Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

«Ιστορία της βίας»: Το δικαίωμα στη σιωπή και η επιθυμία για αφήγηση

Ιστορία της βίας: Το δικαίωμα στη σιωπή και η επιθυμία για αφήγηση1

 

Αλίκη Θεοδοσίου

 


 

Το σύνθημα «Ο βιασμός σου όλες μας πληγώνει» δεν αποτελεί μόνο έκφραση αλληλεγγύης. Επιχειρεί να περιγράψει και κάτι πιο απτό, πιο ενσώματο. Ένας βιασμός που έτυχε να μη συμβεί στο δικό σου σώμα μπορεί πράγματι να σε πληγώνει, γιατί δεν θα βρίσκεις ποτέ τα κατάλληλα ή τα πιο παρηγορητικά λόγια, γιατί θα νιώθεις ότι τα εργαλεία σου είναι τρομαχτικά ανεπαρκή απέναντι στη βία αυτού του κόσμου, που ντρέπεσαι που δεν έχεις προλάβει να τον γκρεμίσεις, γιατί θα δυσφορείς στη σκέψη της βίας που έχει υποστεί το άλλο σώμα, μιας βίας που προσπάθησε να το εκμηδενίσει, ακόμα κι αν εσύ, κάθε φορά που το κοιτάς, βλέπεις ότι είναι όπως πάντα μοναδικά υπέροχο, γιατί θα χάνεις τον ύπνο σου και θα ξεχειλίζεις από οργή, κι ας ξέρεις ότι δεν είσαι εσύ αυτή που καλείται να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της με το σώμα της και με το άγγιγμα, ότι εσύ αυτή τη φορά ήσουν «τυχερή».

Στο δεύτερο βιβλίο του με τίτλο Ιστορία της βίας (Louis, 2016/2019), ο Εντουάρ Λουί (Édouard Louis) μιλά για τον βιασμό του από έναν άλλο άντρα. Η ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε περίπου ενάμιση χρόνο πριν συμβεί το ελληνικό #MeToo, δηλαδή μια σειρά από δημόσιες καταγγελίες βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης, παρενόχλησης και εκφοβισμού σε εργασιακά και άλλα περιβάλλοντα. Όλες αυτές οι ιστορίες, σε συνδυασμό με την αυξημένη καταγραφή των γυναικοκτονιών και την αναγνώρισή τους ως τέτοιων σε επίπεδο δημόσιου λόγου, έχουν μετασχηματίσει το τοπίο και τους όρους της συζήτησης για την έμφυλη βία. Και ενώ το συλλογικό τραύμα βαθαίνει, αφού ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωπες με λόγια και εικόνες που συχνά δεν αντέχουμε αλλά δεν γίνεται να προσπεράσουμε, οι οποίες αναφέρονται σε καταστάσεις που μας είναι οικείες, που έχουν συμβεί και σε εμάς, τελικά όλα αυτά τα «κι εγώ/κι εμένα» παράγουν ένα «εμείς» που δεν θέλησε να συμβεί έτσι κι ωστόσο είναι/είμαστε εδώ και για εκείνες που τελικά δεν επέζησαν. Η μαρτυρία του Λουί, λοιπόν, διαβάζεται πια μαζί με όλες αυτές τις μαρτυρίες, επιχειρώντας να απαντήσει σε παρόμοια ερωτήματα και να διατυπώσει κοινά αιτήματα για αναγνώριση και δικαιοσύνη, συναντώντας τις ίδιες αντιστάσεις, κυρίως όμως εκθέτοντας όλη την αμφιθυμία που φέρει η πρακτική της αυτοαφήγησης, όταν αφορά ζητήματα έμφυλης βίας: Πώς τα λόγια σου δεν είναι ποτέ μόνο δικά σου, αλλά αποτελούν μέρος μιας συλλογικής ιστορίας της βίας που σε υπερβαίνει, ή πώς τα λόγια σου μπορεί να μην είναι αρκετά για να σε πιστέψουν, πώς βρίσκεσαι να μιλάς αναγκαστικά εκ των υστέρων –λίγο ή πολύ καιρό μετά, αλλά πάντα μετά– για αυτή τη βία, διότι, όταν συνέβαινε, ανάμεσα σε άλλα, σου είχε στερηθεί ακριβώς ο λόγος, δεν είχες λόγο για αυτό που συνέβαινε, για αυτό που δεν είχε κανένα λόγο να συμβεί. Ο Λουί γράφει ότι «το παρελθόν είναι το μόνο πράγμα που μπορούμε να αλλάξουμε» (Louis, 2016/2019, σελ. 63). Και ίσως τελικά όλες αυτές οι μαρτυρίες να αναμετρώνται και με αυτή τη δυνατότητα: Πώς αλλάζεις ένα παρελθόν που σε άλλαξε και πώς μπορείς να το κάνεις αυτό μιλώντας για τον εαυτό σου, αλλά μαζί με και για τις άλλες.

