Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Η ηθική και η πολιτική της φροντίδας στην τέχνη: Σκέψεις από το πεδίο

Η ηθική και η πολιτική της φροντίδας στην τέχνη: Σκέψεις από το πεδίο

 

Ηλιάνα Φωκιανάκη

 


 

Σε προγενέστερα κείμενα1 έχω μιλήσει για μια νέα μορφή εξουσίας που ονόμασα ναρκισσιστικό αυταρχικό κρατισμό εμπνεόμενη από τα κείμενα του Νίκου Πουλαντζά την περίοδο της δεκαετίας του ’70 για αυτό που εκείνος ονόμαζε τότε αυταρχικό κρατισμό, μια νέα συμπεριφορά των κρατών-εθνών της Ευρώπης που έβγαιναν από σκληρές δικτατορίες. Ο Πουλαντζάς, βεβαίως, έγραφε σε μια ιστορικοκοινωνική συνθήκη κατά την οποία η παγκοσμιοποίηση βρισκόταν στις απαρχές της και δεν είχε ακόμα αποτελέσει ευρύ φαινόμενο, και σε μια εποχή που δεν υπήρχαν το Ίντερνετ και οι πολυεθνικοί κολοσσοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι θεωρώ ότι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του σύγχρονου ναρκισσιστικού προφίλ της εξουσίας.

Αυτή είναι ορατή παγκοσμίως σήμερα μέσω των ηγετών και των πολιτικών τους και εκδηλώνεται με το πρόσχημα της δημοκρατίας, καθώς πολλοί από αυτούς έχουν εκλεγεί δημοκρατικά. Ο αυταρχισμός που περιέγραφε ο Αντόρνο τη δεκαετία του ’50 όσον αφορά δικτάτορες τώρα παρουσιάζεται μέσα από τον χαρακτήρα διακυβέρνησης πολλών δημοκρατιών.2 Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι Τραμπ, Μπολσονάρου, Όρμπαν και Μόντι αυτού του κόσμου, και ενδεχομένως ψήγματά του να αναγνωρίζουμε και στον σημερινό Έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος πριν από κάποιους μήνες δέχτηκε κριτική για την απόκρυψη των παράνομων προωθήσεων προσφύγων με τη διατύπωση ναρκισσιστικό ψέμα.3 Όρισα τον ναρκισσιστικό αυταρχικό κρατισμό ως μια νεοφιλελεύθερη δομή εξουσίας που συγχωνεύει παλιά στοιχεία του έθνους-κράτους με σύγχρονες μορφές εταιρικού διεθνικισμού, που ορίζονται από τον ναρκισσισμό. Ανέλυσα τους μηχανισμούς του, οι οποίοι αφορούν την αργή και γρήγορη βία μέσω της οποίας εκφράζεται, που κανονικοποιείται μέσω της πολιτικής και της νομοθεσίας αυτού του τύπου εξουσίας. Εξέτασα πώς οι θεσμοί και οι μορφές εξουσίας της τέχνης μπορούν να είναι συνένοχοι ή επικριτικοί παράγοντες. Τα τελευταία δύο χρόνια ένα εξέχον χαρακτηριστικό αυτού του τύπου εξουσίας και των μορφών βίας του έγινε βάναυσα ορατό μέσω της εμφάνισης της πανδημίας του SARS Covid-19. H μείωση της φροντίδας σε όλα τα επίπεδα υπηρεσιών σε πολλές χώρες ήδη από τις αρχές του 2008 και η αδυναμία διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, ειδικά σε χώρες που είχαν ιδιωτικοποιήσει πολλές πτυχές παροχών φροντίδας, ήταν σοκαριστική. Πώς μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε την πολιτική της φροντίδας και τις κληρονομιές της, και πώς εμπλέκεται ο θεσμός της τέχνης στον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε;

