήματα που δεν μπορούν να προσεγγιστούν ως αποτέλεσμα διαφορετικών πηγών διακρίσεων. […] Αυτά τα προβλήματα αποκλεισμού δεν μπορούν να επιλυθούν απλά με τη συμπερίληψη των μαύρων γυναικών στο ήδη οικοδομημένο αναλυτικό πλαίσιο. Επειδή η διατομεακή εμπειρία είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα του ρατσισμού και του σεξισμού, όποια ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη τη διατομεακότητα δεν μπορεί να προσεγγίσει με ακρίβεια τον ιδιαίτερο τρόπο καταπίεσης των μαύρων γυναικών. Έτσι, προκειμένου η φεμινιστική θεωρία και ο αντιρατσιστικός πολιτικός λόγος να μπορέσουν να αγκαλιάσουν τις εμπειρίες και τις ανησυχίες των μαύρων γυναικών, θα πρέπει να επανεξεταστεί και να επαναδιατυπωθεί ολόκληρο το πλαίσιο που έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση για τη μετάφραση της «εμπειρίας των γυναικών» ή της «εμπειρίας των μαύρων» σε συγκεκριμένα αιτήματα πολιτικής.7 (Crenshaw, 1989, σελ. 140)

Από τις παραπάνω καταστατικές διατυπώσεις βλέπουμε να διαγράφονται τουλάχιστον τρία κεντρικά στοιχεία:

  1. Πρώτον, μια πολυπαραγοντική αντίληψη των διακρίσεων που δεν συνιστά απλή πρόσθεση των επιμέρους ταυτοτικών παραμέτρων. Η κατανόηση των διατομεακών ανισοτήτων και βιωμάτων προϋποθέτει μια εγγενώς πολυεπίπεδη και απαρτιωτική προσέγγιση και όχι μια απλή διεύρυνση του υπάρχοντος μονιστικού πλαισίου αναφορικά με τις διακρίσεις.
  2. Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι αυτό το υπάρχον μονιστικό πλαίσιο προσέγγισης των διακρίσεων δεν αποτελεί ένα αμιγώς θεωρητικό και μεθοδολογικό πρόβλημα, αλλά έχει συνέπειες αποσιώπησης και διαγραφής συγκεκριμένων κοινωνικών εμπειριών. Με άλλα λόγια, η διατομεακότητα προτείνεται ως ένα αναλυτικό σύστημα, προκειμένου να καταστούν ορατές ταυτοτικές εμπειρίες που παρέμεναν μέχρι σήμερα αφανείς.
  3. Τρίτον, αυτή η διαφορετική αντίληψη των διακρίσεων συνεπάγεται όχι μόνο έναν τρόπο κοινωνικής κατανόησης, αλλά και αιτήματα πολιτικής και θεσμικής αλλαγής. Η διατομεακότητα, επομένως, εισάγεται στο πεδίο της κοινωνικής σκέψης, επιδιώκοντας όχι απλώς μια θεωρητικοποίηση των ανισοτήτων αλλά και την άσκηση πίεσης για άρση των συστημικών περιορισμών εις βάρος πολλαπλά περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων.

Ταυτόχρονα, η περιγραφή της Crenshaw είναι χρήσιμη ως κριτική και για τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνιοψυχολογική θεωρία έχει παραδοσιακά μελετήσει τα ζητήματα ταυτότητας ως ομοιογενείς κοινωνικές κατηγορίες, με ενιαίους μηχανισμούς γνωσιακής επεξεργασίας (Hogg, 2016). Προσεγγίζοντας τις κοινωνικές ταυτότητες ως μονοκατηγορικές οντότητες, εν πολλοίς αποσυνδεδεμένες από τις προβληματικές της εξουσίας και συγκροτημένες στη βάση είτε ενός είτε διακριτά συναρμοσμένων στοιχείων αυτόή ετερό-κατηγοριοποίησης, η παραδοσιακή κοινωνική ψυχολογία έχει συστηματικά παραλείψει να αναγνωρίσει τις εσωτερικές εντάσεις, την εγγενή πολυθεματικότητα και τις διαφοροποιήσεις των ταυτοτικών εμπειριών (Bowleg, 2017⸱ Cole, 2009).

Αυτή η μονοπαραγοντική προσέγγιση των κοινωνικών ταυτοτήτων έχει επιπτώσεις και στον τρόπο με το οποίο γίνονται κατανοητά βασικά κοινωνιοψυχολογικά αντικείμενα, όπως για παράδειγμα: i) οι επιπτώσεις των προκαταλήψεων (είναι ίδιες για όλα τα κοινωνικά υποκείμενα μιας ταυτοτικής κατηγορίας;), ii) οι εμπειρίες κοινωνικού αποκλεισμού (πώς εξειδικεύονται για τα πολλαπλώς ευάλωτα κοινωνικά υποκείμενα που υφίστανται τις συνεργικές επιπτώσεις διαφορετικών ταυτοτικών επικαθορισμών), iii) ο τρόπος οργάνωσης του ρατσισμού και σχετικών ξενοφοβικών φαινομένων (είναι ενιαίες οι αναπαραστάσεις περί ετερότητας ή διαφορετικά διατομεακά χαρακτηριστικά των νοούμενων «άλλων» παράγουν διαφοροποιημένες προσλήψεις τους;) (Konstantopoulou, Didymiotis και Kouzelis, 2022), iv) η κατανόηση των κυρίαρχων ταυτοτικών αναπαραστάσεων (είναι ενιαίες οι κοινωνικές αναπαραστάσεις που διαμορφώνει η κυρίαρχη ενδο-ομάδα απέναντι στις λεγόμενες έξω-ομάδες ή εντός της καταγράφονται επίσης διατομεακές διαφοροποιήσεις κοινωνικών στάσεων;). Επομένως, με τους όρους της Leslie McCall (2005), η διατομεακότητα τηρεί το πλεονέκτημα ανάδειξης της συνθετότητας της ίδιας της κοινωνικής ζωής, επιτρέποντας την αντί-κατηγορική, διά-κατηγορική ή/και ένδο-κατηγορική μεθοδολογική μεταχείριση των ταυτοτικών ομαδοποιήσεων, η οποία άλλωστε αντικατοπτρίζει την περιπλοκότητα των ίδιων των ταυτοτικών εμπειριών (McCall, 2005).8