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, παρακολουθούμε δύο φίλους του συγγραφέα που τον προτρέπουν να κάνει καταγγελία στην αστυνομία. Του λένε, μάλιστα, ότι είναι υποχρέωσή του να κάνει μήνυση, πως, αν δεν κάνει μήνυση, αυτό που του συνέβη θα συμβεί και σε άλλους. Και ο Λουί (Louis, 2016/2019) γράφει:

Αλλά δεν χρειάζεται να πληρώσεις το τίμημα, δεν πρέπει να πληρώσεις για δεύτερη φορά, δεν είναι υποχρέωσή σου να θυσιαστείς, είναι σειρά κάποιου άλλου, μην τον ακούς, ξερίζωσέ του τη γλώσσα για να μην μπορεί να μιλάει, κόψ’ του τη γλώσσα, κάψ’ του τη γλώσσα, μην τον ακούς, δεν είναι ανάγκη να πληρώσεις και δεύτερη φορά, σκεφτόμουν. Γιατί επιβάλλουμε στους χαμένους της ιστορίας να γίνονται μάρτυρες – λες και το να είσαι χαμένος δεν είναι ήδη αρκετό, γιατί οι χαμένοι να πρέπει κι από πάνω να δώσουν μαρτυρία της ήττας τους, γιατί να πρέπει να επαναλαμβάνουν την ήττα τους μέχρι να εξαντληθούν, μέχρι να φτάσουν στα όρια της εξάντλησης, δεν είμαι ο φύλακας κανενός, δεν είναι δίκαιο, δεν είναι δίκαιο, και σκεφτόμουν, πάντα χωρίς να λέω κουβέντα: Όχι, το αντίθετο, το αντίθετο πρέπει να γίνει, πρέπει να έχεις το δικαίωμα στη σιωπή, όσοι έχουν ζήσει τη βία πρέπει να έχουν το δικαίωμα να μη μιλάνε για αυτήν, πρέπει να είναι οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να σιωπούν, τους άλλους πρέπει να κατηγορούμε ότι δεν μιλάνε. (Louis, σσ. 177-178)

Εδώ η αμφιθυμία της εξιστόρησης εκτυλίσσεται ως μια διαδοχή από σιωπές και λόγους: Ο Λουί έχει αφηγηθεί τον βιασμό του στους φίλους του, αλλά δεν θέλει να τον αφηγηθεί στην αστυνομία, οι φίλοι του επιμένουν να καταθέσει στην αστυνομία, ο Λουί δεν θέλει, αλλά δεν τους το λέει, σιωπά, ενώ σκέφτεται ότι ο φίλος του θα έπρεπε να σταματήσει να μιλάει, καθώς επίσης και ότι όσοι έχουν ζήσει τη βία θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα στη σιωπή, και όλα αυτά τα αφηγείται σε εμάς, ενώ μας έχει αφηγηθεί και τον βιασμό του και στη συνέχεια του βιβλίου μαθαίνουμε ότι καταθέτει και στην αστυνομία.

Αν κάποια από εμάς δυσκολευόμαστε να μάθουμε άλλη μια τέτοια ιστορία, για κάποια άλλα είναι δύσκολο να την αφηγηθούν – και έχουν κάθε δικαίωμα να μην το κάνουν. Οι ιστορίες της βίας που επιμένουν να υπάρχουν κι ας μην έχουν αποτελέσει αντικείμενο αφήγησης, εξομολόγησης, καταγγελίας, καταλαμβάνουν χώρο στο αρχείο της έμφυλης βίας εξίσου με τις ιστορίες που έχουν καταγραφεί. Αντιστέκονται σε ένα καθεστώς υποχρεωτικής λογοθετικότητας (Brown, 1996), σύμφωνα με το οποίο μόνο ό,τι γίνεται λόγος έχει συμβεί – και η αντίστασή τους αυτή έχει επίσης να κάνει με το ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν θέλησαν ποτέ να συμβούν.