Ενώ στερεί από τους πολίτες πτυχές της φροντίδας, η τωρινή μορφή εξουσίας αξιοποιεί την ατομικιστική έννοια της φροντίδας, η οποία προωθείται ευρέως ως «αυτοφροντίδα» μέσω μιας βιομηχανίας με έσοδα δισεκατομμυρίων. Με το να εστιάζουν στη φροντίδα για τον εαυτό, οι σύγχρονες υποκειμενικότητες του λεγόμενου αναπτυγμένου κόσμου αναλαμβάνουν τη φροντίδα των καταπονημένων σωμάτων τους, αλλά ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για την ευημερία των σωμάτων που βρίσκονται εκτός του άμεσού τους περιβάλλοντος (οικογένειας, χώρου εργασίας, πόλης, χώρας και ηπείρου), πάντα μέσα από ένα ταξικό πρίσμα. Επιβαρύνονται επίσης περαιτέρω με την ατομική ευθύνη για τη δική τους φροντίδα, μια καραμέλα που εκτός του σημερινού πρωθυπουργού της Ελλάδας έχουν υιοθετήσει πολλοί άλλοι ηγέτες του δυτικού κόσμου, μιας και η φροντίδα έχει χάσει τον χαρακτήρα της ως ανθρώπινο δικαίωμα και έχει μεταφραστεί ως υπηρεσία επί πληρωμή.

Μέσα από μια πλήρη περιφρόνηση της πολιτικής και της ηθικής της φροντίδας, η σύγχρονη εξουσία σαφώς επιθυμεί να διώξει τα κοινά από τη συλλογική συνείδηση. Και υποψιάζομαι ότι αυτή η επιθυμία δεν σχετίζεται μόνο με την κλασική ρητορική του ναρκισσιστικού αυταρχικού κρατισμού, που υιοθετεί ως δικαιολογία τη διαχείριση οικονομικών ζημιών και την «τακτοποίηση» της οικονομίας. Είναι επίσης μια καλά σχεδιασμένη προσπάθεια να καταπνίξει κάθε δυνατότητα των ανθρώπων να συγκεντρωθούν, να συζητήσουν, να οργανώσουν και να αντισταθούν αποτελεσματικά στις εθνικιστικές αφηγήσεις, στην «εναλλακτική αλήθεια» και στις βίαιες πραγματικότητες που στοχεύει να επιβάλει. Σε μια απόπειρα να σκιαγραφήσω την εννοιολόγηση της φροντίδας και τα προβλήματα που προκύπτουν από τη θηλυκοποίησή της στη σύγχρονη κοινωνία, επιχειρώ να εξετάσω τις νέες τυπολογίες «φροντίδας» που εφαρμόζουν εκείνοι/ες που αποφασίζουν να ζήσουν και να οργανωθούν διαφορετικά, η οποία ανοίγει τον δρόμο να οραματιστούμε την εξάσκηση εναλλακτικών μορφών συλλογικής φροντίδας.

Η φροντίδα, έτσι όπως αναλύεται από την περίοδο του Διαφωτισμού και έπειτα, παρουσιάζεται ως μια πράξη του ατόμου προς τους άλλους ή ως μια πράξη για τον εαυτό μας, και τα δύο όμως ως μορφή «βελτίωσης του εαυτού» (τόσο μέσω της φροντίδας για τον εαυτό του όσο και μέσω της φροντίδας για τους άλλους). Παρατηρώντας τις κληρονομιές της δυτικής σκέψης της λευκής Ευρώπης, δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί αν η αντίληψη για τη φροντίδα σταματά στη σχέση του ατόμου με τον κόσμο και τους άλλους, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις δυνατότητες και τη δύναμη της συλλογικής φροντίδας. Είναι πιθανό λοιπόν οι cis άντρες στοχαστές και συγγραφείς του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού να προετοίμασαν το έδαφος ώστε η έννοια της φροντίδας να εξετάζεται αποκλειστικά μέσω μιας ανάλυσης του ατόμου και της σχέσης της με τους άλλους, και όχι ως μια συλλογική πρακτική εξαρχής. Τέτοιες ακαδημαϊκές κληρονομιές μπορεί να έθεσαν τις βάσεις για την «καλή φιλανθρωπική» φροντίδα των νεοφιλελεύθερων υποκειμενικοτήτων του «σήμερα», που γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα από το πρίσμα του ατομισμού.

