Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Θεωρία φτιαγμένη από ιδρώτα

Θεωρία φτιαγμένη από ιδρώτα

 

Αθηνά Αθανασίου

 

Για το βιβλίο:
Το συν-αίσθημα στο πολιτικό: Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στο σύγχρονο κόσμο
Επιμέλεια, εισαγωγή: Ειρήνη Αβραμοπούλου
Μετάφραση: Ουρανία Τσιάκαλου

 


 

“The personal is theoretical.”
Sara Ahmed, Living a Feminist Life

Αυτό είναι ένα βιβλίο για τη συν-αισθηματική υφή του πολιτικού και την κοινωνική ποιητική του αισθητού˙ ένα βιβλίο για το πώς η ενσώματη και συν-αισθηματική εργασία της κριτικής θεωρίας γίνεται πεδίο ετερόδοξης ανασύστασης του πολιτικού˙ και ένα βιβλίο που συνυφαίνει κριτική θεωρία και πολιτική εγρήγορση, δείχνοντας ότι αυτό είναι δυνατό και αναγκαίο παρά τα σημεία των καιρών που αποτυπώνονται στη μετα-πολιτική στροφή του ύστερου καπιταλισμού, αλλά και, με διαφορετικό τρόπο, σε αυτό που έχει ονομαστεί τα τελευταία χρόνια μετα-κριτική στροφή στις πολιτισμικές σπουδές.1 

Με αυτή την έννοια, το βιβλίο αυτό είναι μια πολύτιμη προσθήκη και συμβολή στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία της κριτικής θεωρίας. Η προβληματική του βρίσκεται στην καρδιά μιας τρέχουσας συζήτησης που αφορά την κριτική θεωρία και διεξάγεται στο πλαίσιο ή στο περιθώριο του ετερογενούς και ετερόκλητου πεδίου που συνιστά η θεωρία του συν-αισθήματος [affect theory]: για κάποιες εκδοχές του η εννοιολογική σκευή του συν-αισθήματος γίνεται αφορμή απομάκρυνσης από την κριτική και συναρτάται με τη λεγόμενη οντολογική στροφή στην πολιτισμική θεωρία, ενώ για άλλες πεδίο κριτικής εξέτασης των κοινωνικών και εξουσιαστικών διαστάσεων της συναισθηματικής ζωής.

Όπως αναλύει η Ειρήνη Αβραμοπούλου στο εξαιρετικά οξυδερκές και εμπνευσμένο εισαγωγικό κείμενό της και όπως διαφαίνεται στην εύστοχη επιλογή των κειμένων που απαρτίζουν τον τόμο, η εισαγωγή του συν-αισθήματος στην κοινωνική και πολιτισμική θεωρία διατυπώνει μια επιστημολογική πρόταση που ανοίγει ένα πεδίο δυνατοτήτων για να ξαναφανταστούμε και να αναζωογονήσουμε την κριτική θεωρία του πολιτικού σήμερα. Σε ένα πλαίσιο συνομιλίας με τις κριτικές θεωρίες της φυλής, τη φεμινιστική και κουίρ θεωρία της επιτελεστικότητας, την ψυχαναλυτική θεωρία και τη μαρξιστική κριτική θεωρία, συν-αίσθημα και πολιτικό γίνονται, από κοινού, ερεθίσματα αμοιβαίας κριτικής επερώτησης και ενεργοποίησης παρά πρόδηλες και προδιαγεγραμμένες κατηγορίες.