Ενδιαφέρον για την πρόσληψη αυτής της περιπλοκότητας έχει και η εικονοποίηση του υπογείου που εισάγει η Crenshaw (1989):

Φανταστείτε ένα υπόγειο, γεμάτο με όλα τα άτομα που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση λόγω φυλής, φύλου, τάξης, σεξουαλικών προτιμήσεων, ηλικίας και/ή φυσικών ικανοτήτων. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ασφυκτικά στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο –τα πόδια κάποιων ακουμπούν στους ώμους άλλων– με τις θέσεις στον πάτο να καταλαμβάνονται από αυτούς και αυτές που μειονεκτούν σε όλη τη σειρά των παραγόντων, ενώ στην κορυφή βρίσκονται τα κεφάλια όλων εκείνων που μειονεκτούν σε έναν μοναδικό παράγοντα, τα οποία ακουμπούν στην οροφή. Η οροφή τους είναι στην πραγματικότητα το πάτωμα πάνω από το οποίο βρίσκονται μόνο όσοι/ες δεν μειονεκτούν με κανέναν τρόπο. Στην προσπάθεια να διορθωθούν κάποιες πτυχές της κυριαρχίας, αυτοί που βρίσκονται πάνω από την οροφή δέχονται από το υπόγειο μόνο εκείνους/ες που «αν δεν υπήρχε» το ταβάνι θα βρίσκονταν κι αυτοί στο πάνω δωμάτιο. (Crenshaw, 1989, σελ. 151).

H συγκεκριμένη μεταφορά αποτελεί μια βασική παρομοίωση της διατομεακής σκέψης για την κοινωνική δομή και το σύστημα των κοινωνικών και νομικών ιεραρχήσεων ως ένα κάθετο αρχιτεκτόνημα που επιφυλάσσει διαφορετικά καθεστώτα ορατότητας (βλ. Carastathis, 2016, σελ. 72 και 91-92). Στη μεταφορά τoυ υπογείου, η έμφαση βρίσκεται στο ότι τα μέλη της κοινωνικής πυραμίδας που βρίσκονται στον πάτο του υπογείου –τα πολλαπλά επιβαρυμένα κοινωνικά υποκείμενα– δεν μπορούν ποτέ να ελπίζουν σε μια έξοδο από αυτό. Ο χώρος της κοινωνικής πραγματικότητας νοείται ως βαθιά διαιρεμένος ανάμεσα όχι μόνο σε διαφορετικές θέσεις, αλλά και σε έναν αγώνα κοινωνικής επιβίωσης, στον οποίο οι διατομεακά πιο ευάλωτοι άνθρωποι θα βρεθούν πολλαπλώς «ποδοπατημένοι» μέσα στον ανταγωνισμό ανέλιξης από τα βάθη του κοινωνικού υπογείου.

Έτσι, η μεταφορά του υπογείου απηχεί και το πρόβλημα που στη διατομεακή βιβλιογραφία έχει ονομαστεί «Ολυμπιακοί Αγώνες της καταπίεσης» [Oppression Olympics] (Ηanckock, 2007a⸱ Martínez και Davis, 1994⸱ Yuval-Davis, 2012). Με τον όρο «Ολυμπιακοί της καταπίεσης» περιγράφεται ο κοινωνικός ανταγωνισμός και η επικέντρωση διαφορετικών ομάδων αποκλειστικά στα δικά τους αιτήματα για κοινωνική αναγνώριση και δικαιώματα –μια επικέντρωση που απαντάται συχνά και στο πλαίσιο της πολιτικής της ταυτότητας, μέσα από την πρόταξη ενός και μόνο ταυτοτικού χαρακτηριστικού ως κομβικότερου στον αγώνα ενάντια στις διακρίσεις (Crenshaw, 1991⸱ Hancock, 2007a, σελ. 250). Όπως μερικώς προκύπτει από τη μεταφορά του υπογείου, η διατομεακή σκέψη αμφισβητεί αυτή την κατηγορική αντιπαράθεση, υπογραμμίζοντας ότι οι ανισότητες δεν λειτουργούν μέσα από ξεκάθαρες ταυτοτικές διαστρωματώσεις, αλλά διατάσσονται σε έναν πιο μεικτό και δαιδαλώδη σχηματισμό. Έτσι, σε κάθε βαθμίδα του κοινωνικού «υπογείου» περιλαμβάνονται άνθρωποι με διαφορετικά χαρακτηριστικά, σε ποικίλους συνδυασμούς.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη μεταφορά διατηρεί ένα από τα προβλήματα της ρητορικής των «Ολυμπιακών της καταπίεσης»: την αίσθηση ότι υπάρχουν αμιγώς «χειρότερα» ή αντιστρόφως «λιγότερο» καταπιεζόμενα τμήματα της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, στην προσπάθειά της να αναδείξει τις ανθεκτικές κοινωνικές ασυμμετρίες, η μεταφορά του υπογείου αναπαράγει μια πραγμοποιητική [reified] στατική διαβάθμιση των κοινωνικών εμπειριών καταπίεσης, έστω και αν δεν τις ταυτίζει με συγκεκριμένες ταυτοτικές ομαδοποιήσεις. Στον αντίποδα αυτής της αναπαράστασης, θεωρητικοί όπως η Patricia Hill Collins και η Nira Yuval-Davis προκρίνουν μια λιγότερο μηχανιστική αποτύπωση, εστιασμένη στη διακριτή οπτική που έχουν όλοι οι άνθρωποι του υποθετικού «υπογείου», ο καθένας και η καθεμία από τη δική του θέση και θέαση του κόσμου «από τα κάτω» και «από το περιθώριο» (Collins, 1990, όπως αναφέρεται στο Yuval-Davis, 2012). Όπως σημειώνουν, οι κοινωνικοί δρώντες και δρούσες «τοποθετούνται» όντως διαφορετικά στο κοινωνικό πεδίο, καταλαμβάνοντας ωστόσο θέσεις μη οριστικές, αλλά μεταβλητές μέσα στον χρόνο και τις περιστάσεις (Yuval-Davis, 2012). Από τις ειδικές συντεταγμένες αυτών των θέσεων διαμορφώνουν μια γνώση και μια οπτική που είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την κατανόηση του κοινωνικού κόσμου και των ανισοτήτων του (Haraway, 1988⸱ Lykke, 2010⸱ Yuval-Davis, 2012).