Έτσι, οι τρέχουσες δομές της κοινωνίας, που διαμορφώνονται από τις κληρονομιές της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού, της Βιομηχανικής Επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης, έχουν κάνει πολλές να κατανοούν τη φροντίδα περισσότερο ως ατομική ευθύνη παρά ως συλλογική χαρά.

Ιστορικά, απέναντι σε αυτές τις λογικές, οι φεμινίστριες θεωρητικές και ακτιβίστριες έχουν αντισταθεί με το να επικεντρωθούν εδώ και δεκαετίες στην ιδέα της φροντίδας ως συλλογικής ευθύνης και συλλογικής πράξης, που εκτελείται και ενσαρκώνεται από μια κοινότητα. Από καταβολής κόσμου, αυτή η θέση ήταν και ο ακρογωνιαίος λίθος των κληρονομιών, των γνώσεων και πρακτικών των αυτόχθονων και Πρώτων Εθνών στις ηπείρους της Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας. Θα έλεγα όμως ότι αποτελούσε και χαρακτηριστικό πολλών περιφερειακών οικονομιών, όπως η Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία, η οποία, όπως και άλλες χώρες της αποκαλούμενης περιφέρειας, λόγω έλλειψης οικονομικής ευμάρειας, βασιζόταν πολύ στις δομές οικογένειας και στην αλληλοβοήθεια. Τα τελευταία χρόνια, ίσως οι οικογενειακοί δεσμοί να φθίνουν λόγω του ότι απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από αυτό που οι ανθρωπολόγοι αποκαλούν «collectivist societies», αλλά οι κοινωνικές ανισότητες και η βίαιη οικονομική κρίση που ήδη μετρά μια δεκαετία έχουν διατηρήσει τη συλλογικότητα και την αλληλοβοήθεια σε υψηλά επίπεδα.

Επιστρέφοντας στις πρακτικές των αυτόχθονων και των Πρώτων Εθνών, παρατηρώντας το πώς αντιλαμβάνονται και επιτελούν τη φροντίδα ως μια συλλογική πρακτική, αυτό διαφαίνεται και από τον τρόπο που κατανοούν και νοιάζονται για την κοινότητά τους και τη φύση. Έννοιες των Μαορί όπως manaakitanga (φροντίζει και υποστηρίζει τους άλλους) και kaitiakitanga (φροντίδα για το περιβάλλον και τους ανθρώπους) πάντα συζητούνται ως συλλογικές πρακτικές. Σύμφωνα με τα λόγια της Μεξικανής αυτόχθονης σκηνοθέτιδας Τζέιντ Μπέγκεϊ (Jade Begay), «τώρα περισσότερο από ποτέ είναι επιτακτική ανάγκη να απο-αποικιοποιηθούμε από τον ατομικισμό και να επανασυνδεθούμε με τρόπους κοινοτικής φροντίδας».

Οι σύγχρονοι φεμινισμοί θεσπίζουν συλλογική φροντίδα, έχοντας ως βάση αυτές τις προϋπάρχουσες γνώσεις και πρακτικές. Τα παραδείγματα είναι πολλά.

Ένα τέτοιο παράδειγμα βρίσκεται στη συλλογική φροντίδα που εκτελείται από τις «Women on Waves», μια ολλανδική ΜΚΟ που ιδρύθηκε από τη Ρεμπέκα Γκόμπερτς (Rebecca Gomberts), η οποία παρέχει κιτ εργαλείων για μη χειρουργική αυτοάμβλωση καθώς και υπηρεσίες πρώιμης άμβλωσης και εκπαίδευση σε γυναίκες σε χώρες με περιοριστικούς νόμους για τις αμβλώσεις. Με τα αποκαλούμενα Abortion Ships, οι «Women on Waves» εκμεταλλεύονται τους νόμους που ορίζουν διεθνή ύδατα και σύνορα, για να πλεύσουν μεταξύ χωρών όπου η άμβλωση είναι παράνομη. Ένα άλλο παράδειγμα συλλογικής ιατρικής περίθαλψης είναι η καταλανική συλλογικότητα «GynePunk», η οποία παρέχει δωρεάν σε γυναίκες τεστ Παπανικολάου, κιτ εργαλείων DIY και DIT («do-it-together»), διαγνωστικές εργαστηριακές εξετάσεις και τεχνικές δομημένες σε αυτό που αποκαλούν σοφία του προγονικού σώματος.