Η κεντρική έννοια του βιβλίου αντιστέκεται πεισματικά σε ορισμούς. Υπαινίσσεται, ωστόσο, μια κάποια σχέση ανάμεσα σε πολιτική και οντολογία. Η Ειρήνη Αβραμοπούλου αναλαμβάνει την ευθύνη να την τοποθετήσει στο πολιτικό, μαζί με υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στο σύγχρονο κόσμο. Το συν-αίσθημα είναι, από πολιτική άποψη, μια «κάθιδρη έννοια» [sweaty concept], όπως θα έλεγε η Sara Ahmed (2017), η οποία περιγράφει με τον όρο αυτό το πώς μια εννοιολογική δουλειά –η έννοια ως δουλειά– εμπλέκεται στην ενσώματη, αισθησιακή και συναισθηματική τριβή με τον κόσμο. Οι κάθιδρες έννοιες διαχέονται, μας διαπερνούν και μας αναπροσανατολίζουν στον κόσμο, καθώς σωματοποιούμε, αντιστεκόμαστε και κατοικούμε τον κόσμο άβολα, διαφορετικά, από την έκκεντρη θέση και μέσα από τη δοκιμασία που ενέχει το να-μην-είσαι-σαν-στο-σπίτι-σου στον κόσμο. Προκύπτουν όταν ενοικούμε και επανοικειοποιούμαστε αφιλόξενους χώρους ως παράταιρα σώματα [misfits], ζώντας τον ρατσισμό, τον σεξισμό, και το ταξικό προνόμιο, ελπίζοντας να επιβιώσουμε για να αφηγηθούμε την ιστορία, και μοχθώντας από κοινού για μικρές πολιτικές μετατοπίσεις σε μακρά χρονικά διαστήματα. Προκύπτουν επίσης από την αγωνία και την ευθύνη της ίδιας της εννοιολογικής δουλειάς και της γραφής, που επιχειρεί να αποδώσει, με τα διαθέσιμα μέσα, την αντιξοότητα του να προσπαθείς ή και να επιθυμείς να χωρέσεις, χωρίς ούτε να συνθλιβείς ούτε να αφομοιωθείς, σε μη-κατοικήσιμες φόρμες ζωής. Καθώς κολλάνε πάνω μας, γίνονται και η συνεκτική ύλη της ηθικοπολιτικής συντροφικότητας. Γι’ αυτό η Ahmed συζητά τις κάθιδρες έννοιες ανακαλώντας την ευγνώμονα και συντροφική σχέση της με το έργο της Audre Lorde, όταν αυτό δίνει λόγο στο πώς είναι να επιτελείς ένα μαύρο σώμα σε έναν κόσμο που προϋποθέτει και παραδέχεται τον «συν-αισθηματικό μπούσουλα» της λευκότητας (José Muñoz, σελ. 342, σ’ αυτόν τον τόμο).

Το επιστημολογικό και πολιτικό ερώτημα, από το οποίο εμπνέεται, νομίζω, το εγχείρημα του βιβλίου αυτού είναι πώς «κάνουμε θεωρία» χωρίς να αισθανόμαστε υποχρεωμένες να σβήνουμε τα ίχνη του ιδρώτα. Πώς μετατρέπουμε, δηλαδή, όσα μας κάνουν να ιδρώνουμε σε μέρος της θεωρητικής γραφής μας, ερωτώντας ταυτόχρονα τι εξουσιοδοτείται κάθε φορά ως θεωρητική και τι ως πολιτική θέση. Κι έπειτα πώς το κάνουμε αυτό χωρίς να καταφεύγουμε σε στατικές και περίκλειστες ταυτοτικές κατηγορίες, χωρίς να επιζητούμε να εξομαλύνουμε την ανησυχητική και τραυματική σχέση με τη γλώσσα, χωρίς να αποποιούμαστε τη θεωρία προκειμένου «να νιώσουμε καλύτερα» και χωρίς να ανάγουμε την πολιτική στο κατακλυσμιαίο και αποκαλυπτικό συμβάν που θα μας λυτρώσει από τα πάθη της εγκόσμιας ζωής.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας κριτικής θεωρίας και πολιτικής του συν-αισθήματος, εκλαμβάνω την έννοια sweaty concept της Sara Ahmed ως ένα κάλεσμα να μην κάνουμε τις αναλυτικές μας κατηγορίες συμπαγείς, αδιαπέραστες, άσηπτες, άτρωτες. Κάτι που γίνεται δυστυχώς σε κάποιες μετα-κριτικές θεωρήσεις του συν-αισθήματος που τείνουν να το οριοθετούν «ξεκάθαρα» σε σχέση με άλλες αναλυτικές κατηγορίες (πχ. υποκείμενο, λόγος), ανατάσσοντας έτσι την καρτεσιανή διχοτομία. Ο Bruno Latour, για παράδειγμα, έχει κηρύξει το τέλος της κριτικής, και το πραγματιστικό πρόγραμμά του απαιτεί ολοσχερή εγκατάλειψη της θεωρίας χάριν της «περιγραφής» (2004) (για κριτική στη θεωρία δράστη-δικτύου και του Bruno Latour, βλ. Navaro σ’ αυτόν τον τόμο).2