Έτσι, κατά τη Yuval-Davis (2012), οι διατομεακές προσεγγίσεις είναι προτιμότερο να αποφύγουν τον ιδεότυπο μιας χειρότερα καταπιεζόμενης ομάδας, αλλά να αναπτύξουν ένα διαλογικό δίκτυο αλληλοκατανόησης αυτών των διαφορετικών οπτικών και θέσεων, εστιάζοντας στις δυνατότητες αλληλέγγυας και χειραφετητικής λειτουργίας της γνώσης. Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας διαλογικής προσέγγισης, η διατομεακότητα θα μπορούσε να υπηρετήσει αυτό που η Elizabeth Martínez και η Anglela Davis (1994) έχουν περιγράψει ως μια πιο συνεργική αμφισβήτηση των ανισοτήτων, δηλαδή ως έναν τρόπο να «δουλεύουμε μαζί κατά μήκος των διαφορών» μέσα από δίκτυα κοινότητας στην πολιτική δράση και την επιστήμη (Martínez και Davis, 1994). Ή, με τους όρους της Haraway, μέσα από τη διαμόρφωση χώρων και γνώσεων που «στην πολιτική αποκαλούνται αλληλεγγύη και στην επιστημολογία κοινοί διάλογοι» (Haraway, 1988, σελ. 584). Για την ψυχολογία ένα τέτοιο εγχείρημα διαμόρφωσης συνεργικών επιστημικών κοινοτήτων (Yuval-Davis, 2012) προϋποθέτει πέρα από εσωτερικές γνωσιολογικές μετατοπίσεις και ένα επί μακρόν ζητούμενο διεπιστημονικό άνοιγμα προς διαφορετικές προσεγγίσεις της υποκειμενικότητας (Bowleg, 2017⸱ Teo, 2017), ικανές να εμπλουτίσουν την ενδοψυχική ή κοινωνιογνωσιακή αντίληψή της για τον «εαυτό» με μια οικολογική, ιστορική και κοινωνιοπολιτισμική επίγνωση που συχνά η ίδια στερείται ως επιστήμη. Σε αυτή την κατεύθυνση, η «τοπογραφική» κατανόηση διαφορετικών και μεταβλητών θέσεων κοινωνικής ιεράρχησης, που εισάγει η διατομεακότητα, διαμορφώνει ένα ανοικτό, μη πεπερασμένο τόπο για μια τέτοια διεπιστημονική συνάντηση.

 

Προς μια επιστημολογία των κοινωνικών θέσεων και των μερικών οπτικών

Mε βάση όσα προαναφέρθηκαν, το επιστημολογικό στίγμα της διατομεακότητας μπορεί να συνδεθεί με μια επιστημολογία των μερικών οπτικών και των τοποθετημένων γνώσεων [epistemology of partial perspectives & situated knowledges], όπως την έχει ορίσει η Haraway (Haraway, 1988⸱ Lykke, 2010, σελ. 134-137). Με τον συγκεκριμένο όρο, περιγράφονται επιστημολογίες, οι οποίες αίρουν την προβληματική διχοτομία αντικειμενικότητας και σχετικισμού και πριμοδοτούν μορφές κατανόησης που σχετίζονται με την «όραση» [vision], την «οπτική» μιας θέσης μέσα στον κόσμο (Ηaraway, 1988, σελ. 581). Κατά τη Haraway, πρόκειται για μια απόπειρα να ερευνήσουμε και να δώσουμε απαντήσεις για τον κόσμο μας, μέσα από την τοπικά και πλαισιακά προσαρμοσμένη τοποθέτησή μας σε αυτόν, μέσα από τις εικόνες που διαμορφώνει στην αντίληψή μας ο ιδιαίτερος προσανατολισμός μας εντός μιας συγκεκριμένης υλικής και ιεραρχημένης πραγματικότητας. Έτσι, για τη Haraway, η γνώση δεν μπορεί να είναι μια αφαιρετική ψευδαίσθηση οικουμενικότητας ή ενδεχομενικότητας, αλλά οφείλει να είναι αγκυρωμένη στα επιτακτικά ζητήματα ζωής των πραγματικών υποκειμένων και δη των περιθωριοποιημένων.9 Κατά την ίδια, μια τέτοια προσέγγιση της γνώσης είναι πάντοτε πεπερασμένη και αποσπασματική, δεν διεκδικεί την καθολικότητα, αλλά τη μερική και κατά προσέγγιση εγκυρότητα της οπτικής των κοινωνικών δρώντων, και ιδιαίτερα εκείνων που βρίσκονται στο περιθώριο (Haraway, 1988).

Μιλώντας για αυτή την επιστημολογία των κοινωνικών οράσεων, η Haraway προτείνει ότι η τοποθετημένη γνώση είναι η μόνη που μπορεί να εισφέρει κάποιο είδος αντικειμενικότητας, πάντοτε περιορισμένης και μερικής:

Το ηθικό δίδαγμα είναι απλό: μόνο η μερική οπτική υπόσχεται αντικειμενική όραση. Όλα τα δυτικά πολιτισμικά αφηγήματα για την αντικειμενικότητα αποτελούν αλληγορίες για τις ιδεολογίες που διέπουν τις σχέσεις όσων ονομάζουμε νου και σώμα, απόσταση και ευθύνη. Η φεμινιστική αντικειμενικότητα αφορά την πεπερασμένη θέση και την τοποθετημένη γνώση, κι όχι την υπερβατικότητα και τη διάσπαση υποκειμένου και αντικειμένου. Μας επιτρέπει να δίνουμε απαντήσεις για τον τρόπο που μαθαίνουμε να βλέπουμε. (Haraway, 1988, σελ. 583)10