Πέρα από τις σιωπές και τους λόγους, που ανασυνθέτουν την εμπειρία του Λουί, το βίωμά του διαθλάται μέσα στις διαφορετικές αφηγηματικές εκφορές του, οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να αποτελέσουν πιστές επαναλήψεις – δεν υπάρχει καν πρωτότυπο, παρά μόνο μια διαρκής προσπάθεια ανασύστασης παρ’ όλες τις απωθήσεις και αντιστάσεις της μνήμης. Η ιστορία της βίας λέγεται ξανά και ξανά, μέχρι που «η επανάληψη κατ[απίνει] την πραγματικότητα» (Louis, 2016/2019, σελ. 145), ενώ στις περιστάσεις εκείνες που επιβάλλουν μια συγκεκριμένη μορφή στην αφήγηση, εν προκειμένω στις επαναλαμβανόμενες καταθέσεις στην αστυνομία, ο Λουί φτάνει στο σημείο να μην αναγνωρίζει πια την ίδια του την ιστορία:

Δεν αναγνώριζα πια αυτά που έλεγα. Δεν αναγνώριζα πια τις ίδιες μου τις αναμνήσεις όταν τις αφηγούμουν· οι δύο αστυνομικοί μού έκαναν ερωτήσεις που με ανάγκαζαν να περιγράφω τη νύχτα με τον Ρεντά διαφορετικά απ’ ό,τι θα ήθελα. (Louis, σελ. 93)

Και σε αυτό το σημείο ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει επίσης ότι η πολύ κρίσιμη διάσταση της απεύθυνσης, δηλαδή το σε ποιους και σε ποιες αφηγούμαστε και γιατί, δεν παράγει μόνο διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας – παράγει και διαφορετικές επιθυμίες αφήγησης.

Η Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler) γράφει:

Όταν το «εγώ» επιζητεί να δώσει αναφορά για τον εαυτό του, μια αναφορά που θα πρέπει να περιλαμβάνει τις συνθήκες της ίδιας του της ανάδυσης, τότε θα πρέπει κατ’ ανάγκην να κάνει κοινωνική θεωρία. (Butler, 2005/2009, σελ. 19).

Όταν, λοιπόν, τα επιζώντα δίνουν αναφορά για τον εαυτό τους, όχι προσπαθώντας να αποδείξουν ότι πράγματι συνέβη αυτό που τους συνέβη, αλλά επιχειρώντας να μοιραστούν το τραύμα τους, κάνουν κατ’ ανάγκην κοινωνική θεωρία. Και κάνουμε θεωρία σχεδόν κάθε μέρα, επειδή οι τρόποι με τους οποίους καλούμαστε να υπάρξουμε συχνά δεν βγάζουν κανένα νόημα, με άλλα λόγια, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι η έμφυλη βία που πάει πακέτο με το φύλο ή/και τη σεξουαλικότητά μας θα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί δεδομένη ή αυτονόητη, έτσι χρειάζεται διαρκώς να αναλύουμε το πώς φτάσαμε εδώ. Επομένως, το να επιχειρούμε να κατανοήσουμε τις συνθήκες της ανάδυσής μας, όταν αφηγούμαστε τις ιστορίες μας, είναι και μια πρακτική αντίστασης και μια πολιτική πράξη, διότι αυτό που κατανοούμε και, τελικά, αυτό που αφηγούμαστε είναι ότι η έμφυλη βία που ασκείται στα σώματά μας δεν είναι ποτέ μεμονωμένο περιστατικό, αλλά συνδέεται με έναν τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων, κατά τον οποίο το φύλο και η σεξουαλικότητα είναι μηχανισμοί εξουσίας και ελέγχου, είναι παράγοντες διακρίσεων ή είναι επαρκείς λόγοι για να σε σκοτώσουν.