Αντίθετα, κατά τη γνώμη μου, η θεωρία του συν-αισθήματος δεν μπορεί να παραμερίζει την κριτική προσοχή στις «περιπαθείς προσκολλήσεις» (Butler 2009 [1997]) και απώλειες που συνθέτουν τη διαλεκτική της υποκειμενοποίησης. Συνδέεται, έτσι, με την πολιτική της τοποθετημένης γνώσης: μιας τοποθέτησης, όμως, με «ενδεχομενικά θεμέλια», σύμφωνα με τη διατύπωση της Judith Butler που υποδεικνύει την ιστορικότητα, αβεβαιότητα, προσωρινότητα, αλλά και ιεραρχικά τοποθετημένη μερικότητα κάθε αξίωσης για οριστική θεμελίωση της γνώσης. Με αυτή την έννοια, η πολιτική της τοποθετημένης γνώσης συνιστά ένα γειωμένο όσο και απο-γειωμένο εγχείρημα που θέτει υπό διερώτηση το οντολογικό στάτους του θεμελίου από τη σκοπιά διαφορετικά τοποθετημένων αξιώσεων θεμελίωσης και γείωσης.

Η φράση του Frantz Fanon «Ω σώμα μου, κάνε με πάντα έναν άνθρωπο που θέτει ερωτήματα!» (2008, σελ. 232) αναγγέλλει μια πολιτική της τοποθετημένης γνώσης, βιωμένης και βιογραφημένης ως κριτική επιστημολογία του μαύρου σώματος μέσα από τις ιστορίες της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού που έχουν κάνει αυτό το σώμα μη αναγνωρίσιμο ή υπερβολικά αναγνωρίσιμο. Καθώς αρθρώνεται ως απόκριση στη ρατσιστική έγκληση («Κοίτα, ένας νέγρος») που έχει δεχτεί ο ίδιος από ένα λευκό παιδί στο δρόμο, η κριτική δεκτικότητα περιλαμβάνει αναμφίβολα το ενδεχόμενο του τραυματισμού, αλλά επίσης και τη δυνατότητα της αντίστασης στη βία. Η έκκληση του Fanon στο σώμα του, που δεν του ανήκει ακριβώς, ζητάει τον λόγο από τη βία μέσω της οποίας γίνεται κοινωνικά αισθητό και συγκινησιακά διαθέσιμο. Ταυτόχρονα, ανακτά τη δυνατότητά του να «θέτει ερωτήματα», δηλαδή να συγκινείται κριτικά.

Πώς, όμως, «έχουμε [ή δεν έχουμε] αίσθηση» αυτών των εγκλήσεων; Πώς τις μετατρέπουμε σε συλλογικό κάλεσμα για αναχαίτιση της βίας; Πώς γίνονται αισθητές ή πώς παραμένουν ανεπαίσθητες οι παραδρομές, οι επιθυμίες και οι αποστροφές που κάνουν την «ατμόσφαιρα» οικεία για κάποιες και αφόρητη για άλλες; Πώς αυτές οι νόρμες του αισθητού κολλάνε στα σώματα που παράγουν και απαλλοτριώνουν; Στο κείμενό της, η Ahmed παραθέτει τον Fanon που αφηγείται την ενσώματη ιστορία της αποικιακής απαλλοτρίωσης: «Το σώμα μου μού δόθηκε πίσω τσαλακωμένο. Παραμορφωμένο, με αλλαγμένο χρώμα, σκεπασμένο με ένα πένθος εκείνη τη λευκή μέρα του χειμώνα» (σελ. 144).

