Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Η «ψυχική ασθένεια» της «κοινής γυναίκας/ζωής»: Ο αστικός βιοϊατρικός λόγος στην υπεράσπιση του καπιταλισμού

Η «ψυχική ασθένεια» της «κοινής γυναίκας/ζωής»: Ο αστικός βιοϊατρικός λόγος στην υπεράσπιση του καπιταλισμού

 

Δήμητρα Τζανάκη

 


 

Περίληψη

Το 2017 η Γραμματεία Ισότητας των Φύλων δημοσίευσε ένα Δελτίο Τύπου, με το οποίο ανακοίνωνε τη «Συγκρότηση Ομάδας Διοίκησης Έργου (ΟΔΕ) κατά της πορνείας», αποκλείοντας τους/τις εργαζόμενους στο σεξ. Στις 27 Φεβρουαρίου 2018 η ΓΓΙΦ εξέδωσε δεύτερη ανακοίνωση, στην οποία ουσιαστικά εξίσωνε την πορνεία με το trafficking, στιγματίζοντας με αυτό τον τρόπο, όπως το Δελτίο Τύπου των Διεμφυλικών (ΣΥΔ 2018), τους ανθρώπους που εργάζονται στο σεξ, εφόσον τους ενέπλεκε σε εγκληματικές πρακτικές, θέτοντας εντέλει τη ζωή τους σε κίνδυνο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το επιχείρημά μου στηρίζεται σε δύο άξονες. Πρώτον προσπαθώ ν’ αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο η ταύτιση της «κοινής ζωής» με τη φτώχεια, την παρέκκλιση, την οκνηρία, την επαιτεία, την αλητεία, την εγκληματικότητα, την ασθένεια και το ψυχικό νόσημα έγινε το φιλελεύθερο αφήγημα επιβολής πειθαρχικών μέτρων στα κατώτερα στρώματα, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στον Μεσοπόλεμο. Κατόπιν, αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αφήγημα περί ψυχικού νοσήματος και εγκληματικότητας της «κοινής ανήθικης ζωής» συνιστά την κατεξοχήν ερμηνεία του εξαναγκασμού της κρατικής παρέμβασης στην ανθρώπινη επιθυμία· αφήγημα που όχι μόνο εξακολουθεί να υφίσταται αλλά, όπως ισχυρίζομαι, γίνεται ιδιαίτερα αναγκαίο για την επιβίωση του καπιταλισμού στις μέρες μας. Έτσι, η απόφαση της ΓΙΦ το 2017 δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά κομμάτι του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος γύρω από την κοινή ζωή, μέσω του οποίου το αστικό κράτος μπορεί και μεταβιβάζει την ανθρώπινη βούληση/επιθυμία/αυτοπροσδιορισμό στο πεδίο γνώσης και εξουσίας των «ειδικών», μαθαίνοντας στο έμβιο ον να συμμορφώνεται όλο και περισσότερο στις ανάγκες μιας ηγεμονικής αστικής τάξης.

 

Το 2017 η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων δημοσίευσε ένα Δελτίο Τύπου μέσα από το οποίο ανακοίνωνε τη «Συγκρότηση Ομάδας Διοίκησης Έργου (ΟΔΕ) κατά της πορνείας» (ΟΔΕ, 2017). Η Ομάδα, η οποία παρεμπιπτόντως θα εργαζόταν αμισθί, απέκλεισε τους ανθρώπους που εργάζονταν στο σεξ, ενώ υπογράμμιζε ότι αποτελούνταν από εξειδικευμένους επιστήμονες, καθώς και από έμπειρα στελέχη της ΓΓΙΦ, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να υπογραμμίσει αφενός την επιστημονικότητα της επιτροπής και αφετέρου την αντικειμενικότητά της. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί ότι στην τελική της σύνθεση η επιτροπή απαρτιζόταν από 21 μέλη, τα οποία ήταν νομικοί, εισαγγελείς, ειδικοί σύμβουλοι υπουργείων, ένας αστυνομικός, μία εγκληματολόγος και μία δικαστική ψυχολόγος (ΟΔΕ, 2017), δύο κοινωνικοί επιστήμονες, μία κοινωνιολόγος και μία επιστήμονας με σπουδές στις πολιτικές επιστήμες. Στις 27/2/2018 η ΓΓΙΦ σε δεύτερη ανακοίνωσή της εξίσωνε την πορνεία με το trafficking, εξισώνοντας με αυτό τον τρόπο την πορνεία με την εγκληματικότητα και τη βία, όπως υπογράμμιζε δικαίως το Δελτίο Τύπου των Διεμφυλικών (ΣΥΔ, 2018). Η επιχειρηματολογία του παρόντος άρθρου, ορμώμενη αφενός από τον αποκλεισμό των εργαζομένων στο σεξ από την Ομάδα και αφετέρου από την ταύτιση της πορνείας με το trafficking, δηλαδή με την εγκληματικότητα, και θεωρώντας ότι μια τέτοια ταύτιση δεν είναι συγκυριακό επεισόδιο, υποστηρίζει ότι οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν απλώς μέρος του νεοφιλελεύθερου βιοϊατρικού λόγου, που έχει ως στόχο την υποκατάσταση της ταξικής πάλης από τη φυλετική/έμφυλη πάλη.

Στο σημείο αυτό, όταν αναφέρομαι στη φυλετική/έμφυλη πάλη, αναφέρομαι στην ιδέα του διαρκούς πολέμου ανάμεσα στον ψυχικά υγιή και στον ψυχικά άρρωστο, εκφυλισμένο/εκθηλυμένο/ψυχικά θηλυπρεπή/λιβιδινικό πληθυσμό, όπως αυτός αποτυπώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα μέσω του ψυχικού νοσήματος του εκφυλισμού και φτάνει μέχρι τις μέρες μας (Τζανάκη, 2020, σελ. 109-137). Ο όρος «λιβιδινικός πληθυσμός», όπως έχω αναφέρει διεξοδικά και αλλού (Τζανάκη, 2019), προέρχεται από τον τέταρτο τόμο της ιστορίας της σεξουαλικότητας του Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) και τον δανείζομαι για να αναφερθώ σε έμβια όντα/πληθυσμούς, οι οποίοι, καθ’ υπόδειξη του βιοϊατρικού λόγου, στις νεωτερικές και ύστερες νεωτερικές κοινωνίες, συνιστούν μια κατασκευασμένη «λιβιδινική/εκθηλυμένη/κοινή/οκνηρή/ανήθικη/θηλυπρεπή/ψυχικά μη-κανονική ζωή». Πρόκειται για παρεκκλίνοντες/ουσες –σωματικά, σεξουαλικά, ψυχικά, έμφυλα, πολιτικά, ηθικά– όπως χαρακτηρίζονται από τον κυρίαρχο βιοϊατρικό λόγο και οι οποίοι/ες αντιμετωπίζονται από την εξουσία ως πληθυσμός με συνείδηση χωρίς βούληση και, ως εκ τούτου, χωρίς δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Αυτό παρέχει τη δυνατότητα στην εκάστοτε εξουσία να επιβάλει μέτρα, τόσο καταστολής, όσο και ψυχικής/ηθικής συμμόρφωσης, στο όνομα της ασφάλειας του «υγιούς», «άριστου» ηθικά και ψυχικά πληθυσμού έναντι του ανήθικου/λιβιδινικού/εκθηλυμένου/ψυχικά εχθρού. Ο λόγος, λοιπόν, της φυλετικής/έμφυλης πάλης δεν προτάσσει την άποψη ότι πρέπει να αμυνθούμε κατά της πατριαρχικής/αστικής/ταξικής εξουσίας που διαπερνά τους ιστούς της κοινωνίας δημιουργώντας βία, αδικία, φτώχεια, ανισότητα και εκμετάλλευση, αλλά ότι πρέπει να υπερασπιστούμε την κοινωνία (Μάτσα, 2002, σελ. 2) ενάντια σ’ όλους τους ψυχικούς κινδύνους της κατώτερης/αντίθετης/θηλυπρεπούς ψυχικά και ηθικά λιβιδινικής φυλής/φύλου/έμβιου όντος/πληθυσμού που δεν μπορεί να ελέγξει τη βούλησή της/του.

Μιλώντας λοιπόν για τον αποκλεισμό των ανθρώπων που εργάζονται στο σεξ από την Ομάδα Εργασίας, μιλώ εξαρχής για μια πολιτική βούληση που στηρίζεται σε αυτό το (νεο)φιλελεύθερο αφήγημα της διάκρισης της ζωής σε ανώτερη και σε κατώτερη και που το 2012, ενδεικτικά μιλώντας, οδήγησε στη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών και στις μέρες μας αναπαράγεται με την απαίτηση ο πληθυσμός να συνηθίσει στη ρατσιστική/σεξιστική/ταξική διάκριση της ζωής σε ανώτερη και σε κατώτερη ψυχικά φυλή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όσον αφορά τον ανθρώπινο αυτοπροσδιορισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιχειρηματολογία αναπτύσσεται μέσα από δύο άξονες. Στον πρώτο άξονα γίνεται μια σύντομη αναφορά στον επιστημονικό λόγο, μέσα από κείμενα της ιατροδικαστικής, της ψυχιατρικής, της εγκληματολογίας και της ψυχανάλυσης, που αναπτύσσεται γύρω από την «κοινή γυναίκα», αναδεικνύοντας στην ουσία ότι το αντικείμενο των διώξεων σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, μέχρι σήμερα, δεν είναι η πράξη της πορνείας, αλλά η «ανυπακοή/ανηθικότητα», η οκνηρία της «άσεμνης/ελευθέριας γυναίκας», που ταυτίζεται με την επαιτεία, την εγκληματικότητα και την αλητεία.

Στον δεύτερο άξονα θα αναφέρω τον τρόπο με τον οποίο αυτή η κατασκευή της «κοινής» ζωής, ιδιαιτέρως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε αναγκαία συνθήκη για την εξουσία, προκειμένου για τον σωφρονισμό της ανθρώπινης ανυπακοής του «ανήθικου/λιβιδινικού» πληθυσμού στην αστική ψυχική νόρμα: εγκράτεια, υπακοή, παραγωγικότητα, αλλά και σε μια ολοένα και περισσότερο αυταρχική θωράκιση της αλήθειας που γίνεται κατανοητή μόνο μέσα από το εμπόλεμο δίπολο ανδρεία-θηλυπρεπής και των όρων άρθρωσης της ηγεμονίας της ανδρείας επιθυμίας στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο, μέσα από ένα κράτος που αναλαμβάνει σταδιακά τον απόλυτο έλεγχο της συμμόρφωσης της ανθρώπινης επιθυμίας ανάμεσα στα κατώτερα και στα περιθωριακά κοινωνικά στρώματα στην αστική ηθική. Με δυο λόγια, αναφέρομαι στη δίωξη ενάντια του πληθυσμού, ιδιαίτερα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, που τολμά από τις απαρχές της νεωτερικότητας (Τζανάκη, 2020, σελ. 168-170) να μην υπακούει στον πατριαρχικό/ηγεμονικό λόγο του νεωτερικού αστικού κράτους, αλλά να επιζητά εναλλακτικές μορφές οργάνωσης, όπως το να μην παντρεύεται, να μη βαφτίζει τα παιδιά του, να αρνείται την εργασία και την κατάταξη στον στρατό, να τολμά αναστροφή του φύλου/σεξουαλικότητας, απαιτώντας επαναπροσδιορισμό της έννοιας της αλήθειας, της ηθικής και του δικαίου, κλονίζοντας την ηγεμονική εξουσία της αστικής τάξης.1

