Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Επιλέγοντας το περιθώριο ως χώρο ριζοσπαστικής ανοιχτότητας

Επιλέγοντας το περιθώριο ως χώρο ριζοσπαστικής ανοιχτότητας1

 

bell hooks
Μετάφραση: Δανάη Καπράνου

 


 

Ι

Ως ριζοσπαστική θεώρηση, οπτική, θέση, η «πολιτική της τοποθεσίας» καλεί εκ των πραγμάτων όσους από εμάς θέλουν να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της αντιηγεμονικής πολιτισμικής πρακτικής να εντοπίσουμε από ποιους τόπους θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία της αναθεώρησης. Στην ερώτηση «Τι σημαίνει όταν σε κάποιον αρέσει να διαβάζει το Αγαπημένη, να βλέπει το School Daze, ενώ ενδιαφέρεται θεωρητικά για την μεταστρουκτουραλιστική θεωρία;» (μια από τις «δύσκολες» ερωτήσεις που τέθηκαν στο Third World Cinema Focus Forum), επικέντρωσα την απάντησή μου συγκεκριμένα στη σφαίρα του αντιπολιτευτικού πολιτικού αγώνα. Μπορεί κανείς να βιώσει ‒ακόμα και να γευτεί‒ τέτοιου είδους ετερόκλητες απολαύσεις, επειδή υπερβαίνει, κινείται «πέρα από τη θέση του». Για πολλούς από εμάς, αυτή η κίνηση απαιτεί να αντισταθούμε στα καταπιεστικά όρια που θέτει η κυριαρχία της φυλής, του φύλου και της τάξης. Αρχικά, λοιπόν, πρόκειται για μια πολιτική χειρονομία απείθειας. Κινούμενοι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της επιλογής και της τοποθεσίας. Μέσα στις σύνθετες και διαρκώς μεταβαλλόμενες σφαίρες των σχέσεων εξουσίας, τοποθετούμε τον εαυτό μας από την πλευρά της αποικιακής νοοτροπίας; Ή συνεχίζουμε να επιλέγουμε τη στάση της πολιτικής αντίστασης από την πλευρά των καταπιεσμένων, έτοιμοι να προσφέρουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και θεωρητικοποιούμε, που παράγουμε πολιτισμό με κατεύθυνση μια επαναστατική προσπάθεια η οποία επιδιώκει να δημιουργήσει χώρο εκεί όπου υπάρχει απεριόριστη πρόσβαση στην απόλαυση και τη δύναμη της γνώσης, όπου είναι εφικτή μια μεταμόρφωση; Η επιλογή είναι καθοριστική. Διαμορφώνει και καθορίζει τόσο την αντίδρασή μας απέναντι στην υπάρχουσα πολιτισμική πρακτική όσο και τη δυνατότητά μας να οραματιζόμαστε νέες εναλλακτικές αισθητικές πράξης αντίστασης. Διαπλάθει τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για αυτά τα ζητήματα, τη γλώσσα που επιλέγουμε. Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα.

 

ΙΙ

Προσωπικά, η προσπάθεια να μιλήσω για ζητήματα «χώρου και τοποθεσίας» μού προκάλεσε πόνο. Τα ερωτήματα που τίθενται εξωθούν σε δύσκολες εξερευνήσεις των «σιωπών», σε αναπάντητους τόπους στην προσωπική μου πολιτική και καλλιτεχνική εξέλιξη. Προτού μπορέσω να αναλογιστώ απαντήσεις, έπρεπε να αντιμετωπίσω τους τρόπους με τους οποίους τα ζητήματα αυτά συνδέονταν στενά με την προσωπική συναισθηματική ένταση όσον αφορά τον τόπο, την ταυτότητα, την επιθυμία. Σε μια εκ βαθέων ολονύκτια συνομιλία με τον Έντι Τζόρτζ (μέλος των Black Audio Film Collective), κατά τη διάρκεια της οποίας μιλήσαμε για τον αγώνα των καταπιεσμένων να μπορέσουν να ακουστούν, έκανε το πολύ «πεσιμιστικό» σχόλιο ότι «η δική μας φωνή είναι σπασμένη». Του απάντησα ότι, όταν ακούς μια σπασμένη φωνή, ακούς και τον πόνο που κρύβει αυτό το σπάσιμο: έναν λόγο πόνου, έναν ήχο που συχνά κανείς δεν θέλει να ακούσει. Ο Στιούαρτ Χολ μιλά για την ανάγκη για μια «πολιτική της άρθρωσης». Αυτός και ο Έντι συνδιαλέχθηκαν μαζί μου με βαθύ και ουσιαστικό τρόπο, αφού άκουσαν τη δυσκολία μου να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Αυτός ο διάλογος μεταξύ συντρόφων είναι μια χειρονομία αγάπης, τους ευγνωμονώ.

Έχω πασχίσει να αλλάξω τον τρόπο που μιλάω και που γράφω, να εντάξω στον τρόπο αφήγησης μια αίσθηση του τόπου, που να εμπεριέχει όχι απλώς αυτήν που είμαι σήμερα, αλλά και από πού προέρχομαι, τις πολλαπλές φωνές μέσα μου. Ήρθα αντιμέτωπη με τη σιωπή, την αδυναμία άρθρωσης. Όταν λέω ότι αυτές οι λέξεις γεννήθηκαν από τον πόνο, εννοώ τον προσωπικό αγώνα να κατονομάσω την τοποθεσία εκείνη από την οποία απέκτησα φωνή: το χώρο της θεωρίας μου. Αναλογιζόμενη το ζήτημα αυτό πριν από μήνες, έγραψα:

Συχνά, όταν μια ριζοσπαστική φωνή μιλά για κυριαρχία, απευθύνεται στους κυρίαρχους. Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα. Η παρουσία τους αλλάζει τη φύση και την κατεύθυνση των λόγων μας. Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα. Ήμουν ένα κορίτσι που μόλις είχε αρχίσει δειλά δειλά να γίνεται γυναίκα, όταν διάβασα τη φράση της Αντριέν Ριτς «αυτή είναι η γλώσσα του καταπιεστή, όμως, τη χρειάζομαι για να σας μιλήσω». Αυτή η γλώσσα που μου έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσω τις σπουδές μου, να γράψω μια διατριβή, να μιλήσω σε επαγγελματικές συνεντεύξεις κουβαλά την αποφορά της καταπίεσης. Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα. Οι Αυστραλοί Αβορίγινες λένε ότι «η μυρωδιά του λευκού μάς σκοτώνει». Θυμάμαι τις μυρωδιές της παιδικής μου ηλικίας: ζεστό καλαμποκόψωμο, φύλλα γογγυλιού, τηγανητές πίτες. Θυμάμαι τον τρόπο που μιλούσαμε μεταξύ μας, με τη βαριά παχιά μαύρη προφορά του Νότου. Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα. Ανδρωνόμαστε μέσα από τη γλώσσα, η ύπαρξή μας εκφράζεται με λέξεις. Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα. Τολμώ να μιλήσω στον καταπιεσμένο και στον καταπιεστή με την ίδια φωνή; Τολμώ να σας μιλήσω με μια γλώσσα που θα κινείται πέρα από τα όρια της κυριαρχίας, μια γλώσσα που δεν θα σας περιορίζει, δεν θα σας φυλακίζει, ούτε θα σας δεσμεύει; Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα. Οι καταπιεσμένοι παλεύουμε στη γλώσσα να ανακτήσουμε τον εαυτό μας, να συμφιλιώσουμε, να επανενώσουμε, να ανανεώσουμε. Οι λέξεις μας δεν είναι κενές νοήματος, είναι δράση, αντίσταση. Η γλώσσα είναι κι αυτή πεδίο αγώνα.

Δεν είναι εύκολο εγχείρημα να συμπεριλάβουμε τις πολλαπλές φωνές μας στα διάφορα κείμενα που δημιουργούμε – στις ταινίες, στην ποίηση, στη φεμινιστική θεωρία. Στους ήχους και στις εικόνες, που οι συνηθισμένοι καταναλωτές θα δυσκολευτούν να καταλάβουν. Οι ήχοι και οι σκηνές, που δεν μπορούν να οικειοποιηθούν, είναι συχνά το σημείο εκείνο που όλοι αμφισβητούν, θέλουν να σβήσουν, να «εξαλείψουν». Ακόμα και τώρα, ενώ γράφω αυτό το κείμενο, που το κάνω μιλώντας και διαβάζοντας, μιλώντας αυθόρμητα, χρησιμοποιώντας εδώ κι εκεί τον οικείο ακαδημαϊκό λόγο, μιλώντας με ευφράδεια – χρησιμοποιώντας μαύρο ιδιωματικό λόγο, τους ιδιωτικούς ήχους και τις χειρονομίες, που συνήθως κρατάω για την οικογένεια και τα αγαπημένα πρόσωπα. Ιδιωτικός λόγος στη δημόσια σφαίρα, η παρέμβαση του οικείου, που φτιάχνει ένα διαφορετικό κείμενο, ένα χώρο που μου δίνει τη δυνατότητα να ανακτήσω όλα όσα είμαι μέσα στη γλώσσα. Βρίσκω τόσα κενά, τόσες ελλείψεις σε αυτό το γραπτό κείμενο. Τις αναφέρω για να ξέρει τουλάχιστον ο αναγνώστης ότι κάτι έχει χαθεί ή παραμένει εκεί να υπονοείται από τις λέξεις – εκεί, στη βαθύτερη δομή.

 

ΙΙΙ

Σε διάφορα σημεία του Χάρτη της Ελευθερίας, ενός έργου που ιχνογραφεί τις όψεις του κινήματος ενάντια στο απαρτχάιντ στη Νότια Αμερική, επαναλαμβάνεται διαρκώς αυτή η φράση: «Ο αγώνας μας είναι αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη». Σε πολλές από τις νέες συναρπαστικές πολιτισμικές πρακτικές και στα πολιτισμικά κείμενα – σε ταινίες, στη μαύρη λογοτεχνία, στην κριτική θεωρία, γίνεται μια προσπάθεια να θυμηθούμε, που εκφράζει την ανάγκη να δημιουργήσουμε χώρους, όπου να μπορεί κανείς να εξιλεώσει και να ανακτήσει το παρελθόν, τις κληρονομιές του πόνου, των βασάνων και του θριάμβου, με τρόπους που να μεταμορφώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Θραύσματα μνήμης που δεν αναπαρίστανται απλώς σαν μονότονη καταγραφή, αλλά δομούνται ώστε να δώσουν μια «νέα προσέγγιση» στα παλιά, δομούνται ώστε να μας ωθήσουν προς ένα νέο τρόπο άρθρωσης. Το βλέπουμε σε ταινίες όπως το Dreaming Rivers και το Illusions, σε βιβλία όπως το Mama Day. Σκεπτόμενη ξανά τον τόπο και την τοποθεσία,  άκουσα τη φράση «ο αγώνας μας είναι αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη», μια πολιτικοποίηση της μνήμης που ξεχωρίζει τη νοσταλγία, αυτή τη λαχτάρα να γίνει κάτι όπως ήταν κάποτε, μια ανώφελη πράξη, και αυτή την ανάμνηση που βοηθά να φωτίζεται και να μεταμορφώνεται το παρόν.

Χρειάστηκε, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αυτοκριτικής, όπου κανείς κοντοστέκεται για να αναλογιστεί επιλογές, να θυμηθώ την τοποθεσία, να ιχνηλατήσω την πορεία μου από τη ζωή των Μαύρων σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Νότου, με τις δικές της παραδόσεις και την εμπειρία της εκκλησίας, ως τις πόλεις, το πανεπιστήμιο, γειτονιές που δεν είναι φυλετικά διαχωρισμένες, τόπους όπου είδα για πρώτη φορά ανεξάρτητο κινηματογράφο, διάβασα κριτική θεωρία, έγραψα θεωρία. Κατά μήκος αυτής της διαδρομής, θυμάμαι ζωηρά τις προσπάθειες να με κάνουν να σιωπήσω καθώς έβρισκα τη φωνή μου. Στη δημόσια παρουσίασή μου, μπόρεσα να διηγηθώ ιστορίες, να μοιραστώ αναμνήσεις. Εδώ πάλι μόνο τις υπαινίσσομαι. Το πρώτο κείμενο στο καινούριο βιβλίο μου Talking Back περιγράφει την προσπάθειά μου να αναδειχτώ ως κριτική στοχάστρια, ως καλλιτέχνιδα και συγγραφέας, σε ένα περιβάλλον καταστολής. Μιλάω για την τιμωρία, για το πώς η μαμά και ο μπαμπάς χρησιμοποιούσαν βία για να με κάνουν να σωπάσω, για τη λογοκρισία στις μαύρες κοινότητες. Δεν είχα επιλογή. Έπρεπε να παλέψω και να αντισταθώ, για να βγω από αυτό το περιβάλλον και στη συνέχεια από άλλες τοποθεσίες, με το μυαλό ανέπαφο και την καρδιά ανοιχτή. Έπρεπε να φύγω από το χώρο που θεωρούσα πατρίδα μου και να κινηθώ πέρα από τα σύνορα, όμως, έπρεπε επίσης να επιστρέψω εκεί. Στη μαύρη εκκλησιαστική παράδοση, τραγουδάμε έναν ύμνο που λέει: «Im going up the rough side of the mountain on my way home (ανεβαίνω την κακοτράχαλη πλευρά του βουνού για να γυρίσω στην πατρίδα)». Και πράγματι, η ίδια η σημασία της «πατρίδας» αλλάζει μέσα από την εμπειρία της αποαποικιοποίησης, της ριζοσπαστικοποίησης. Κάποιες φορές η πατρίδα δεν είναι πουθενά. Κάποιες φορές βιώνουμε μόνο την ακραία αποξένωση και απομόνωση. Τότε η πατρίδα παύει να είναι μόνο ένας τόπος. Γίνεται τοποθεσίες. Πατρίδα είναι εκείνος ο τόπος που επιτρέπει και προωθεί ποικίλες και διαρκώς μεταβαλλόμενες οπτικές, ένας τόπος όπου ανακαλύπτει κανείς νέους τρόπους θέασης της πραγματικότητας, τα σύνορα της διαφορετικότητας. Ερχόμαστε αντιμέτωποι και αποδεχόμαστε το διασκορπισμό, την πολυδιάσπαση ως κομμάτι της κατασκευής μιας νέας τάξης πραγμάτων, που αποκαλύπτει με πληρέστερο τρόπο ποιοι είμαστε, ποιοι μπορούμε να γίνουμε, μιας τάξης που δεν απαιτεί τη λήθη. «Ο αγώνας μας είναι αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».

Αυτή η εμπειρία του χώρου και της τοποθεσίας δεν είναι ίδια για τους Μαύρους που υπήρξαν πάντοτε προνομιούχοι, ή για τους Μαύρους που επιθυμούν μόνο να σταματήσουν να ανήκουν στην κατώτερη τάξη και να αποκτήσουν προνόμια· δεν είναι ίδια για όσους από εμάς προέρχονται από φτωχό υπόβαθρο και προέκυπτε διαρκώς η ανάγκη να συμμετέχουν σε πραγματικούς πολιτικούς αγώνες τόσο στο εσωτερικό των μαύρων κοινοτήτων όσο και έξω από αυτές, για να διασφαλίσουν μια αισθητική και κριτική παρουσία. Οι Μαύροι που προερχόμαστε από φτωχές κοινότητες της κατώτερης τάξης, που μπαίνουμε στο πανεπιστήμιο ή σε προνομιούχα πολιτισμικά περιβάλλοντα χωρίς να είμαστε να διατεθειμένοι να προδώσουμε κάθε ίχνος της καταγωγής μας μέχρι να φτάσουμε εκεί, κάθε «ένδειξη» της τάξης και της πολιτιστικής «διαφορετικότητάς» μας, που δεν είμαστε διατεθειμένοι να παίξουμε το ρόλο του «εξωτικού άλλου», πρέπει να δημιουργούμε χώρους μέσα σε αυτή την κουλτούρα της κυριαρχίας, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως ολότητα, με τις ψυχές μας ανέπαφες. Η ίδια η παρουσία μας είναι παρέμβαση. Είμαστε συχνά εξίσου «άλλοι», μια απειλή, και για τους Μαύρους από προνομιούχο ταξικό υπόβαθρο, οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν, ούτε μοιράζονται την οπτική μας, όσο και για τους αδαείς Λευκούς. Όπου κι αν πάμε, δεχόμαστε πιέσεις να σιωπήσουμε, να ενταχθούμε και να υποσκάψουμε τις φωνές μας. Συνήθως, βέβαια, δεν βρισκόμαστε εκεί. Ποτέ δεν καταφέρνουμε να «φτάσουμε» ή «δεν μπορούμε να μείνουμε». Στους χώρους από τους οποίους προερχόμαστε, ισοπεδωνόμαστε από την απελπισία, πνιγόμαστε στο μηδενισμό, εγκλωβιζόμαστε στη φτώχεια, στην εξάρτηση, σε όποιο μεταμοντέρνο τρόπο θανάτου μπορείτε να σκεφτείτε. Κι όταν κάποιοι ελάχιστοι παραμένουμε σε αυτόν το χώρο του «άλλου», μένουμε πολύ απομονωμένοι, πολύ μόνοι. Κι εκεί πεθαίνουμε. Εκείνοι που ζούμε, που «τα καταφέρνουμε», αρπαζόμαστε γερά από πλευρές αυτής της παραδοσιακής ζωής που δεν σκοπεύουμε να χάσουμε, ενώ ταυτόχρονα αναζητούμε νέες γνώσεις και εμπειρίες, επινοούμε χώρους ριζοσπαστικής ανοιχτότητας. Χωρίς αυτούς τους χώρους, δεν μπορούμε να επιβιώσουμε. Η ζωή μας εξαρτάται από την ικανότητά μας να συλλαμβάνουμε εναλλακτικές, συχνά αυτοσχέδιες. Η θεωρητικοποίηση αυτής της εμπειρίας από αισθητική σκοπιά, από κριτική σκοπιά, γίνεται ατζέντα της ριζοσπαστικής πολιτισμικής πρακτικής.

Για μένα, αυτός ο χώρος ριζοσπαστικής ανοιχτότητας είναι ένα περιθώριο, μια ουσιώδης παρυφή. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τον εαυτό του εκεί, είναι, όμως, απαραίτητο. Δεν είναι «ασφαλής» χώρος. Πάντα υπάρχει ο κίνδυνος. Έχουμε ανάγκη από μια κοινότητα αντίστασης.

 

IV

Πριν από τέσσερα χρόνια, στον πρόλογο του Feminist Theory: From Margin to Centre, αποτύπωσα αυτές τις σκέψεις πάνω στην περιθωριακότητα:

Όταν βρίσκεσαι στο περιθώριο, είναι σαν να είσαι μέρος τους συνόλου, αλλά να μην ανήκεις στο κυρίως σώμα. Όντας Μαύροι Αμερικάνοι μιας μικρής πόλης στο Κεντάκι, οι σιδηροδρομικές γραμμές μάς υπενθύμιζαν καθημερινά την περιθωριακότητά μας. Από την άλλη πλευρά των γραμμών υπήρχαν πλακόστρωτοι δρόμοι, μαγαζιά στα οποία δεν μπορούσα να μπούμε, εστιατόρια στα οποία δεν μπορούσαμε να φάμε και άνθρωποι τους οποίους δεν μπορούσαμε να κοιτάξουμε καταπρόσωπο. Από την άλλη πλευρά των γραμμών υπήρχε ένας κόσμος στον οποίο μπορούσαμε να εργαζόμαστε ως καμαριέρες, ως καθαρίστριες, ως πόρνες, εφόσον είχαμε την ιδιότητα κάποιας υπηρεσίας. Μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση σε αυτό τον κόσμο, αλλά δεν μπορούσαμε να ζούμε εκεί. Έπρεπε πάντα να επιστρέφουμε στο περιθώριο, να διασχίζουμε τις γραμμές, να γυρνάμε σε καλύβες και εγκαταλειμμένα σπίτια στις παρυφές της πόλης.

Την επιστροφή μας εξασφάλιζαν νόμοι. Η μη επιστροφή ενείχε τον κίνδυνο να τιμωρηθείς. Έτσι όπως ζούσαμε –στις παρυφές–, αναπτύξαμε έναν ιδιαίτερο τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα: Βλέπαμε ταυτόχρονα από τα «έξω» προς τα «μέσα» και από τα «μέσα» προς τα «έξω». Εστιάζαμε την προσοχή μας στο κέντρο αλλά και στο περιθώριο. Τα καταλαβαίναμε και τα δύο. Αυτός ο τρόπος θέασης μας υπενθύμιζε την ύπαρξη ενός ολόκληρου σύμπαντος, ενός κυρίως σώματος που απαρτιζόταν και από το περιθώριο και από το κέντρο. Η επιβίωσή μας εξαρτιόταν από μια συνεχή δημόσια συνείδηση του διαχωρισμού ανάμεσα στο περιθώριο και στο κέντρο, καθώς και από μια συνεχή ιδιωτική επίγνωση ότι ήμασταν ένα απαραίτητο ζωτικό κομμάτι αυτού του συνόλου.

Αυτή η αίσθηση της ολότητας, που εντυπωνόταν στη συνείδησή μας από τη δομή της καθημερινής μας ζωής, μας παρείχε μια ανατρεπτική κοσμοθεωρία, έναν τρόπο θέασης άγνωστο για τους καταπιεστές μας στην πλειονότητά τους, που μας συντηρούσε, μας συνέτρεχε στον αγώνα μας να ξεπεράσουμε τη φτώχεια και την απελπισία, ενίσχυε την αίσθηση του εαυτού και την αλληλεγγύη μας.

Αν και ανολοκλήρωτες, δούλευα πάνω σε αυτές τις προτάσεις για να αναδείξω την περιθωριακότητα σε κάτι πολύ περισσότερο από τόπο στέρησης· μάλιστα, έλεγα το ακριβώς αντίθετο: ότι είναι επίσης ένας τόπος ριζοσπαστικής δυνατότητας, ένας χώρος αντίστασης. Αυτή την περιθωριακότητα ήταν που εντόπιζα ως κεντρική τοποθεσία για την παραγωγή ενός αντιηγεμονικού λόγου τον οποίο δεν συναντάμε στις λέξεις, αλλά στις καθημερινές συνήθειες και στον τρόπο που ζει κανείς. Συνεπώς, δεν μιλούσα για μια περιθωριακότητα που επιθυμεί κανείς να απωλέσει, δηλαδή να θυσιάσει ή να στερηθεί σαν κομμάτι της κίνησης προς το κέντρο, αλλά μάλλον σαν έναν τόπο στον οποίο παραμένει κανείς, στον οποίο γαντζώνεται ενίοτε, επειδή θρέφει την ικανότητά του να αντιστέκεται. Του προσφέρει τη δυνατότητα μιας ριζοσπαστικής οπτικής, από την οποία μπορεί να βλέπει και να δημιουργεί, να φαντάζεται εναλλακτικές, νέους κόσμους.

Δεν πρόκειται εδώ για μια μυθική έννοια της περιθωριακότητας. Πηγάζει από τη βιωματική εμπειρία. Ωστόσο, θέλω να ασχοληθώ με το τι σημαίνει να διατηρεί κανείς αυτή την περιθωριακότητα, ακόμα κι ενώ εργάζεται, παράγει, ζει, αν θέλετε, στο κέντρο. Δεν μένω πλέον σε αυτό τον διαχωρισμένο κόσμο στις δύο πλευρές των γραμμών. Κεντρική για τη ζωή σε αυτό τον κόσμο ήταν η συνεχής συνείδηση της αναγκαιότητας της αντίθεσης. Όταν ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγουδά: «We refuse to be what you want us to be, we are what we are, and thats the way its going to be» (αρνούμαστε να γίνουμε αυτό που θέλετε, είμαστε αυτοί που είμαστε και έτσι έχουν τα πράγματα)», αυτός ο χώρος άρνησης, όπου μπορεί κανείς να πει «όχι» στον άποικο, «όχι» στον δυνάστη, βρίσκεται στα περιθώρια. Και μπορεί να πει «όχι», να εκφράσει τη φωνή της αντίστασης, μόνο επειδή υπάρχει μια εναλλακτική γλώσσα. Κι ενώ μπορεί από κάποιες απόψεις να μοιάζει με το ιδίωμα του αποίκου, έχει υποστεί μια μεταμόρφωση, έχει αλλάξει αμετάκλητα. Όταν άφησα πίσω μου τον υλικό χώρο των περιθωρίων, κράτησα ζωντανούς στην καρδιά μου τους τρόπους προσέγγισης της πραγματικότητας οι οποίοι επιβεβαιώνουν διαρκώς όχι μόνο την  υπεροχή της αντίστασης, αλλά και την αναγκαιότητα για μια αντίσταση που να τη συντηρεί η ανάμνηση του παρελθόντος, η οποία συνεπάγεται μνήμες από σπασμένες γλώσσες που μας δίνουν τρόπους ομιλίας οι οποίοι αποαποικιοποιούν το μυαλό μας, την ίδια την ύπαρξή μας. Κάποτε, που επρόκειτο να επιστρέψω στο κατά βάση λευκό πανεπιστήμιο, η μαμά μου μου είπε: «Μπορείς να πάρεις ό,τι έχουν να σου δώσουν οι Λευκοί, αλλά δεν χρειάζεται να τους αγαπήσεις κιόλας». Καταλαβαίνοντας πλέον τους πολιτισμικούς κώδικές της, ξέρω ότι δεν μου έλεγε να μην αγαπώ ανθρώπους από άλλες φυλές. Αναφερόταν στην αποικιοποίηση και στην πραγματικότητα της διδασκαλίας από κυριάρχους μέσα σε μια κουλτούρα κυριαρχίας. Επέμενε ότι έχω τη δύναμη να διαχωρίσω τις χρήσιμες γνώσεις, που μπορούσα να αποκτήσω από την κυρίαρχη ομάδα, από τη συμμετοχή σε ατραπούς γνώσης που θα  οδηγούσαν στην αποξένωση, την απομόνωση ή, ακόμα χειρότερα, την αφομοίωση και την απορρόφηση. Εννοούσε ότι δεν είναι απαραίτητο να παραδοθείς ολοκληρωτικά, για να μάθεις. Μην έχοντας η ίδια βρεθεί σε αυτούς τους θεσμούς, ήξερε ότι μπορεί να έρθω ξανά και ξανά αντιμέτωπη με καταστάσεις που θα «δοκιμαστώ», θα με κάνουν να αισθανθώ ότι, για να γίνω αποδεκτή, απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν η συμμετοχή μου σε αυτό το ανταλλακτικό σύστημα, για να διασφαλίσω την επιτυχία μου, για «να τα καταφέρω». Μου θύμιζε την αναγκαιότητα της αντίθεσης και ταυτόχρονα με ενθάρρυνε να μη χάσω τη ριζοσπαστική οπτική που είχε σχηματίσει και είχε διαμορφώσει η περιθωριακότητα.

Είναι κρίσιμο οι καταπιεσμένοι αποικισμένοι ανθρώποι, τα θύματα της εκμετάλλευσης, να αντιλαμβάνονται την περιθωριακότητα ως θέση και τόπο αντίστασης. Αν βλέπουμε το περιθώριο μόνο σαν σύμβολο που χαρακτηρίζει τη συνθήκη πόνου και στέρησης που βιώνουμε, τότε μια κάποια απελπισία και απόγνωση, ένας βαθύς μηδενισμός μάς διαπερνά με καταστροφικό τρόπο μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μας. Σε αυτόν το χώρο συλλογικής απόγνωσης κινδυνεύει η δημιουργικότητα, η φαντασία μας, τότε αποικίζεται πλήρως το μυαλό μας, εκεί που χάνεται η ελευθερία την οποία λαχταράμε. Στην πραγματικότητα, το μυαλό που αντιστέκεται στην αποικιοποίηση αγωνίζεται για ελευθερία έκφρασης. Ο αγώνας μπορεί να μην αρχίζει καν από τον άποικο, μπορεί να αρχίζει μέσα στη διαχωρισμένη αποικισμένη κοινότητα και την οικογένειά μας. Γι’ αυτό θέλω να τονίσω ότι δεν προσπαθώ να επανεγγράψω ρομαντικά την έννοια αυτού του χώρου περιθωριακότητας, όπου οι καταπιεσμένοι ζουν ξεχωριστά από τους καταπιεστές τους, ως «αγνού». Θέλω να πω ότι αυτά τα περιθώρια είναι εξίσου τόποι καταπίεσης και πεδία αντίστασης. Κι όταν μπορούμε να ορίσουμε ξεκάθαρα τη φύση αυτής της καταπίεσης, αναγνωρίζουμε καλύτερα το περιθώριο ως τόπο στέρησης.  Συχνότερα, σωπαίνουμε, όταν πρόκειται να μιλήσουμε για το περιθώριο ως πεδίο αντίστασης. Συχνότερα, αναγκαζόμαστε να σωπάσουμε, όταν πρόκειται να μιλήσουμε για το περιθώριο ως πεδίο αντίστασης.

Να σωπάσουμε. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου βρέθηκα συχνά να εκφράζω τη φωνή της αντίστασης. Δεν μπορώ να πω ότι ο λόγος μου έτυχε θερμής υποδοχής. Δεν μπορώ να πω ότι ο λόγος μου εισακούστηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να αλλάξει τις σχέσεις μεταξύ αποίκου και αποικισμένου. Ωστόσο, παρατήρησα ότι αυτοί οι ακαδημαϊκοί, ιδίως όποιοι παρουσιάζονταν ως ριζοσπαστικοί κριτικοί στοχαστές, φεμινιστές στοχαστές, συμμετέχουν τώρα ολοκληρωτικά στην κατασκευή ενός λόγου για τον «Άλλο». Εκεί, σε αυτόν το χώρο, μαζί τους, έγινα ο «Άλλος». Σε αυτόν το χώρο, στα περιθώρια, σε αυτό τον οικείο διαχωρισμένο κόσμο του παρελθόντος και τους παρόντος μου. Δεν ήρθαν να με συναντήσουν σε αυτόν το χώρο. Με συναντούσαν στο κέντρο. Με υποδέχονταν ως άποικοι. Περιμένω να μου πουν τη διαδρομή της αντίστασής τους, πώς έφτασαν στο σημείο να αφήσουν τη δύναμή τους, ώστε να δρουν ως άποικοι. Λένε ότι ο λόγος για την περιθωριακότητα, για τη διαφορετικότητα, έχει προχωρήσει πέρα από μια συζήτηση του τύπου «εμείς και αυτοί». Δεν μας λένε πώς συνέβη αυτή η μετατόπιση. Αυτή είναι μια απάντηση από τον ριζοσπαστικό χώρο της περιθωριακότητάς μου. Είναι ένας χώρος αντίστασης. Είναι ο χώρος που επιλέγω.

Περιμένω να σταματήσουν να μιλούν για τον «Άλλο», ακόμα και να σταματήσουν να περιγράφουν πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να μιλάμε για διαφορετικότητα. Δεν είναι σημαντικό μόνο να μιλάμε, αλλά και το πώς και γιατί μιλάμε. Συχνά αυτός ο λόγος για τον «Άλλο» είναι επίσης ένα προσωπείο, ένας καταπιεστικός τρόπος ομιλίας, που κρύβει τα κενά, τις ελλείψεις, το χώρο που θα καταλάμβαναν οι λέξεις μας, αν μιλούσαμε, αν υπήρχε ησυχία, αν ήμασταν εκεί. Αυτό το «εμείς» είμαστε εμείς στα περιθώρια, το «εμείς» το οποίο καταλαμβάνει το χώρο του περιθωρίου που δεν είναι πεδίο κυριαρχίας αλλά τόπος αντίστασης. Ελάτε σε αυτόν το χώρο. Συχνά αυτός ο λόγος για τον «Άλλο» εκμηδενίζει, σβήνει. Δεν χρειάζεται να ακούω τη φωνή σου, όταν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό σου καλύτερα κι από εσένα τον ίδιο. Δεν χρειάζεται να ακούω τη φωνή σου. Μόνο πες μου για τον πόνο σου. Θέλω να μάθω την ιστορία σου. Και τότε θα σου την αφηγηθώ με ένα νέο τρόπο. Θα σου την αφηγηθώ με έναν τρόπο που θα έχει γίνει δικιά μου, κτήμα μου. Ξαναγράφοντάς σε, ξαναγράφω τον εαυτό μου. Παραμένω ο συγγραφέας, η εξουσία. Παραμένω ο άποικος, το ομιλούν υποκείμενο, και είσαι πλέον το επίκεντρο του λόγου μου. Σας υποδεχόμαστε ως απελευθερωτές. Αυτό το «εμείς» είμαστε εμείς στα περιθώρια, το «εμείς» το οποίο καταλαμβάνει το χώρο του περιθωρίου που δεν είναι πεδίο κυριαρχίας, αλλά τόπος αντίστασης. Ελάτε σε αυτόν το χώρο. Αυτό που διαβάζετε είναι μια παρέμβαση. Απευθύνομαι σε εσάς. Σας μιλώ από έναν τόπο στα περιθώρια, όπου είμαι διαφορετική, όπου βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Μιλώ για αυτά που βλέπω.

Μιλώντας από τα περιθώρια. Μιλώντας αντιστεκόμενη. Ανοίγω ένα βιβλίο. Οι λέξεις στο οπισθόφυλλο αναφέρουν: «Never in the shadows again (Ποτέ ξανά στις σκιές)». Είναι ένα βιβλίο που εισηγείται τη δυνατότητα να μιλάμε ως απελευθερωτές. Μόνο ποιος μιλά και ποιος σιωπά. Μόνο ποιος στέκεται στις σκιές – μια σκιά στο κατώφλι της πόρτας, στο χώρο όπου αναπαρίστανται οι εικόνες Μαύρων γυναικών χωρίς φωνή, στο χώρο όπου επικαλούνται τις λέξεις μας, για να εξυπηρετήσουν και να υποστηρίξουν τους σκοπούς τους, στο χώρο της απουσίας μας. Μόνο σιγανοί αντίλαλοι διαμαρτυρίας. Μας ξαναγράφουν. Είμαστε ο «Άλλος». Είμαστε το περιθώριο. Ποιος μιλά και σε ποιον απευθύνεται. Πού εντοπίζουμε τους εαυτούς μας και τους συντρόφους μας.

Να σωπάσουμε. Φοβόμαστε αυτούς που μιλούν για μας χωρίς να μιλούν σε εμάς ή μαζί μας. Ξέρουμε πώς είναι να σωπαίνεις. Ξέρουμε ότι οι δυνάμεις που μας αναγκάζουν να σωπάσουμε, επειδή δεν θέλουν να ακουστούμε ποτέ, διαφέρουν από τις δυνάμεις που μας λένε:

«Μίλα, πες την ιστορία σου. Μόνο μη μιλήσεις με τη φωνή της αντίστασης. Μόνο μίλα από αυτόν το χώρο στο περιθώριο, που είναι σύμβολο της στέρησης, μια πληγή, μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Μόνο έκφρασε τον πόνο σου».

Αυτό που διαβάζετε είναι μια παρέμβαση. Ένα μήνυμα από αυτόν το χώρο στο περιθώριο, που είναι ένας τόπος δημιουργικότητας και δύναμης, αυτό τον ασφαλή χώρο, όπου ανακτούμε τις δυνάμεις μας και κινούμαστε αλληλέγγυα για να εξαλείψουμε την κατηγορία «αποικισμένος-άποικος». Η περιθωριακότητα ως τόπος αντίστασης. Ελάτε σε αυτόν το χώρο. Ας συναντηθούμε εκεί. Ελάτε σε αυτόν το χώρο. Σας υποδεχόμαστε ως απελευθερωτές.

 

VI

Οι χώροι μπορεί να είναι πραγματικοί και φανταστικοί. Οι χώροι μπορεί να αφηγούνται ιστορίες και να ξετυλίγουν ιστορίες. Μπορούμε να παρέμβουμε, να οικειοποιηθούμε και να μεταμορφώσουμε τους χώρους μέσα από την καλλιτεχνική και συγγραφική πρακτική.

«Η οικειοποίηση και η χρήση του χώρου είναι πολιτικές πράξεις» (Πρατίμπα Πάρμαρ).

Για να μιλήσω για την τοποθεσία αυτή, από την οποία προκύπτει η δουλειά μου, χρησιμοποιώ οικεία πολιτικοποιημένη γλώσσα, παλιούς κώδικες, λέξεις όπως «αγώνας, περιθωριακότητα, αντίσταση». Επιλέγω αυτές τις λέξεις γνωρίζοντας ότι δεν είναι πια δημοφιλείς ή «κουλ» ‒ και προσκολλώμαι σε αυτές και στις πολιτικές κληρονομιές που φέρνουν στο νου και δηλώνουν, τη στιγμή ακριβώς που πασχίζω να αλλάξω το περιεχόμενό τους, να τους δώσω ένα ανανεωμένο και διαφορετικό νόημα.

 

VII

Εντοπίζω τον εαυτό μου στο περιθώριο. Κάνω σαφή διάκριση ανάμεσα στην περιθωριακότητα που επιβάλλεται από καταπιεστικές δομές και στην περιθωριακότητα εκείνη που επιλέγει κανείς ως τόπο αντίστασης, ως τοποθεσία ριζοσπαστικής ανοιχτότητας και δυνατότητας. Αυτός ο τόπος αντίστασης διαμορφώνεται διαρκώς στη διαχωρισμένη κουλτούρα αντίστασης, που αποτελεί την κριτική απόκρισή μας στην κυριαρχία. Φτάνουμε σε αυτόν το χώρο μέσα από τα βάσανα και τον πόνο, μέσα από τον αγώνα. Ξέρουμε ότι ο αγώνας είναι δύσκολος, φέρει προκλήσεις και αντιξοότητες, και ξέρουμε ότι ο αγώνας έχει χαρές, απολαύσεις και εκπληρώνει επιθυμίες. Μεταμορφωνόμαστε, ατομικά και συλλογικά, καθώς δημιουργούμε ριζοσπαστικό δημιουργικό χώρο που επιβεβαιώνει και συντηρεί την υποκειμενικότητά μας, που μας δίνει μια νέα τοποθεσία, από την οποία μπορούμε να εκφράσουμε τη δική μας αίσθηση για τον κόσμο.

 

Σημειώσεις

1 bell hooks (1989), Choosing the margin as a space of radical openness, Framework: The Journal of Cinema and Media, 36, σσ. 15-23. https://www.jstor.org/stable/44111660

bell hooks

Η bell hooks (1952-2021) ήταν Αφροαμερικανίδα φεμινίστρια θεωρητικός, συγγραφέας και ακτιβίστρια. Έγραψε δοκίμια, αυτοβιογραφικά κείμενα, ποιητικές συλλογές και παιδικά βιβλία, στα οποία πραγματευόταν τις διασταυρώσεις φυλής, φύλου και τάξης, αλλά και ζητήματα όπως η τέχνη, η αγάπη και η αλληλεγγύη.