Η πρόσβαση των Ρομά στη δικαιοσύνη και ο αντιτσιγγανισμός ως ειδική μορφή ρατσισμού

 

Αλεξάνδρα Καραγιάννη

 


 

Περίληψη

Οι Ρομά συγκαταλέγονται στις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού που υφίστανται σοβαρές και αυξημένες διακρίσεις και ρατσιστική βία. Τα εγκλήματα μίσους, όμως, είναι ένα από τα πολλά ζητήματα που οι Ρομά αντιμετωπίζουν σήμερα. Ο αντιτσιγγανισμός είναι μια μορφή ρατσισμού που εκδηλώνεται εις βάρος των Ρομά, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ενισχύεται από ιδέες και προκαταλήψεις, που στηρίζονται στη φυλετική υπεροχή. Ενώ τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης δείχνουν αύξηση των καταγεγραμμένων ρατσιστικών εγκλημάτων, παραμένει ανησυχητικό το γεγονός ότι λιγότερα από τα μισά περιστατικά που καταγγέλλονται καταλήγουν να διώκονται ποινικά. Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα σε σχέση με την αστυνομική βία και αυθαιρεσία κατά των Ρομά· ιδίως στη χώρα μας οι καταγγελίες για τέτοια περιστατικά είναι πλέον ιδιαίτερα ανησυχητικές, ενώ γίνονται ελάχιστες προσπάθειες για να μειωθεί αυτό το φαινόμενο. Ένα βασικό πρόβλημα που συνδέεται με την επανάληψη των βασανιστηρίων και της αστυνομικής αυθαιρεσίας είναι η ατιμωρησία. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια σχεδιάζονται παρεμβάσεις, δράσεις και στρατηγικές για την κοινωνική ένταξη των Ρομά, δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε στοχευμένα μέτρα και παρεμβάσεις σε επίπεδο πρόληψης και καταστολής για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας.

 

Οι Ρομά συγκαταλέγονται στις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού που υφίστανται σοβαρές και αυξημένες διακρίσεις και ρατσιστική βία. Τα εγκλήματα μίσους, όμως, είναι ένα από τα πολλά ζητήματα που οι Ρομά αντιμετωπίζουν σήμερα.

Αστυνομική βία και αυθαιρεσία, αντιτσιγγανική ρητορική από δημόσια και πολιτικά πρόσωπα ιδίως σε προεκλογικές περιόδους, αντιτσιγγανικές διαδηλώσεις πολιτών με σκοπό την αποπομπή τους από μια περιοχή στην οποία ζουν ή την παρεμπόδιση της μετεγκατάστασής τους σε μια άλλη περιοχή και αναπαραγωγή ρατσιστικών στερεοτύπων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημιουργούν ένα περιβάλλον εχθρικό που αφήνει τους Ρομά εκτεθειμένους στην απειλή της βίας και του ρατσιστικού εγκλήματος.

Ο αντιτσιγγανισμός είναι μια μορφή ρατσισμού που εκδηλώνεται εις βάρος των Ρομά, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ενισχύεται από ιδέες και προκαταλήψεις που στηρίζονται στη φυλετική υπεροχή. Οι επιπτώσεις του είναι ιδιαίτερα σοβαρές όχι μόνο στο άτομο που βιώνει την άδικη συμπεριφορά, αλλά και στο σύνολο της κοινότητας η οποία στιγματίζεται.

Σύμφωνα με τη Σύσταση Πολιτικής Νο. 13 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) για την καταπολέμηση του αντιτσιγγανισμού, ο αντιτσιγγανισμός αποτελεί ειδική μορφή ρατσισμού, ιδεολογία που στηρίζεται στη φυλετική υπεροχή, μια μορφή θεσμικού ρατσισμού και διάκρισης, που εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, μέσω της βίας, της ρητορικής μίσους, της εκμετάλλευσης και του στιγματισμού.

Θύματα του αντιτσιγγανισμού μπορεί να είναι άντρες, γυναίκες και παιδιά που αναγνωρίζονται ως Ρομά, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση και τον βαθμό ένταξής τους. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι, ενώ οι διάφορες κοινότητες των Ρομά στην Ελλάδα και την Ευρώπη παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους και δεν αποτελούν μια ενιαία ομάδα, ένα κοινό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι οι διακρίσεις και ο αντιτσιγγανισμός ο οποίος μπορεί να εκδηλώνεται με τον λόγο, τις πράξεις ή και τις παραλείψεις.