1.1. Από την Εύα στο Γενικό Νοσοκομείο

Το 1656 αυτός ο λιβιδινικός πληθυσμός εντοπίζεται εντός των ορίων του Γενικού Νοσοκομείου στο Παρίσι και ειδικότερα στο Salpêtrière (το Pitié και το Bicêtre). Το Salpêtrière είναι το νοσοκομείο στο οποίο το 1658 αποστέλλονται οι πόρνες, μετά από διάταγμα του Λουδοβίκου ΙΔ’ περί «κοινών γυναικών», με στόχο την ηθική τους αποκατάσταση. Το 1687 ο βασιλιάς, με νέο διάταγμα, συλλαμβάνει όλες τις γυναίκες που ζουν δημόσια μια «κακόφημη ζωή», αλλά και αυτές που επαναστατούν ενάντια στην ηγεμονική/πατριαρχική εξουσία, κλείνοντάς τες στο Salpêtrière με το αιτιολογικό της φρενοβλάβειας (Cesbron, 1956, σελ. 631). Το Salpêtrière είναι το ίδρυμα μέσα από το οποίο κορυφαία ονόματα της ψυχιατρικής, όπως οι Φιλίπ Πινέλ (Philippe Pinel, 1745-1826), Ζαν Ετιέν Ντομινίκ Εσκιρόλ (Jean Etienne Dominique Esquirol, 1772-1840), Μπενεντίκτ Ογκουστάν Μορέλ (Bénédict Augustin Morel, 1809-1873), ο Ζαν Μαρτίν Σαρκό (Jean Martin Charcot, 1825-1893), που διετέλεσαν διευθυντές στο Salpêtrière, θα διατυπώσουν μέσα από μια σειρά ερμηνείες τις κορυφαίες ψυχιατρικές θεωρίες, ανάμεσά τους της ηθικής παράνοιας και του εκφυλισμού. Ο Πινέλ μάλιστα (Τζανάκη, 2016, σελ. 14-17), θα είναι ο πρώτος που θα μιλήσει για το φαινόμενο της ηθικής παράνοιας, αναφερόμενος στους ανθρώπους που, ενώ είχαν συνείδηση, δεν είχαν βούληση και κατέληγαν έρμαια των αισθημάτων τους, σχηματίζοντας μια στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας (στο ίδιο). Υπό το βάρος αυτής της ερμηνείας δημιουργείται μια αντίληψη γύρω από την παράνοια που αποδείχτηκε καταλυτική για την έννοια της ελευθερίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μιας και εφεξής η υποτιθέμενη ανηθικότητα, όπως η άρνηση κατάταξης στον στρατό ή η οκνηρία, ταυτίζεται με την ηθική παράνοια του «μη νομοταγή» ψυχικά πολίτη, την οποία ο ειδικός και η Πολιτεία καλούνται να θεραπεύσουν. Με εφαλτήριο αυτή τη διαπίστωση, ο Πινέλ θα προτείνει να εισαχθεί σε όλα τα δημόσια άσυλα ο «νόμος της μηχανικής εργασίας εκτελεσμένης με τη μέγιστη χρησιμότητα», με στόχο «τη διατήρηση της υγείας, των χρηστών ηθών, [και] της τάξης» (Λέκκα, 2012, σελ. 61-63), ενώ η ηθική παράνοια εντοπίζεται ιδιαιτέρως στα κατώτερα στρώματα που ζουν στα αστικά κέντρα. Η εργασία τη συγκεκριμένη περίοδο μεταμφιέζεται με το όνομα της θεραπείας, ως μέσο ενάντια υποτίθεται στον σωματικό και ψυχικό εκφυλισμό, ενώ στην ουσία η αστική τάξη μέσω αυτής της αντίληψης καταφέρνει να χαλιναγωγήσει την εργατική τάξη σε μια άκρατη υπακοή στις απάνθρωπες ανάγκες μιας αγοράς με αποκλειστικό στόχο το κέρδος.

 

1.2. Από την αμαρτία στην ηθική παράνοια

Το μεγάλο πρόβλημα που απασχόλησε την αστική τάξη στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως έχω αναφερθεί διεξοδικά αλλού (Τζανάκη, 2020, σελ. 168-185),ήταν η επιθυμία να μετασχηματίσει την «οικονομική και τεχνολογική βάση των σχέσεών της με τις κατώτερες τάξεις» (Μαυρής, 1996, σελ. 56) χωρίς να δημιουργηθούν κοινωνικές αναταραχές. Αυτή η επιθυμία, από την άλλη, απαιτούσε μια ρατσιστική/σεξιστική/ταξική ερμηνεία που να συνδέει την εργατική τάξη, ιδιαίτερα αυτή που εντοπιζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα, με το ψυχικό νόσημα, την παρέκκλιση, την απληστία, την οκνηρία, την αλητεία και το έγκλημα, έτσι ώστε η αστική τάξη να μπορέσει ν’ αναλάβει την εξουσία ως η ανώτερη ψυχικά φυλή. Δεν είναι τυχαίο, ως εκ τούτου, ότι μετά από κάθε αναταραχή, που θα μπορούσε να πλήξει με δριμύ τρόπο την ηγεμονία της αστικής τάξης, η επιστήμη κατέληγε στην καταγγελία της εγκληματικότητας και της ηθικής παράνοιας του λιβιδινικού πληθυσμού, που εντοπιζόταν κατά κυριότητα στα κατώτερα στρώματα. Ο εκφυλισμός (Τζανάκη, 2018) δεν είναι παρά το ψυχικό νόσημα που αποδόθηκε από τον Μορέλ, λίγο μετά τις Επαναστάσεις του 1848, γνωστές και ως «Άνοιξη των Λαών», ενώ η εγγενής εγκληματικότητα αυτού που εφεξής οριζόταν ως λιβιδινικός/εκφυλισμένος πληθυσμός αποδόθηκε από τα κυρίαρχα ονόματα της ψυχιατρικής και της ιατροδικαστικής μετά την Παρισινή Κομμούνα (εργατική επαναστατική κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι, από τις 26 Μαρτίου 1871 έως 28 Μαΐου 1871), κατά κυριότητα στα λαϊκά στρώματα, στους αναρχικούς, στους παρεκκλίνοντες έμφυλα/σεξουαλικά και στις πόρνες. Υπάρχει όμως ένα σημείο που ενδιαφέρει καίρια και την ελληνική πραγματικότητα, μιας και η σχολή του Salpêtrière δεσπόζει στην ελληνική σκέψη. Ειδικότερα, Έλληνες ιατροδικαστές και ψυχίατροι, όπως ο Αχιλλέας Γεωργαντάς, ο Σιμωνίδης Βλαβιανός, ο Σίμωνας Αποστολίδης, ο Μιχαήλ Κατσαράς, ο Τηλέμαχος Μιταυτσής, ο Μιχαήλ Γιαννήρης κ.ά. είτε σπουδάζουν, είτε βρίσκονται στο Salpêrtière ως κρατικοί υπότροφοι με στόχο την αναμόρφωση του κρατικού πλαισίου (δήθεν) για την αντιμετώπιση των ψυχικών νόσων και στην ελληνική πραγματικότητα. Αν όμως μέχρι την Παρισινή Κομμούνα, που αξίζει να σημειωθεί, όπως παρατηρεί η Ξένια Μαρίνου (Μαρίνου, 2015, σελ. 289), κατηγορήθηκαν οι πόρνες ότι αυτές την προκάλεσαν, η «κοινή γυναίκα» αντιμετωπίζεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και στην ελληνική πραγματικότητα ως φορέας της οκνηρίας και ευρύτερα των αφροδίσιων νόσων (σύφιλης, κλπ.). Μετά το 1871, η κοινή γυναίκα αντιμετωπίζεται ως φορέας εγκληματικής ανηθικότητας, προσφέροντας έμφυλες/φυλετικές/ταξικές παραστάσεις, μέσα από τις οποίες η επιστήμη τον 19ο αιώνα επιχειρεί να παρουσιάσει μια ιστορία (με βάση την επιστημονική μεθοδολογία και έρευνα, καθώς και την οργάνωση και ταξινόμηση της αποκτημένης με αυτό τον τρόπο γνώσης), σύμφωνα με την οποία η «κοινή γυναίκα» ενσωματώνει καινοφανή χαρακτηριστικά: εγκληματικότητα, αναρχία, ακράτεια, οκνηρία, χαρακτηριστικά που σχεδόν απόλυτα κατέληγαν στην υπόσταση ενός ατόμου που απαιτεί μια εγγύτητα πλέον με την κρατική εξουσία, αφού η πορνεία γινόταν η μετατροπή του ανθρώπου σε λιβιδινικό/εκφυλισμένο ον, θέτοντας υποτίθεται σε κίνδυνο τις ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν τη ψυχική επιβίωση του ανθρώπινου είδους και της κοινωνίας του έθνους/κράτους (Βλαβιανός, 1897, σελ. 226-228· Βλαβιανός, 1906, σελ. 3-8). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και σε μια περίοδο συγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού (1871-1909), ο όρος «κοινή γυναίκα» εισάγεται και στην ελληνική πραγματικότητα, αναπτύσσοντας μέσα από τη δημιουργία των δημόσιων πορνείων, όπως τα Βούρλα (Λάζος, 2002, σελ. 97-99· Ροδίτη, 2015· Πισιμίσης, 2010), τα οποία δημιουργούνται μετά από αίτημα του δήμου Πειραιά στο κράτος το 1875, τον εγκλεισμό της υποτιθέμενης κατώτερη ψυχικά ανήθικης/εκφυλισμένης φυλής. Με αυτό τον τρόπο, η αστική τάξη κατάφερνε να εσωκλείσει στα Βούρλα, στο εσωτερικό της πόλης, την υποτιθέμενα ανεξέλεγκτη ανθρώπινη λίμπιντο, που ταυτίζεται με την υπερβολή, την παρέκκλιση και την εγκληματικότητα, ενώ ταξικά ταυτίζεται από τους ειδικούς, με τα κατώτερα στρώματα, που εντοπίζονται ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, μετατρέποντας περαιτέρω τον σεξισμό σε κρατικό σεξισμό/ρατσισμό. Ακριβώς από αυτή τη σκοπιά, η αστική τάξη καταφέρνει ν’ αντικαταστήσει την ταξική με την έμφυλη πάλη, μιας και τα Βούρλα, ως τόπος της «κοινής ζωής», κατασκεύαζαν τον φιλελεύθερο μύθο της εγκληματικότητας της ανθρώπινης βούλησης του λιβιδινικού πληθυσμού σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας, ενώ μέσω της κρατικής πορνείας διαλυόταν η όποια ταξική αλληλεγγύη/συνείδηση θα μπορούσε να δημιουργηθεί ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες των κατώτερων στρωμάτων, όπως έχω αναπτύξει αλλού (Τζανάκη, 2018, σελ. 166-169· Preciado, 2017· Federici, 2011, σελ. 79), καθώς το ζητούμενο ήταν η απεδαφικοπόποιηση της έννοιας της γυναίκας ως υποκειμένου.