Μια τέτοια κατανόηση είναι, φυσικά, μια φεμινιστική κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής μας ύπαρξης. Ο φεμινισμός, ως πολιτική θεωρία και πρακτική, μας έχει δώσει τη δυνατότητα να κατανοούμε διαφορετικά και, συνεπώς, να αφηγούμαστε διαφορετικά τις εμπειρίες μας. Αυτό, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το να χρησιμοποιούμε φεμινιστικά εργαλεία κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη. Αυτά τα εργαλεία συχνά μας οδηγούν στο να επανανοηματοδοτούμε εμπειρίες του παρελθόντος και έτσι να αναγνωρίζουμε αναδρομικά μια σειρά από παραβιάσεις. Και το να διαπιστώνουμε ξαφνικά πόσες φορές παραβιάστηκαν τα σώματά μας και οι επιθυμίες μας δεν είναι καθόλου εύκολο. Ωστόσο, είναι αφάνταστα σημαντικό ότι χάρη στον φεμινισμό έχουμε ένα λεξιλόγιο, σε περίπτωση που θελήσουμε να μιλήσουμε για αυτή τη βία, για αυτές τις παραβιάσεις. Ο φεμινιστικός λόγος μάς δίνει λέξεις όπως η κουλτούρα του βιασμού και η γυναικοκτονία. Δεν κάνει λοιπόν τις ζωές μας πιο εύκολες, ωστόσο τις κάνει να βγάζουν περισσότερο νόημα.

Έτσι, αν αποφασίσουμε να αφηγηθούμε, μπορούμε να αντλήσουμε υλικά από έναν λόγο που δεν μας βοηθάει μόνο να καταδείξουμε τα συστημικά αίτια της έμφυλης βίας. Ο φεμινιστικός λόγος περιλαμβάνει κι άλλες λέξεις, όπως η συναίνεση και η αυτοδιάθεση, ενώ επαναλαμβάνει διαρκώς τις λέξεις επιθυμία και απόλαυση. Γι’ αυτό και γραφές όπως αυτή του Λουί είναι επίσης και λόγοι επανορθωτικοί, διότι επιτρέπουν την κατανόηση των σωμάτων μας και του εαυτού μας πέρα από την έμφυλη βία, μας κάνουν να ασκηθούμε στην ενσυναίσθηση και να αντέχουμε, εντέλει, να υπάρχουμε σε αυτό τον κόσμο και να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας. Τέλος, αυτές οι γραφές, αυτές οι μαρτυρίες μπορούν να είναι και λόγοι ουτοπικοί, που αντιστέκονται στην έμφυλη βία ακριβώς επειδή φαντάζονται έναν κόσμο στον οποίο θα επιζούμε εμείς οι ίδιες και θα επιζούν οι επιθυμίες μας, μεταξύ των οποίων και η επιθυμία μας για αφήγηση.

 

Σημειώσεις

1 Μια πρώιμη εκδοχή του παρόντος κειμένου παρουσιάστηκε στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Φοιτητικός Σύλλογος του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με την Επιτροπή Ισότητας των Φύλων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με θέμα «Γυναικοκτονίες και έμφυλη βία στην Ελλάδα», στον Βόλο στις 26 Νοεμβρίου 2021.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Λουί, Ε. (2019). Ιστορία της βίας (μτφρ. Σ. Ζουμπουλάκη). Αντίποδες. (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2016.)

Μπάτλερ, Τ. (2009). Λογοδοτώντας για τον εαυτό (μτφρ. Μ. Λαλιώτης). Εκκρεμές. (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2005.)

Ξενόγλωσση

Brown, W. (1996). “In the ‘folds of our own discourse’: The Pleasures and Freedoms of Silence,” HeinOnline – 3 U. Chi. L. Sch. Roundtable, σσ. 185-197.

Αλίκη Θεοδοσίου

Η Αλίκη Θεοδοσίου υποψήφια διδακτόρισσα σπουδών φύλου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος της εκδοτικής συλλογικότητας του περιοδικού φεμινιστιqά. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν το φύλο, τη γραφή και τη σιωπή, μεταξύ άλλων. Εργάζεται ως μεταφράστρια.