Στην Ελλάδα τέτοια παραδείγματα δεν γνωρίζει η γράφουσα να υπάρχουν, αλλά πολύ πρόσφατα είδαμε τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή τους, μέσω της εταιρείας omgyno.com η οποία κατέκλυσε το ελληνικό Instagram ως μια φεμινιστική εκδοχή της γυναικολογίας, με μότο «επανασχεδιάζουμε τη γυναικολογική εμπειρία, πάρε τον έλεγχο του σώματός σου και εφάρμοσε αυτοφροντίδα». Το πρόβλημα είναι ότι παροχές υγείας είναι επί πληρωμή και DIY, σε μια χώρα που διακρίνεται τουλάχιστον για την άπλετη παροχή δωρεάν γυναικολογικών εξετάσεων (ενώ, βεβαίως, το σύστημα παραμένει ακραία πατριαρχικό). Η εταιρεία αυτή επενδύει ίσως στην απογοήτευση γυναικών από τη μη φιλική ιατρική παροχή, αλλά και στην έννοια της ιδιωτικότητας ‒ κατά τη γράφουσα, δημιουργώντας επιπρόσθετα προβλήματα με την «επιβράβευση» τρόπον τινά της ντροπής που ενδεχομένως να νιώθουμε ως θηλυκότητες, και παρέχοντας σελφ-κιτ ή συμβουλές και διαγνώσεις υγείας, οι οποίες δίδονται με αυτό που η εταιρεία αποκαλεί telehealth (γιατροί σε βιντεοκλήση). Τα κιτ αποστέλλονται στο σπίτι για να κάνει μια γυναίκα τις βασικές γυναικολογικές εξετάσεις, όπως ένα τεστ ΠΑΠ, μόνη της και στη συνέχεια τις αποστέλλει σε μικροβιολογικό εργαστήριο της εταιρείας. Ίσως αυτό να προσφέρει την ψευδαίσθηση της αυτονομίας, αλλά ενέχει, παρ’ όλα αυτά, κινδύνους, όπως την κακή λήψη δείγματος κ.ά. Δυστυχώς, τα κόστη για αυτή τη «μη επικριτική, προοδευτική φροντίδα» είναι πολλαπλάσια από αυτά που παρέχει το ‒μέχρι τώρα‒ σχεδόν δωρεάν ελληνικό σύστημα υγείας.4

Αντιθέτως, με παραδείγματα όπως το «GynePunk», η διαδικασία γίνεται μέσω workshops και συζητήσεων. Σε ένα από αυτά το οποίο συνέβη το 2017 στην γκαλερί «Chisenhale» του Λονδίνου, με τίτλο «Decolonizing Gynecology», οι ιδρύτριες της συλλογικότητας εξήγησαν «τις συνθήκες που οδήγησαν στην ανάπτυξη των DIY γυναικολογικών εργαλείων για αυτοδιάγνωση, συμπεριλαμβανομένου ενός μικροσκοπίου ανοιχτού κώδικα (open source), ενός 3D εκτυπωμένου κατόπτρου και μιας φυγόκεντρου. Οι συμμετέχοντες στο εργαστήριο θα συζητήσουν τις πολιτικές επιπτώσεις και τους περιορισμούς του κιτ DIY που προσφέρεται, όπως και το πώς θα μπορούσε να εξυπηρετήσει άτομα χωρίς επαρκή πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, άτομα χωρίς σταθερό σπίτι, πρόσφυγες/προσφύγισσες, εργαζόμενους/εργαζόμενες του σεξ ή όσους/όσες απειλούνται από διακρίσεις στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας. Το κιτ μπορεί επίσης να ενσωματωθεί στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ανάπτυξης, επαναφέροντας τις ιατρικές γνώσεις και τη θεραπεία στις κοινότητες. Το εργαστήριο έχει σχεδιαστεί για να ενθαρρύνει μια ανταλλαγή μεταξύ των συμμετεχόντων/συμμετεχουσών και των υπευθύνων του εργαστηρίου σχετικά με τις πολιτικές επιπτώσεις και τους περιορισμούς του κιτ».5