Αυτοί που εισέρχονται στα Βούρλα αποτελούν τον ψυχικά εκφυλισμένο/ λιβιδινικό πληθυσμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο έλληνας ψυχίατρος Σίμων Αποστολίδης θα εξηγήσει το 1889 στο έργο του Αι Ψυχώσεις: Μελέται ιατρικαί, κοινωνιολογικαί και φιλοσοφικαί περί φρενοπαθειών, ότι αυτοί οι γενετικώς εκπεφυλισμένοι δεν περιορίζονταν μόνο σε «παρά φύσιν» σεξουαλικές πράξεις αλλά ήταν και η κινητήρια δύναμη στις κοινωνικές εξεγέρσεις, όπως της Παρισινής Κομμούνας, κάνοντας λόγο για μια ανθρώπινη «φυλή» που δεν σέβεται τα ήθη της κοινωνίας και τους νόμους (Αποστολίδης, 1889, σελ. 224-249). Την περίοδο αυτή γινόμαστε μάρτυρες μιας ερμηνείας γύρω από την εγκληματικότητα, η οποία αφενός θεωρείται εγγενής της ανθρώπινης φύσης και αφετέρου ταυτίζει τις κοινωνικές αναταραχές των λαϊκών στρωμάτων με την απαίτηση της πόρνης στην οκνηρία, στην άκρατη σεξουαλικότητα και στην αναρχία· αυτός ο ερμηνευτικός μύθος προέρχεται από τον Ιταλό εγκληματολόγο και ψυχίατρο Τσέζαρε Λομπρόζο (Cesare Lobroso, 1835-1909), που το 1893 δημοσίευσε, σε συνεργασία με τον γαμπρό του ιστορικό και δημοσιογράφο Γκουλιέλμο Φερέρο (Guglielmo Ferrero, 1871-1942), το La donna delinquente, la prostituta e la donna normale [Η παραβατική γυναίκα, η πόρνη και η κανονική γυναίκα] (1896). Στο έργο αυτό αναπτύσσει την ιδέα περί αταβισμού, δηλαδή, την ύπαρξη της εγγενούς εγκληματικότητας και ηθικής παράνοιας στον ψυχικώς εκφυλισμένο πληθυσμό, που εντοπιζόταν τόσο στις αποικίες όσο και εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η μελέτη αναπαράγει ουσιαστικά τη θέση ότι η πορνεία εντοπίζεται στον εκφυλισμένο/εκθηλυμένο πληθυσμό, επισημαίνοντας ότι οι κοινές γυναίκες φέρονταν έκφυλα, δηλαδή, με ανδρόγυνο/γύνανδρο τρόπο, όπως οι εγκληματίες, οι τριβάδες και οι αναρχικοί. Ο Λομπρόζο δεν ήταν μόνος του σε αυτές τις θεωρητικές καταλήξεις. Ακολουθώντας τον Μίλνε Έντουαρντς (Milne Edwards, 1880-1885), τον Κάρολο Δαρβίνο (Charles Darwin 1809-1882) και τον Kάρλο Έμερι (Carlo Emery, 1848-1925) (Lombroso & Ferrero, 1896, σελ. 14), επεσήμανε ότι οι πόρνες, όπως και οι εγκληματίες, φέρονταν έκφυλα, δηλαδή με ανδρόγυνο/γύνανδρο τρόπο. Περαιτέρω, ο Λομπρόζο εξηγούσε, ακολουθώντας και τις δημοσιεύσεις της Πολίν Ταρνόβσκι (Pauline Tarnowski) Etudes Anthropometriques sur les prostitues et les voleuses (1892), ότι η πόρνη ενσωμάτωνε χαρακτηριστικά όπως η ζήλεια, η βρωμιά, η κακεντρέχεια, η κακία, η οκνηρία, η υπέρμετρη σεξουαλικότητα, ο υπέρμετρος εγωισμός, η αισχροκέρδεια και η εγκληματικότητα, ενώ απουσίαζε τελείως το αίσθημα της φιλίας και της μητρότητας, δηλαδή είχε χαρακτηριστικά που δεν ταίριαζαν στη γυναικεία φύση. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Λομπρόζο υπενθύμιζε ότι η Ταρνόβσκι, ακολουθώντας το σύστημα του ανθρωπολόγου και ανατόμου Πολ Μπροκά (Paul Broca, 1824-1880), κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι κοινές γυναίκες δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, για αυτό και μπορούσαν να ασκούν το συγκεκριμένο επάγγελμα (Lombroso & Ferrero, 1896, σελ. 525-535)· ένα ακόμα σύμπτωμα αυτών των γυναικών και μια ακόμη απόδειξη ότι αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο παρά φύσιν γυναικείο (υπό)είδος. Στο ίδιο πλαίσιο, η μελέτη του Αλεξάντρ Παρέν Ντουσατελέ (Αlexandre Parent-Duchâtelet, 1790-1835), On prostitution in the city of Paris (1835, 1η έκδ.·1857, 3η έκδ.) ήταν για τον Λομπρόζο μια ακόμη μελέτη που επιβεβαίωνε την παράνοια του εκφυλισμού, ως ψυχικής νόσου που εξαπλωνόταν μέσω της «κοινής γυναίκας» σταδιακά σε όλη την Ευρώπη. Ο Ντουσατελέ σε μελέτη του σε πάνω σε 5.183 πόρνες είχε καταλήξει ότι μόλις 37 το έκαναν για να στηρίξουν τους γονείς τους, 23 για να επιβιώσει η οικογένεια τους και 29 για να στηρίξουν τους αδερφούς τους. Ως εκ τούτου, για τον Ντουσατελέ οι «κοινές γυναίκες» χαρακτηρίζονταν από την οκνηρία, την επιθυμία και την υπέρμετρη σεξουαλικότητα και δεν ήταν η φτώχεια η αιτία της ενασχόλησής τους με την πορνεία (στο ίδιο, σελ. 576), αλλά ο εκφυλισμός τους, που τις οδηγούσε στην ανηθικότητα. Εξάλλου και ο Ασίλ Βινίρας (Achille Viniras) στο έργο On the repressive measures adopted in Paris, compared with the incontroled prostitution in London and NewYork (Λονδίνο, 1867), όπως σημειώνει ο Λομπρόζο, είχε αποδείξει πως οι κύριοι πελάτες των «κοινών γυναικών» ήταν οι εγκληματίες, αναδεικνύοντας χαρακτηριστικά του εκφυλισμού όπως: την εγκληματικότητα, την υστερία, τον αλκοολισμό, τη ζήλεια, που οι πόρνες και οι εγκληματίες μοιράζονταν μεταξύ τους (στο ίδιο, σελ. 406, 539-576) και επομένως και τα χαρακτηριστικά που διέκριναν την ύπαρξη αυτού του ανθρώπινου πρωτόγονου ηθικά (υπό)είδους. Από την άλλη, αυτή η ηθικά ανδρόγυνη/γύνανδρη ψυχή υποδήλωνε, σύμφωνα με τον νόμο της εξέλιξης, αδιαμφισβήτητα τον πρωτογονισμό αυτών των ανθρώπων (στο ίδιο, σελ. 285, 352).

 

1.3. Εργασία, υπακοή, εγκράτεια

Αναμφίβολα σε αυτό εδώ το σημείο διαμορφώνεται, μέσα από τον βιοϊατρικό λόγο, η έννοια του ρατσισμού: η αποδοχή της ύπαρξης μιας κατώτερης ψυχικά ανθρώπινης λιβιδινικής/έκφυλης φυλής με τάση στο έγκλημα, την σεξουαλική παρέκκλιση, την οκνηρία και την αναρχία, από την οποία η ανώτερη ψυχικά φυλή πρέπει να προστατευτεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η λίμπιντο γίνεται εχθρός τόσο του κράτους όσο και του ίδιου του υποκειμένου. Εσωτερικός εχθρός, ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «εφόσον αποδέχ[εται] [το κράτος] την ύπαρξη “εσωτερικού εχθρού”, ομολογ[εί] ότι η εξουσία του κάθε άλλο παρά με ουδετερότητα και αμεροληψία ασκείται απέναντι σε εκείνους τους πολίτες, στους οποίους προσάπτ[ει] αυτόν τον χαρακτηρισμό. Καθιερώνεται έτσι μία βασική διάκριση ανάμεσα σε πολίτες πρώτης και σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή μάλλον σε πολίτες εχθρούς και σε πολίτες φίλους της εξουσίας» (Μάνεσης, 1980, σελ. 20-35· Ανθόπουλος, 1984). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η εξορία, ο τουφεκισμός και ο εγκλεισμός καταγράφονται ως υποδειγματική τιμωρία αυτών των γεννητικών εκπεφυλισμένων από τον Έλληνα ψυχίατρο Σίμων Αποστολίδη, όπως είδαμε παραπάνω, που συχνά αρνούνται την εργασία, τον γάμο και την υπακοή στο καθεστώς ηθικής που το κράτος επιβάλλει, ιδιαιτέρως σε περιόδους αναταραχών, όπως της Παρισινής Κομμούνας. Στην ελληνική πραγματικότητα αυτό μεταφραζόταν στον νόμο του 1871 (ΤΟΔ περί ληστείας), κατά τον οποίο κάθε εξέγερση κατά της κρατικής εξουσίας στην ουσία σήμαινε ισόβια φυλάκιση ή ακόμη και θάνατο (Kenna, 2004). Από τη σκοπιά του ψυχικού νοσήματος ο βιοϊατρικός λόγος διακρίνει τον πληθυσμό μέσα από τον εκφυλισμό σε δύο είδη ανθρώπων: στους υγιείς και στους εκφυλισμένους. Το δεύτερο είδος συνιστά την εν δυνάμει εγκληματική κατηγορία του εκφυλισμένου πληθυσμού, σημείο που ακριβώς θα επισημάνει ο Έλληνας ιατροδικαστής Αχιλλέας Γεωργαντάς, ζητώντας στο άρθρο 86 του νόμου του 1862 (Γεωργαντάς, 1889, σελ. 496, 499, 500) να απαγορευτούν στους ψυχικά ασθενείς με έλλειψη βούλησης τα κοινωνικά και τα πολιτικά δικαιώματα. Εξάλλου, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όχι τυχαία, και δεδομένης της διαίρεσης του πληθυσμού σε ψυχικά ικανούς και σε ψυχικά ανίκανους, το 1871 γίνονται υποχρεωτικά τα βιβλιάρια υγείας για τις εργάτριες, τις υπηρέτριες, τους υπηρέτες (Κορασίδου, 2002, σελ. 81-90) και τις πόρνες, που είτε η αστυνομία είτε η διευθύντρια του ασύλου διατηρούσε, απορρέοντας από αυτό τον νέο τύπο εξουσίας που στην ουσία στόχευε στην ψυχική χειραγώγηση των κατώτερων στρωμάτων (Τζανάκη, 2020). Το 1875 στον Πειραιά οι «εργατικοί οικογενειάρχες», όπως υποδεικνύει η Βάσω Θεοδώρου, φροντίζουν μέσω της ίδρυσης «φιλανθρωπικών ιδρυμάτων», όπως ορφανοτροφείων, στη «μετατροπή των αλητοπαίδων σε έντιμους και εργατικούς οικογενειάρχες» (Θεοδώρου, 2003, σελ. 171-184), παράλληλα με «την αποστολή [αυτών] των πληθυσμών [με τη βία] στα εργοστάσια» (στο ίδιο). Στο ίδιο πλαίσιο, ο Α’ διευθυντής της Αστυνομίας, Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, εξηγούσε ότι η αστυνομία Πόλεων, τη δεκαετία του 1870, αντιμετώπιζε με δριμεία βία τους άεργους και τους «άνευ δεδηλωμένου επαγγέλματος υπόπτους» (Αρχιμανδρίτης, 1953, σελ. 159), όπως επίσης και τους θαμώνες των «χαρτοπαιγνίων» και των καφενείων (στο ίδιο), μιας και ο στόχος ήταν να στρέψουν τον πληθυσμό από τη διασκέδαση στην εργασία και στην παραγωγή, ενώ ο εγκλεισμός και η απαγόρευση των δικαιωμάτων εμφανίζεται ως το μέσο της Πολιτείας να προστατεύσει υποτίθεται τον ψυχικά υγιή από τον λιβιδινικό/εκφυλισμένο πληθυσμό. Στην ίδια παρατήρηση προβαίνει και ο Έλληνας ιατροδικαστής Γεώργιος Βάφας το 1903, όταν αναφέρεται στο άρθρο 272 του νόμου του 1834, όπως έχω αναφερθεί και αλλού (Tζανάκη, 2020, σελ. 168-185), που αφορούσε την παρέκκλιση κατά των ηθών, προτείνοντας τον εγκλεισμό, τη δίωξη και κυρίως τον σωφρονισμό του πληθυσμού που αντιτίθεται στην ηθική της αστικής τάξης τον οποίο εντόπιζε κατά κυριότητα ανάμεσα στα εργατικά στρώματα στις πόλεις (Βάφας, 1903, σελ. 369). Στον εγκλεισμό των έκφυλων εξάλλου αναφέρεται τόσο η μελέτη του Βαγγέλη Καραμανωλάκη για το Δρομοκαΐτειο από το 1887 έως το 1903 (Καραμανωλάκης, 1998, σελ. 45-66), όσο και της Μαρκέλλας Φίστε, από το 1887 μέχρι το 1920 (Φίστε, 2014, σελ. 133-135), υποστηρίζοντας αμφότεροι ότι οι περισσότεροι έγκλειστοι είχαν διαγνωσθεί με την ψυχική πάθηση του έκφυλου. Ως εκ τούτου, σε μια περίοδο κατά την οποία τα νέα επαναστατικά μηνύματα, οι ιδέες του αναρχισμού, το εργατικό κίνημα, από το οποίο δόθηκε ώθηση σε μια σειρά από απεργίες –ενδεικτικά μιλώντας, αναφέρονται οι απεργίες του 1871, του 1879, του 1882, οι διαδοχικές του Λαυρίου (1883, 1887, 1896, 1906) κλπ.– (Χατζηιωσήφ, 1993, σελ. 35-42· Λυκούδης, 1879· Μοσκώφ, 1988) αναδείκνυαν μια νέα δυναμική των κατώτερων στρωμάτων· η βίαιη περιστολή της ανθρώπινης ανυπακοής γινόταν επιτακτική και στην ελληνική πραγματικότητα, που χαρακτηριζόταν τότε από την προσπάθεια συγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού (1871-1909) (Αγριαντώνη, 1986, σελ. 129-138). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το νομοθετικό διάταγμα του 1894 γίνεται νόμος του κράτους, χαρακτηρίζοντας ως πόρνη οποιαδήποτε γυναίκα μετέβαινε σε επιλήψιμους χώρους, όπως τα ξενοδοχεία (Κοκκάλα, 2012, σελ. 61), ενώ άσυλα δημιουργούνται από το αστικό φεμινιστικό κίνημα για τον ηθικό σωφρονισμό των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων, (Τζανάκη, 2020, σελ.168-185) που εντοπίζονται να εργάζονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδιαιτέρως στην Αθήνα. Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, ο Έλληνας ιατροδικαστής Γεώργιος Βάφας κατέληγε, όπως και ο Λομπρόζο, ότι η πορνεία συναντιέται κατά κυριότητα «μεταξύ των γυναικών του θεάτρου, των ηθοποιών, ή των υπηρετουσών εν καφενείοις και ζυθοπωλείοις» (Βάφας, 1903, σελ. 369).