Έτσι, πέρα από την υπέρβαση του παραδοσιακού αντικειμενισμού και την υιοθέτηση μιας περιορισμένης αν και ρεαλιστικής κατανόησης της πραγματικότητας που αποδίδει στο κάθε βλέμμα η θέση του μέσα στον κόσμο, η Haraway προτείνει και την υπέρβαση της παραδοσιακής διχοτομίας μεταξύ επιστημονικού βλέμματος και αντικειμένου της έρευνας: το βλέμμα του υποκειμένου που καλείται να «γνωρίσει» και να κατανοήσει τις κοινωνικές ιεραρχήσεις δεν είναι αποσπασμένο, αλλά αντίθετα συστατικό μέρος του διατεταγμένου κόσμου και των μερικών οπτικών του (Lykke, 2010). Σε αυτό το πλαίσιο, μιλά για τις εντόπιες ενσώματες γνώσεις που προσφέρει η οπτική των «από κάτω», υπό την οποία έχει σημασία να κοιτάξουμε τον κόσμο, χωρίς ωστόσο την τάση ρομαντικοποίησης:

Πολλά ρεύματα στον φεμινισμό προσπαθούν να θεωρητικοποιήσουν τους λόγους για τους οποίους έχει ιδιαίτερη σημασία να εμπιστευτούμε τις οπτικές γωνίες των υποταγμένων⸱ υπάρχουν καλοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι η όραση είναι καλύτερη από κάτω από τις λαμπρές διαστημικές πλατφόρμες των ισχυρών (Hartsock 1983a⸱ Sandoval χ.χ.⸱ Harding 1986⸱ Anzaldúa 1987). Βασιζόμενο σε αυτή την υποψία, το παρόν δοκίμιο επιχειρηματολογεί υπέρ των τοποθετημένων και ενσώματων γνώσεων και ενάντια στις διάφορες μορφές μη εντοπίσιμων, και άρα ανεύθυνων, ισχυρισμών γνώσης. Ανεύθυνοι σημαίνει ότι δεν είναι ικανοί να λογοδοτήσουν. Υπάρχει ένα πρόσθετο κέρδος  στο να χτίζει κανείς την ικανότητα να κοιτά από τις περιφέρειες και από τα βάθη. Εδώ, όμως, βρίσκεται επίσης ο σοβαρός κίνδυνος να ρομαντικοποιήσουμε ή/και να οικειοποιηθούμε την όραση των λιγότερο ισχυρών, υποστηρίζοντας ότι κοιτάμε από τη θέση τους. Δεν μαθαίνεται εύκολα, ούτε χωρίς προβλήματα, η όραση από τα κάτω, ακόμη κι αν «εμείς» ενοικούμε «από τη φύση μας» στο αχανές υπέδαφος των υποταγμένων γνώσεων. Οι θέσεις των υποταγμένων δεν εξαιρούνται από την κριτική επανεξέταση, την αποκωδικοποίηση, την αποδόμηση και την ερμηνεία⸱ δηλαδή τόσο από σημειολογικούς, όσο και από ερμηνευτικούς τρόπους κριτικής διερεύνησης. Οι οπτικές γωνίες των υποταγμένων δεν είναι «αθώες» θέσεις. Αντιθέτως, προτιμώνται επειδή καταρχήν έχουν λιγότερες πιθανότητες να επιτρέψουν την άρνηση της κριτικού και ερμηνευτικού πυρήνα κάθε γνώσης. (Haraway, 1988, σελ. 583-584)11

Από τις συγκεκριμένες διατυπώσεις θα μπορούσε να αντληθεί η κριτική υπόμνηση προς τη διατομεακότητα να αποφύγει ένα είδος «ρομαντικού και φολκλορικού ιθαγενισμού» της οπτικής των περιθωριοποιημένων. Το να προσπαθήσουμε να «δούμε» τα πράγματα από την οπτική των άλλων, δεν σημαίνει ούτε ότι «είμαστε» πάντοτε οι άλλοι, ούτε ότι οι θέσεις των «από τα κάτω» είναι αποκαθαρμένες από εσωτερικές δυναμικές εξουσίας και ιεράρχησης (Haraway, 1988, σελ. 586-587). Ωστόσο, κατά τη Haraway, το προνόμιο του μεθοδολογικού εργαλείου της «όρασης» [vision] είναι ότι δεν συνιστά οντολογία, αλλά μια εγγενώς πληθωριστική λειτουργία, που επιτρέπει τη μετακίνηση ανάμεσα σε διαφορετικές τοποθετήσεις, τον ερμηνευτικό πολλαπλασιασμό και τελικά τη διαρκή κριτική επερώτηση. Σε αυτό το πλαίσιο, η οπτική της Haraway καλεί σε μια ερμηνευτική και αναλυτική επίγνωση ότι κάθε οπτική θέασης –τόσο του ερευνητή και της ερευνήτριας όσο και των κοινωνικών υποκειμένων που επιχειρεί να κατανοήσει– είναι μερική και συγκεκριμένη, μπορεί να φωτίσει γωνίες που είναι αόρατες και αποσιωπημένες, αλλά υφίσταται πάντοτε τους περιορισμούς μιας συγκεκριμένης τοποθέτησης μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτή η επιστημολογία της κοινωνικής τοποθέτησης, αλλά και η παρατήρηση για τις ατραπούς της απηχεί ορισμένα σημεία της θεώρησης του Jurgen Habermas για τα γνωστικά διαφέροντα που εμποτίζουν κάθε επιστημονικό εγχείρημα. Στο έργο του, με τίτλο Γνώση και διαφέρον, ο Habermas σημειώνει ότι η ουδετερότητα και η αντικειμενικότητα, ως υπέρτατα επιστημονικά ιδεώδη, συνιστούν απατηλές προϋποθέσεις, καθώς πάντοτε ο επιστημονικός στοχασμός οργανώνεται γύρω από αξιολογικά φορτισμένους γνωσιολογικούς προσανατολισμούς, από συγκεκριμένα διαφέροντα [interests] (Habermas, 1994). Μιλώντας για κριτικά προσανατολισμένες επιστήμες –τις οποίες διακρίνει από τις φυσικές και ιστορικές επιστήμες– αναγνωρίζει σε αυτές ένα χειραφετητικό γνωστικό διαφέρον, στο οποίο περιλαμβάνεται και η μέριμνα των επιστημόνων για τις ιδεολογικές και ουσιοποιητικές διεργασίες που υπεισέρχονται στις διαδικασίες παραγωγής της γνώσης. Σε αυτή τη διεργασία, αναφέρει ο Habermas, ο αυτοστοχασμός διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, καθώς επιτρέπει την κριτική επεξεργασία των παραδοχών και μεθόδων του ίδιου του ερευνητή και της ερευνήτριας, η οποία δύναται τελικά να διανοίξει μια χειραφετητική προοπτική.

