Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Παρακολουθώντας τη δίκη της Χρυσής Αυγής…

Παρακολουθώντας τη δίκη της Χρυσής Αυγής…

 

Ευγενία Κουνιάκη, Χρύσα Παπαδοπούλου, Ισμήνη Θεοδωροπούλου, Δάφνη Κωστούλα

 


 

Περίληψη

Η δίκη της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε μια διαδικασία εν εξελίξει, η οποία ανέτρεχε μέσα από τις μαρτυρίες, την επισκόπηση του αποδεικτικού υλικού και της δικογραφίας, τις απολογίες, μια επώδυνη και αναστοχαστική αναδρομή στο παρελθόν, στη δολοφονία του Παύλου, του Σαχζάτ, στην απόπειρα ανθρωποκτονίας των Αιγύπτιων ψαράδων και των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, των αντιφασιστών του «Αντίπνοια» και μια σειρά επιθέσεις σε μετανάστες, σε ανθρώπους που τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν ή να βρεθούν στο διάβα της ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Ήταν μια συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία σε συνεχή αλληλεπίδραση με την κοινωνία, ακόμα και χωρίς τη συνεχή παρουσία –παρά ελαχίστων αλλά σημαντικών– δημοσιογράφων. Και αυτό αποτυπώθηκε και στη μέρα της απόφασης. Το κείμενο και η συνέντευξη, που ακολουθούν, είναι οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι ανησυχίες, οι προβληματισμοί, που μας καθόρισαν σε αυτή τη διαδικασία. Η συνέντευξη της Χρύσας Παπαδοπούλου είναι συγκινητικό κομμάτι αυτής της προσπάθειας δικού μας αναστοχασμού, ως ανθρώπων που απλώς παρακολουθήσαμε αυτή τη διαδικασία.

Η μέρα της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, αποτελεί μια μέρα που μας συγκλόνισε όλ@, μέσα και έξω από την αίθουσα. Ήταν μια στιγμή που συνένωσε όσες και όσους αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της καταδίκης της Χρυσής Αυγής, ώστε να μην υπάρξουν άλλα θύματα από την εγκληματική ναζιστική δράση της. Όμως η δίκη της Χρυσής Αυγής, διήρκεσε πάνω από πέντε χρόνια, με αναρίθμητες στιγμές συγκίνησης, πόνου, οργής, απορίας και άλλων συναισθημάτων και πολλών σκέψεων και προβληματισμών. Υπάρχουν καταθέσεις, στιγμές, βλέμματα, απολογίες, λόγια και εικόνες που έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μας και αναδεικνύουν την ιδεολογία και δράση της Χρυσής Αυγής.

Κάποια συζητήθηκαν ευρέως, χάρις στους ελάχιστους δημοσιογράφους που βρίσκονταν πάντα παρόντες. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η δήλωση του Ρουπακιά κατά την απολογία του, όπου ξεστόμισε ότι «Έγινε μια απλή ανθρωποκτονία και την κάνανε ολόκληρη ιστορία επειδή ήταν πολιτικό θέμα»1, καθώς και ο ισχυρισμός ότι «ο Φύσσας έσκυψε και το μαχαίρι τον πήρε στην καρδιά»2. Όπως επίσης οι εκνευριστικά γελοίες προσπάθειες απάντων των κατηγορουμένων να απαρνηθούν τη ναζιστική τους ταυτότητα ενώπιον του δικαστηρίου, με χαρακτηριστική την απάντηση του Χρήστου Παππά, στην επίδειξη συγκεκριμένης φωτογραφίας, στην οποία εμφανίζεται με τον ανήλικο γιο του να χαιρετούν ναζιστικά ότι «ήταν Τριώδιο, πλάκα κάναμε».3 Αρκετά ήταν και τα περιστατικά που συμπύκνωσαν με τον πιο συμβολικό τρόπο τι είναι ο ναζισμός, πώς λειτουργεί μια ναζιστική οργάνωση, πώς τα μέλη της αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη ζωή και πώς ο ναζισμός ως ιδεολογία διαμορφώνει τα μέλη της συνολικά.

Σε αυτό το κείμενο, «καταθέτουμε» τις δικές μας σκέψεις, εικόνες και στιγμές, από την πολυετή διάρκεια της δίκης της Χρυσής Αυγής. Συμμετείχαμε σε αυτήν είτε ως μέλη είτε της πολιτικής αγωγής θυμάτων της Χρυσής Αυγής είτε ως παρατηρήτρια μέσα από την σημαντική συμβολή του Golden Dawn Watch.

Τον τρόμο και την αγωνία βλέποντας το ελάχιστων δευτερολέπτων βίντεο από το κινητό του Ι. Καζαντζόγλου, καταγεγραμμένο στις 6/9/2013, έντεκα μέρες πριν από τη δολοφονία του Παύλου, που αποτυπώνει το μίσος του Χρυσαυγίτη ναζιστή απέναντι σε νεαρό σομαλικής πιθανόν καταγωγής. Αυτά τα δεκατέσσερα δευτερόλεπτα της «απόλυτης ανατριχίλας», όπως το παρουσιάζει και το Omniatv, όπου ο καταδικασμένος Χρυσαυγίτης της Τοπικής Νίκαιας τον βάζει στο σπίτι του, τον διατάζει να κάτσει κάτω, ενώ τον τραβάει με την κάμερα, λέγοντας με μίσος: «Γαμώ το σπίτι σου, μούλε!» Το ερώτημα τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος και ποιος, άραγε, θα μάθει ποτέ. Τη συνειδητοποίηση επίσης ότι ο Παύλος, όταν στάθηκε να προστατέψει τους φίλους του από τις επιθέσεις του τάγματος εφόδου της Νίκαιας, υπεράσπιζε παράλληλα και όλον αυτό τον κόσμο. Και δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι ο Παύλος, με τη ζωή του και την έναρξη όλης αυτής της μακρόχρονης ποινικής διαδικασίας, αποτέλεσε την ασπίδα για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας πολλών ακόμη ανθρώπων.