 

1.4. Το σύνδρομο της Ηλέκτρας

Αν για τον 19ο αιώνα η πορνεία ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της παράνοιας των εκφυλισμένων και για τους ιατροδικαστές και τους ψυχιάτρους της εποχής εντοπιζόταν κατά κυριότητα μεταξύ των γυναικών του θεάτρου, για τον ψυχαναλυτή Καρλ Γιούνγκ (Carl Gustav Jung, 1875-1961) στις αρχές του 20ού αιώνα η ερμηνεία της πορνείας προσδιοριζόταν επιστημονικώς ως το σύνδρομο της Ηλέκτρας, όπως αναφέρθηκε το 1913 από τον Jung (Jung, 1915, σελ. 69× Scott, 2005, σελ. 8). Σύμφωνα με αυτό, η αιτία της πορνείας εντοπιζόταν στον ανταγωνισμό της κόρης με τη μητέρα για την αγάπη του πατέρα. Ως εκ τούτου, κάτι ανάλογο με το σύνδρομο του Οιδίποδα, το σύνδρομο της Ηλέκτρας, αναπαρήγαγε την προβληματική στην οποία η «ανήθικη/ελευθέρια γυναίκα» είναι αυτή που δεν κατάφερε να ενηλικιωθεί, παραμένοντας σε αυτό τον ανταγωνισμό και ως εκ τούτου σε μια αιώνια «παιδικότητα-πρωτογονισμό», αναζητώντας διακαώς την πατρική φιγούρα (Scott, 2005, σελ. 8). Στο πλαίσιο αυτό δεν έχει σημασία κατά πόσο το σύνδρομο της Ηλέκτρας έγινε αποδεκτό από την κοινότητα της ψυχανάλυσης, μιας και ο ίδιος ο Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud, 1856-1939) δεν το αποδέχτηκε το 1931, γράφοντας το «Female Sexuality» και αντιπροτείνοντας τον Θηλυκό Οιδίποδα [Female Oedipus] (Freud, 1931). Αυτό που εντούτοις έχει σημασία είναι ακριβώς ότι η «κοινή γυναίκα», και κατ’ επέκταση αυτή που τολμά να κυκλοφορεί στον δρόμο, εκλαμβάνεται ως μια μη γυναικεία κανονικότητα, απόρροια μιας ψυχικής ανωμαλίας. Στο πλαίσιο αυτού του βιοϊατρικού λόγου που διακρίνει τη γυναίκα του δρόμου από τη γυναίκα του σπιτιού εντάσσεται η υπουργική εγκύκλιος του 1911, όπως επισημαίνει ο Σάκης Σπυρίδης, με την οποία η αστυνομία είχε το δικαίωμα να προάγει στο τμήμα γυναίκες που «‘τριγυρνούσαν ύποπτα’ στον δημόσιο χώρο, είτε μόνες τους, είτε συνοδευόμενες από άνδρες» (Σπυρίδης, 2011, σελ. 259). Η απαγόρευση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθούν πολλά επεισόδια ξυλοδαρμού και διαπόμπευσης των γυναικών από τα όργανα της τάξης (στο ίδιο). Αντίστοιχα, το 1917 ιδρύεται στην Αθήνα το Εμπειρίκειον Αναμορφωτικόν Κατάστημα Στοιχειώδους και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως Θηλέων Αθηνών, με σκοπό τη γενική και επαγγελματική μόρφωση των «παραπτωματικών» κοριτσιών, το οποίο δεχόταν κορίτσια συλληφθέντα ως «επιδιδόμενα εις αλητείαν, επαιτείαν ή πορνείαν» (Κορασίδου, 2002, σελ. 2014· Σαλίμπα, 2002, σελ. 268). Περαιτέρω, όπως εντοπίζει και ο Θόδωρος Χατζηπανταζής, το 1918, κατόπιν διαταγής του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών, καλούνταν να υποβληθούν όλες οι γυναίκες ηθοποιοί του θεάτρου σε υγειονομική εξέταση (Χατζηπανταζής, 2010, σελ. 126-127).