Η ανανοηματοδότηση του επιστημονικού έργου που προτείνει ο Habermas μέσα από την παραδοχή ότι πάντοτε διέπεται από γνωστικά διαφέροντα, τα οποία οι επιστήμονες καλούνται να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν, θα μπορούσε να συνδεθεί με τον τρόπο με τον οποίο η διατομεακότητα αναλαμβάνει και κάνει εξαρχής παραδεκτό ένα διεκδικητικό γνωστικό διαφέρον: να καταστήσει ορατές διαφορετικές μορφές κοινωνικής ιεράρχησης, να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο συναρμόζονται οι διεργασίες της ταυτότητας με την εξουσία (Cho, Crenshaw και McCall, 2013) και να συμβάλει στη συστημική αλλαγή προς πιο ισότιμες κοινωνίες (Hancock, 2007a⸱ Rosenthal, 2016). Ωστόσο, επαναφέροντας τις παρατηρήσεις της Haraway, το συγκεκριμένο εγχείρημα δεν είναι ποτέ «αθώο» ούτε μπορεί να διεκδικήσει προνόμια μιας καθολικά έγκυρης αναπαράστασης. Οι διατομεακές αναγνώσεις είναι πάντοτε πεπερασμένες, υπαγόμενες στους περιορισμούς της μερικής θέασης των φαινομένων από την οπτική της δικής τους αναλυτικής σκοπιάς, πάντοτε ανοικτές σε διεργασίες αναθεώρησης και αναπροσαρμογής. Διατηρούν, ωστόσο, το αναλυτικό πλεονέκτημα της ερμηνευτικής επίγνωσης της μερικότητάς τους, αλλά και της αναστοχαστικής προσπάθειας προς την οποία προσανατολίζονται, προκειμένου να καταστήσουν ορατά τα όριά τους αλλά και να ενισχύσουν την ευκρίνεια των όρων τους.

 

Συζήτηση

Από τα προαναφερόμενα ζητήματα, γίνονται κατανοητές οι εξαιρετικά μεγάλες προκλήσεις ένταξης της διατομεακότητας στην ψυχολογική έρευνα. Ως κοινωνιογνωστικά έκκεντρη και ριζοσπαστική οπτική, η διατομεακότητα συνδέεται με μια χειραφετητική επιστημολογία, μη οικουμενιστική αλλά δεσμευμένη στο κοινωνικό βλέμμα υποκειμένων που περιθωριοποιούνται. Ως τέτοια, αντιτάσσει στην παραδοσιακή ψυχολογική αντίληψη των ταυτοτήτων: i) την πολύπλοκη διάταξη εγγενώς πολύσημων ταυτοτικών εμπειριών στον κοινωνικό χώρο, και ii) την αδιάρρηκτη σχέση αυτής της βιωματικής και κοινωνικής ποικιλομορφίας με ζητήματα εξουσίας και ανισότητας. Η υιοθέτηση της διατομεακής οπτικής καλεί, επομένως, τους ερευνητές και τις ερευνήτριες να προσεγγίσουν ρητά τον κοινωνικό χώρο ως ένα πολυεπίπεδο και μη ουδέτερο πεδίο, αλλά αντιθέτως ως ένα πεδίο φορτισμένο από διεκδικήσεις ορατότητας και αναγνώρισης, καθώς και από διεργασίες περιθωριοποίησης διαφορετικών φωνών και εμπειριών. Οι αναλυτικές και μεθοδολογικές επιλογές μέσα από τις οποίες οι κριτικές παραδόσεις της ψυχολογίας θα κατορθώσουν να συναντηθούν με αυτές τις κομβικές διατομεακές παραδοχές συνιστούν ένα εγχείρημα υπό κατασκευή, με διαφορετικές απαντήσεις κάθε φορά (βλ. Bowleg, 2017⸱ Staunaes, 2003⸱ Wetherell, 2008).

Ταυτόχρονα, η διατομεακή οπτική απομακρύνεται ριζικά από τις κυρίαρχες θετικιστικές κατευθυντήριες του ψυχολογικού πεδίου: την ουδετερότητα στη διατύπωση των θεωρητικών υποθέσεων και ερμηνειών, την ποσοτικοποίηση ή κατηγορική συστηματοποίηση των δεδομένων ως δεσμευτική επιλογή, την οικουμενική γενίκευση των προτάσεων, την ανίχνευση γραμμικών αιτιακών ή νομολογικών συνδέσεων. Έτσι, μολονότι η διατομεακή οπτική μπορεί να ενταχθεί τόσο σε ποσοτικές όσο και σε ποιοτικές μεθοδολογίες, ταυτόχρονα προϋποθέτει την επιστημολογική αποδοχή και μεθοδολογική μεταχείριση ορισμένων διακριτών της στοιχείων: την πολυεστιακή αντίληψη των ταυτοτήτων ως κόμβων συμβολικών και υλικών ανισοτήτων, τη μερικότητα της επιδιωκόμενης γνώσης μέσα από εντοπισμένες αναλυτικές σκοπιές και την απόπειρα αναστοχαστικής επεξεργασίας των συμπερασμάτων της.