Συν-αισθηματικές οικονομίες παράγουν τις άλλες (και τις άλλες που είμαστε), ως αντικείμενα ευάλωτης διαθεσιμότητας, όπως όταν κάποιοι «δεσμοί αίματος» επιτρέπουν στα εθνικά υποκείμενα να υπερασπίζονται τον εαυτό τους με μίσος απέναντι σε «άλλους» στο όνομα της αγάπης της πατρίδας, ή στην πυρηνική οικογένεια να ασκεί βία με «τις χαρές της» και να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα του οικιακού πένθους μέσα από την τελετουργική αποσιώπηση της ανοίκειας οικειότητας.

Το συν-αίσθημα δεν είναι το ριζικό αντίδοτο αλλά δομικό συστατικό των σχέσεων εξουσίας. Ας αναλογιστούμε τη νεοφιλελεύθερη απαξίωση της εξάρτησης και εκμεταλλευτική διαχείριση της επισφάλειας στο πλαίσιο της οποίας η αστική, λευκή, ανδρική μορφή του αυτάρκους και αυτοκυρίαρχου πολίτη επιστρατεύτηκε ως όχημα δαιμονοποίησης των δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών πρόνοιας. Το κανονιστικό συν-αίσθημα εγγράφεται στο επιθυμητικό φαντασιακό του έθνους, στην ασυναίσθητη/αναίσθητη ετεροοικογενειακή θαλπωρή, στον αισθηματολογικό φιλελευθερισμό του ύστερου καπιταλισμού, στη μεταπολιτική της απαθούς συμπόνιας και στο συντριπτικό συναισθηματικό μείγμα βίας και απόλαυσης που χαρακτηρίζει τις νεοφασιστικές πολιτικές ταύτισης.

Απέναντι και ενάντια σ’ αυτό το κανονιστικό συν-αίσθημα, στα όριά του και στις ρωγμές του, αναδύεται επίμονα η ηθικοπολιτική επιτελεστικότητα που περιγράφει ο José Muñoz ως «feeling brown, feeling down». Αυτό δεν αφορά μια εξατομικευμένη συν-αισθηματική ιδιαιτερότητα, αλλά, όπως γράφει η Ειρήνη Αβραμοπούλου, «τη λευκότητα [που] ορίζει τις δημόσια αναγνωρίσιμες και ηθικές συν-αισθηματικές εκφράσεις του φυλετικού ανήκειν».

Στο κείμενό της στον τόμο, η Ann Stoler σκιαγραφεί τη δραστικότητα της αποικιακής εξουσίας στη συγκράτηση και αναμόρφωση των απρεπών συναισθημάτων των αποικιοκρατούμενων. Φυλετικά συν-αισθηματικά καθεστώτα όπως η παραγωγή «αντρών με χαρακτήρα», η αναδιοργάνωση των ενδοοικογενειακών σχέσεων των Ευρωπαίων κρατικών υπαλλήλων, η «συν-αισθηματική αποσύνδεση» των κρεολών παιδιών από καθετί το γηγενές, έγιναν η ακαταμάχητη βάση της αποικιακής πολιτότητας. Στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής «θέλησης για γνώση της άλλης», ο φυλετικός και έμφυλος «καταμερισμός των ευαισθησιών» (σελ. 252) μετατράπηκε σε όχημα για την εγκαθίδρυση ενός ευπρεπούς και λογικού συναισθηματισμού.