Την περίοδο αυτή εφαρμόζεται στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου και στον ελληνικό χώρο η «Κοινωνική Υγιεινή» –ένας όρος ανάλογος με την κοινωνική ηθική– με χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι και οι δύο έννοιες προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τη σφαίρα της επιστήμης με στόχο τον ηθικό σωφρονισμό των κατώτερων στρωμάτων. Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε αναφερθεί διεξοδικά αλλού (Τζανάκη, 2016, σελ. 71-78), τα προγράμματα υγιεινής σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη απλώς έβαζαν σε εφαρμογή αυτό που έχει αναδείξει ο Ιταλός κομμουνιστής φιλόσοφος και πολιτικός επιστήμονας Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci): την ανάπτυξη ενός νέου τύπου ανθρώπου μέσω της σωματικής και ηθικής εξυγίανσης. Μέσα από μια απλή καταγραφή των υπουργείων Υγείας που δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν ενδεικτικό στοιχείο του πνεύματος της εποχής (Τζανάκη, 2016, σελ. 78· Τζανάκη, 2018, σελ. 111-149). Η Βρετανία ίδρυσε το υπουργείο Υγείας το 1919, στη Γαλλία η Στρατιωτική Υγειονομική Υπηρεσία μετεξελίχθηκε σε υπουργείο Υγείας το 1920, ενώ στην Ελλάδα ήδη από το 1914 θεσμοθετήθηκε αυθύπαρκτο υπουργείο Υγείας, με τον νόμο περί «επιβλέψεως της Δημόσιας Υγείας», ο οποίος υπέστη περαιτέρω επεξεργασία με τον νόμο του 1917, ενώ τελικά ολοκληρώθηκε με την εγκαθίδρυση του νόμου «Περί Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας», το 1922. Με άλλα λόγια, ο νόμος 3032 του 1922 έδινε για πρώτη φορά στο κράτος τη δικαιοδοσία ρύθμισης «της ηθικής και της δημόσιας υγείας», ενώ είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι το 1920 δημιουργείται η Αστυνομία Πόλεων (νόμος 2461 της 25ης Ιουλίου 1920) από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου (Ασπρέας, 1953, σελ. 199), που τελεί υπό την καθοδήγηση της μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου, και δημιουργείται η σχολή της αστυνομίας στην Κέρκυρα το 1921, ως ένα μέσο επιβολής της πολιτικής. Την ίδια περίοδο ιδρύεται και η εγκληματολογική υπηρεσία και η υπηρεσία αλλοδαπών (στο ίδιο, σελ. 200). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, από ένα κράτος που λίγα χρόνια πριν είχε δημιουργήσει το δημόσιο πορνείο, ψηφίζεται ο νόμος 3032/1922 «Περί των μέτρων προς καταπολέμησιν των αφροδισίων νοσημάτων, ως και περί ασέμνων γυναικών», τον οποίο ακολούθησε το βασιλικό διάταγμα της 19-30/4/1923: «Περί τοπικών επιτροπών και ληπτέων μέτρων προς εφαρμογήν του ν. 3032». Ο τελευταίος νόμος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την επιχειρηματολογία μου, μιας και επιτρέπει στο κράτος να μετατρέψει το ζήτημα των κοινών γυναικών σε πολιτικό, αφού εφεξής ο όρος μετατρέπεται από κοινές γυναίκες σε άσεμνες γυναίκες, ενώ για πρώτη φορά ο διαχωρισμός αυτός καταλήγει ανάμεσα στις άσεμνες και στις ελευθέριες γυναίκες –οι ελευθέριες γυναίκες ήταν αυτές που ασκούσαν την πορνεία περιστασιακά. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο όρος ελευθέριες στα ελληνικά ταυτίζεται με την έννοια της ίδιας της ελευθερίας, αποκαλύπτοντας με αυτό τον τρόπο την ερμηνεία που έδινε η αστική κυβέρνηση. Ο έλεγχος της μαστροπείας με στόχο τη διασφάλιση του πληθυσμού από τα αφροδίσια νοσήματα ήταν από την αρχή μερικός, αφού το ενδιαφέρον στρεφόταν αποκλειστικά στις «άσεμνες γυναίκες» και όχι στους άνδρες (Τζανάκη, 2018, σελ. 111-149), αναδεικνύοντας και την υποκρισία αυτών των μέτρων. Επιπλέον, είναι ενδεικτικό ότι στο Διεθνές Συνέδριο κατά της Σωματεμπορίας στη Ρώμη το 1923, στο οποίο συμμετείχε και ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας εκπροσωπώντας την ελληνική πλευρά, κατά την ψήφιση των μέτρων καταπολέμησης της σύφιλης, οι σύνεδροι των χωρών που συμμετείχαν στο συνέδριο αρνήθηκαν να προτείνουν ως μέτρο προφύλαξης τα προφυλακτικά γιατί ήταν ανήθικο, ενώ με ψήφισμά τους στράφηκαν ενάντια στις ελεύθερες σχέσεις. Στην ουσία αυτό που διώκεται δεν είναι παρά το δικαίωμα του ανθρώπου να ζήσει εκτός της αστικής νόρμας (στο ίδιο). Παράλληλα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στο Συνέδριο δημιουργείται και Ειδική Επιτροπή για τα εξώγαμα παιδιά. Ο λόγος, όπως κατέληγε η έκθεση της Επιτροπής, ανάμεσα σε άλλα, ήταν για ν’ αντιμετωπιστεί άμεσα η «συνήθεια» που εντοπιζόταν σε μερικά μέρη τόσο στην Ευρώπη, όσο και εκτός της Ευρώπης, των ζευγαριών να συμβιώνουν εκτός γάμου. Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, η μελέτη του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου αναδεικνύει αυτό το ζήτημα, μιας και, μέσα από στατιστικούς πίνακες της εποχής, διαπιστώνεται και στην ελληνική περίπτωση η μείωση της απήχησης του γάμου, η αύξηση των διαζυγίων και η αύξηση των εξώγαμων γεννήσεων τη δεκαετία του 1921-1928 (Λεμοντζόγλου, 2019). Το γεγονός αυτό εξάλλου υπογραμμίζεται διαρκώς από τους υγιεινολόγους, τους ιατροδικαστές και τους σεξολόγους της εποχής. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται και οι νόμοι που ψηφίζονται από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου τη συγκεκριμένη περίοδο, με στόχο τον σωφρονισμό των λαϊκών στρωμάτων με την αστική νόρμα. Αναφέρομαι στη νομοθεσία για το οικογενειακό δίκαιο, τον γάμο, το διαζύγιο και τα εξώγαμα τέκνα, η οποία εδραίωσε με νομοταγή τρόπο ένα πατριαρχικό καθεστώς εντός και εκτός του ιδιωτικού χώρου, μέχρι και την αναθεώρησή της το 1983. Το πλαίσιο δεν είναι τυχαίο. Η αστική τάξη απαιτούσε τον σωφρονισμό των λαϊκών στρωμάτων με τις νέες εργασιακές σχέσεις και δεν είναι τυχαίο ότι κατά την τελευταία τετραετία της πρωθυπουργίας του, από το 1928 έως το 1932, ανέλαβε ο ίδιος ο Βενιζέλος την ευθύνη του υπουργείου Υγείας· στόχος ήταν η επίβλεψη της υγείας του πληθυσμού, σωματική και ψυχική, καλώντας το ελληνικό έθνος να μεταβεί από τη νεανική του ηλικία στην ανδρική και στην ωριμότητα, με στόχο τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, θεμελιωμένου στον ορθολογισμό και στην τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο (Ξιφαράς, 1995). Επίσης, το τμήμα Ηθών, που μέχρι τότε ήταν ανεξάρτητη υπηρεσία με κύριο στόχο από το 1925 τον έλεγχο της «κοινής γυναίκας», από το 1929 και μετά, υπάγεται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας, αναδεικνύοντας ακριβώς το βάρος που το κράτος έδινε, τη συγκεκριμένη περίοδο, στις πρακτικές του πληθυσμού (Κατσαράς, 1940, σελ. 152). Το 1929, έτος ψήφισης του ιδιώνυμου, ο Έλληνας ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Άγγελος Δόξας (1900-1985) θα δημοσιεύσει (με το ψευδώνυμο Νικόλαος Δρακουλίδης) το έργο Iστορική και κοινωνική επισκόπησις της πορνείας, περιγράφοντας την πορνεία ως κάτι που αφορούσε αποκλειστικά τις εκφυλισμένες γυναίκες, οι οποίες λόγω της « βιολογικής διαστροφής, προς το πορνεύεσθαι» και την «οκνηρία προς εργασίαν» (Δρακουλίδης, 1929, σελ. 1-5), κατέληγαν σε αυτή την πρακτική. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι ψυχίατροι σημείωναν ότι είχαν δημιουργηθεί πλέον «υπηρεσίαι συμβουλών περί γάμου και αναπαραγωγής, παρέχουσαι οδηγίαις περί εκλογής συζύγου» (Κατσαράς, 1940, σελ. 152), ενώ, το 1929, ο καθηγητής δερματολογίας Γεώργιος Φωτεινός, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα διευθυντής του νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός», θα αναφερθεί στην αναγκαιότητα του ελέγχου της ανθρώπινης βούλησης από το κράτος, με την εισαγωγή ιατρικού πιστοποιητικού των μελλονύμφων (στο ίδιο, σελ. 173) και μάλιστα θα προτείνει την αναγκαιότητα εισαγωγής μαθημάτων γενετήσιας διαπαιδαγώγησης στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) (στο ίδιο). Παράλληλα, τη δεκαετία του 1930 δημιουργείται στο υφυπουργείο Εργασίας ειδικό τμήμα «Ψυχολογίας Εργαζομένων». Αντίστοιχα, δημιουργείται το κέντρο Εργατικής Εστίας, όπου λειτουργεί και το «Κέντρο Εργαζόμενης Γυναίκας» (Θεοδώρου, 2015, σελ. 82-96). Τα κέντρα έχουν ως στόχο τον σωφρονισμό των λαϊκών στρωμάτων με τις σωστές αξίες: εργασία, οικογένεια, εγκράτεια, υπακοή. Η λογική που συνέχει όλα αυτά τα μέτρα προβάλλεται με μοναδικό τρόπο από τον υγιεινολόγο και σύμβουλο του Βενιζέλου, Απόστολο Δοξιάδη (1874-1942), διευθυντή του Πατριωτικού Ιδρύματος από το 1924 έως το 1932 (Κωστόπουλος, 2018), ο οποίος αναφερόταν σε μέτρα εσωτερίκευσης της υγιεινής προς τα λαϊκά στρώματα με στόχο τη βελτίωση της «‘ποιοτικής’ συρρίκνωσης του ελληνικού πληθυσμού» (στο ίδιο). Εν ολίγοις, ο Δοξιάδης ζητούσε μέτρα για την ενίσχυση της φυλής, αφού «η αυξημένη γονιμότητα των εργατών και των αγροτών σε σχέση με ‘τας ανωτέρας τάξεις’» έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται «μια αρνητική επιλογή, καθ’ όσον τα ικανώτερα άτομα ολιγωστεύουν» και «πληθύνονται οι οργανισμοί εκείνοι οι οποίοι υστερούν σωματικώς και ψυχικώς» (στο ίδιο).

 

2.1. «Το ηθικώς επικίνδυνον επάγγελμα (χορεύτρια, μανεκέν, εις cabarets), η ανεργία, ο κινηματογράφος (films)»

