Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Έμφυλες και τρανς φωνές: Είναι «κοριτσάκι» ή είναι «αγοράκι»;

Έμφυλες και τρανς φωνές: Είναι «κοριτσάκι» ή είναι «αγοράκι»;

 

Τζότζο Εκάτη Διακουμάκου

 


 

Τη μακρινή εποχή που με τον Ανδρέα τρώγαμε ψωμάκι και ο Γκάλης έπινε αγνό γάλα, τα φύλα ήταν δύο: «αγοράκι» και «κοριτσάκι». Και, στα δημοτικά σχολεία της χώρας, τα αθλήματα ήταν επίσης δύο: ποδόσφαιρο για τα «αγοράκια» και σκοινάκι για τα «κοριτσάκια».

Τότε ήμουν ένα αυτιστικό, σιωπηλό παιδάκι, που δεν ήξερε να λέει ψέματα, που διάβαζε με πάθος ότι έπεφτε στα χέρια του, που το διάλεγαν συνήθως τελευταίο στο ποδόσφαιρο και που ο μόνος λόγος που είχε γλιτώσει το μπούλινγκ ήταν ότι είχε ψηλώσει γρήγορα. Με δυο λόγια, δεν ήμουν και το πιο αρρενωπό παιδάκι. Τα κορίτσια το έβλεπαν αυτό και μια μέρα με κάλεσαν να παίξω μαζί τους σκοινάκι.

«Μα… δεν ξέρω πως να παίξω σκοινάκι!»

«Δεν είναι δύσκολο», μου είπαν τα κορίτσια και μου έδειξαν τι να κάνω. Μου φάνηκε απλό κι έτσι με χαρά έκατσα να παίξω σκοινάκι μαζί με τα κορίτσια. Δεν κράτησε πολύ όμως, γιατί σύντομα εμφανίστηκαν τα αγόρια, φασαριόζικα, με τον πιο μάγκα να κρατάει την μπάλα παραμάσχαλα, και με είδαν στο σκοινάκι.

«Ο Διακουμάκος είναι κοριτσάκι! Είναι κοριτσάκι! Είναι κοριτσάκι!»

Και από τη ντροπή μου παράτησα τα κορίτσια χωρίς να πω κουβέντα, και έτρεξα προς τα αγόρια για να παίξω μπάλα και να δείξω πόσο «άνδρας» είμαι, τρέχοντας δυναμικά πάνω κάτω.

Τόσο δυνατή είναι η κοινωνική πίεση να προσαρμοστείς στο φύλο που σου αποδόθηκε.

***

Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για μια κοινωνία που το να είσαι «κοριτσάκι» είναι προσβολή, αλλά για την ώρα ας αναρωτηθούμε το εξής: Τι είναι αυτό που σε κάνει «κοριτσάκι» ή «αγοράκι»;

Τη στιγμή που γεννιόμαστε, σαν σε πλάνο από κλισέ δραματική ταινία, @ γιατρός βλέπει τι έχεις ανάμεσα στα πόδια σου και φωνάζει «αγοράκι!» ή φωνάζει «κοριτσάκι!» κι από τότε έχει καθοριστεί όλη η υπόλοιπη ζωή σου. Οι γονείς σού δίνουν μερικές αντωνυμίες και ένα όνομα που δεν διάλεξες ποτέ, βάφουν το δωμάτιο ροζ ή μπλε, σου παίρνουν κούκλες ή πιστόλια, φουστανάκια ή παντελονάκια… Τίποτα δεν καθορίζει περισσότερο τη ζωή ενός ανθρώπου από το τι θα ξεστομίσει @ γιατρός τη στιγμή που έρχεσαι στον κόσμο. Το φύλο είναι η πρώτη ταυτότητα που σου αποδίδεται, για την οποία δεν έχεις κανένα λόγο, και καθορίζει όλη την υπόλοιπη ζωή σου.