Με αυτή την έννοια, το να μην συγκινείσαι έτσι ή το να συγκινείσαι αλλιώς επιτρέπει έναν τρόπο μη διαθεσιμότητας στο αισθητήριο του φυλετικού, εθνικού, έμφυλου και ταξικού προνομίου που καθιστά τις επιτελέσεις του συν-αισθήματος κοινωνικά διανοητές και δημόσια αισθητές. Η εγγραφή του συν-αισθήματος στη δημόσια σφαίρα ενεργοποιεί ένα πεδίο πολιτικής δυνατότητας, κάποιες φορές της δυνατότητας για επέκταση των όρων της σεξουαλικής πολιτότητας: όπως συνέβη με τη δημόσια διαμαρτυρία με σύνθημα «Ινδή και λεσβία» μια νύχτα του 1998 στο Νέο Δελχί, στον απόηχο της ομοφοβικής κατακραυγής για την ταινία Fire της σκηνοθέτιδας Deepa Mehta εκ μέρους μιας δεξιάς εθνικιστικής ινδουιστικής οργάνωσης. Ο ινδικός κουίρ ακτιβισμός που αναλύει η Naisargi Dave ανοίγει έναν ορίζοντα αναστοχασμού για το τι μπορεί να ειπωθεί και να ακουστεί δημόσια μέσα από το πλέγμα δημόσιας κατανομής του αισθητού, αλλά και για το πώς ενεργοποιείται πολιτικά η εξορία των κουίρ υποκειμένων από το συν-αισθηματικό πεδίο του εθνικού ανήκειν.

Ανάλογη συνθήκη δυνατότητας για μια νέα βιωμένη πολιτική αναδύθηκε από το κουίρ αντι-κοινό που σφυρηλατήθηκε από την οργή και τη θλίψη για τη δολοφονία του Ζακ/της Zackie. Μέσα από αυτό το κρίσιμο συμβάν, στη μοναδικότητά του αλλά και στην αφόρητη κοινοτοπία του, αναδύονται αρθρώσεις κριτικού στοχασμού και συν-αισθηματικής κοινότητας, απώλειας και κουράγιου, ευαλωτότητας και ενδυνάμωσης. Παρά το στερεότυπο της μάτσο ετοιμότητας για δράση και δραστηριότητα, που η Πολιτική της («με κεφαλαίο Π») «δεν έχει υπομονή» με γυναικείους και αδελφίστικους συναισθηματισμούς, και πενθούμε και κινητοποιούμαστε. Ταυτόχρονα. Με τρόπους που είναι, μαζί και αδιάρρηκτα, και κριτικοί και επανορθωτικοί. Οι ιστορίες του να γίνεσαι δημόσιο υποκείμενο στο θάνατο και μέσω της θανάτωσης στοιχειώνουν την ιστορία του παρόντος και μας κινητοποιούν να εμπλεκόμαστε εδώ και τώρα με τον κόσμο όπως είναι, χωρίς ωστόσο να παραδινόμαστε στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων.

Προτείνοντας μια «ανθρωπολογία της μελαγχολίας», η Yael Navaro έχει ερευνήσει τα συναισθήματα των Τουρκοκυπρίων που συγκατοικούν με τα ερείπια του πολέμου σε απαλλοτριωμένα σπίτια στη Βόρεια Κύπρο: «τι συν-αίσθημα αποπνέουν τα σπίτια, τα αντικείμενα και οι χώροι που άφησε πίσω της μια άλλη κοινότητα μετά από αυτόν τον κατακλυσμιαίο πόλεμο;» (σελ. 174, σ’ αυτόν τον τόμο). Εμπνεόμενη από το έργο του Walter Benjamin, προσεγγίζει την παραγωγή της ανθρωπολογικής γνώσης ως διαδικασίας που υπόκειται στην ερείπωση [ruination]: «αυτή η προσέγγιση της γνώσης”, γράφει, «δεν επικυρώνει την υπερβατολογική φιλοσοφία της αλήθειας, αλλά απεικονίζει τη γνώση ως θραυσματική, όπως τα θρύψαλα, τα ερείπια ή τα συντρίμμια που μένουν πίσω μετά από έναν κατακλυσμό ή μια καταστροφή» (2009, σελ. 7). Αυτή ακριβώς η επισφαλής τοποθέτηση της ανθρωπολογικής γνώσης στα απομεινάρια και τα ερείπια της εφήμερης εμπειρίας, αντί για τα άχρονα και στέρεα θεμέλια της καντιανής γνώσης, προσφέρει μια ιδέα για το πώς η θεωρία, ταυτόχρονα τοποθετημένη και εκ-στατική, αφορά τη σχεσιακότητα μεταξύ «εκτός εαυτού» υποκειμένων, η οποία καθίσταται δυνατή αλλά και περιορίζεται από υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας που λειτουργούν ερήμην τους. Έτσι, η πολιτική επιτελεστικότητα του συν-αισθήματος, ή το συν-αίσθημα ως επιτελεστικότητα, όπως το αναλύει η Ειρήνη Αβραμοπούλου, αφορά την μη-θεμελιοκρατική προσέγγιση πολλαπλών (και πολλαπλώς) τοποθετημένων και μετακινούμενων γνώσεων.