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Κωσταντίνος Δ. Κωσταντινίδης, έκτακτος καθηγητής της νευρολογίας και ψυχιατρικής και διευθυντής του Δημοσίου Ψυχιατρείου Αθηνών, εξηγεί ότι αιτία της ανθρώπινης και της κοινωνικής εξαθλίωσης ήταν «η πορνεία (γυναικεία και ανδρική), το ηθικώς επικίνδυνον επάγγελμα (χορεύτρια, μανεκέν, εις cabarets), η ανεργία, ο κινηματογράφος (films), [η] εγκληματικότης και [το καθεστώς διαφόρων] περιπετειών» (Κωσταντινίδου, 1954, σελ. 717). Σε αντίστοιχα συμπεράσματα κατέληγε και ο διευθυντής Α’ της Αστυνομίας, Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της εφαρμογής μέτρων ψυχικής ευγονικής ενάντια στην κοινωνική εξαθλίωση που παρατηρείται το 1950, με αντίστοιχες προτάσεις, όπως αυτές που είχαν εισαχθεί τη δεκαετία του 1930 (Αρχιμανδρίτης, 1953, σελ. 641-643), ενάντια σε αυτόν που κάποτε ονομαζόταν εκφυλισμένος πληθυσμός και πλέον ονομαζόταν ανώμαλος. Με αυτό το επιχείρημα, ο Αρχιμανδρίτης αναφέρεται στη δίωξη που το κράτος καλούνταν να ασκήσει ενάντια στους κομμουνιστές, στις «κοινές γυναίκες» και στους «κίναιδους», ενώ θεωρούσε ότι η αναγκαστική εργασία σε αυτό τον πληθυσμό ήταν το ιδανικό μέσο θεραπείας, εκτός των κομμουνιστών, που ήταν ψυχικά ανώμαλοι, αφού υπάκουαν στη Σοβιετική Ένωση αντί του κράτους (στο ίδιο, σελ. 643). Ο στόχος για μια ακόμη φορά δεν είναι το έγκλημα, λόγου χάριν η πορνεία, αλλά ο ηθικός σωφρονισμός του πληθυσμού και ιδιαιτέρως της νεολαίας (Βεργόπουλου, 1953, σελ. 638), γι’ αυτό και οι ειδικοί καλούν τους δικαστές να δικάζουν όχι σύμφωνα με τη βαρύτητα της πράξης αλλά με την προσωπικότητα (Κατσάπης, 2018, σελ. 147-182). Υπό αυτές τις συνθήκες δημιουργείται η Ελληνική Εταιρεία Ευγονικής (ΕΕΕ) με πρόεδρο τον Νίκο Λούρο, το 1953 (Barmpouti, 2019,σελ. 62-70). Παράλληλα, ο καθηγητής φιλοσοφίας και διευθυντής του Ψυχολογικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Σακελλάριος (Σακελλαρίου, 1954, σελ. 1.341-1.342),2 θα δημιουργήσει την Οργάνωση «Ηθικός Εξοπλισμός της Νεότητος» (ΟΗΕΝ), με στόχο την αντιμετώπιση της διδασκαλίας του κομμουνισμού, που ωθούσε τη νεολαία στα «αντεθνικά και ανήθικα κηρύγματα ως το ‘κάτω η παρθενία’» (Σακελλαρίου, 1954, σελ. 1342), μέσω μιας σειράς πρωτοβουλιών με στόχο την παρακολούθηση, μέσω της γενετήσιας αγωγής, της ανθρώπινης βούλησης νυχθημερόν (Αρχιμανδρίτης, 1953, σελ. 657). Με δυο λόγια, ο βιοϊατρικός λόγος της εποχής κατέληγε στο χρέος της Πολιτείας και του Κράτους να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο ηθικοκοινωνικής αγωγής με στόχο την καθοδήγηση του πληθυσμού, ιδιαιτέρως των κατώτερων στρωμάτων στα οποία εντοπίζονταν εξώγαμες γεννήσεις και ανήθικες συμβιώσεις, προς τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό (Παπαζαχαρίου, 1964, σελ. 247-250), ιδιαιτέρως την περίοδο του 1960 (στο ίδιο, σελ. 247-250). Περαιτέρω, η ταύτιση της πορνείας και ως εκ τούτου της σωματικής και ψυχικής νόσου, ως απόρροια της διδασκαλίας περί ελευθεριότητας του κομμουνισμού, όπως και τη δεκαετία του 1930, δεν ήταν παρά η μέθοδος του φιλελεύθερου κρατικού μηχανισμού να μετατρέψει τη φυλάκιση των κομμουνιστών σε αναγκαιότητα της ανώτερης φυλής ώστε να προστατεύσει τις «ηθικές εντολές της θρησκείας, της αδελφότητος και της αγάπης [αλλά και τις] έννοιες της Πατρίδος, της εννόμου τάξεως και του δικαίου» (Κατσάπης, 2007, σελ. 24), «προς επίτευξιν υγιούς φυλής» (στο ίδιο, σελ. 131), από την λιβιδινική εγκληματική κατώτερη φυλή. Αντίστοιχα, μια σειρά από θετικά μέτρα θα εισαχθούν με στόχο την «ψυχική θεραπεία» των λαϊκών στρωμάτων. Αναφέρω επιγραμματικά: το 1954 δημιουργείται το «Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΙΚΑ), Πρώται Κοινωνικαί Βοήθειαι», υπό την προεδρία της βασίλισσας Φρειδερίκης, με υποτιθέμενο στόχο την εξύψωση «του ηθικού, βιοτικού, κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου του Ελληνικού Λαού» (Barmpouti, 2019, σελ. 62-70). Την ίδια περίοδο, «τα αφροδίσια νοσήματα» που μεταδίδει η λιβιδινική φυλή, προσβάλλοντας την ελληνική νεολαία και κατ’ επέκταση την ελληνική οικογένεια, θα εισβάλουν στην ελληνική πραγματικότητα, όπου σε απάντηση των αφροδίσιων νόσων/παθών, θα εισαχθεί ο νόμος 3310/1955 «Περί Καταπολεμήσεως των Αφροδισίων Νόσων και Άλλων Τινών Διατάξεων» (Κατσάπης, 2007, σελ. 24). Στο ίδιο πλαίσιο, το 1958 εισέρχεται ο νόμος περί τεντιμποϊσμού (ν. 4000/1958), σύμφωνα με τον οποίο διώκονταν οι νέοι των κατώτερων στρωμάτων που εμφάνιζαν παραβατική συμπεριφορά, στοιχείο της οποίας ήταν, για παράδειγμα, η ενδυμασία του δανδή, σύμβολο ένδυσης μέχρι τότε της ανώτερης τάξης (στο ίδιο). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ψηφίζεται και ο νόμος 4095/1960 «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», θέτοντας για ακόμα μια φορά τις «ανήθικες γυναίκες» και τα τρανς άτομα που εμπλέκονται στην πορνεία στον πυρήνα της δίωξης, ενώ το νομοσχέδιο προέβλεπε φακέλωμα, φυλάκιση, εξορία (Παπανικολάου, 2015, σελ. 84-87). Το 1964 ο Ιωάννης Παπαζαχαρίου, καθηγητής εγκληματολογίας στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, στο άρθρο του «Δράματα παιδιών εισαγομένων εντός ιδρυμάτων και η αντιμετώπισίς των υπό το φως της χριστιανικής αγάπης», θα δηλώσει, στα πλαίσια της επίσκεψής του κάτω από την ομπρέλα του Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος, έκπληκτος αναφορικά με τις παράνομες διαβιώσεις και τον μεγάλο αριθμό των εξώγαμων παιδιών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ανάμεσα στα κατώτερα στρώματα (Παπαζαχαρίου, 1964, σελ. 250). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όταν το 1974 η αστική εξουσία, υπό την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (Πανουργιά, 2013, σελ. 162-168), αναγνωρίζει την αριστερά ως πολιτική δύναμη, στην πραγματικότητα, η αστική εξουσία με μια απαράμιλλη κίνηση απογυμνώνει το κίνημα και από την αγωνιστική πολιτική του ταυτότητα, τοποθετώντας το σ’ ένα αστικό ρατσιστικό/σεξιστικό/ταξικό καθεστώς αλήθειας/ηθικής, που είχε πλέον καθιερωθεί ως ψυχική κανονικότητα. Έτσι, η αστική εξουσία θα συνεχίσει με μένος τη δίωξη ενάντια στο λιβιδινικό πληθυσμό που τολμά ν’ αμφισβητεί την αστική ηθική και τους θεσμούς/αλήθεια, όπως την οικογένεια, την ετεροφυλία και τον έμφυλο επιστημονικό προσδιορισμό (Τζανάκη, 2020, σελ. 168-185), εμμένοντας στην παρέκκλιση, στον αυτοπροσδιορισμό και στην οκνηρία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 1977 ψηφίζεται ο νόμος «Περί αφροδισίων νοσημάτων και άλλων συναφών θεμάτων», ενάντια στον οποίο δημιουργείται το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδος (ΑΚΟΕ). Το ΑΚΟΕ, επηρεασμένο από τον Μάη του ’68, από το κίνημα της νεολαίας και την αντιψυχιατρική –όπως αυτή εκφράστηκε από τον Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) και τον Φελίξ Γκουαταρί (Felix Guattari) στο έργο Anti-Oedipus (1972), στο οποίο οι δύο Γάλλοι φιλόσοφοι ακριβώς αμφισβητούσαν την ψυχική παθολογία, όπως αυτή εκφραζόταν τόσο από την ψυχιατρική όσο και από την ψυχανάλυση– θα έρθει αντιμέτωπο με την εξουσία. Ειδικότερα, το ΑΚΟΕ είχε ξεκινήσει το 1976, με μαρξιστική προβληματική, αφού ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, ιδρυτής του κινήματος, ήταν γνωστός για το αριστερό του παρελθόν (Αντωνόπουλος, 2019), ενώ το ΑΜΦΙ (περιοδικό του ΑΚΟΕ), του οποίου ο τίτλος παράπεμπε στην αμφι-σεξουαλικότητα και στην αμφι-σβήτηση (στο ίδιο), άρχιζε να αναλύει την κανονικότητα του φύλου/σεξουαλικότητας μέσα από την εκδοχή μιας μόνιμης σύγκρουσης ταξικής/έμφυλης/αποικιοκρατικής ενάντια στον ανθρώπινο αυτοπροσδιορισμό. Ο Θεοδωρακόπουλος ήταν αυτός που το 1982 διοργάνωσε το συνέδριο «Σεξουαλικές και Πολιτική» με προσκεκλημένο τον Γκουαταρί (στο ίδιο). Η νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 δεν είναι τυχαίο ότι θα ταυτιστεί και με την ψήφιση του νόμου 1193/1981 «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», βάζοντας ως στόχο τα στέκια των ομοφυλοφίλων, ενώ παράλληλα εκσυγχρονίζεται το οικογενειακό δίκαιο, παγιώνοντας μια αμείλικτη αστική ηθική (Papadogiannis, 2015, σελ. 252, 261, 285). Το 1984, όταν εμφανίζονται τα πρώτα κρούσματα του ΑΙDS στην Ελλάδα (Χαρτοκόλης, 1990, σελ. 249-252), απέναντι στον φόβο εξάπλωσης της νόσου οι «επιχειρήσεις σκούπα» της αστυνομίας, με στόχο την προστασία της υγείας του πληθυσμού από τον θηλυπρεπή ψυχικά άρρωστο «άλλο» μετατρέπονται σε κρατική υπόθεση. Παράλληλα, οι δημοσιεύσεις στο Νοσοκομείο Συγγρός, σε όλη την περίοδο από το 1950 έως το 1990, με αναφορές στη σύφιλη αρχικά και στη συνέχεια στο AIDS, είναι χαρακτηριστικό ότι δεν τόνιζαν τη θεραπεία της νόσου, αλλά την αναγκαιότητα συμμόρφωσης των λαϊκών στρωμάτων με έναν εγκρατή τρόπο ζωής, ως μέτρο πρόληψης ενάντια στα μεταδιδόμενα σεξουαλικώς νοσήματα σε μια περίοδο που η πενικιλίνη είχε θεραπεύσει τα περισσότερα από αυτά (Παπαρέας & Νεοφωτίστου, 1996, σελ. 297-213). Το ψυχικό νόσημα της λιβιδινικής επιθυμίας3 που εντοπίζεται κατά κυριότητα στα λαϊκά στρώματα, με δυο λόγια, θα είναι εφεξής το κύριο επιχείρημα της εξουσίας το οποίο θα κινητοποιεί τη μέριμνα του κράτους ακόμη και με τη χρήση της αστυνομίας ενάντια στον ψυχικά ανώμαλο εσωτερικό εχθρό ο οποίος, επειδή υποτίθεται ότι επιλέγει την οκνηρία, την ανηθικότητα και την αναρχία, καταλήγει να νοσήσει από μεταδιδόμενες σεξουαλικά νόσους και να μετατρέπεται σε πυρήνα μετάδοσης της νόσου για όλο τον πληθυσμό. Για αυτό και για την επιστήμη δεν προβάλλεται η θεραπεία της νόσου, αλλά προβάλλεται πρώτιστα η θεραπεία της προσωπικότητας του ανθρώπου, με στόχο υποτίθεται την πρόληψη. Για αυτό και η επιστήμη, από τις αρχές του 19ου αιώνα, προσπαθούσε να εντοπίσει τα «ψυχικά/σωματικά στίγματα» που έκαναν το υποκείμενο/πληθυσμό να παρεκκλίνει, μέσω μιας ανεξέλεγκτης βούλησης. Ο στόχος είναι η συνεχής παρακολούθηση της ανθρώπινης βούλησης (Nedelcovych, Manning, Semenova, Gamaldo, Haughey, Slusher, 2017, σελ. 1.432-1.434). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι το 2017 στο περιοδικό ACS Chemical Neuroscience διαβάζουμε ότι πριν από 30 χρόνια, αμέσως μετά την ανακάλυψη ότι ο ιός HIV ήταν η πιθανή αιτία του AIDS, αναφέρθηκαν επίσης περιπτώσεις στις οποίες ο ιός εντοπιζόταν και στον εγκέφαλο των ασθενών. Για αυτό η σύνδεση μεταξύ του HIV/AIDS και των συναφών νευρολογικών επιπλοκών καθορίστηκε εφεξής και με τον όρο NeuroAIDS. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του NeuroAIDS ήταν ένα φάσμα γνωστικών διαταραχών, αναφερόμενων ως νευρογνωστικών διαταραχών, οι οποίες σχετίζονταν με τον ιό HIV (HAND) και που αναδεικνύονταν και με πρακτικές συχνής εναλλαγής των συντρόφων.