Ο αντιτσιγγανισμός δεν αναγνωρίζεται επίσημα από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Ενώ μπορεί να μην υπάρχει κάποιος ειδικός νόμος ή διάταξη νόμου που τιμωρεί τον αντιτσιγγανισμό, αυτός διώκεται σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο αντιμετώπισης για τα εγκλήματα με ρατσιστικό κίνητρο, δηλαδή υπό την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 82Α του ΠΚ και σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4285/2014 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας.

Μολονότι μπορεί να επικρατεί η αντίληψη ότι οι Ρομά που κατάφεραν να εκπαιδευτούν, να σπουδάσουν ή να ενταχθούν στην αγορά εργασίας δεν αντιμετωπίζουν ζητήματα αποκλεισμού, στην πραγματικότητα ούτε οι πιο ενταγμένοι Ρομά παραμένουν ανεπηρέαστοι από τον αντιτσιγγανισμό.

Το φαινόμενο του αντιτσιγγανισμού απαιτεί στοχευμένες δράσεις ώστε να καταπολεμηθεί. Ξεκινώντας από την αναγνώριση του φαινομένου και τις επιπτώσεις που έχει στην καθημερινότητα και την ομαλή ένταξη των κοινοτήτων, είναι απαραίτητο ένα σχέδιο δράσης που θα λαμβάνει υπόψη του και τη διάσταση του φύλου.

Αν και ο αντιτσιγγανισμός δεν αναγνωρίζεται νομικά, αναγνωρίζεται κοινωνικά και πολιτικά ιδίως μέσα από συστάσεις και ψηφίσματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνών οργανισμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη καταπολέμησής του.

Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια σημειώνεται άνοδος του αντιτσιγγανισμού ο οποίος φτάνει σε ακραία εγκλήματα μίσους, όπως ανθρωποκτονίες.

Το 2018 δεκατριάχρονο κορίτσι Ρομά σκοτώθηκε από σφαίρα καραμπίνας όταν πολίτης μη Ρομά εισήλθε στον καταυλισμό της Άμφισσας και άνοιξε τυφλό πυρ χωρίς προφανή αιτία. Το 2019 πενηνταδυάχρονος Ρομά πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε όταν προσπάθησε να κλέψει δύο κοτόπουλα από πολίτη μη Ρομά στο Ζευγολατιό. Το 2020 δεκαοχτάχρονος Ρομά δολοφονήθηκε με σφαίρα από πολίτη μη Ρομά, επειδή, όπως ισχυρίστηκε ο δράστης, προσπάθησε να μπει στο σπίτι του. Τον Οκτώβριο του 2021 δολοφονείται ο Νίκος Σαμπάνης από σφαίρες αστυνομικών κατά τη διάρκεια καταδίωξης στο Πέραμα και λίγες μέρες μετά, τον Νοέμβριο του 2021, η οχτάχρονη Όλγα χάνει τη ζωή της, όταν εγκλωβίζεται στην πόρτα εργοστασίου στο Κερατσίνι, με τους υπαλλήλους να παρακολουθούν τον θάνατό της αδιαφορώντας. Για κανένα από τα προηγούμενα εγκλήματα δεν διερευνήθηκε το ρατσιστικό κίνητρο.

Ενώ τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης δείχνουν αύξηση των καταγεγραμμένων ρατσιστικών εγκλημάτων, παραμένει ανησυχητικό το γεγονός ότι λιγότερα από τα μισά περιστατικά που καταγγέλλονται καταλήγουν να διώκονται ποινικά, ενώ ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων είναι ιδιαίτερα μικρός, γεγονός που φανερώνει την αδυναμία του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου να καταδικάσει τους δράστες αλλά και τη δυσκολία των δικαστών να στηρίξουν τέτοιες καταδικαστικές αποφάσεις. Είναι δε γνωστό ότι λόγω των κοινωνικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι Ρομά, αλλά και λόγω της κακής σχέσης εμπιστοσύνης που υπάρχει ανάμεσα στην κοινότητα και την αστυνομία, η δυσκολία τους να καταγγείλουν ρατσιστικά εγκλήματα είναι ιδιαίτερα μεγάλη.