Συνάδοντας με τον υπότιτλο του συλλογικού τόμου: «Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στο σύγχρονο κόσμο», η Navaro ενδιαφέρεται για το πώς «διασταυρώνεται η υποκειμενικότητα με το συν-αίσθημα» (σελ. 176). Η επιτελεστικότητα της υποκειμενοποίησης αφορά την ατελή, αστάθμητη και ακατάστατη συναρμογή ενσώματων, αισθησιακών, λογοθετικών πρακτικών –σχεδόν αρθρωμένων, μετά βίας αρθρωμένων. Αποτελεί κριτική στο σχήμα του αυτοκυρίαρχου υποκειμένου, όπως αυτό προσδιορίζεται από την εκλογίκευση, την εξατομίκευση, τις ιστορίες κατάκτησης και κτητικότητας. Όπως αναλύει η Navaro, η μετα-κριτική «στροφή» στις κοινωνικές επιστήμες (όπως εκφράζεται στη Θεωρία Δράστη-Δικτύου και στην προσέγγιση του Nigel Thrift) αποτελεί άμεση επίθεση στη «γλωσσική στροφή» η οποία σχετίζεται με τον μεταδομισμό και την αποδόμηση. Αυτή η εκδοχή της θεωρίας του συν-αισθήματος αξιώνει την ανάκτηση της θετικής και δημιουργικής ορμής ζωής από τις κριτικές επιστημολογίες που δήθεν την είχαν απαξιώσει χάριν μιας μελαγχολικής αρνητικής διαλεκτικής. Γίνεται, δηλαδή, αυτό που έχει ονομάσει ο Achille Mbembe «ανάγκη για οντολογία» (2016) και ο Simon Critchley «οντολογικοποίηση της πολιτικής» (2013).

Μια κριτική θεωρία του συν-αισθήματος, ωστόσο, ενώ ελέγχει τα όρια της «ερμηνευτικής της καχυποψίας» (Ricoeur, 1970) και αποδομεί τις λογοκεντρικές και ευρωκεντρικές μεθοδολογίες της «υψηλής θεωρίας», δεν αναπαράγει τις σκληρές διχοτομίες ανάμεσα σε κριτική και ευαισθησία, ή ανάμεσα σε ηθική της έλλειψης και πολιτική της πράξης. Η κουίρ μελαγχολία, για παράδειγμα, συνιστά μια κριτική θέση για να φανταστούμε δυνατότητες ζωής που δεν υπάγονται στην «ευτυχισμένη ζωή» του ετεροκανονικού καπιταλισμού. Και η φαινομενολογία που προτείνει η Sara Ahmed αναλύει κριτικά τις κοινωνικές διαστάσεις των συν-αισθημάτων ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζεται την πολιτική σημασία της ενσώματης και συν-αισθηματικής εμπειρίας.