Η συνεδρία πραγματοποιήθηκε γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι για να ενθαρρύνει τη μάθηση προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι συμμετέχοντες ενημερώθηκαν για μια απλή, βασική αυτοανάλυση την οποία μπορούν να δοκιμάσουν στο σπίτι, και αυτό το οποίο χαρακτηρίζει τις δράσεις των «Gynepunk» είναι η δωρεάν ενδυνάμωση την οποία επιτελεί η συλλογικότητα. Με μεγάλη φροντίδα, ξεκαθαρίζεται ότι το εργαλείο της αυτοδιάγνωσης αποτελεί απλώς ένα έξτρα βοήθημα ή, αν θέλετε, ένα ενδεχόμενο βοήθημα και όχι αντικατάσταση του συστήματος υγείας.

Είναι σημαντικό να τονίζουμε συνεχώς ότι όλες αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν μια γενεαλογία, και τέτοιου είδους συλλογική φροντίδα συχνά πηγάζει και εμπνέεται από διάφορες προμοντέρνες (ή μη δυτικές μοντέρνες, ή άλλες) παραδόσεις και μη πατριαρχικές κοινωνικές δομές, μερικές από τις οποίες χαρακτηρίζονται από μητριαρχικές σχέσεις, εντός των οποίων η κοινή φροντίδα σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας ‒και άλλων ένζωων ομάδων και των δραστηριοτήτων τους‒ διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι κατανοούν τον κόσμο και υπάρχουν σε αυτόν. Η πολιτική υποκειμενικότητα ορισμένων αυτόχθονων ομάδων στη Γουατεμάλα, για παράδειγμα, γίνεται αντιληπτή ως «συλλογική και κοινοτική, όχι ως φιλελεύθερη, στην οποία υπάρχει ένας μεμονωμένος πολίτης που εκπροσωπείται και προστατεύεται από το κράτος», σύμφωνα με τα λόγια της θεωρητικής και ακτιβίστριας Γκλάντις Τζουλ (Gladys Tzul). Αυτό μεταφράζεται επίσης στον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα κατανοούν τον εαυτό τους. Η πολιτική και η ηθική της φροντίδας αφορούν λιγότερο το βάρος της ευθύνης ή την ιδεαλιστική και «φιλανθρωπική» πράξη φροντίδας που κάνει κάποιον καλύτερο άνθρωπο και περισσότερο τη συλλογική χαρά και εκπλήρωση. Η πατριαρχία και οι εκφάνσεις της σήμερα που αφορούν τον ναρκισσιστικό αυταρχικό κρατισμό προσπάθησαν και προσπαθούν να σβήσουν και να παραμερίσουν αυτές τις ιστορίες όσο το δυνατόν περισσότερο. Θηλυκοποιώντας τη φροντίδα, την ευτελίζουν και τη μειώνουν. Πολλές φορές η σύγχρονη τέχνη έχει υπάρξει ουραγός αυτής της λογικής.

Η φροντίδα και η πολιτική της έχουν απασχολήσει τον κόσμο της τέχνης, γεγονός που έγινε ακόμα πιο επείγον θέμα για την ατζέντα πολιτιστικών οργανισμών λόγω της παγκόσμιας πανδημίας. Είναι όμως μια πραγματική ανησυχία που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ιδρυμάτων και των εργασιακών μας σχέσεων ή είναι απλώς ένα επιφανειακό και «τρέντι» ενδιαφέρον; Πώς μπορεί η φροντίδα, αν μελετηθεί με… φροντίδα, να δώσει λύσεις στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα καλλιτεχνικά ιδρύματα και οι εργαζόμενοι/ες της τέχνης; Πώς γίνεται τα ιδρύματα σύγχρονης τέχνης να είναι πρόθυμα ‒ και να μιλούν με άνεση για φροντίδα, ενώ για αιώνες έχουν υπάρξει τόσο απρόσεχτα;