Τέλος, όπως θελήσαμε να αναδείξουμε, το ίδιο το ζήτημα του χειραφετητικού διαφέροντος που διατρέχει τη διατομεακή οπτική δεν είναι μια απλή επιστημολογική συνθήκη. Σε ερευνητικό και θεωρητικό επίπεδο, δεν αρκεί κανείς να αποκηρύξει τον αντικειμενισμό και να διακηρύξει τον συμπεριληπτικό προσανατολισμό της έρευνάς του, προκειμένου να διεξαγάγει μια διατομεακή ανάγνωση. Αντίθετα, καλείται σε μια αναστοχαστική εργασία αναφορικά με το πώς θεματοποιεί και κατανοεί τον κοινωνικά ιεραρχημένο χώρο, ποια εργαλεία χρησιμοποιεί για την προσέγγισή του, ποιες είναι οι συνέπειες αυτών των εργαλείων αλλά και ποιοι είναι οι ερμηνευτικοί περιορισμοί που επιβάλλει η δική του/της θέση ως ερευνητή και ερευνήτριας. Αυτή η ερευνητική επίγνωση της προσίδιας κοινωνικής θέσης [social positionality] σηματοδοτεί ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον και για την ψυχοκοινωνική έρευνα, προς το οποίο καλείται να αναπτύξει εργαλεία διεπιστημονικού διαλόγου αλλά και να μετακινήσει το εν πολλοίς κυρίαρχο επιστημολογικό της πρότυπο προς πιο θραυσματικές, εμπλαισιωμένες και ερμηνευτικά ανοικτές θεωρήσεις και μεθοδολογίες.

 

Ευχαριστίες

Ευχαριστώ τον Νίκο Μποζατζή για την ανατροφοδότησή του σε βασικές ιδέες του κειμένου, καθώς και στην/ον ανώνυμη/ο κριτή για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του/ης.

 

Σημειώσεις

1 To παρόν άρθρο προκρίνει τη μετάφραση της λέξης intersectionality ως διατομεακότητα, λόγω της έννοιας της διατομής στοιχείων στην οποία παραπέμπει τόσο ο αγγλικός όρος, όσο και η συγκεκριμένη ελληνική απόδοσή του. Η σημασία της διασταύρωσης που περικλείεται στον αγγλικό όρο intersectionality [intersection: σταυροδρόμι] αποτυπώνεται, κατά τη γνώμη μας, πληρέστερα με τη μετάφραση διατομεακότητα, η οποία παραπέμπει σε αυτή την εικόνα των τεμνόμενων στοιχείων. Ετυμολογικά, άλλωστε, η λέξη τομέας προέρχεται από το ρήμα τέμνω, επομένως η λέξη διατομεακότητα θεωρούμε ότι βρίσκεται ερμηνευτικά και σημασιολογικά πλησιέστερα στον αγγλικό όρο, αποδίδοντας τόσο την επικοινωνία διαφορετικών στοιχείων (δια-), όσο και την «πλέξη» τους (τομή/ές). Στην ελληνική βιβλιογραφία απαντάται συχνά η μετάφραση του όρου ως διαθεματικότητα (βλ. Αθανασίου, 2022⸱ Ζαββού, 2021⸱ Καραστάθη, 2016⸱ Παπαθανασίου & Χρηστίδη, 2020) αλλά και ως κομβικότητα (βλ. Μιχαηλίδου, 2021).

2 Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος ευρύτερης μεταδιδακτορικής έρευνας της γράφουσας.

3 Για ορισμένα αντιπαραδείγματα σε μια τέτοια «αποπολιτικοποιητική» προσέγγιση της διατομεακότητας στην ψυχολογία βλ. ενδεικτικά τις εργασίες Bowleg, 2017⸱ Brah & Phoenix, 2004⸱ Buchanan & Wiklund, 2021⸱ Cole, 2009⸱ Rosenthal, 2016⸱ Settles, Warner, Buchanan & Jones, 2020⸱ Staunæs, 2010⸱ Warner, Settles & Shields, 2016, καθώς και τις προβληματικές που περιέχονται στο Παπαθανασίου & Χρηστίδη, 2020.

4 Αναφορά στη παροιμιακή φράση I know it when I see it, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποια/ος κάτι που διαισθητικά γνωρίζει καλά, αλλά αδυνατεί να αποδώσει με ακριβείς όρους.

5 Στις κοινωνικές επιστήμες, με το επίθετο ευρετικός [heuristic] περιγράφονται εννοιολογικά σχήματα, μοντέλα και υποθέσεις εργασίας, τα οποία δεν εξηγούν επακριβώς τα υπό μελέτη φαινόμενα, αλλά προτείνουν πιθανές οδούς εξερεύνησής τους. Οι ευρετικές προσεγγίσεις χαρακτηρίζονται από αναλυτική προσαρμοστικότητα, επιστρατεύοντας συχνά ως στρατηγική τη «δοκιμή και το λάθος».

6 Το εάν η διατομεακότητα συνιστά ένα συγκροτημένο μεθοδολογικό παράδειγμα έχει απασχολήσει έντονα τη σχετική βιβλιογραφία. Για σχετικές, διαφορετικές μεταξύ τους, τοποθετήσεις βλ. Carastathis, 2016⸱ Hancock, 2007b⸱ McCall, 2005.

7 Δικές μας υπογραμμίσεις.

8 Σύμφωνα με την ανάγνωσή μας, στο κείμενο της McCall (2005), η εστίαση στη μεθοδολογική ανάδειξη της κατηγορικής περιπλοκότητας [complexity] δεν είναι απλώς τεχνική. Συνδέεται ρητά και άρρηκτα με τη βιωματική και κοινωνική περιπλοκότητα των ταυτοτικών σχέσεων και εμπειριών – μια θέση, η οποία διατυπώνεται σε πολλά σημεία του κειμένου (βλ. ενδεικτικά σελ. 1772 και σσ. 1778-9).