Είναι το φύλο αυτό που μια αυθεντία/γιατρός μάς αποδίδει, ανάλογα με το τι έχουμε ανάμεσα στα πόδια μας;

Πολλά χρόνια πριν οι συμμαθητές μου με πούνε κοριτσάκι, είχε γίνει ένα πείραμα από ερευνήτριες του City University of New York με τίτλο «Baby X» (Seavey, Katz και Rosenberg Zalk, 1975· Sidorowicz και Lunney, 1980). Σε αυτό το πείραμα, ενήλικα άτομα κλήθηκαν να παίξουν για τρία λεπτά με ένα μωρό τριών μηνών σε ένα ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο. Οι ερευνήτριες είπαν σε κάποια από τα συμμετέχοντα πρόσωπα πως το μωρό είναι αγόρι, σε άλλα είπανε πως είναι κορίτσι,

και, τέλος, σε κάποια δεν προσδιόρισαν το φύλο του μωρού. Στη συνέχεια οι ερευνήτριες κατέγραψαν τη διάδραση των ενηλίκων με το μωρό και διαπίστωσαν πως αυτή επηρεάζονταν καθοριστικά ανάλογα με το υποτιθέμενο φύλο του: όταν νόμιζαν ότι είχαν να αντιμετωπίσουν κοριτσάκι, τα άτομα προτιμούσαν να παίζουν μαζί του με μια κούκλα, και όταν νόμιζαν πως είναι αγοράκι απέφευγαν την κούκλα και προτιμούσαν τα άλλα διαθέσιμα παιχνίδια –μια μικρή λαστιχένια μπάλα ποδοσφαίρου και έναν ελαστικό κρίκο. Όσον αφορά τα άτομα που δεν γνώριζαν το φύλο του μωρού φάνηκε να βρίσκονται σε αμηχανία, και όταν μετά τη λήξη του πειράματος ρωτήθηκαν ποιο πιστεύουν πως είναι το φύλο του μωρού, οι απαντήσεις που έδωσαν αιτιολογήθηκαν σύμφωνα με στερεοτυπικά έμφυλα κριτήρια: Τα άτομα που θεώρησαν πως το μωρό είναι αγόρι αναφέρθηκαν στη δύναμη του, ενώ τα άτομα που πίστεψαν πως είναι κορίτσι τόνισαν πόσο μαλθακό και ευαίσθητο τους φάνηκε το μωρό.

Και το «πραγματικό» φύλο του μωρού; Αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Δεν ήταν το αν είχε πουλάκι ή μουνάκι, αλλά το τι φύλο πίστευαν τα άτομα πως είναι το μωρό που καθόριζε τη συμπεριφορά τους.

Αναρωτιέμαι ξανά λοιπόν; Τι είναι αυτό που σε κάνει «κοριτσάκι» ή «αγοράκι»;

***

Είναι γνωστή η διάκριση μεταξύ βιολογικού φύλου (sex) και κοινωνικού φύλου (gender) που καθιερώθηκε από το δεύτερο κύμα του φεμινισμού και τις τότε νεότευκτες σπουδές φύλου. Για παράδειγμα, η Ann Oakley προσδιόρισε τους δυο όρους ως εξής: «Ο όρος ‛βιολογικό φύλο’ αναφέρεται στις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, στην ορατή διαφορά των γεννητικών οργάνων τους και τη συνακόλουθη διαφορά των αναπαραγωγικών λειτουργιών. Το ‛κοινωνικό φύλο’ αφορά τον πολιτισμό, αναφέρεται στην κοινωνική κατηγοριοποίηση σε ‛ανδρικό’ και ‛γυναικείο’» (Oakley, 1972, σελ. 16).