Ενώ για το έτος 2017 καταγράφηκαν εβδομήντα δύο περιστατικά ρατσιστικών εγκλημάτων, μόνο τέσσερα περιστατικά βίας κατά των Ρομά έχουν καταγραφεί από την αστυνομία. Τα στοιχεία φανερώνουν τη δυσκολία των Ρομά να καταγγείλουν ρατσιστικά εγκλήματα, γεγονός το οποίο οφείλεται αφενός στην έλλειψη ενημέρωσης του πληθυσμού γύρω από τα δικαιώματά τους και αφετέρου στη δυσπιστία που υπάρχει στο σύστημα δικαιοσύνης, αφού οι Ρομά υπερεκπροσωπούνται στο ποινικό σύστημα ως κατηγορούμενοι, ενώ είναι πολύ λιγότερες οι περιπτώσεις άσκησης αγωγής από θύματα Ρομά, τα οποία συνήθως έχουν την πεποίθηση ότι η υπόθεσή τους δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα ή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουν τέτοιες υποθέσεις στο δικαστήριο.

Εν κατακλείδι, η πρόσβαση των Ρομά στη δικαιοσύνη είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με αυτή του γενικού πληθυσμού τόσο λόγω έλλειψης ενημέρωσης όσο και λόγω δυσπιστίας προς την αστυνομία και τις δικαστικές Αρχές. Από την άλλη πλευρά, ο άνθρωπος ο οποίος δεν διαθέτει τα χρήματα να προσλάβει δικηγόρους και εμπειρογνώμονες για να στηρίξει την υπόθεσή του στο δικαστήριο, το πιθανότερο είναι ότι θα χάσει τη δίκη.

Ωστόσο, πέρα από την έλλειψη ενημέρωσης στον πληθυσμό των Ρομά σχετικά με τα δικαιώματά τους, υπάρχει και ένα τεράστιο κενό στις διωκτικές αρχές, ιδίως στην αστυνομία, καθώς μεγάλο ποσοστό των αστυνομικών υπαλλήλων δεν γνωρίζει τον αντιρατσιστικό νόμο και όλο το νομοθετικό πλαίσιο αντιμετώπισης των ρατσιστικών εγκλημάτων, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση τις περισσότερες φορές να αναγνωρίσει το ρατσιστικό έγκλημα, να το καταγράψει ως τέτοιο και να σχηματίσει τις αντίστοιχες δικογραφίες. Κατά συνέπεια, καταλήγουμε πολλές φορές το ρατσιστικό έγκλημα, που έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, να μη χαρακτηρίζεται καν ως ρατσιστικό, αλλά ως έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, ιδίως οι σωματικές βλάβες και τα εγκλήματα κατά της ζωής.

Αποτελεί λοιπόν κρίσιμο στοιχείο η απόδοση ρατσιστικών κινήτρων στο έγκλημα ήδη κατά το στάδιο της προανάκρισης, και για να επιτύχουμε αυτό, χρειάζεται να επενδύσουμε πολύ περισσότερο στην εκπαίδευση του αστυνομικού προσωπικού.

Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα σε σχέση με την αστυνομική βία και αυθαιρεσία κατά των Ρομά· ιδίως στη χώρα μας οι καταγγελίες για τέτοια περιστατικά είναι πλέον ιδιαίτερα ανησυχητικές, ενώ γίνονται ελάχιστες προσπάθειες για να μειωθεί αυτό το φαινόμενο.

Ένα από τα πιο ανησυχητικά περιστατικά υπέρμετρης αστυνομικής βίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο καταγράφηκε στη χώρα μας τον περασμένο Οκτώβριο, όταν εφτά αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. πυροβόλησαν κατά τη διάρκεια καταδίωξης στο Πέραμα τουλάχιστον τριάντα έξι φορές κατά ύποπτου οχήματος που δεν σταμάτησε σε αστυνομικό έλεγχο και στο οποίο επέβαιναν τρεις νεαροί άντρες Ρομά, δύο εκ των οποίων ανήλικοι, με αποτέλεσμα να σκοτώσουν τον συνοδηγό, Νίκο Σαμπάνη, και να τραυματίσουν πολύ σοβαρά τον ανήλικο συνεπιβάτη του, ο οποίος βρισκόταν στην πίσω θέση του οχήματος.