Η παγκόσμια πανδημία έφερε στο φως τη συμπεριφορά αυτού που αποκαλώ αδιάφορο ίδρυμα. Τους πρώτους μήνες της πανδημίας, οι πιο επισφαλείς εργαζόμενοι/ες σε μεγάλα ιδρύματα όπως το «New Museum» και η «Tate» απολύθηκαν ή τέθηκαν σε άδεια, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις τις οποίες ίσως οι διοικήσεις δεν περίμεναν. Οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζομένων της τέχνης και των επικεφαλής των ιδρυμάτων τους αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη ταξική ανισότητα στον χώρο της σύγχρονης τέχνης. Οι αποφάσεις σχετικά με τη διανομή των πόρων έκτακτης ανάγκης και με τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιείται η εργασία, οι οποίες λαμβάνονται από διοικητικά συμβούλια και διευθύνοντες συμβούλους, δεν αντικατοπτρίζουν μια πολιτική ή την ηθική της φροντίδας. Επιπλέον, για δεκαετίες τα ιδρύματα ήταν συχνά αδιάφορα σε σχέση με το κοινό τους, αποτυγχάνοντας στον προγραμματισμό τους να απευθύνονται στην ολότητα και την πολυπλοκότητα των επισκεπτών τους.

Μέσα σε ένα βαθιά νεοφιλελεύθερο σύστημα τέχνης υπάρχουν πολλά παραδείγματα γυναικών που συνεχίζουν να κολυμπούν ενάντια στο ρεύμα. Η Σουηδή καλλιτέχνις Πέτρα Μπάουερ (Petra Bauer) πιστεύει ακράδαντα σε μια συλλογική προσέγγιση όσον αφορά την παραγωγή ταινιών, εμπνευσμένη από φεμινίστριες κινηματογραφίστριες που έχουν τονίσει τη σημασία της δημιουργίας ταινιών σε συνεργασία με τα υποκείμενά τους και όχι για αυτά. Η ταινία της Μπάουερ Sisters! (2011) δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τον οργανισμό «Southall Black Sisters», μια υπηρεσία συνηγορίας για γυναίκες από αφρικανικές και άλλες μειονοτικές εθνοτικές καταγωγές που αντιμετωπίζουν κακοποίηση στο σπίτι ή ζητήματα ασύλου. Η ταινία της Workers! (2016) ήταν επίσης μια συλλογική προσπάθεια, αυτή τη φορά με τη SCOT-PEP, μια οργάνωση στην οποία ηγούνται εργάτριες του σεξ στη Σκωτία. Πρόσφατα, η Μπάουερ ίδρυσε μια κολεκτίβα που ονομάζεται «Feminist Research Group».