Δηλαδή, το βιολογικό φύλο αναφέρεται στο τι έχουμε ανάμεσα στα πόδια μας, και το κοινωνικό φύλο αναφέρεται στις κοινωνικές προσδοκίες που δημιουργούνται με βάση το βιολογικό μας φύλο. Η ιδέα του κοινωνικού φύλου ήταν, αρχικά, μια πολύ σημαντική συνεισφορά στις φεμινιστικές διεκδικήσεις. Ανέδειξε πως το φύλο, ως σύστημα καταπίεσης, δεν έχει κάτι έμφυτο αλλά είναι αποτέλεσμα της έμφυλης κοινωνικοποίησης και των κοινωνικών νορμών.

Και επίσης, η διάκριση βιολογικού και κοινωνικού φύλου έχει ξεπεραστεί εδώ και τριάντα χρόνια, από την εποχή του τρίτου κύματος του φεμινισμού.

Το πρόβλημα με τη διάκριση σε «κοινωνικό» και «βιολογικό» είναι πως αποδέχεται την ύπαρξη του ιεραρχικού δίπολου μέσω της βιολογίας, εισάγοντας τη «φυσικότητα» της έμφυλης διαφοράς ως δύο διακριτά ανθρώπινα είδη. Αλλά αυτή η διπολική διάκριση δεν έχει τίποτα το φυσικό. Στην πράξη είναι αδύνατο να βρεθεί ένα κριτήριο που να διακρίνει με σαφήνεια το ανθρώπινο είδος σε δύο και μόνο φύλα.

Το πιο προφανές κριτήριο, αυτό με βάση το οποίο κρίνουν οι γιατροί στο μαιευτήριο και που αναφέρεται στον ορισμό του βιολογικού φύλου, είναι τα γεννητικά όργανα. Ωστόσο, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό του πληθυσμού βρίσκεται εκτός του βιολογικού δίπολου «γυναίκες»-«άνδρες». Η διαφυλικότητα (intersex) –δηλαδή άτομα τα οποία είναι αδύνατο να ενταχθούν με βάση την ανατομία τους στις κατηγορίες «άνδρας» ή «γυναίκα»– δεν είναι καθόλου σπάνια. Σύμφωνα με την πιο συστηματική προσπάθεια καταγραφής των μορφών και της συχνότητας εμφάνισης της διαφυλικότητας, εκτιμήθηκε πως αφορά το 1,7% του πληθυσμού (Fausto-Sterling, 2000) –συγκριτικά, το ποσοστό των ανθρώπων με πράσινα μάτια, το οποίο θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό, υπολογίζεται σε 2% σε παγκόσμιο επίπεδο. Η διαφυλικότητα αμφισβητεί το στεγανό των φύλων και όταν παρατηρείται αντιμετωπίζεται ως ιατρικό επείγον. Σε κάθε νεογέννητο που δεν ανταποκρίνεται η βιολογία του στο έμφυλο δίπολο @ γιατρός θεωρεί απαραίτητο να κάνει χειρουργική επέμβαση για να «διορθώσει» το φύλο του νεογέννητου (Κριτσωτάκη, 2013) ή σε περιπτώσεις που η διαφυλικότητα δεν έχει γίνει αντιληπτή στη γέννα, πρέπει να «διορθωθεί» με ορμονοθεραπεία στην εφηβική ηλικία.

Το παρεμφερές κριτήριο της δυνατότητας εγκυμοσύνης και τεκνοποίησης επίσης αποτυγχάνει τραγικά να παράγει μια σαφή διάκριση μεταξύ φύλων: Γιατί τότε τι γίνεται με cis γυναίκες που είναι στείρες, ή με τις γυναίκες που βρίσκονται σε εμμηνόπαυση, αυτές δεν μπορούν να προσδιοριστούν ως γυναίκες; Όσον αφορά δευτερογενή ανατομικά χαρακτηριστικά, όπως την τριχοφυΐα, το στήθος, τη μυϊκή μάζα, το ύψος κτλ είναι απλά αστεία. Πρόκειται απλά για μέσους όρους των υποτιθέμενων βιολογικών φύλων, οι οποίοι είναι μικρής σημασίας μπροστά στην ευρύτατη ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος. Είναι, για παράδειγμα, αδύνατο να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή που να λέει A cup και κάτω είναι άνδρες και B cup και πάνω είναι γυναίκες –υπάρχουν πολλές cis γυναίκες με σχεδόν ανύπαρκτο στήθος και cis άνδρες με σχετικά αναπτυγμένο στήθος.

***

Η φωνή είναι ένα βασικό κριτήριο με το οποίο διακρίνουμε αμέσως έναν άνθρωπο σε «άνδρα» ή «γυναίκα». Η μεγάλη συγκέντρωση τεστοστερόνης στην εφηβεία αυξάνει το πλάτος του λάρυγγα, το οποίο είναι ορατό στο διογκωμένο μήλο του αδάμ, και συνεπακόλουθα αυξάνεται το μήκος των φωνητικών χορδών (Klofstad, Nowicki και Anderson, 2016). Η ανθρώπινη φωνή δηλαδή, λειτουργεί όπως ένα μουσικό όργανο. Μια «ανδρική» φωνή –ή, πιο σωστά, η φωνή ενός ατόμου του οποίου αυξήθηκε η ποσότητα της τεστοστερόνης στην εφηβεία– μοιάζει με μια κιθάρα, δηλαδή έχει μακριές χορδές και μεγάλο ηχείο, με αποτέλεσμα να βγάζει σχετικά μπάσο και γεμάτο ήχο. Μια «γυναικεία» φωνή, από την άλλη, μοιάζει περισσότερο με ένα γιουκαλίλι: καθώς έχει μικρότερο ηχείο και πιο κοντές χορδές, παράγει ήχους υψηλότερων συχνοτήτων και ακούγεται πιο φωτεινό.

Με βάση αυτό φαίνεται να υπάρχει βιολογική διαφορά στη φωνή που μοιάζει να ενισχύει την ιδέα του βιολογικού φύλου. Κι όμως, δεν είναι η διαφορά στη συχνότητα της ομιλίας που μας κάνει να διακρίνουμε μια «γυναικεία» από μια «ανδρική» φωνή. Η βαριά φωνή τραγουδιστριών όπως η Nina Simone ή η Cher δεν μας εμποδίζει να τις αναγνωρίσουμε ως «γυναικείες», σε αντίθεση με τη στριγγλή φωνή του Prince ή τις τσιρίδες του Freddie Mercury που, αν και υψηλότερης συχνότητας, τις αναγνωρίζουμε ως «ανδρικές». Η συχνότητα είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που μας κάνουν να αναγνωρίζουμε μια φωνή ως «γυναικεία» ή «ανδρική», και μάλιστα το λιγότερο σημαντικό. Τα άλλα σημαντικά στοιχεία είναι πρώτον, ο επιτονισμός και, δεύτερον, η αντήχηση ή συντονισμός (resonance), στο οποίο θα αναφέρομαι με την ορολογία των συνθεσάιζερ ως φίλτρο (Mills και Stoneham, 2017). Επιπλέον υπάρχουν κάποια δευτερεύοντα στοιχεία όπως η επιλογή του λεξιλογίου ή η άρθρωση. Ας δούμε ξεχωριστά τα κύρια στοιχεία:

  1. Συχνότητα. Όσο και αν υπάρχουν ανατομικές διαφορές στον λάρυγγα και τις φωνητικές χορδές που καθορίζουν το φωνητικό εύρος, το μέγεθος της διαφοράς είναι υπερτιμημένο. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη του εύρους μεταξύ των «ανδρικών» και των «γυναικείων» φωνών: Η μέση διαφορά μιας «ανδρικής» από μια «γυναικεία» φωνή είναι, με μουσικούς όρους, λίγο παραπάνω από μισή οκτάβα. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε πως ο μέσος άνθρωπος έχει φωνητικό εύρος δύο οκτάβες, είναι σαφές πως υπάρχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι πως οι αρρενωπότητες συνήθως χρησιμοποιούν το χαμηλότερο εύρος των συχνοτήτων τους, παρόλο που μπορούν να μιλήσουν σε πιο υψηλές συχνότητες. Κι αυτό επειδή, απλούστατα, κοινωνικά μια μπάσα φωνή θεωρείται πιο «αντρίκια» και, συνεπώς, σε μια πατριαρχική κοινωνία αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα σε πολλαπλά πεδία (Puts, Gaulin και Verdolini, 2006· Klofstad, Nowicki και Anderson, 2016). Ένας κλασικός μάτσο άνδρας αν θέλει να φανεί, πχ, απειλητικός, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να ρίξει τη συχνότητα της φωνής του όσο πιο χαμηλά μπορεί. Ένας ηθοποιός σαν τον Bruce Willis δεν θα έμοιαζε καθόλου σκληρός αν μιλούσε με την τσιριχτή φωνή του Άδωνη.
  2. Επιτονισμός. Οι αρρενωπότητες συνήθως μιλάνε με επίπεδο τρόπο, χωρίς σημαντικές αυξομειώσεις της συχνότητας της φωνής τους, ενώ, αν θέλουν να δώσουν έμφαση σε κάποια λέξη ή φράση, αυξάνουν την ένταση της φωνής τους, διατηρώντας τη συχνότητα σχεδόν σταθερή. Οι θηλυκότητες, από την άλλη, μιλάνε πιο τραγουδιστά, με συχνές και έντονες αυξομειώσεις της συχνότητας, και όταν θέλουν να δώσουν έμφαση σε μια λέξη συνήθως αυξάνουν πολύ τη συχνότητα της φωνής τους, διατηρώντας ταυτόχρονα την ένταση περίπου ίδια. Είναι δύο επίκτητοι και εντελώς διαφορετικοί τρόπος ομιλίας που γίνονται ασυνείδητα αντιληπτοί: Δεν έχετε παρά να ανακαλέσετε το μονότονο τρόπο που θα πούνε οι περισσότερες αρρενωπότητες «καλημέρα», σε αντίθεση με τον πιο θεατρικό τρόπο που θα καλημερίσουν οι περισσότερες θηλυκότητες, συχνά με τις δυο τελευταίες συλλαβές να είναι πολύ υψηλότερης συχνότητας από τις δυο πρώτες. Για τον ίδιο λόγο σχεδόν οποιοδήποτ@ μπορεί να ξεχωρίσει αμέσως ή να αναπαράγει μια στερεοτυπική γκέι επιτέλεση στη φωνή, ή μια στερεοτυπική μπουτς επιτέλεση, καθώς αλλάζει ο επιτονισμός χωρίς να αλλάζει σημαντικά η συχνότητα ή το φίλτρο.
  3. Φίλτρο. Το φίλτρο αναφέρεται στο πόσο βαθιά ή φωτεινή ακούγεται μια φωνή. Οι αρρενωπότητες έχουν σχεδόν πάντα βαθιές φωνές, που ακούγονται γεμάτες, υπόκωφες και βραχνές, ενώ αντιθέτως οι θηλυκότητες έχουν φωτεινές φωνές. Στην πράξη αυτό επιτυγχάνεται με το πως ελέγχουμε τους μυς στο λαιμό και στα μάγουλα μας: Μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε για να αυξήσουμε τον χώρο στον λάρυγγα και στο στόμα μας, το οποίο σημαίνει πως αυξάνουμε το φίλτρο με αποτέλεσμα πιο βαθιά φωνή, ή αντίθετα για να στενέψουμε τον λάρυγγα μας, που σημαίνει λιγότερο φίλτρο και πιο φωτεινή φωνή. Το φίλτρο είναι ανεξάρτητο από τη συχνότητα της φωνής και μπορείς κάλλιστα να μιλήσεις με βαθιά φωνή σε υψηλή συχνότητα και αντιστρόφως. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει περίπτωση να περάσουμε τη φωνή της Nina Simone για ανδρική και του Freddie Mercury για γυναικεία: Μπορεί ο δεύτερος να πιάνει πολύ πιο υψηλές συχνότητες από την πρώτη, αλλά το φίλτρο που χρησιμοποιούν ακολουθεί κατά βάση την έμφυλη κανονικότητα.