9 Καθώς η ανάλυση της Haraway συνδέεται με τη φεμινιστική επιστημολογία της σκοπιάς [standpoint epistemology], η θέση της ερευνήτριας και του ερευνητή νοείται ως άμεσα συνδεδεμένη με εμπειρίες (έμφυλων και όχι μόνο) μορφών ανισότητας. Έτσι, η υιοθέτηση της σκοπιάς των περιθωριοποιημένων δεν νοείται ως θέση εξωτερικότητας της ερευνήτριας, αλλά ούτε και ως μια θέση άκριτης ταύτισης.

10 Για την παρούσα απόδοση, η γράφουσα έχει συμβουλευτεί, με κάποιες παραλλαγές, την ελληνική μετάφραση μιας διαφορετικής εκδοχής του συγκεκριμένου κειμένου της Haraway, όπως απαντάται στο D. Haraway (2014), Ανθρωποειδή, κυβόργια και γυναίκες: Η επανεπινόηση της φύσης (μτφρ. Π. Μαρκέτου), σσ. 271-98, Αλεξάνδρεια. Ωστόσο, προς αποφυγή οποιασδήποτε σύγχυσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι το αγγλικό κείμενο (βλ. Haraway, 1988), στο οποίο παραπέμπει το παρόν άρθρο δεν ακριβώς το ίδιο με την εκδοχή του που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.

11 Βλ. την αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αθανασίου, Α. (2022). Για τη μετααποικιακή/αποαποικιακή φεμινιστική θεωρία: Συναρθρωμένες εξουσίες, διαθεματικές επιστημολογίες. Στο Γ. Πετράκη (επιμ.), Εισαγωγή στις σπουδές φύλου: Θεωρία και έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες (σσ. 183-199). Αλεξάνδρεια.

Ζαββού, Α. (2021). Η φεμινιστική προβληματική της διαθεματικότητας. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 156, 55-86. doi: 10.12681/grsr.25947

Habermas, J. (1994). Γνώση και διαφέρον. Στο Γ. Κουζέλης, Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών (σσ. 351-370), μτφ. Α. Οικονόμου. Νήσος.

Haraway, D. (2014). Ανθρωποειδή, κυβόργια και γυναίκες: Η επανεπινόηση της φύσης (μτφρ. Π. Μαρκέτου). Αλεξάνδρεια

Hogg, M. (2016). Κοινωνική κατηγοριοποίηση, αποπροσωποποίηση και ομαδική συμπεριφορά. Στο M. Hogg & S. Tindale (επιμ.), Εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας: Διεργασίες ομάδας (σσ. 104-146) (μτφρ. Μ. Κουλεντιανού). Gutenberg.

Καραστάθη, Α. (2016). Έμφυλες και σεξουαλικές διαστάσεις του ρατσισμού. [Μεταπτυχιακή διατριβή/Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου].

Μιχαηλίδου, Μ. (2021). Φεμινιστική (δι)έξοδος: Όταν το προσωπικό συνάντησε το πολιτικό. Στο Α. Καραστάθη & Μπ. Πολυκάρπου (επιμ.), Έλα να σου πω: Φεμινιστικές, λεσβιακές και κουήρ αφηγήσεις της μεταπολίτευσης (σσ. 27-38). Φεμινιστικό Αυτόνομο Κέντρο Έρευνας.

Μποζατζής, Ν. & Δραγώνα, Θ. (επιμ.) (2011). Κοινωνική ψυχολογία: Η στροφή στον Λόγο. Μεταίχμιο.

Παπαθανασίου, Ν. & Χρηστίδη, Ε. Ο. (επιμ.) (2020). Συμπερίληψη και ανθεκτικότητα: Βασικές αρχές ψυχοκοινωνικής στήριξης σε θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης και χαρακτηριστικών φύλου. Gutenberg.

Wetherell, M. & Potter, J. (2009). Λόγος και κοινωνική ψυχολογία: Πέρα από τις στάσεις και τη συμπεριφορά (μτφρ. Ε. Αυγήτα, Α. Τσονίδης). Μεταίχμιο.

Ξενόγλωσση

American Psychological Association (2017). Multicultural guidelines: An ecological approach to context, identity, and intersectionality. American Psychological Association.

Anthias, F. (2013). Intersectional what? Social divisions, intersectionality and levels of analysis. Ethnicities, 13(1), 3-19. doi: 10.1177/1468796812463547

Arnett, J. (2008). The Neglected 95%: Why American psychology needs to become less American. American Psychologist, 63(7), 602-614. doi: 10.1037/0003-066X.63.7.602

Bhatia S. (2020) Decolonizing psychology: Power, citizenship and identity. Psychoanalysis, Self and Context, 15(3), 257-266. doi: 10.1080/24720038.2020.1772266

Bilge, S. (2013). Intersectionality undone: Saving intersectionality from Feminist Intersectionality Studies. Du Bois Review: Social Science Research on Race, 10, 405 – 424. doi: 10.1017/S1742058X13000283

Billig, M. (2019). Committed social psychology. Στο G. Ritzer & C. Rojek (επιμ.), The Blackwell Encyclopedia of Sociology. John Wiley & Sons. 10.1002/9781405165518.wbeosc210.pub2

Bowleg, L. (2017). Intersectionality: An underutilized but essential theoretical framework for social psychology. Στο B. Gough (επιμ.), The Palgrave handbook of critical social psychology (σσ. 507-529). Palgrave MacMillan.

Brah, A. & Phoenix, A. (2004). Ain’t I a woman? Revisiting intersectionality. Journal of International Women’s Studies, 5(3), 75-86.

British Psychological Society (2019). Guidelines for psychologists working with gender, sexuality and relationship diversity: For adults and young people (aged 18 and over). British Psychological Society. Ανακτήθηκε από https://www.bps.org.uk/news-and-policy/guidelines-psychologists-working-gender-sexuality-and-relationship-diversity.

Buchanan, N. & Wiklund, L. (2021). Intersectionality research in psychological science: Resisting the tendency to disconnect, dilute, and depoliticize. Research on Child and Adolescent Psychopathology, 49, 25-31. https://doi.org/10.1007/s10802-020-00748-y

Carastathis, A. (2016). Intersectionality: Origins, contestations, horizons. University of Nebraska Press.