 

2.2. Ψυχικό νόσημα και ξερό ψωμί

Η απειλή της ψυχικής νόσου, του πληθυσμού που έχει συνείδηση και δεν έχει βούληση, ιδιαιτέρως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει μετατραπεί στις μετανεωτερικές κοινωνίες στην ανήθικη ζωή που σε περιόδους κρίσεων του καπιταλισμού χρησιμοποιείται ως το παράδειγμα που αποτελεί την αιτία των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και υγιειονομικών κρίσεων.4 Αυτό ακριβώς συνέβη και το 2012. Υπό το βάρος μιας διαφαινόμενης νίκης της αριστεράς, ο τότε υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος ανακάλυψε στο πρόσωπο της οροθετικής ζωής αυτό τον λιβιδινικό πληθυσμό και εξέδωσε την υγειονομική διάταξη 39Α, η οποία βασιζόταν στον αναγκαστικό νόμο του αναγκαστικού νόμου 2520/1940,5 με την «υποσημείωση» ότι όποιος αρνείται τον αστυνομικό έλεγχο θα συλλαμβάνεται,6 ανοίγοντας ουσιαστικά την πόρτα σε μια κρατική αυταρχική βία που βλέπουμε να συνεχίζεται στις μέρες μας, ενάντια σε μια υποτιθέμενη κατώτερη ανθρώπινη λιβιδινική/έκφυλη φυλή, η οποία αποτελεί απειλή για ολόκληρο τον πληθυσμό, αν δεν περιοριστεί με βίαιο τρόπο. Εν κατακλείδι, ο αποκλεισμός των εργαζομένων του σεξ το 2017 από την Ομάδα Εργασίας δεν είναι ένα αποσπασματικό φαινόμενο. Αντιθέτως, θεωρώ ότι είναι απόρροια ενός ρατσιστικού/σεξιστικού/ταξικού/ αποικιοκρατικού βιοϊατρικού λόγου 7 που εμμένει να μιλά, με όρους ψυχικού δαρβινισμού, για το εγκληματικό πρωτόγονο στάδιο της ανθρώπινης φύσης, αποδίδοντας σε συγκεκριμένα έμβια όντα, πληθυσμιακές ομάδες, αλλά και σε συγκεκριμένη τάξη, φύλο, φυλή ασυνείδητες εγκληματικές και παρανοϊκές δυνάμεις, απόρροια αυτού του πρωτογονισμού. Αυτή η επιστημονική ερμηνεία έχει αποκτήσει τερατώδεις διαστάσεις στις μέρες μας με στόχο την υπακοή της βούλησης των κατώτερων στρωμάτων, πληθυσμιακών ομάδων αλλά και λαών στην εισαγωγή των σκληρών εργασιακών ρυθμίσεων και υποχρεώσεων που οι ύστερες νεωτερικές κοινωνίες θέλουν να εισάγουν, καταλογίζοντας συνεχώς, μέσω υποτιθέμενων «Ομάδων Εργασίας», τον συσχετισμό της ανυπακοής αυτών των ομάδων με την εγκληματικότητα και την παράνοια. Με αυτό τον τρόπο, ενώ καταπατούνται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως της έκφρασης, αυτό προβάλλεται, όπως και σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, ως μια αναγκαιότητα αντιμετώπισης της κοινωνίας από την ανθρώπινη παράνοια και εγκληματικότητα του υποτιθέμενου επικίνδυνου λιβιδινικού πληθυσμού, αφήνοντας στην ουσία τον καπιταλισμό να σκοτώνει ψυχικά και σωματικά οποιαδήποτε ζωή τολμά να ζήσει εκτός της αστικής νόρμας.

 

Σημειώσεις

1 Ο όρος λιβιδινικός πληθυσμός, ως εκ τούτου, εδώ βασίζεται στην αξιοποίηση των θέσεων του Φουκώ, μιλώντας για έναν πληθυσμό που αντιμετωπίζεται ως ηθικά παρανοϊκός, με επιπτώσεις εγκληματικές στο κοινωνικό σύνολο (Foucault, 2019, σελ. 53, 435-448).

2 Ο Γ. Σακελλάριος είναι αυτός που χρησιμοποίησε την κλίμακα του Μπινέ στη Μαράσκλειο (Τζανάκη, 2020α).

3 Για τα περιεχόμενα του όρου σεξουαλικότητα, όπως και τα πρόσημα που του αποδίδονται και πώς αυτά συσχετίζονται, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, ως μέτρο σωφρονισμού της ανυπακοής των κατώτερων στρωμάτων, έχω αναφερθεί διεξοδικά σε άλλο μου άρθρο (Τζανάκη, 2020).

4 Εξάλλου σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζω και τη χρήση του όρου «μπαχαλάκηδες», από τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο λόγο, όσον αφορά τα ελληνικά πρόσφατα δρώμενα (Μεθενίτης, 2019). Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη Γαλλία το 2018 ο υπουργός Παιδείας Ζαν-Μισέλ Μπλανκέρ (Jean-Michel Blanquer) επέκρινε την κοινωνιολογία και ως εκ τούτου την όποια κοινωνιολογική ερμηνεία ως απλοϊκή. Σε αντιπαράθεση όρισε τον Στανισλάς Ντεάν (Stanislas Dehaene), ψυχολόγο και νευροεπιστήμονα, επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπουργείου του, με στόχο να εντοπίσει τις μεθόδους των καθηγητών/τριών που δεν ήταν σωστά προσαρμοσμένοι/ες στον εγκέφαλο των μαθητών/τριών. Με αυτό τον τρόπο, περιφρονούσε τελείως κοινωνικές διακρίσεις, όπως αυτή της ταξικής προέλευσης, οι οποίες μπορούσαν να επιδρούν ανασταλτικά στη μαθησιακή πρόοδο, θέτοντας στον πυρήνα των μέτρων τον εγκέφαλο των μαθητών/τριών (Meyer, 2018, σελ. 183-190).

5 Α.Ν. 2520/1940-ΦΕΚ 273/Α/4-9-1940, https://www.e-nomothesia.gr/ygeionomikos-kanonismos-diatakseis/an-2520-1940.html [προσπέλαση 6/9/2019].

6 «Υπουργική Απόφαση Γ.Υ. 39α/ΦΕΚ 1002/Β/2.4.2012, http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomothesia/ya39a_12.html [προσπέλαση 6/9/2019].

7 Εδώ αναφέρομαι στον βιοϊατρικό λόγο που αναπτύχθηκε σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και που προέτασσε την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία ως αποστολή των πολιτισμένων, ανώτερων πολιτισμικά Ευρωπαίων με στόχο τη θεραπεία των εκφυλισμένων πολιτισμών/εθνών και των ψυχικά άγριων εκφυλισμένων. Στα ελληνικά γράμματα είναι χαρακτηριστικό ότι ο Έλληνας ψυχίατρος Σίμων Αποστολίδης θα καταλήξει χαρακτηριστικά, ακολουθώντας τις κυρίαρχες ερμηνείες της εποχής του, ότι η δουλεία [από τα ευρωπαϊκά έθνη] είναι «σωτήριος […] διά τα έθνη, άτε παρακωλύουσα την περαιτέρω εκφύλισιν και εξάντλησιν των ατόμων […]» (Αποστολίδης, 1889, σελ. 159). Εκτενέστερα, για τη θεματική (Asad, 1992, σελ. 333-351).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αγριαντώνη, Χρ. (1986). Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο/Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος.

Ανθόπουλος, Μ.(1984). Ανθρώπινα δικαιώματα, Σύνταγμα και «κοινωνία των πολιτών». Θέσεις, 8. Διαθέσιμο στο: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=96&Itemid=29 [προσπέλαση 17/12/2019].

Αντωνόπουλος, Θ. (2019, 18 Ιουνίου). «Αμφί» (1978-1990): Το πλέον επιδραστικό έντυπο της ελληνικής ΛΟΑΤΚΙ+ ιστορίας. Lifo. Διαθέσιμο στο: https://www.lifo.gr/articles/lgbt_articles/240831/amfi-1978-1990-to-pleon-epidrastiko-entypo-tis-ellinikis-loatki-istorias [προσπέλαση 7/9/2019].

Αποστολίδης, Σ. (1889). Αι ψυχώσεις: Μελέται. Ιατρικαί, κοινωνιολογικαί και φιλοσοφικαί περί φρενοπαθειών (σελ. 224-249). Εν Αθήναις: εν τοις Τυπογραφίοις της Α. Νικολάου. Διαθέσιμο στο: https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/0/e/b/metadata-438-0000038.tkl [προσπέλαση 17/12/2019].

Αρχιμανδρίτης, Ν. (1953). Εξέλιξης του αστυνομικού θεσμού από της απελευθερώσεως της Ελλάδος μέχρι σήμερον. Αστυνομικά Χρονικά, 3, σελ. 159.

Αρχιμανδρίτης, Ν. (1953). Θέματα ηθών. Προστασία των ηθών. Αστυνομικά Χρονικά, 14, σελ. 641 643.

Ασπρέας, Γ. (1953). Εξέλιξις του αστυνομικού θεσμού από της απελευθερώσεως της Ελλάδος μέχρι σήμερον. Αστυνομικά Χρονικά, 1(5), σελ. 199.

Βάφας, Γ. (1903). Μαθήματα Ιατροδικαστικής: Διδαχθέντα εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω. Τόμος δεύτερος: Ζητήματα αναφερόμενα εις την λειτουργίαν της γενέσεως. Εν Αθήναις: εκ του Τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου.

Βεργόπουλου, Γ. Ι. (1953). Αι περί ανηλίκων ποινικαί πράξεις. Αστυνομικά Χρονικά, 14/15, σελ. 638.

Γεωργαντάς, Α. (1889). Στοιχεία Ιατροδικαστικής, τ. 2. Εν Αθήναις: εκ του Τυπογραφείου των αδελφών Περρή.

Δρακουλίδης, Ν. (1929). Ιστορική και κοινωνική επισκόπηση της πορνείας: Από διεθνούς και ελληνικής επόψεως. Αθήναι: Βιβλιακά Καταστήματα Γεωργίου Η. Καλλέργη.

Θεοδώρου, Β. (2003). Ερμηνευτικές προσεγγίσεις της φιλανθρωπίας από τον κοινωνικό έλεγχο στην αμοιβαιότητα. Μνήμων, 25, σελ. 171-184. Διαθέσιμο στο: http://dx.doi.org/10.12681/mnimon.772 [προσπέλαση 7/3/2018].

Θεοδώρου, Β. (2015) Μεταβαλλόμενα πλαίσια συνάφειας μεταξύ εθελοντών, ειδικών και κράτους: το παράδειγμα του Πατριωτικού Ιδρύματος Προστασίας του Παιδιού. Στο Έ. Αβδελά, Χ. Εξερτζόγλου, Χ. Λυριντζής (επιμ.), Μορφές δημόσιας κοινωνικότητας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα (σελ. 82-96). Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Federici, S. (2011). Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα: Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση (μτφρ. Ι. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης). Αθήνα: εκδόσεις των ξένων.

Foucault, Μ. (2019). Ιστορία της σεξουαλικότητας: Οι ομολογίες της σάρκας, τ. 4 (μτφρ. Θ. Λάγιος). Αθήνα: Πλέθρον.

Foucault, Μ. (2013). Ιστορία της σεξουαλικότητας: Η χρήση των ηδονών, τ. 2 (μτφρ. Τ. Μπετζέλος). Αθήνα: Πλέθρον.

Καραμανωλάκης, Β. (1998). Το Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, 1887-1903. Όψεις της εγκατάστασης ενός ιδρυματικού θεσμού. Μνήμων, 20, σελ. 45-66.

Κατσαράς, Κ. (1940). Ψυχική και κοινωνική υγιεινή. Αθήνα: Τύποις Παν. Δρούκα.