Στην Ελλάδα αυτές οι συζητήσεις δεν έχουν ακόμα ανοίξει. Τα μουσεία ως επί το πλείστον αποτελούν αρτηριοσκληρωτικά ιδρύματα που ακολουθούν προγραμματικές προτάσεις του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, και τα οποία, δυστυχώς, σπανίως στελεχώνουν άνθρωποι με όραμα να παράσχουν ένα πρόγραμμα που θα ανοίξει τους ορίζοντες του θεατή, θα θέσει κοινωνικοπολιτικά ερωτήματα ‒που ομολογουμένως κάποιες φορές είναι δύσκολα σε μια βαλκανική συντηρητική κοινωνία‒ και που θα επιμορφώσει παράλληλα. Λόγω του σοσιαλδημοκρατικού παρελθόντος και των εργατικών σωματείων, ευτυχώς, οι μισθολογικές ανισότητες είναι πολύ μικρότερες από ό,τι σε πολλά ευρωπαϊκά, βρετανικά ή ιδρύματα των ΗΠΑ. Κι όμως, υπάρχουν εικαστικοί που ενδιαφέρονται για την έννοια της συλλογικότητας και μορφές επιτέλεσής της, που ενεργοποιούν το κοινό και θέτουν καίρια ζητήματα οργάνωσης και φροντίδας. Ένα παράδειγμα είναι η «ΝΤΙΖΕΖΑ», ένας μικρός χώρος στην περιοχή της Ομόνοιας που άνοιξε η εικαστικός Αναστασία Διαβαστή. Όπως η ίδια αναφέρει, το πρότζεκτ «είναι μια πλατφόρμα για την υποστήριξη, την εκπαίδευση και τον εορτασμό της θηλυκότητας και των φεμινιστών καλλιτεχνών στην Αθήνα».6 Όντας από τους ελάχιστους μη κερδοσκοπικούς χώρους στην Αθήνα που παρέχουν πρόσβαση σε αναπηρικά αμαξίδια, η «ΝΤΙΖΕΖΑ» τα τελευταία τρία χρόνια φιλοξενεί βραδιές παραστάσεων, εργαστήριο φεμινιστικής γραφής, μουσικά εργαστήρια, ένα φεμινιστικό εργαστήρι λινοτάπητα καθώς και τη «Λέσχη Ανάγνωσης και Πλεξίματος», που είναι στην ουσία ομαδικές συνευρέσεις, εβδομαδιαίες βραδιές ανάγνωσης βιβλίων, οι οποίες έχουν μια κριτική προσέγγιση του πολιτισμού και της πολιτικής μέσα από μια φεμινιστική οπτική, συνοδευόμενες από πλέξιμο και τσάι.7

Παράλληλα, η εικαστικός Ντορίντα Τζόγκου (Doreida Xhogu), ασχολείται με την εργασία φροντίδας σε ένα έργο το οποίο δουλεύει τα τελευταία έξι χρόνια, εστιάζοντας στις εργάτριες φροντίδας και συγκεκριμένα στις καθαρίστριες. Παραθέτοντας και το προσωπικό της βίωμα, τα χρόνια της εργασίας της ως ανήλικης καθαρίστριας μαζί με τη μητέρα της σε σπίτια των Αθηνών, η εικαστικός φέρνει στο προσκήνιο τις αθέατες καθημερινότητες από τις εμπειρίες των εργατριών σπιτιών, δημόσιων κτιρίων και εργασιακών χώρων. Οι εικόνες και οι αναμνήσεις από τη γυναικεία χειρωνακτική εργασία εμπεριέχονται στη μνήμη της εικαστικού και μεταφράζονται σε εγκαταστάσεις. Σε αυτό τον σκληρό χώρο εργασίας τέθηκαν διάφοροι προβληματισμοί ‒και ερωτήματα‒, που ενσωματώνονται στο έργο της μέσα από γλυπτικές παρεμβάσεις, συνεντεύξεις με καθαρίστριες, αντικείμενα και άλλα.

Παράλληλα, πριν από λίγους μήνες έλαβε χώρα η έκθεση «Sunday Women» στον χώρο «Κάμιρος» στην Κυψέλη, παρουσιάζοντας το πρότζεκτ δύο Ελληνίδων εικαστικών, της Τατιάνας Μαυρομάτη και της Λώρας Μαραγκουδάκη, για τη ζωή Γεωργιανών γυναικών που εργάζονται στους τομείς φροντίδας. Οι εικαστικοί, μέσω φωτογραφιών που έχουν τραβήξει οι ίδιες, πλαισιώνουν τις αφηγήσεις των ίδιων των υποκειμένων που απεικονίζουν, ώστε να εκθέσουν τη ζωή της γεωργιανής κοινότητας έτσι όπως ξεδιπλώνεται στον οικιακό χώρο των σπιτιών της. Στην Ελλάδα η εργασία φροντίδας μέσω γυναικών που προέρχονται κυρίως από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, οι οποίες εργάζονται ως φροντίστριες ή καθαρίστριες, ή δουλεύουν με ωράρια εξοντωτικά, γνωστές ως εσωτερικές, είναι κάτι σύνηθες αλλά αθέατο. Το πρότζεκτ εστιάζει στις δομές φροντίδας που δημιουργούν οι ίδιες για τον εαυτό τους και τις ομοεθνείς τους τη μοναδική ημέρα ξεκούρασης, του κυριακάτικου ρεπό τους, κατά την οποία επισκέπτονται συγγενείς και φίλες τους ή βοηθούν άλλες που μόλις έχουν φτάσει στην Ελλάδα ή έχουν μείνει χωρίς δουλειά.