Cho, S., Crenshaw, K. & McCall, L. (2013). Toward a field of intersectionality studies: Theory, applications, and praxis. Signs, 38(4), 785-810. doi: 10.1086/669608

Cole, E. R. (2009). Intersectionality and research in psychology. American Psychologist, 64(3), 170-180. doi: 10.1037/a0014564

Collins, P. H. (2015). Intersectionality’s definitional dilemmas. Annual Review of Sociology, 41, 1-20. doi: 10.1146/annurev-soc-073014-112142

Crenshaw, K. (1989). Demarginalizing the intersection of race and sex: A Black feminist critique of antidiscrimination doctrine, feminist theory and antiracist politics. University of Chicago Legal Forum, No.1 (1989), 139-167. Ανακτήθηκε από https://chicagounbound.uchicago.edu/uclf/vol1989/iss1/8.

Crenshaw, K. (1991). Mapping the margins: Intersectionality, identity politics, and violence against women of color. Stanford Law Review, 43, 1241-1299. doi: 10.2307/1229039

Davis, A. & Martínez E. (1993). Coalition building among people of color: A discussion. Center for Cultural Studies, University of California Santa Cruz. Ανακτήθηκε από https://culturalstudies.ucsc.edu/inscriptions/volume-7/angela-y-davis-elizabeth-martinez/.

Garry, A. (2011). Intersectionality, metaphors, and the multiplicity of gender. Hypatia, 26(4), 826-850. http://www.jstor.org/stable/41328882

Gergen, K. (2007). The Self: Colonization in psychology and society. Στο M. Ash & Th. Sturm (επιμ.), Psychology’ territories: Historical and contemporary perspectives from different disciplines (σσ. 149-167). Lawrence Erlbaum Associates.

Gough, B. (2017). The Palgrave handbook of critical social psychology. Palgrave MacMillan.

Hancock, A. M. (2007a). Intersectionality as a normative and empirical paradigm. Politics & Gender, 3(2), 248-254. doi: 10.1017/S1743923X07000062

Hancock, A. M. (2007b). When multiplication doesn’t equal quick addition: Examining intersectionality as a research paradigm. Perspectives on Politics, 5(1), 63-79. doi: 10.1017/S1537592707070065

Haraway, D. (1988). Situated knowledges: The science question in feminism and the privilege of partial perspective. Feminist Studies, 14(3), 575-599. doi: 10.2307/3178066

Henrich, J., Heine, S. J. & Norenzayan, A. (2010). The weirdest people in the world? Behavioral and Brain Sciences, 33(2-3), 1-75. doi: 10.1017/S0140525X0999152X

Konstantopoulou, V.-I., Didymiotis, O., & Kouzelis, G. (2022). Covert prejudice and discourses of otherness during the refugee crisis: Α case study of the Greek islands’ press. Journal of Social and Political Psychology, 10(1), 173-190. doi: 10.5964/jspp.5633

Kral, M. J. (2007). Psychology and anthropology: Intersubjectivity and epistemology in an interpretive cultural science. Journal of Theoretical and Philosophical Psychology, 27-28(2-1), 257-275. doi: 10.1037/h0091296

Lykke, N. (2010). Feminist studies: A guide to intersectional theory, methodology and writing. Routledge.

McCall, L. (2005). The complexity of intersectionality. Signs, 30(3), 1771-1800. doi: 10.1086/426800

Mc-Cormick-Huhn, K., Warner, L., Settles, I. & Shields, S. (2019). What if psychology took intersectionality seriously? Changing how psychologists think about participants. Psychology of Women Quarterly, 43(4), 445-456. doi: 10.1177/0361684319866430

Nash, J. C. (2008). Re-Thinking intersectionality. Feminist Review, 89(1), 1-15. doi: 10.1057/fr.2008.4

Parker, I. (2015), Handbook of critical psychology. Routledge.

Rosenthal, L. (2016). Incorporating intersectionality into psychology: An opportunity to promote social justice and equity. American Psychologist, 71(6), 474-485. doi: 10.1037/a0040323

Settles, Ι., Warner, L., Buchanan, N. & Jones, M. (2020). Understanding psychology’s resistance to intersectionality theory using a framework of epistemic exclusion and invisibility. Social Issues, 76(4), 796-813. doi: 10.1111/josi.12403

Staunæs, D. (2003). Where have all the subjects gone? Bringing together the concepts of intersectionality and subjectification. NORA – Nordic Journal of Feminist and Gender Research, 11(2), 101-110. doi: 10.1080/08038740310002950

Teo, T. (2017). From psychological science to the psychological humanities: Building a general theory of subjectivity. Review of General Psychology, 21(4), 281-291. doi: 10.1037/gpr0000132

Warner, L., Settles, I. & Shields, S. (2016). Intersectionality as an epistemological challenge to psychology. Psychology of Women Quarterly, 40(2), 171-176. doi: 10.1177/0361684316641384

Wetherell, M. (2008). Subjectivity or psycho-discursive practices? Investigating complex intersectional identities. Subjectivity, 22, 73-81. doi: 10.1057/sub.2008.7

Yuval-Davis, N. (2006). Intersectionality and feminist politics. European Journal of Women’s Studies, 13(3), 193-209. doi: 10.1177/1350506806065752

Yuval‐Davis, N. (2007). Intersectionality, citizenship and contemporary politics of belonging. Critical Review of International Social and Political Philosophy, 10(4), 561-574. doi: 10.1080/13698230701660220

Yuval-Davis, N. (2012). Dialogical epistemology: An intersectional resistance to the “Oppression Olympics”. Gender & Society, 26(1), 46-54. doi: 10.1177/089124321142770

Βασιάννα Κωνσταντοπούλου

Η Βασιάννα Κωνσταντοπούλου είναι ψυχολόγος και κοινωνική ερευνήτρια. Δρ. Εθνικού και Καποδιστριακού Παν/μίου Αθηνών και μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν την επιστημολογία της ψυχολογίας, τις ψυχοκοινωνικές διαστάσεις της ανισότητας και την ενδυνάμωση κοινωνικών ομάδων και ατόμων. Μέλος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ).