Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

8η Μάρτη: Μιλώντας για διαθεματικό φεμινισμό (και) στον πανεπιστημιακό χώρο

8η Μάρτη: Μιλώντας για διαθεματικό φεμινισμό (και) στον πανεπιστημιακό χώρο

 

ΦΥΛ.ΙΣ.

 


 

Η ΦΥΛ.ΙΣ. δραστηριοποιείται τα τελευταία τρία σχεδόν χρόνια στον χώρο του ΑΠΘ, αλλά μετρά μέλη και σε άλλα, ελληνικά και μη, πανεπιστήμια. Σε αυτά τα τρία χρόνια προσπαθούμε ως ομάδα να αναπνεύσουμε, υλικά και πνευματικά, εντός και εκτός του πανεπιστημίου, ενώ τα φεμινιστικά μας αιτήματα προσπαθούν να ριζώσουν ανάμεσα στα αιτήματα άλλων κινημάτων του χώρου αυτού. Με αφορμή τη φετινή 8η Μάρτη και κάνοντας υποθέσεις για το τι θα ακουστεί αύριο στο πανεπιστήμιο, υποθέσεις που μοιάζουν περισσότερο με αυτοεκπληρούμενες προφητείες, θα μπλέξω κάποια προσωπικά βιώματα ως προπτυχιακή φοιτήτρια στο ΕΜΠ με τις συλλογικές εμπειρίες της ΦΥΛ.ΙΣ. από τη μέχρι τώρα πορεία της. Το κεντρικό ερώτημα που διαπερνά τις θεματικές είναι το πώς φεμινιστικά αιτήματα χωράνε σε αγωνιστικούς/κινηματικούς χώρους και πώς εντέλει αλληλεπιδρούν, διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από τους χώρους αυτούς.

Η ΦΥΛ.ΙΣ. έχει τοποθετήσει κεντρικά στις αναλύσεις της την έννοια της διαθεματικότητας και την ανάγκη για έναν διαθεματικό φεμινισμό. Η διαθεματικότητα γενικότερα έχει γίνει αντιληπτή ως διασπαστικός παράγοντας σε ορισμένες αριστερές αναλύσεις και πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες ο αντικαπιταλιστικός αγώνας πρέπει να είναι πάντα στο προσκήνιο για να «εγκριθεί» ένας φεμινισμός. Εμείς ωστόσο δεν θεωρούμε, ούτε έχουμε πει ποτέ ότι ο φεμινισμός μας δεν είναι αντικαπιταλιστικός. Ο διαθεματικός φεμινισμός μας είναι αντικαπιταλιστικός, έχει, όμως, πολύ περισσότερες πλευρές τις οποίες καλούμαστε να αποσιωπήσουμε όταν χρειάζεται να κατεβούμε στον δρόμο και να αγωνιστούμε με όρους κοινωνικής απεύθυνσης και ενότητας κάποιου κινήματος. Ακριβώς αυτή η ενότητα θεωρείται ότι επιτυγχάνεται όταν μπορούμε να μπούμε όλα κάτω από μια ομπρέλα καταπίεσης, η οποία για ευκολία ονομάζεται καπιταλισμός. Η ομπρέλα ωστόσο έχει τρύπες όταν αγνοούμε την πολυπλοκότητα των ταυτοτήτων, των βιωμάτων και των καταπιέσεών μας, ειδικά όταν λόγου χάρη ο διπλανός μας στην ομπρέλα παίρνει μια καρφίτσα και ανοίγει όλο και περισσότερο την τρύπα πάνω από το κεφάλι μας, ή, βλέπει ότι βρεχόμαστε και δεν δίνει σημασία.

Οι διεκδικήσεις ατομικοτήτων και συλλογικοτήτων ακόμα και εντός της προοπτικής ενός μαχητικού τρανσφεμινισμού μπορεί να είναι διαφορετικές. Ένας καταργητικός φεμινισμός, από τον οποίο κάποια προσπαθούμε να δανειστούμε εργαλεία και αναλύσεις, απομακρύνεται από την πεπατημένη οδό της υποστήριξης ποινών φυλάκισης και της αναζήτησης λύσεων με τη μορφή εγκλεισμού και στρέφεται προς ένα συλλογικό χτίσιμο της κοινότητας αντλώντας από πολιτικές της φροντίδας. Ο πολιτικός λόγος που συμπλέει με τον καταργητικό φεμινισμό απομακρύνεται από τις αυστηρά αιτηματικές λογικές που ενίοτε περιλαμβάνουν φυλακιστικές πρακτικές, ριζωμένες σε ένα ρατσιστικό, επιλεκτικά βίαιο ποινικό σύστημα, και διευρύνει τα όρια της πολιτικής και κοινωνικής φαντασίας μας. Με φόντο την κατάργηση χρειάζεται να αναστοχαστούμε προτάγματα και μέσα προηγούμενων κινημάτων στον ελλαδικό χώρο, όπως τον αντιφασιστικό αγώνα που φάνηκε να κορυφώνεται με τη δική της Χρυσής Αυγής και κεντρικό σύνθημα «οι ναζί στη φυλακή» ή το ποτάμι στΟργής που ξεχύθηκε μετά τη δολοφονία του Ζακ και συνεχίζει να κυλά μέχρι σήμερα, με τους δολοφόνους του να παραμένουν αμετανόητοι νοικοκυραίοι. «Στην Ομόνοια δεν έγινε ληστεία, μπάτσοι και αφεντικά κάναν δολοφονία», ένα από τα κεντρικά συνθήματα που αντήχησαν στον δημόσιο χώρο. Διεκδικώντας μια καταργητική παραλλαγή, η αρχή του συνθήματος πολλές φορές μεταποιήθηκε: «στην Ομόνοια κι αν έγινε ληστεία…» με σκοπό να αναδειχθεί το πώς η αθωότητα και η εγκληματοποίηση μπορούν να κατασκευάσουν σώματα με αξία και σώματα φονεύσιμα.

Ο φεμινισμός μας στη δική του εκδοχή της διαθεματικότητας αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να διεξάγει αντιρατσιστικό και αντικαπιταλιστικό αγώνα χωρίς καταργητικά στοιχεία, τουλάχιστον όσον αφορά την κατάργηση (abolition) της αστυνομίας και των φυλακών, αλλά και την αποϊδρυματοποίηση, αναγνωρίζοντας τις παρόμοιες ρίζες και λογικές του εγκλεισμού σε φυλακές και σε ψυχιατρικά ιδρύματα . Την 8η Μάρτη, οπότε και βρίσκεται η αφορμή να ανοίξει η συζήτηση και σε θεσμικό επίπεδο, από φορείς με λογικές «από τα πάνω», γύρω από την έμφυλη βία και τις λύσεις σε αυτή, είναι σύνηθες να εκφέρονται αιτήματα γύρω από την αυστηροποίηση των ποινών και γενικότερα ο λόγος να στρέφεται γύρω από τις φυλακές, την τιμωρία των δραστών και την αύξηση της λειτουργικότητας της αστικής δικαιοσύνης, αιτήματα τα οποία αντιστοιχούν στη λογική ενός φυλακιστικού φεμινισμού (carceral feminism). (Επιλέγω εδώ σκόπιμα το επίθετο «φυλακιστικός» έναντι του «σωφρονιστικός» το οποίο σαν μεταφραστική επιλογή εξωραΐζει την εμπειρία και τους σκοπούς των φυλακών και αποκρύπτει τις μορφές που μπορεί να λάβει ο ίδιος ο εγκλεισμός.) Είναι λοιπόν για εμάς σημαντικό να αποτελέσουμε, ειδικότερα την 8η Μάρτη, παραφωνία στο αφήγημα του φυλακιστικού φεμινισμού, επαναπροσδιορίζοντας τη δράση στους άξονες της διαθεματικότητας όπως αυτή ενημερώνεται από τη συνθήκη του φυλετικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Αξίζει επίσης σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε στη θέση της 8ης Μάρτη και των φεμινιστικών αιτημάτων ευρύτερα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Ειδικά στο Πολυτεχνείο είναι έντονη η παρουσία αριστερών σχημάτων, με διαφορετικές μεταξύ τους πολιτικές ταυτότητες, τα οποία επιδεικνύουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων επιφανειακή ενασχόληση με τα φεμινιστικά αιτήματα. Οι αναλύσεις γύρω από ταξικά ζητήματα είναι πολύ πιο εμπεριστατωμένες από αναλύσεις γύρω από το έμφυλο, παρόλο που οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση safe spaces. Στην προσπάθεια μας να ακούσουμε και να ακουστούμε, ανοίξαμε μια ανώνυμη φόρμα καταγραφής σεξιστικών και ομοτρανσφοβικών περιστατικών, αφενός για να δώσουμε χώρο και φωνή στα άτομα που δέχτηκαν κάποια παραβιαστική συμπεριφορά και αφετέρου για να καταδείξουμε ακριβώς αυτή την έλλειψη του safe space και την αναγκαιότητά του μέσα σε έναν χώρο συρρικνωμένο από καταπιεστικές δομές και σχέσεις εξουσίας εκτός και εντός του. Η συγκυρία της τελευταίας διετίας με την εισβολή της πανεπιστημιακής αστυνομίας στο άσυλο έφερε μια ζοφερή συνθήκη για τα θηλυκά και κουήρ σώματα, με την πρόφαση ότι αυτά τα σώματα η μπατσοκρατία έρχεται να προστατεύσει από τη σεξουαλική βία και παρενόχληση που η ίδια, αποδεδειγμένα, συστηματικά ασκεί. Ωστόσο, μια τέτοια κριτική δεν ακούστηκε από τα προαναφερθέντα σχήματα, είτε γιατί πάσχουν από «θεωρητικοφοβία» και αδυνατούν να μιλήσουν για τη συγκρότηση πολυδιάστατων ταυτοτήτων πέρα από αυτές του φοιτητή και του εργάτη (σκοπίμως γραμμένα στο αρσενικό γένος), είτε γιατί αντιλαμβάνονται την έμφυλη βία ως ένα σύνολο μεμονωμένων περιστατικών και όχι ως ένα πολύπλοκο εξουσιαστικό σύστημα μέσα στη cis ετεροπατριαρχία. Ενδεικτικά, με αφορμή την κρατική δολοφονία του 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη, φάνηκε το πόσο αγκυλωμένα είναι τα αναλυτικά εργαλεία κάποιων εκ των αριστερών σχημάτων, τα οποία έκαναν λόγο μόνο για το ταξικό κομμάτι της υπόθεσης, μιλώντας για γενικευμένη ακρίβεια και φτώχεια, όχι όμως και για τον διάχυτο ρατσισμό και αντιτσιγγανισμό της αστυνομίας και της αστικής δικαιοσύνης. Στις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, ακούστηκε και από φεμινιστικές συλλογικότητες, έναντι του «δεν ήταν η βενζίνη, δεν ήταν τα λεφτά, οι μπάτσοι πυροβόλησαν γιατί ήτανε Ρομά», η διαθεματική παραλλαγή «κι αν ήταν η βενζίνη, κι αν ήταν τα λεφτά, οι μπάτσοι πυροβόλησαν γιατί ήταν και Ρομά», καταδεικνύοντας πώς το σώμα που απειλεί την ασφάλεια των καλών ελλήνων πολιτών εγκληματοποιείται και δολοφονείται, συγκροτείται θεσμικά στο σταυροδρόμι της φτώχειας και της φυλετικοποίησης.

Ένα μεγάλο τμήμα του φοιτητικού αγωνιστικού χώρου έχει άρωμα ναφθαλίνης και σεξισμού, αλλά βρίσκεται σε άρνηση. Θεωρεί το pride μια καπιταλιστική γιορτή, κριτική ύποπτη όταν αγνοούνται οι αυτόνομες και αγωνιστικές ρίζες του και η επανοικειοποίησή του με έναν κουήρ πολιτικά τρόπο από την κοινότητα, ενώ μιλά με όρους αποδοχής και σεβασμού στη διαφορετικότητα, κατατάσσοντας το ζήτημα, υποτιμητικά με έναν τρόπο, ως κοινωνικό, παραγνωρίζοντας τη βαθιά πολιτική του διάσταση και τη μαχητικότητά του.  Προσθέτει, βέβαια, στην ημερήσια ατζέντα, μετά βίας και για μία μέρα μόνο, την 8η Μάρτη για να πει το πεπαλαιωμένο «η θέση της γυναίκας είναι στον αγώνα» ή κάποιο παρόμοιο τσιτάτο, για να υπονοήσει πως η αποδεκτή μορφή θηλυκότητας σχηματίζεται μόνο μέσα από τους ταξικούς αγώνες. Εμείς εύλογα αναρωτιόμαστε ποια είναι αυτή η γυναίκα και ποιος είναι αυτός ο αγώνας και θα συνεχίσουμε όλο και περισσότερο να διασπάμε με τη διαθεματικότητά μας το κίνημα. Όχι από μια θέση αναίτιας αντιδραστικότητας (αν και προσωπικά ταυτίζω περήφανα την εαυτή μου με το προφίλ της θυμωμένης φεμινίστριας σε μόνιμο killjoy ρόλο), αλλά ανάγκης ζωτικού χώρου μέσα στα φοιτητικά κινήματα.

Η φετινή 8η Μάρτη ωστόσο δεν μπορεί και δεν πρέπει να μένει ανεπηρέαστη από την κρατική δολοφονία στα Τέμπη. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δολοφονεί, και δολοφονεί φοιτητά, μεταναστά και άτομα χαμηλού και μικρομεσαίου εισοδήματος. Ίσως η σημασία της φετινής 8ης Μάρτη ως «ημέρας της γυναίκας» παραγκωνιστεί, ίσως και όχι. Αυτό που σίγουρα έχει σημασία είναι το να βιώσουμε την οργή και τη θλίψη μας συλλογικά και να μην τηρήσουμε κάποιο εθνικό πένθος, αναγνωρίζοντας πως αυτό δεν χωράει στην πραγματικότητα όλα τα νεκρά άτομα. Στην τελική χρειαζόμαστε φεμινισμούς που συνομιλούν με τα υπόλοιπα κινήματα και δανείζονται στοιχεία τους για να συμπληρωθούν, φεμινισμούς κουήρ, διαθεματικούς, αντιφασιστικούς, αναπηρικούς, καταργητικούς. Και φεμινισμούς με πολύ γκλίτερ.