Είναι ο συνδυασμός αυτών των τριών στοιχείων που κάνει μια φωνή να γίνεται αντιληπτή ως «γυναικεία», «ανδρική», ρευστόφυλη, ή απλά αλλόκοτη. Και, αν και υπάρχει μια βιολογική βάση ανάλογα με την ποσότητα της τεστοστερόνης κατά τη διάρκεια της εφηβείας, αυτή είναι περιορισμένης σημασίας. Η φωνή είναι ένα πολύ ευέλικτο μουσικό όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πάρα πολλούς τρόπους. Κι όμως, από την παιδική μας ηλικία μαθαίνουμε να ταυτιζόμαστε με τους ενήλικους του «ίδιου» φύλου και να μιμούμαστε τον τρόπο που μιλάνε. Όπως το Μωρό Χ, που αντιμετωπίζεται διαφορετικά ανάλογα με το αν υποτίθεται πως είναι αγοράκι ή κοριτσάκι, από πολύ μικρά μαθαίνουμε να εναρμονιζόμαστε πλήρως στις κοινωνικές προσμονές του φύλου μας, ακόμη και στον τρόπο που μιλάμε, παραμερίζοντας το τεράστιο φάσμα φωνητικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης φωνής.

***

Όλα αυτά τα γνωρίζω επειδή σε αυτή τη γνώση βασίζονται οι τεχνικές που χρησιμοποίησα για να αλλάξω τη δική μου φωνή κατά τον πρώτο χρόνο της φυλομετάβασης μου.

Η ορμονοθεραπεία βοηθάει στην αλλαγή της φωνής ενός τρανς άνδρα, καθώς τραχύνει τις φωνητικές χορδές και την κάνει πιο μπάσα. Στις τρανς γυναίκες όμως, η επίδραση των ορμονών στη φωνή είναι αμελητέα καθώς η επίδραση της τεστοστερόνης στον λάρυγγα και τις φωνητικές χορδές δεν είναι αναστρέψιμη. Πολλά τρανς κορίτσια ζούνε με τον εφιάλτη πως θα χρειαστεί να μιλήσουν στο τηλέφωνο και θα αντιμετωπίσουν misgendering, ή πως ενώ η εμφάνιση τους είναι θηλυκή θα αποκαλυφθεί από τη φωνή τους πως είναι τρανς.

Ευτυχώς για μας τα τρανς κορίτσια, η φωνή είναι κυρίως κοινωνική υπόθεση, και ως τέτοια μαθαίνεται. Οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να κάνει ορθοφωνία για να αλλάξει τη φωνή του με τον τρόπο που θέλει· και οποιοδήποτε amab (assigned male at birth) άτομο μπορεί να μάθει να μιλάει «γυναικεία». Το μόνο που χρειάζεται είναι να ξεχάσουμε ότι μάθαμε για τη φωνή σε όλη την παιδική ηλικία και την εφηβεία μας και, με τη βοήθεια των κατάλληλων ασκήσεων, να ξαναμάθουμε να μιλάμε από την αρχή. Έμαθα να ελέγχω τους μυς του λαιμού μου για να αλλάζω το φίλτρο· έμαθα να αυξομειώνω τη συχνότητα της φωνής μου με μεγάλη άνεση· έμαθα να μιλάω πολύ απαλά, σαν να ψιθυρίζω, και να μιλάω τσιριχτά σα να σκούζω· έμαθα πως να αναπαράγω πολύ διαφορετικές χρείες· έμαθα ως τραγουδίστρια να μεταβαίνω κατά βούληση από μια πολύ γλυκιά «γυναικεία» φωνή σε μια νταρκάδικη «ανδρική» φωνή ή σε μια τσιριχτή ρευστόφυλη πανκ φωνή· και πάνω απ’ όλα, απέκτησα τη δική μου φωνή, τη φωνή που με κάνει να νιώθω όμορφα.