Έχει υποστηριχτεί ότι μια εννοιολόγηση του πολιτικού χωρίς οντολογία τείνει να είναι υπερβολικά ευάλωτη. Όμως για μένα είναι πιο συναρπαστικό να στρέψουμε την προσοχή μας στην πολιτική δραστικότητα της ευαλωτότητας, συμπεριλαμβανομένης αυτής που μπορεί να προκύπτει από την επιστημολογική αποδυνάμωση της οντολογίας. Έχω την αίσθηση ότι τα κείμενα που έχει επιλέξει, συνθέσει και επιμεληθεί με εμπνευσμένη ακρίβεια η Ειρήνη Αβραμοπούλου και έχει μεταφράσει με ιδιαίτερη λεπτότητα η Ουρανία Τσιάκαλου κατατείνουν προς μια κριτική θεωρία του συν-αισθήματος ως «αδύναμη θεωρία» (σύμφωνα με τον όρο της Eve Sedgwick που επικαλείται στον τόμο η Kathleen Stewart). Αν ο όρος «αδύναμη» ή «ανίσχυρη» είναι πολιτικά φορτισμένος, αφού σε ικανοκεντρικά ετεροπατριαρχικά συμφραζόμενα παραπέμπει σε γυναίκες, κουίρ άτομα και άτομα με αναπηρία, η «αδύναμη θεωρία» γίνεται κριτική επιστημολογία που ανακτά την ευαλωτότητα αναδιατάσσοντας τις πληγωτικές εγκλήσεις της και μετατρέποντάς τες σε εφόδια πολιτικής υποκειμενικότητας. Γίνεται, έτσι, ένας τόπος και τρόπος για τις δυνατότητες μιας ευάλωτης σχεσιακότητας που δεν υποστασιοποιεί το συν-αίσθημα και δεν απο-πολιτικοποιεί το πολιτικό.

 

Σημειώσεις

1 Για ένα χαρακτηριστικό κείμενο της μετα-κριτικής στροφής, βλ. Latour (2004).

2 Βλ. επίσης την προσέγγιση της Eve Sedgwick σχετικά με αυτό που αποκαλεί «παρανοϊκή ανάγνωση» [paranoid reading], αλλά και το κάλεσμα της Heather Love για την «ισχνή περιγραφή» [thin description] ως όχημα για μια αναζωογονημένη προσοχή στον εμπειρισμό.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ahmed, S. (2017). Living a feminist life. Ντάραμ: Duke University Press.

Butler, J. (2009). Η ψυχική ζωή της εξουσίας: Θεωρίες καθυπόταξης (μτφρ. Τ. Μπέτζελος). Αθήνα: Πλέθρον.

Critchley, S (2013). Impossible objects. Interviews with Carl Cederström και Todd Kesselman. Κέιμπριτζ: Polity.

Fanon, F. (2008). Black skin/White masks, (μτφρ. Charles Lam Markmann). Λονδίνο: Pluto Press 2008. [Πρωτότυπη δημοσίευση:  Peau noiremasques blancs, Παρίσι: Editions de Seuil, 1952].

Latour, B. (2004). Why Has Critique Run out of Steam? From Matters of Fact to Matters of Concern. Critical Inquiry, 30(2).

Mbembe, A. (2016). The society of enmity. Radical Philosophy, 200, Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2016.

Navaro, Y. (2009). Affective spaces, melancholic objects: Ruination and the production of anthropological knowledge. Journal of the Royal Anthropological Institute.

Ricoeur, P (1970). Freud and philosophy: An essay on interpretation (μτφρ. Denis Savage). Νιού Χέιβεν: Yale University Press.

Αθηνά Αθανασίου

Η Αθηνά Αθανασίου είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει τα: Agonistic Mourning: Political Dissidence and the Women in Black (2017), Dispossession: The Performative in the Political (με την Judith Butler, 2013), Η Κρίση ως «Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης»: Κριτικές και Αντιστάσεις (2012), Αποδομώντας την Αυτοκρατορία: Θεωρία και Πολιτική της Μετααποικιακής Κριτικής (επιμ., 2016), Βιοκοινωνικότητες (επιμ., 2011), Rewriting Difference: Luce Irigaray and “the Greeks” (συν-επιμ., 2010), Ζωή στο όριο: Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική (2007), Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική (επιμ., 2006). Έχει διατελέσει μεταδιδακτορική υπότροφος στο Pembroke Center for Teaching and Research on Women του Πανεπιστημίου Brown (ΗΠΑ) και επιστημονική συνεργάτιδα του Center for the Study of Social Difference του Πανεπιστημίου Columbia (ΗΠΑ). Είναι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής των περιοδικών Critical Times, Feminist Formations, Philosophy and Society, feministiqá, Journal of Greek Media and Culture.