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, πέρα από την δράση των αστυνομικών, ιδιαίτερα ανησυχητική υπήρξε και η στάση της πολιτικής ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ., καθώς ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη θέλησε να υποστηρίξει ηθικά τους κατηγορούμενους αστυνομικούς, τους επισκέφτηκε ενώ βρίσκονταν υπό κράτηση και δήλωσε δημόσια ότι η αστυνομία έκανε καλά τη δουλειά της. Οι αστυνομικοί που σκότωσαν τον Νίκο Σαμπάνη δεν τέθηκαν καν σε διαθεσιμότητα.

Αυτή η στάση της κυβέρνησης ενίσχυσε την αστυνομική αυθαιρεσία, με αποτέλεσμα μετά τη δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη στο Πέραμα να έχουμε διαρκώς καταδιώξεις οι οποίες καταλήγουν σε χρήση πυροβόλου όπλου από αστυνομικούς κατά αόπλων. Η πιο πρόσφατη περίπτωση καταγράφηκε πριν από λίγες ημέρες στον Βόλο, όταν αστυνομικός πυροβόλησε άοπλο δεκαπεντάχρονο Ρομά επειδή δεν σταμάτησε σε σήμα της αστυνομίας. Ο ανήλικος σώθηκε από θαύμα, όταν σκόνταψε έξω από το αυτοκίνητο και η σφαίρα διαπέρασε το τζάμι του οδηγού. Ο αστυνομικός που πυροβόλησε κατά του ανηλίκου δεν τέθηκε καν σε διαθεσιμότητα.

Ένα ακόμα περιστατικό ρατσιστικής βίας συνέβη πρόσφατα στο Μενίδι της Αττικής, όταν άντρας Ρομά και χρήστης ψυχοδραστικών ουσιών, που προσπάθησε να κλέψει εξωτερική μονάδα κλιματιστικού, κατέληξε νεκρός από τα χτυπήματα αστυνομικού εκτός υπηρεσίας.

Βασικό πρόβλημα που συνδέεται με την επανάληψη των βασανιστηρίων και της αστυνομικής αυθαιρεσίας είναι η ατιμωρησία.

Είναι δε δεδομένο ότι υπάρχουν συστημικά προβλήματα στη διερεύνηση, την ποινική δίωξη και την επιβολή κυρώσεων σε αστυνομικούς για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, δηλαδή καθυστερήσεις στις ποινικές διαδικασίες και μη αποτελεσματικές και ανεξάρτητες έρευνες σε υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται αστυνομικοί.

Σε κάθε περίπτωση, η βία, είτε είναι κρατική είτε εκδηλώνεται από πολίτες ως ρατσιστική βία, δεν είναι διόλου άσχετη με την πολιτική διακυβέρνηση και τις πολιτικές αδιαφορίας απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού οι οποίες, όταν περιθωριοποιούνται και στιγματίζονται ως ξένες και διαφορετικές, καθίστανται αυτόματα και πιο ευάλωτες στη βία.

Φαίνεται επίσης γενικότερα να καλλιεργείται μια κουλτούρα μη αποδοχής της διαφορετικότητας, την ίδια στιγμή που τα ΜΜΕ δαιμονοποιούν συγκεκριμένες ομάδες όπως οι Ρομά, βάζοντας την κοινωνία απέναντί τους.

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια σχεδιάζονται παρεμβάσεις, δράσεις και στρατηγικές για την κοινωνική ένταξη των Ρομά, δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε στοχευμένα μέτρα και παρεμβάσεις σε επίπεδο πρόληψης και καταστολής για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας.

Αν θέλουμε αυτό να αλλάξει, θα πρέπει οι καταγγελίες να διερευνώνται άμεσα και διεξοδικά, η πορεία των υποθέσεων να παρακολουθείται και η ανοχή της πολιτείας σε τέτοιου είδους εγκλήματα να είναι μηδενική.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Αλεξάνδρα Καραγιάννη είναι δικηγόρος και υπερασπίστρια ανθρώπινων δικαιωμάτων. Έχει εργαστεί με εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.