Κατσάπης, Κ. (2018). Νεαρές εκδιδόμενες το εξήντα. Στο Κ. Κατσάπης (επιμ.), Οι Απείθαρχοι: Κείμενα για την Ιστορία της νεανικής αναίδειας τη μεταπολεμική περίοδο (σελ. 147-182). Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.

Κατσάπης, Κ. (2007). Ήχοι και απόηχοι: Κοινωνική Ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967. Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών (ΕΙΕ).

Kenna, Μ. (2004). Η κοινωνική οργάνωση της κοινωνίας – Πολιτικοί κρατούμενοι στον Μεσοπόλεμο. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Κοκκάλα, Β. (2012). «Η εγκληματούσα γυνή». Η συγκρότηση του εμφύλιου υποκειμένου από τους επιστημονικούς λόγους για το έγκλημα στην Ελλάδα, 1900-1940. Αδημοσίευτη διπλωματική διατριβή Πανεπιστημίου Αιγαίου. Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας. Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Κοινωνικής και Ιστορικής Ανθρωπολογίας.

Κορασίδου, Μ. (2002). Όταν η αρρώστια απειλεί: Επιτήρηση και έλεγχος της υγείας του πληθυσμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Κωσταντινίδου, Κ. (1954). Η εξαθλίωσις των νέων. Αστυνομικά Χρονικά, 15, σελ. 715-720. Διαθέσιμο στο: https://www.policemagazine.gr/sites/default/files/pdf/ΑΠ_1954-01-01-0015.pdf [προσπέλαση 9/1/2020].

Κωστόπουλος, Κ. (2018, 16 Δεκεμβρίου). Αριστεία και υπογεννητικότητα. Η Εφημερίδα των Συντακτών. Διαθέσιμο στο: https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/175841_aristeia-kai-ypogennitikotita [προσπέλαση 9/1/2020].

Λάζος, Γρ. (2002). Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη Σύγχρονη Ελλάδα (επίτομο). Αθήνα: Καστανιώτης.

Λέκκα,Β. (2012). Ιστορία και θεωρία της Ψυχιατρικής. Αθήνα: Futura.

Λεμοντζόγλου, Λ. (2019). Οι γεννήσεις παιδιών εκτός γάμου ως δείκτης για τη σεξουαλικότητα της «Νέας» γυναίκας. Μια εμπειρική μελέτη για την περίπτωση της Ελλάδας κατά τον Μεσοπόλεμο, 1921-1938. Διαθέσιμο στο: https://bitly.ws/33ID5.

Λυκούδης, Ε. (1879). Η εν Ελλάδι βιομηχανία και αι απεργίαι. Ερμούπολη: Πρωίδης Ερμούπολη.

Μάνεσης, Α. (1980). Κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Σύνταγμα. Σύγχρονα Θέματα, 8, σελ. 20-35.

Μαρίνου, Ξ. (2015). Αναζητώντας οδοφράγματα: Αστικός τύπος και ελληνικές συμμετοχές στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα. Αθήνα: ΚΨΜ.

Μάτσα, Κ. (2002). Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια), Ουτοπία, 52, σελ. 191-196.

Μαυρής, Μ. (1996). Επαιτεία και αλητεία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών. Αθήνα.

Μεθενίτης, Π. (2019, 14 Δεκεμβρίου). Ποιοι είναι οι μπαχαλάκηδες; Εφημερίδα των Συντακτών. Διαθέσιμο στο: https://www.efsyn.gr/nisides/223183_poioi-einai-oi-mpahalakides [προσπέλαση 8/1/2020].

Μοσκώφ, Κ. (1988). Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Αθήνα: Καστανιώτης.

Ξιφαράς, Δ (1995). Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο. Θέσεις, 53. Διαθέσιμο στο: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=516&Itemid=2. [προσπέλαση 5/10/2016].

ΟΔΕ. (2017). Συγκρότηση Ομάδας Διοίκησης Έργου (ΟΔΕ) κατά της πορνείας από την ΓΓΙΦ. Διαθέσιμο στο: https://government.gov.gr/συγκρότηση-ομάδας-διοίκησης-έργου-οδ/ [προσπέλαση 15/1/2019].

Πανουργιά, Ν. (2013). Επικίνδυνοι πολίτες: Η ελληνική Αριστερά και η κρατική τρομοκρατία. Αθήνα: Καστανιώτης.

Παπανικολάου, Δ. (2015). Η απόφαση της λησμονιάς. Αρχειοτάξιον, 15, σελ. 84-87.

Παπαζαχαρίου, Ι. (1964). Δράματα παιδιών εισαγομένων εντός ιδρυμάτων και η αντιμετώπισις των υπό το φως της χριστιανικής αγάπης. Αστυνομικά Χρονικά, 260, σελ. 247-250. Διαθέσιμο στο: https://www.policemagazine.gr/sites/default/files/pdf/ΑΠ_1964-03-15-0260.pdf [προσπέλαση 8/1/2020].

Παπαρέας, Β., Νεοφωτίστου, Ο. (1996). Ιστορική αναδρομή, ορισμός και σταδιοποίηση. Ελληνική Επιθεώρηση Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας [πρώην αρχεία Νοσοκομείου Α. Συγγρός], σελ. 297-213.

Πισιμίσης, Β. (2010). Βούρλα-Τρούμπα: Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968). Αθήνα: εκδόσεις Τσαμαντάκη.

Preciado, P. (2017). Το κρατικό μπορντέλο του Restif de la Bretonne: Σπέρμα, κυριαρχία και χρέος στην ουτοπική συγκρότηση της Ευρώπης κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα (μτφρ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης). Documenta 14.

Ροδίτη, Β. (2015). Πειραιάς: Από τα Βούρλα στην Τρούμπα. Συνυφάνσεις σεξουαλικότητας και κυριαρχίας στον αστικό χώρο. Π.Μ.Σ. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, https://issuu.com/roditi_vasiliki/docs/ [προσπέλαση 2/7/2016].

Σακελλαρίου, Γ. (1954). Ηθικοκοινωνική αγωγή. Αστυνομικά Χρονικά, 28, σελ. 1341-1342.

Σαλίμπα, Ζ. (2002). Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922). Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας.

Σπυρίδης, Σ. (2011). Γυναικεία ομορφιά, ανδρική κομψότητα. Καλλυντικά, κοσμητική και καλλωπισμός στην Ελλάδα: (μέσα 19ου-αρχές 20ού αι.). Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο.

ΣΥΔ. (2018). Η ΓΓΙΦ επιμένει στη στοχοποίηση, τον στιγματισμό και την κακοποίηση των προσώπων που εργάζονται στο σεξ. Διαθέσιμο στο: https://transgendersupportassociation.wordpress.com/2018/10/12/δελτιο-τυπου-η-γενική-γραμματεία-ισό/ [προσπέλαση 15/1/2019].

Τζανάκη, Δ. (2016). Ιστορία της μη κανονικότητας. Αθήνα: Ασίνη.

Τζανάκη, Δ. (2018). Πορνεία και «ανελευθερία» στον Μεσοπόλεμο. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 150, σελ. 111- 149.

Τζανάκη, Δ. (2018). Φύλο και σεξουαλικότητα (1801-1925): Ξεριζώνοντας το «ανθρώπινο». Αθήνα: Ασίνη.

Τζανάκη, Δ. (2019). Η ανθρώπινη βούληση ως ψυχική διαστροφή: «Εκθηλυσμένες» και «ανάξιες» ζωές. Marginalia, 9. Διαθέσιμο στο: https://marginalia.gr/arthro/i-anthropini-voylisi-os-psychiki-diastrofi-ekthilysmenes-kai-anaxies-zoes/ [προσπέλαση 11/5/2020].

Τζανάκη, Δ. (2020). Δίωξη του τριβαδισμού/σοδομισμού/ομοφυλοφιλίας/λεσβιανισμού. Διαφορετικές εκδοχές της ψυχικής δίωξης ενάντια της ανθρώπινης ανυπακοής. Κοινωνικές Επιστήμες, 11, σελ. 168-185.

Τζανάκη, Δ. (2020α). Ψυχοπάθειαι εν τω Σχολείω (1903-1934). Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης (αναμένεται).

Φίστε, Μ. (2014). Το Δρομοκαΐτειο ψυχιατρικό νοσοκομείο Αττικής. Ιστορική πορεία του ιδρύματος και διαχρονική εξέλιξη των κύριων νοσογραφικών και ψυχοπαθολογικών εννοιών. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή.

Χαρτοκόλης, Π. (1990). AIDS: Ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Ελληνική Επιθεώρηση Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας, 3(1), σελ. 249-252

Χατζηπανταζής, Θ. (2010). Αθηναϊκή Επιθεώρησις. Αθήνα: Εστία.

Χατζηιωσήφ, Χρ. (1993). Η γηραιά σελήνη: Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία 1830-1940. Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 35-42.

Ξενόγλωσση

Asad, Τ. (1992). Conscripts of Western Civilisation? Στο C. Gailey Gainesville (επιμ.), Dialectical Anthropology: Essays in honour of Stanley Diamond (σελ. 333-351). Φλόριντα: University Presses of Florida.

Barbouti A. (2019). Post-War eugenics, reproductive choices and population policies in Greece. Λονδίνο: Palgrave.

Cesbron, G. (1956). Saint-Louis de la Salpêtrière. Παρίσι: Nouvelles Éditions latines.

Freud, S. (1931). Female Sexuality (μτφρ. J. Riviere). Int. J. Psycho-Anal., 13 (3), σελ. 281-297.

Jung, C.G. (1915). The theory of psychoanalysis. The Journal of Mental and Nervous Disease. Διαθέσιμο στο: https://babel.hathitrust.org/cgi/pt?id=hvd.32044020083374;view=1up;seq=15 [προσπέλαση 12/12/2018].

Lombroso, C & Ferrero, G. (1896). La Femme Criminelle et la prostituee. Παρίσι: Ancienne Librairie. Διαθέσιμο στο: https://archive.org/details/BRes141162 [προσπέλαση 17/12/2019].

Meyer, G. (2018). Bernard Lahire. L’ interpretation sociologiques des rêves. Cairn, 4, σελ. 183-190.

Nedelcovych, Μ., Manning, Α., Semenova, S., Gamaldo, C., Haughey, J., Slusher, B. (2017). The psychiatric impact of HIV. ACS Chem. Neurosci, 8/7, σελ. 1.432-1.434. Διαθέσιμο στο: https://pubs.acs.org/doi/10.1021/acschemneuro.7b00169 [προσπέλαση 7/9/2019].

Papadogiannis, Ν. (2015). Militant around the clock? Νέα Υόρκη: Berghahn.

Scott, J. (2005). Electra after Freud: Myth and culture. Ίθακα: Cornell University Press.

Δήμητρα Τζανάκη

Η Δήμητρα Τζανάκη σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Βαλκανική Ιστορία, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στην παρούσα φάση είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα ΠΕΔΔ (ΕΚΠΑ), όπου και διδάσκει το μάθημα «Φύλο, Κοινωνία και Πολιτική». Από το 2016, επίσης, είναι η υπεύθυνη για την οργάνωση και το συντονισμό του Ανοικτού Σεμιναρίου «Φύλο, Σεξουαλικότητα, Επιστήμη και Εξουσία», ενώ έχει εκδώσει τρεις μονογραφίες στα ελληνικά και μία μονογραφία στα αγλλικά, στο πεδίο της ιστορίας της ψυχιατρικής, της ιατροδικαστικής, της εγκληματολογίας, της ψυχανάλυσης καθώς και της ιστορίας και θεωρίας του φύλου και της σεξουαλικότητας.