Αυτό είναι που κάνουμε κάποια τρανς κορίτσια, με αυτές που έχουν εμπειρία από τραγούδι ή ηθοποιία να το καταφέρνουν εύκολα και σχεδόν ασυνείδητα, και τις υπόλοιπες να το πετυχαίνουν μετά από πολλούς μήνες σκληρής εξάσκησης. Και τονίζω πως μόνο κάποια κορίτσια αλλάζουν τη φωνή τους, γιατί υπάρχουν τρανς γυναίκες που δεν έχουν καμία επιθυμία να το κάνουν. Όπως δεν είναι το πουλί ή το μουνί που σε κάνει άνδρα ή γυναίκα, έτσι το φύλο δεν εξαρτάται ούτε από τη φωνή. Η αλλαγή της φωνής γίνεται μόνο για την αντιμετώπιση της δυσφορίας φύλου και για να διευκολύνει το passing.

***

Τι σε κάνει «αγοράκι» ή «κοριτσάκι»; Είδαμε πως δεν είναι τα γεννητικά σου όργανα. Δεν είναι τα βυζιά σου ή τα γένια σου. Δεν είναι η φωνή σου. Όλα αυτά μπορείς να τα αλλάξεις και να τα κάνεις ό,τι θες. Το μόνο που σε κάνει «αγοράκι» ή «κοριτσάκι» ή non binary, ή ρευστόφυλο, ή οτιδήποτε είναι η επιθυμία σου να είσαι.

Το φύλο μου είναι δική μου υπόθεση και μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόφωνη

Κριτσωτάκη, Δ. (2013). Ιατρική και ερμαφροδιτισμός στην Ελλάδα, 1870-1970. Στο Δ. Βασιλειάδου, Π. Ζεστανάκης, Μ. Κεφαλά & Μ. Πρέκα (επιμ.), (Αντι)μιλώντας στις βεβαιότητες: Φύλα, αναπαραστάσεις, υποκειμενικότητες (197-222). ΟΜΙΚ.

Ξενόγλωσση

Fausto-Sterling, A. (2000). The five sexes, revisited. The Sciences, 40(4), 18-23.

Klofstad, C. A., Nowicki, S. & Anderson, R. C. (2016). How voice pitch influences our choice of leaders. American Scientist, 104(5), 282–287.

Mills, M. &  Stoneham, G. (2017). The Voice Book for Trans and Non-binary People. Jessica Kingsley Publishers.

Oakley, A. (1972). Sex, Gender, and Society. Temple Smith.

Puts, D. A., Gaulin, S. & Verdolini, K. (2006). Dominance and the evolution of sexual dimorphism in human voice pitch. Evolution and Human Behavior, 27(4), 283-296.

Seavey, C., Katz, P. & Rosenberg Zalk S. (1975). Baby X: The effect of gender labels on adult responses to infants. Sex Roles, 1(2), 103-109.

Sidorowicz, L. S. & Lunney, G. S. (1980). Baby X revisited. Sex Roles, 6(1), 67-73.

Τζότζο Εκάτη Διακουμάκου

Η Τζότζο Εκάτη Διακουμάκου είναι διδακτόρισσα Πολιτικής Επιστήμης, μουσικός, και τρανς ακτιβίστρια. Έχει διδάξει κοινωνικές επιστήμες στο ΕΚΠΑ, πέρασε ενάμιση χρόνο συναρμολογώντας και τεστάροντας αναλογικά συνθεσάιζερ, και έχει εργαστεί ως κοινωνική ερευνήτρια σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Απ’ όταν έκανε coming out, της είναι πολύ δύσκολο να βρει δουλειά ως ερευνήτρια. Because transphobia.