Τα παραδείγματα που αναφέρονται δείχνουν ότι, για τους εργάτες και τις εργάτριες της τέχνης, η συλλογική φροντίδα και οι πρακτικές της έχουν γίνει ένα ολοένα και πιο σημαντικό παράδειγμα για τη μεταμόρφωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής μας. Το «State of Concept», το ίδρυμα σύγχρονης τέχνης το οποίο έχω ιδρύσει, ασχολείται και αυτό με αυτή τη θεματική μέσω του πρότζεκτ «Γραφείο Φροντίδας (The Bureau of Care)», που εστιάζει σε όλες τις εργάτριες και όλους τους εργάτες φροντίδας και στο πώς αυτές και αυτοί μπορούν να δώσουν απαντήσεις στο πώς μπορεί να εκδημοκρατιστεί περισσότερο η λειτουργία ενός χώρου σύγχρονης τέχνης, με στόχο να δημιουργηθεί ένα εγχειρίδιο φροντίδας εμπνευσμένο από αυτές τις εξωθεσμικές δομές φροντίδας που έχουν χτιστεί με άξονα τη συλλογικότητα.

Είναι σημαντικό να αντιμετωπίζουμε τους ακτιβιστές/τις ακτιβίστριες και τους εργαζόμενους/τις εργαζόμενες στον τομέα της φροντίδας από άλλους επαγγελματικούς τομείς ως ισότιμους εταίρους ή, ακόμα καλύτερα, ως πρωταρχικούς οδηγούς, στις προσπάθειές μας να αλλάξουμε τους θεσμούς τέχνης. Πρέπει να περάσουμε από τη θεσμική κριτική στον θεσμικό μετασχηματισμό. Εδώ και χρόνια, η θεσμική κριτική έχει εντοπίσει τα προβλήματα, αλλά η πραγματική θεσμική αλλαγή ήταν αργή και ελάχιστη. Τα ίδια προβλήματα εμφανίζονται από τη δεκαετία του ’70: μισθολογικές ανισότητες, ταξική και φυλετική ανισότητα, λευκότητα, ετεροκανονικότητα κ.λπ. Ενώ η προγενέστερη θεσμική κριτική είχε επικεντρωθεί στο να γίνουν ορατές οι ανισότητες, ήρθε η στιγμή να αλλάξουμε τους θεσμούς μας, εμπνεόμενες/οι από διατμηματικούς αγώνες φεμινιστριών, ιθαγενών, έγχρωμων και κουήρ συλλογικοτήτων των τελευταίων δεκαετιών, απαιτώντας ανακατανομή της φροντίδας. Πρέπει να καθοδηγούμαστε από εκείνους/ες που έχουν σφυρηλατήσει με επιτυχία δομές αντιεξουσίας ενάντια στις προσπάθειες να καταργηθεί η συλλογική φροντίδα ως τρόπος ύπαρξης. Τα πλούσια παραδείγματα από υπάρχουσες συλλογικότητες είναι πολύτιμα, ώστε να μας κατευθύνουν για το πώς θα αλλάξει ο θεσμός της σύγχρονης τέχνης το σημερινό του σχήμα, και εν γένει η κοινωνία.

 

Σημειώσεις

2 Adorno, T.W. (1950). The authoritarian personality. Harpers.

3 Στη συνέντευξη Τύπου των πρωθυπουργών Ολλανδίας και Ελλάδας στις 10 Νοεμβρίου 2021 από τη δημοσιογράφο Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ.

4 Βλ. omgyn.com.

Ηλιάνα Φωκιανάκη

Η Ηλιάνα Φωκιανάκη είναι θεωρητικός και επιμελήτρια, ιδρύτρια του ινστιτούτου σύγχρονης τέχνης «State of Concept Athens».