Υπήρξαν και στιγμές που νιώσαμε συγκίνηση από μία αυθόρμητη, απλή και ανθρώπινη αλληλεγγύη, την αλληλεγγύη των ψαράδων αλιεργατών που, όταν ο Εμπουζίντ Εμπάρακ ήταν στην ανάρρωση από την απόπειρα δολοφονίας του, ανίκανος να εργαστεί, οι συνάδελφοι και ομοεθνείς του τον έπαιρναν μαζί στη βάρκα ως έναν επιπλέον αλιεργάτη και δούλευαν αυτοί για αυτόν, ώστε να μπορεί να βγάζει και αυτός ένα μεροκάματο. Ή όπως όταν οι σύντροφοι του Πουλικόγιαννη συνειδητοποίησαν ότι ο στόχος της επίθεσης του τάγματος εφόδου της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα ήταν ο Πουλικόγιαννης, συμπτύχθηκαν και έπεσαν πάνω του για να τον προστατέψουν.

Ευγενία Κουνιάκη

 

Στα δικά μου μάτια, συμβολική ήταν μια σκηνή που εκτυλίχθηκε τον Μάιο του 2015 στις Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, τότε που εκδικαζόταν στη διπλανή αίθουσα η δίκη των Πυρήνων της Φωτιάς. Τότε, κατά τη διάρκεια μιας μεταγωγής, προκλήθηκε μεγάλη ένταση έξω από τη δικαστική αίθουσα, όπου γινόταν η δίκη της Χρυσής Αυγής, και ακούστηκαν αντιφασιστικά συνθήματα από ανθρώπους σχετιζόμενους με τη «διπλανή» δίκη.

Ήταν από τις πρώτες δικασίμους της δίκης της Χ.Α., και η δικαστική αίθουσα ήταν ακόμη γεμάτη: κατηγορούμενοι, συνήγοροι, κοινό, δημοσιογράφοι και πάρα πολλοί αστυνομικοί. Και ενώ η διαδικασία κυλούσε ομαλά, ξαφνικά ακούστηκε πολλή φασαρία απ’ έξω: ποδοβολητά, χτυπήματα στους τοίχους, φωνές, συνθήματα κατά της Χρυσής Αυγής, η πλαϊνή πόρτα της αίθουσας άνοιξε ξαφνικά, ένα μπουκάλι εκτοξεύτηκε μες στην αίθουσα. Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε πανδαιμόνιο, μα, φυσικά, δεν κινδύνεψε ποτέ κανείς πραγματικά από αυτό το περιστατικό. Όμως, αυτά τα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να τρομοκρατηθούν δύο κατηγορούμενοι στους οποίους έτυχε να πέσει το βλέμμα μου εκείνη τη στιγμή: Ήταν ολοφάνερο ότι και οι δύο ‒κατηγορούμενοι για την επίθεση στους Αιγύπτιους ψαράδες‒, όταν κατάλαβαν ότι τα συνθήματα ήταν κατά της Χρυσής Αυγής, φοβήθηκαν πάρα πολύ. Τρομοκρατήθηκαν, παρόλο που αυτή φασαρία έγινε, αν μη τι άλλο, σε μια κατάφωτη δικαστική αίθουσα, παρόλο που ήταν περιτριγυρισμένοι από αστυνομικούς και δημοσιογράφους, παρόλο που ήταν φρουρούμενοι και δεν ήταν δυνατό να κινδυνέψουν πραγματικά.

Και είναι να αναρωτιέσαι: Αν αυτοί τρομοκρατήθηκαν από μια φασαρία που προκλήθηκε μέρα μεσημέρι σε μια γεμάτη δικαστική αίθουσα, πώς να ένιωσαν, άραγε, οι Αιγύπτιοι ψαράδες, λίγα χρόνια πριν, όταν το τάγμα της Χρυσής Αυγής, στο οποίο οι δύο νεαροί συμμετείχαν, επιτέθηκε στο σπίτι τους μέσα στη νύχτα, μακριά από τα βλέμματα όλων; Πώς να ένιωσαν τα δύο ανήλικα παιδιά του Άχμεντ, όταν, εκεί που κοιμόνταν, άκουσαν πολλά άτομα να προσπαθούν να εισβάλουν στο σπίτι τους πετώντας πέτρες και χτυπώντας τους τοίχους με σίδερα και ξύλα, «λες και γινόταν σεισμός», όπως κατέθεσαν μάρτυρες; Πώς να ένιωσαν ο Σάαντ, ο Μοχάμεντ, ο Άχμεντ, όταν οι Χρυσαυγίτες, αφού χτύπησαν με σίδερα και ξύλα τον Αμπουζίντ που κοιμόταν στην ταράτσα και τον άφησαν μισοπεθαμένο, κατέβηκαν στο σπίτι τους φωνάζοντας: «θα σας δείξουμε τι είναι η Χρυσή Αυγή» κι άρχισαν να χτυπάνε πόρτες και παράθυρα και άδειασαν μέσα στο χολ έναν πυροσβεστήρα;

Και απ’ την άλλη, ποια διαστρέβλωση καθιστά ικανό έναν άνθρωπο, που τρέμει το φυλλοκάρδι του από ένα επεισόδιο σε μια φρουρούμενη δικαστική αίθουσα μέρα μεσημέρι, να κάνει νυχτερινές επιθέσεις και να ασκεί τέτοια σαρωτική βία απέναντι σε ανθρώπους που δεν ξέρει προσωπικά;

Ένα από τα πράγματα που μας έμαθε η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι πώς άνθρωποι, που στην καθημερινότητά τους είναι φοβισμένοι (δικαίως ή αδίκως), μπορούν να μετατραπούν σε θηρία, μόνο και μόνο επειδή εντάσσονται σε μια ναζιστική οργάνωση. Η ατομική αδυναμία τους αναπληρώνεται από τη δύναμη της δολοφονικής οργάνωσης στην οποία εντάσσονται, και έτσι αποκτούν μια απάνθρωπη δύναμη που υπερβαίνει τις ατομικές τους δυνατότητες.

Ισμήνη Θεοδωροπούλου

 

Χαρακτηριστική είναι μία εικόνα κατά την αποχώρηση του Νικόλαου Μιχαλολιάκου μετά το πέρας της απολογίας του, όταν οι οπαδοί του ναζιστικού μορφώματος, που είχαν συγκεντρωθεί εντός της αίθουσας, κι ενώ τον είχαν παρακολουθήσει να αποποιείται πλήρως την ιδεολογία τους, ανάγοντάς τη σε παλιές αντιλήψεις που δήθεν πλέον καμία σχέση δεν έχουν με το κόμμα του, καθώς και να διαψεύδει στελέχη της οργάνωσής τους και μάρτυρες, στάθηκαν προσοχή για να περάσει από μπροστά τους, πολλοί χαιρέτισαν ναζιστικά και φώναξαν: «αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή», πριν καν αποχωρήσουν από την αίθουσα οι δικαστές, τους οποίους προσπαθούσαν να πείσουν επί πέντε έτη ότι καμία σχέση δεν έχουν με τη φασιστική ιδεολογία. Αυτή η εικόνα ήταν ενδεικτική τόσο της αφοσίωσης στον «αρχηγό», όσο και της πειθαρχίας εντός της οργάνωσης, που μάλιστα την περίοδο εκείνη βρισκόταν ήδη υπό διάλυση.

Στις σκέψεις μου, πάντως, έπαιξε καθοριστικό ρόλο μία όχι και τόσο σημαντική μέρα: η μέρα που εξετάστηκαν οι τρεις μάρτυρες υπεράσπισης της Θέμιδος Σκορδέλη, καθώς ήταν ίσως οι μοναδικές μάρτυρες υπεράσπισης που δεν προέρχονταν από το φιλικό ή οικογενειακό περιβάλλον των κατηγορούμενων, ούτε είχαν υπάρξει στελέχη ή υπάλληλοι της εγκληματικής οργάνωσης. Αντιθέτως, προέρχονταν από την περιοχή όπου η Χρυσή Αυγή έκανε αισθητή την παρουσία της για πρώτη φορά τόσο μαζικά το 2008, συστήνοντας τα μέλη της ως «αγανακτισμένους πολίτες», σπέρνοντας τον τρόμο, πρακτική που οδήγησε στη διείσδυση στην τοπική κοινωνία και στην εκλογή τους αρχικά στο Δημοτικό Συμβούλιο το 2010 και έπειτα στη Βουλή το 2012. Μου προκάλεσε εντύπωση ότι οι μάρτυρες αυτές παρουσιάστηκαν στις 8/5/2019 για να υπερασπίσουν μία κατηγορούμενη που είχε ήδη κριθεί ένοχη από τον Ιούλη του 2017, ως επικεφαλής του τάγματος της ναζιστικής οργάνωσης στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη σωματική βλάβη και συγκεκριμένα σε μαχαίρωμα κατά του Αλί Ραχίμι από το Αφγανιστάν το 2011. Η πίστη τους δε στη Χρυσαυγίτισσα που ήρθαν να υπερασπίσουν, συμπυκνώνεται στη φράση μιας εξ αυτών «δεν θα μπορούσε να συμμετέχει στο μαχαίρωμα Αφγανών» γιατί «είναι μικροκαμωμένη, όμορφη γυναίκα, δεν θα μπορούσε με τα τακούνια… με σικάτο ντύσιμο».

Παρακολουθούσαμε αυτές τις μάρτυρες να περιγράφουν την κατάσταση όπως τη βίωναν στη γειτονιά τους, και ακούγαμε, αφενός, για μετανάστες που ζουν σε άθλιες συνθήκες, στοιβαγμένοι σε μικρά διαμερίσματα, και αφετέρου, για ανθρώπους που έκλεισαν τα μαγαζιά τους το 2010 λόγω της κρίσης και που οι τελευταίοι προσφεύγουν για βοήθεια σε ένα κόμμα το οποίο υποσχόταν ότι «θα ξεβρομίσει τον τόπο» από τους πρώτους, δίχως να σκεφτούν ότι οι ίδιες αιτίες έχουν φέρει άπαντες σε αυτή τη δεινή θέση, και δίχως καν να φανταστούν ότι μπορούν να παλέψουν ενάντια σε ό,τι γεννά τις αιτίες αυτές. Μέσα από αυτές τις καταθέσεις, που γενικά «δεν ήξεραν» και «δεν είχαν ρωτήσει τίποτα» ‒κοινό χαρακτηριστικό όλων των μαρτύρων υπεράσπισης‒, γινόταν τόσο καθαρό ότι ο φασισμός αξιοποιεί ιδιαιτέρως τις οδυνηρές συνέπειες της κρίσης, πατάει πάνω στην ανεργία και τη φτώχεια, σε υπαρκτή, δηλαδή, κατάσταση!

Κι έτσι, σε μια «απλή μέρα της δίκης» γινόταν καθαρό ότι, όσο υπάρχουν αυτά τα προβλήματα, θα βρίσκει έδαφος αυτή η τερατώδης ιδεολογία και ότι πρέπει όλοι να είμαστε εκεί διαρκώς για να μην πιάσει ρίζες και φουντώσει ξανά. Μια μέρα που δεν συζητήθηκε ιδιαιτέρως για το περιεχόμενό της, κατά την οποία μπροστά μου απαντήθηκε η απορία που εύκολα προκύπτει σε κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο: Πώς γίνεται, τόσα χρόνια μετά, κάποιοι να πιστεύουν και να στηρίζουν τον εθνικοσοσιαλισμό, ενώ γνωρίζουμε τη φρίκη που έφερε στην Ελλάδα και την Ευρώπη; Γίνεται γιατί «οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν» και ριζώνουν στην πραγματικότητα της ανέχειας που βιώνουμε όλοι, στον όποιο βαθμό ο καθένας.

Δάφνη Κωστούλα

 

Η αγωνία για το μέλλον είναι αγωνία όλων μας, είναι μια αγωνία για έναν ακροδεξιό λόγο σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, σε επίπεδο ενίσχυσης της αστυνομίας στον δημόσιο χώρο, με τις γνωστές διασυνδέσεις αυτής και την προηγούμενη ασυλία και «προστασία» δράσεων της Χρυσής Αυγής, είναι στην επίσημη ρητορική περί ασφάλειας και προστασίας από τους πρόσφυγες και μετανάστες, με τις συνεχείς επαναπροωθήσεις προσφύγων στο Αιγαίο και στον Έβρο, με την προσπάθεια καθιέρωσης ενός θεσμικού ρατσισμού κατά των παιδιών των προσφύγων και της θέσης τους εκτός δημόσιας εκπαίδευσης, είναι ολόκληρη η αντιπροσφυγική και αντιμεταναστευτική πολιτική που θυμίζει Όρμπαν και όχι μόνο. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η καταδικαστική απόφαση στις 7 Οκτώβρη είναι μια νίκη ενάντια σε αυτόν το ρατσισμό και ένα καθοριστικό βήμα απονομιμοποίησης της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής, ακόμη και αν εκφέρεται από άλλα χείλη.

* * * * * * * * *

Σε αυτή τη δίκη είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε ωραίους ανθρώπους, συντροφικούς, που προσέγγισαν με σεβασμό τόσο την υπόθεση, όσο και ο ένας τον άλλο, που επέδειξαν συνεργασία και αφοσίωση σε έναν κοινό στόχο, ανθρώπους που ξέρουμε ότι αποτελούν εγγύηση για την ακροαματική διαδικασία στο Εφετείο.

Με αυτήν τη σκέψη στο μυαλό, ζητήσαμε από τη Χρύσα Παπαδοπούλου, συνήγορο πολιτικής αγωγής στην υπόθεση του Παύλου Φύσσα, να μας απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις:

Βρισκόμαστε στο 2021, η πρωτόδικη απόφαση έχει εκδοθεί και αναμένουμε την έναρξη της διαδικασίας στον δεύτερο βαθμό. Υπάρχει αγωνία για τη διαδικασία στον δεύτερο βαθμό, για την απόφαση, για την επιμονή του αντιφασιστικού κινήματος να ολοκληρώσει τη μάχη με τη Χρυσή Αυγή; Πολύς κόσμος ανακουφίστηκε στο άκουσμα της καταδικαστικής απόφασης της 7ης Οκτωβρίου, αλλά πόσο δεδομένη πρέπει να θεωρούμε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου;

Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το δικαστήριο αυτό ήταν το πρωτόδικο. Οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση, και αυτό σημαίνει ότι θα εκδικαστεί ξανά όλη η υπόθεση της Χρυσής Αυγής από το δευτεροβάθμιο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων, με διαφορετική δικαστική σύνθεση. Καθόλου δεδομένη δεν είναι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει να είμαστε όλοι σε εγρήγορση. Το δικαστικό κομμάτι της μάχης ενάντια στο ναζισμό δεν έχει τελειώσει. Θα πρέπει, όμως, να είμαστε σε εγρήγορση και για έναν άλλο λόγο: Από το 2013 μέχρι και την έκδοση της απόφασης το 2020, έγιναν τουλάχιστον δύο προσπάθειες, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν, για νομοθετική αλλαγή του άρθρου 187 ΠΚ περί εγκληματικής οργάνωσης. Αν γινόταν δεκτή αυτή η αλλαγή, η εισαγωγή του οικονομικού κινήτρου στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ‒και όχι ως επιβαρυντική περίπτωση, όπως ισχύει σήμερα‒ θα σήμαινε αυτομάτως την απαλλαγή όλων των κατηγορούμενων για ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, χωρίς καν να παραπεμφθούν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Όλοι οι πρώην βουλευτές της Χρυσής Αυγής και ο Αρχηγός τους θα απαλλάσσονταν υποχρεωτικά εκ του νόμου. Αυτό θα ήταν ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα για το κράτος Δικαίου στην Ελλάδα και για το θεσμό της Δικαιοσύνης. Επομένως, τίποτε δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο σε σχέση με τη δικαστική μάχη ενάντια στην Χρυσή Αυγή.

Τι σηματοδότησε για σένα η Εισαγγελική πρόταση στις 18/12/2019;

Η εισαγγελική πρόταση της 18ης/12/2019 ήταν μία απογοητευτική μέρα για τον θεσμό της Εισαγγελίας· όχι μόνο κατά το περιεχόμενό της, αλλά κυρίως κατά την αιτιολογία της. Ήταν μια πρόταση που αλλοίωνε και συσκότιζε τα στοιχεία της δικογραφίας, γεγονός θλιβερό για ένα λειτουργό της δικαιοσύνης. Δεν μιλάω για ερμηνεία και συμπεράσματα πάνω σε αποδεικτικά στοιχεία. Μιλάω για γεγονότα που επιδέχονται μίας μόνο απάντησης ‒«ναι» ή «όχι»‒ και αποδεικνύονται από τη δικογραφία. Όπως, για παράδειγμα, το αν ο δολοφόνος Ρουπακιάς μίλησε στο τηλέφωνο ή όχι με τον υπεύθυνο ασφαλείας της Τοπικής Οργάνωσης Νίκαιας, Καζαντζόγλου, πριν από τη δολοφονία. Η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου στη δικογραφία έλεγε «ναι», η εισαγγελέας είπε: «Όχι, δεν μίλησαν, άρα τυχαία βρέθηκε ο Ρουπακιάς στο σημείο της δολοφονίας».

Η πρότασή της περί απαλλαγής όλων των κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Παύλου πλην του Ρουπακιά και όλων ανεξαιρέτως για ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης σήμαινε ότι έπρεπε να ανασυνθέσουμε από την αρχή κάθε στοιχείο, κάθε μαρτυρία, κάθε έγγραφο και βίντεο. Έπρεπε να απαντήσουμε σε κάθε αλλοίωση ή παράβλεψη των στοιχείων, σε κάθε αναπόδεικτο και αβάσιμο ισχυρισμό, να αναδείξουμε κάθε αντίφαση στην υπερασπιστική γραμμή των κατηγορούμενων. Έπρεπε ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής-υποστήριξης της κατηγορίας να αποδομήσουμε πλήρως κάθε ίχνος αξιοπιστίας της εισαγγελικής πρότασης και να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Και το καταφέραμε.

Ταυτόχρονα, όμως, η εισαγγελική πρόταση, με την προκλητική για την αλήθεια και την κοινή λογική αιτιολογία της, κατάφερε να «ξυπνήσει» τον κόσμο, ο οποίος αντιλήφθηκε τι μέρες θα ξημέρωναν για όλους εμάς, αν η πρόταση γινόταν δεκτή από το δικαστήριο. Θα επικρατούσαν η βία, ο ζόφος, και θα πηγαίναμε ως χώρα πολλά χρόνια πίσω. Οπότε, εντέλει, θεωρώ ότι η εισαγγελική πρόταση συσπείρωσε ακόμη περισσότερο κόσμο που αισθάνθηκε την ανάγκη να βροντοφωνάξει ότι «όχι, δεν είναι αθώοι».

Η καταδίκη της ηγεσίας και των μελών των ταγμάτων εφόδου μπορεί να σημάνει και το τέλος της Χρυσής Αυγής;

Θεωρώ ότι η Χρυσή Αυγή με αυτή τη δομή, με αυτά τα πρόσωπα και με το επιχειρησιακό επίπεδο δράσης που είχε τον Σεπτέμβριο του 2013, δηλαδή με τα τάγματα εφόδου να τρομοκρατούν και να εγκληματούν, έχει τελειώσει ύστερα από αυτή την καταδικαστική απόφαση. Το ενδεχόμενο συνεργασιών με άλλα ναζιστικά ή ακροδεξιά μορφώματα είναι ιδιαιτέρως απίθανο, καθώς όποιος συσχετίζεται με τα άτομα της Χρυσής Αυγής «λερώνεται» από τη στάμπα του καταδικασμένου ναζιστή. Οπότε, πολιτικά είναι απομονωμένοι και επιχειρησιακά δεν θα επιστρέψει η Χρυσή Αυγή ποτέ στο επίπεδο του 2013.

Όμως, με την Ακροδεξιά στην Ελλάδα;

Αυτό είναι άλλο θέμα. Η Χρυσή Αυγή ήταν μια καθαρά ναζιστική οργάνωση στα πρότυπα οργάνωσης του χιτλερικού NSDAP. To ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, από την άλλη, ήταν ένα ακροδεξιό κόμμα, αλλά δεν είχε τάγματα εφόδου. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ εθνικοσοσιαλισμού και Ακροδεξιάς, και είναι σημαντικό να το σημειώσουμε. Η Ακροδεξιά, όμως, ήταν κυβερνητικός εταίρος αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια και σε ορισμένες χρονικές περιόδους ήταν η κυρίαρχη τάση μέσα στη ΝΔ. Έχει βαθιές ρίζες. Η μάχη ενάντια στην Ακροδεξιά, στο ρατσισμό, στην ξενοφοβία, στην ισλαμοφοβία και τη μισαλλοδοξία γενικότερα είναι μια μάχη στο πεδίο των πολιτικών ιδεών. Δεν τελειώνουμε με την Ακροδεξιά με μια δικαστική απόφαση. Πρέπει να αναλογιστούμε γιατί ένα κομμάτι της κοινωνίας ‒όχι η πλειονότητά της‒ στρέφεται προς την Ακροδεξιά. Δεν είναι, όμως, ένα ελληνικό φαινόμενο αυτό· δυστυχώς, το βλέπουμε σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Ακούγοντας τα μέλη του τάγματος εφόδου της Τοπικής της Νίκαιας, για το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, νιώσαμε πόσο αμετανόητοι και ναζιστές ήταν, παρ’ όλη την τακτική συγκάλυψης που είχαν. Πώς ήταν να βλέπεις όλους αυτούς που τόσα χρόνια τούς βλέπαμε μέσα από έγγραφα και βίντεο να έρχονται στο δικαστήριο και να καταθέτουν;

Τους έβλεπες στα βίντεο να κάνουν παρελάσεις στις γειτονιές της Νίκαιας με επικεφαλής τον Λαγό, με τη στολή παραλλαγής άσπρο-μαύρο-γκρι, στοιχισμένοι με βήμα, όλοι σωματώδεις, όλοι να ουρλιάζουν και να ξερνούν μίσος στο φως της μέρας, και σου προκαλούσε τρόμο η εικόνα. Ο στρατός της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια και στον Πειραιά. Αν συμπεριφερόταν με αυτό τον τσαμπουκά στο φως της μέρας, καταλάβαινες τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια των «νυχτερινών δράσεων» της Τοπικής, για τις οποίες ενημερώνονταν με απόρρητα μηνύματα μόνο τα μέλη της Ασφάλειας. Όταν βέβαια προσήλθαν στο δικαστήριο χωρίς τις παραλλαγές, αλλά με τα κουστούμια τους, ο τσαμπουκάς τους είχε κάνει φτερά. «Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, δεν ήμουν εκεί». Προσπαθούσαν να «μαλακώσουν» τις φωνές τους και να απαντούν με σεβασμό στις ερωτήσεις της έδρας. Ήταν εμφανή η προσπάθεια και το δασκάλεμα. Κάποιοι από αυτούς τόλμησαν να ψελλίσουν ότι «πρόκειται για πολιτική δίωξη», μηρυκάζοντας τις θεωρίες των ανωτέρων τους και ουσιαστικά μένοντας πιστοί στην εγκληματική οργάνωση. Δεν μπορώ να πω ότι τους θεωρούσα επικίνδυνους, όσο ήταν μέσα στο δικαστήριο. Καταλάβαινες την προσπάθειά τους να συγκρατηθούν, να προσποιηθούν τα καλά, ήρεμα παιδιά, που έχουν οικογένεια και παιδιά. Η πίεση για αυτούς σίγουρα ήταν μεγάλη. Δεν είναι τυχαίο που ο πυρηνάρχης της Νίκαιας, ο άνθρωπος που στο βίντεο λέει: «ό,τι κινείται σφάζεται», λιποθύμησε μία μέρα πριν από την προγραμματισμένη απολογία του εντός της αίθουσας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σε ένα επίπεδο, ένιωθες μια ικανοποίηση από την αποτυχημένη προσπάθειά τους να προσποιηθούν ότι ήταν κάτι διαφορετικό από μέλη τάγματος εφόδου μίας ναζιστικής οργάνωσης. Να ακούς τον Τσακανίκα-υπεύθυνο ιδεολογικής εκπαίδευσης της Τοπικής της Νίκαιας να λέει ότι «αυτά περί εθνικοσοσιαλισμού ήταν ανωριμότητες και καραγκιοζιλίκια». Γιατί έβλεπες ότι ο καθένας από μόνος του, εκτός τάγματος, χωρίς τις στολές, τα ρόπαλα και τα μαχαίρια, ήταν ένας άνθρωπος «μικρός».

Το πολυετές της διαδικασίας ήταν αποτρεπτικό για πολύ κόσμο να παρακολουθεί με τακτικότητα την ακροαματική διαδικασία. Και λίγοι ήταν οι δημοσιογράφοι που ήταν εκεί καθημερινά. Στις 7/10, όμως, και ήδη από τη διαδήλωση στις 17/9 στο Κερατσίνι, το αντιφασιστικό κίνημα με όλη του την ευρύτητα έδωσε ένα δυναμικό «παρών» έξω από το Εφετείο. Ήταν μια έκπληξη για εμάς; Πώς το αντιλήφθηκες;

Η τελευταία διαδήλωση της 17ης/9/2020 ήταν προσωπικά από τις πιο συγκλονιστικές πορείες που έχω συμμετάσχει γενικότερα. Χωρίς επεισόδια, με απίστευτο παλμό, ένιωθες ότι το ποτάμι πίσω δεν γυρνά. Ένιωθες ότι ο κόσμος δεν θα μπορούσε να ανεχτεί μια ενδεχόμενη αθώωση της Χρυσής Αυγής. Αυτό που αντίκρισα δε στις 7/10/2020 δεν περιγράφεται με λόγια. Μια θάλασσα από κόσμο, με μάσκες, να αγωνιά και να είναι παρών. Κάθε φορά που βλέπω το βίντεο από την ανακοίνωση της απόφασης και την αντίδραση του κόσμου, συγκινούμαι. Ήταν μια στιγμή συλλογικής ανάτασης, που θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία αυτού του τόπου. Ήταν μία μάχη που το αντιφασιστικό κίνημα έδωσε όλα αυτά τα χρόνια και κέρδισε· κατάφερε να συσπειρώσει την κοινωνία. Όσοι ήταν μέσα και έξω από την αίθουσα εκείνη τη μέρα είναι κομμάτι της ιστορίας.

Τι κρατάς από τις δικαστίνες και τους δικαστές σε αυτή τη διαδικασία;

Από την πρόεδρο Μαρία Λεπενιώτη, πέρα από την ενδελεχή γνώση της δικογραφίας, κρατάω τον ήρεμο, επιβλητικό και αποστασιοποιημένο τρόπο με τον οποίο διηύθυνε τη διαδικασία. Όπως δήλωσαν κατ’ επανάληψη και οι συνήγοροι υπεράσπισης κατά τις αγορεύσεις τους, δεν είχαν κανένα παράπονο από τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Από την εφέτη Γεσθημανή Τσουλφόγλου και την αναπληρώτρια πρόεδρο Μαρία Βάρκα κρατάω τη σε βάθος γνώση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού και τις καίριες ερωτήσεις που έθεταν συμπληρωματικά στην εξέταση από την Πρόεδρο.

Αυτή η δίκη απαιτούσε μια αφιέρωση από τους/τις δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, υπήρχαν στιγμές που να είχες απελπιστεί; Ή που να αμφιβάλλεις αν θα αποδοθεί με κάποιον τρόπο δικαιοσύνη;

Υπήρχαν σίγουρα στιγμές που είχα κουραστεί· κυρίως κατά τη διαδικασία της προετοιμασίας των αναγνωστέων εγγράφων, όπου έπρεπε να παρακολουθήσουμε εκατοντάδες ώρες βίντεο από τους κατασχεμένους υπολογιστές των κατηγορουμένων, να συγκεντρώσουμε τις σημειώσεις μας όλοι οι συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής-υποστήριξης της κατηγορίας και να αποφασίσουμε τι από όλα θα παρουσιάσουμε στο δικαστήριο. Πίστευα ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη, με την αναγνώριση της ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης με κορυφή τον Μιχαλολιάκο ‒ βέβαια, ποτέ δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος για μια δικαστική απόφαση σε οποιοδήποτε δικαστήριο, όσα αποδεικτικά στοιχεία κι αν υπάρχουν.

Η Μάγδα είναι μια γυναίκα που συγκεντρώνει μια σειρά από χαρακτηριστικά, με κυρίαρχο την απλότητα ενός ανθρώπου, μιας μάνας που έχει χάσει τόσο άδικα τον Παύλο, σε ένα βράδυ, της εργάτριας από το Κερατσίνι, του νοιαξίματος που έχει για τη μάνα και τον πατέρα της Ελένης Τοπαλούδη, του Ζακ Κωστόπουλου και ενός πολιτικού κριτηρίου τόσο οξυμμένου, που όλες μας πάντα μάς εντυπωσίαζε. Πιστεύεις ότι ο τρόπος που η Μάγδα προσέγγισε αυτή τη δίκη και τον κόσμο έξω από αυτήν έπαιξε ρόλο στη συσπείρωση που παρατηρήθηκε γύρω από τη δίκη ;

Είμαι σίγουρη ότι όλη η οικογένεια του Παύλου, ο Τάκης, η Ειρήνη, αλλά ιδίως η Μάγδα Φύσσα, έπαιξε καταλυτικό ρόλο τόσο στην έξοδο της Χρυσής Αυγής από τη Βουλή το 2019, όσο και στη συσπείρωση του κόσμου γύρω από τη δίκη, με αποκορύφωμα τη συγκέντρωση της 7ης/10/2020. Αυτή η γυναίκα βίωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία που μπορεί να βιώσει άνθρωπος, και αυτός ο πόνος δεν την καταρράκωσε· έκανε τον πόνο της δύναμη και στάθηκε όρθια, όπως και ο Παύλος, όλα αυτά τα πεντέμισι χρόνια του δικαστηρίου κάθε μέρα παρούσα να αντιμετωπίζει τους δολοφόνους του παιδιού της. Συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή ότι το διακύβευμα δεν ήταν η ποινική καταδίκη του Ρουπακιά, αλλά της ηγεσίας που τον εκπαίδευσε και τον όπλισε. Είναι συγκλονιστική η δύναμη ψυχής που έχει, η ενσυναίσθηση σε προσωπικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Νιώθει τι συμβαίνει γύρω της, νοιάζεται και πονάει για τους ανθρώπους, και αγωνίζεται για αυτούς όπως μπορεί. Η εικόνα αυτής της μαυροντυμένης μάνας που άντεξε και βγήκε μπροστά, για να μην ξανασυμβεί αυτό που συνέβη στην οικογένειά της, νομίζω ότι μίλησε στην καρδιά όλου του κόσμου.

Σε αυτήν τη δίκη είδαμε να καταθέτουν μια σειρά από γυναίκες ως μάρτυρες κατηγορίας, όπως η Δήμητρα Ζώρζου, η Καραγιαννίδου, η Τρούλλου Μαρία, αλλά και ως μάρτυρες υπεράσπισης, όπως η σύντροφος του Καζαντζόγλου. Προβληματίστηκες καθόλου σχετικά με τα έμφυλα ζητήματα σε αυτή τη δίκη;

Ο πρώτος προβληματισμός σχετικά με έμφυλα ζητήματα σε αυτή τη δίκη προήλθε, καταρχάς, από τον αριθμό των γυναικών συνηγόρων σε αυτήν αλλά και γενικά σε κάθε ποινική δίκη. Έχει ενδιαφέρον, ξέρετε, μπαίνεις στη Νομική Σχολή, είναι η συντριπτική πλειονότητα γυναίκες. Γίνεσαι ασκούμενη δικηγόρος, βλέπεις στις γραμματείες και στις ουρές και πάλι η πλειονότητα των ασκουμένων είναι γυναίκες. Οι άντρες είναι σχεδόν ανύπαρκτοι σε αυτά τα στάδια. Μπαίνεις μετά σε μια αίθουσα Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, και οι γυναίκες συνήγοροι, αν υπάρχουν, είναι ελάχιστες.

Αλλά πέρα από αυτό, η παρουσία των γυναικών δικαστών που ενεπλάκησαν τόσο στο στάδιο της ανάκρισης (η 6η Τακτική Ανακρίτρια Πειραιά Στεφανία Χανιώτη, οι ανακρίτριες του Εφετείου Αθηνών, Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου) όσο και ενώπιον του δικαστηρίου, ήταν καταλυτική, όπως ανέφερα πιο πάνω. Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας ήταν και η παρουσία των γυναικών μαρτύρων κατηγορίας. Η Δήμητρα Ζώρζου και η Παρασκευή Καραγιαννίδου, δύο εικοσάχρονες φοιτήτριες το 2013, αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του Παύλου, ήρθαν στο δικαστήριο και κατέθεσαν αυτά που είδαν και υπέδειξαν όσους εκ των κατηγορουμένων αναγνώρισαν. Η δολοφονία του Παύλου έγινε σε δημόσια θέα, πάρα πολλοί ήταν αυτοί που ήταν μάρτυρες, ελάχιστοι ήταν αυτοί που τόλμησαν να καταθέσουν, γιατί ο φόβος απέναντι στη Χρυσή Αυγή το 2013 ήταν μεγάλος.

Η Μαρία Τρούλλου, εκπαιδευτικός και διδακτορική φοιτήτρια, θύμα βίαιης επίθεσης κατά τη διάρκεια αντιφασιστικής συγκέντρωσης στην Πάρο τον Φεβρουάριο του 2013, βρήκε το θάρρος να κατονομάσει στο δικαστήριο τον τότε βουλευτή Μίχο ως τον δράστη της σε βάρος της επίθεσης. Είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα γυναικών που δεν υποτάχτηκαν στο φόβο έχοντας συναίσθηση του διακυβεύματος και της ευθύνης τους ως πολίτες. Μπορεί να φοβήθηκαν σε κάποια στιγμή, αλλά δεν υπέκυψαν στο φόβο, λειτούργησαν υπακούοντας στη συνείδησή τους. Έτσι, οι γυναίκες αυτές, με τα λόγια και τη συνειδητή στάση τους, επέφεραν πολύ μεγάλο πλήγμα στη Χρυσή Αυγή, η οποία μέχρι τότε κυριαρχούσε στις γειτονιές μέσω της άμεσης σωματικής βίας και της τρομοκρατίας.

Από την άλλη, έχουμε τις καταθέσεις γυναικών όπως η σύντροφος του Καζαντζόγλου στο στάδιο χορήγησης ελαφρυντικών. Γυναίκες που ήρθαν να παρακαλέσουν για μειωμένη ποινή για τον σύντροφό τους επικαλούμενοι τα παιδιά τους. Γυναίκες που αυτοπροσδιορίζονταν από την ιδιότητά τους ως σύντροφοι των κατηγορουμένων και μάνες, των οποίων η επιβίωση εξαρτιόταν αποκλειστικά από τους κατηγορούμενους. Άραγε, ήξεραν αυτές οι γυναίκες από πριν ή έμαθαν μετά για τις πράξεις των συντρόφων τους και τις επιδοκίμαζαν; Ήξεραν και διαφωνούσαν, αλλά έβαζαν τη διαφωνία τους στην άκρη «για χάρη του άντρα και της οικογένειάς τους» ή γιατί δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν οικονομικά μόνες τους; Ήξεραν, αλλά ήταν σε άρνηση και επέλεγαν να μην το πιστεύουν; Δεν θα μάθουμε πότε.

 

Ευγενία Κουνιάκη
δικηγόρος, Ομάδα υποστήριξης Πολιτικής Αγωγής Αιγύπτιων αλιεργατών

Ισμήνη Θεοδωροπούλου
δικηγόρος, Ομάδα υποστήριξης Πολιτικής Αγωγής συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ

Δάφνη Κωστούλα
δικηγόρος, παρατηρήτρια του GoldenDawnWatch

 

Σημειώσεις

Ευγενία Κουνιάκη, Χρύσα Παπαδοπούλου, Ισμήνη Θεοδωροπούλου, Δάφνη Κωστούλα

Η Ευγενία Κουνιάκη είναι δικηγόρος και μέλος της ομάδας της πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών. Αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών και ασκεί δικηγορία από το 2007. Είναι επίσης απόφοιτη του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ «Κοινωνική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία».

Η Χρύσα Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1983. Σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά από το 2010 και στη δίκη της Χρυσής Αυγής εκπροσώπησε ως πολιτική αγωγή την οικογένεια του Παύλου Φύσσα.

Η Ισμήνη Θεοδωροπούλου γεννήθηκε το 1991 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομική στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στο Διεθνές Δίκαιο στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών. Είναι δικηγόρος από το 2016. Στη δίκη της Χρυσής Αυγής ήταν μέλος της ομάδας υποστήριξης της Πολιτικής Αγωγής των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ.

Η Δάφνη Κωστούλα γεννήθηκε το 1989 στην Κέρκυρα. Σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε το κοινό ελληνογαλλικό μεταπτυχιακό στο «Εξειδικευμένο Δημόσιο Δίκαιο», του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Montesquieu-Bordeaux. Ασκεί δικηγορία από το 2014. Κατά τη διάρκεια της δίκης της Χρυσής Αυτής ήταν μέλος του παρατηρητηρίου «Golden Dawn Watch».