Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

In memoriam: Για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

In memoriam: Για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

 

Τζίνα Πολίτη

 


 

Ι

Ο λατρευτικός χώρος της νιότης μου
έγινε μουσείο!
Εκεί, που περιχυμένη κρασιά
φώναζα τ’ άστρα με τ’ όνομά τους
«Μαρία! … Νίκο!…»
………………/
Να φύγω έλεγα, να φύγω μακριά
απ’ ένα παρελθόν ακατοίκητο
που έγινε μουσείο

Στο Θραύσματα Ενός Ερωτικού Λόγου, ο Roland Barthes διακρίνει στα κείμενα που αναλύει την παρουσία δύο υποκειμένων: το υποκείμενο που πάσχει και το υποκείμενο που ποιεί. Ένα χρονικό χάσμα παρεμβαίνει ανάμεσα στο βίωμα και την μετέπειτα καταγραφή του. Στους παραπάνω στίχους, όπως μαρτυρά το ρήμα «έλεγα», επιβεβαιώνεται αυτή τη διάκριση.

Ως αναγνώστρια αυτών των στίχων, διχάζομαι κι εγώ σε δύο υποκείμενα: του «τότε» όταν ο «λατρευτικός χώρος της νιότης» μας έσφυζε από παρουσία, και του «τώρα», της ερήμωσης της απουσίας, του θανάτου. Θυμάμαι. Κι όπως συμβαίνει στο είδος της Ελεγείας, σου απευθύνω τον λόγο.

Πες μου, λοιπόν, Κατερίνα, πώς να δραπετεύσω από τον ερημότοπο του ακατοίκητου μουσείου; Πώς να ξεπλέξω «από τα αγριόχορτα των αναμνήσεων»; Αυτή την απάντηση ψάχνω να βρω στο σώμα των ποιημάτων σου, τώρα, που «σαν σκοροφαγωμένα υφάσματα απλώνουν την ασχήμια τους τα γεράματά» μου. Το φάσμα μιας υπέργηρης καθηγήτριας της Λογοτεχνίας πλανιέται στην οδό Βουκουρεστίου, εκεί στο Brazilian, «αλύγιστα για πάντα τα νιάτα» που αναζητά. Και να! Ακούγεται τώρα «η γαλανή φωνή της μνήμης».

Θυμάμαι: την κυρία Καίτη να μας σερβίρει εκείνο το espresso που έκανε τα νεύρα μας να κουδουνίζουν και τις εξαίσιες εκείνες τυρόπιτες που καταβροχθίζαμε! Ναι, είμαστε ακόμα εκεί, εσύ και το άστρο «Μαρία» (Σερβάκη), και το άστρο «Νίκος» (Φωκάς), και μαζί η Λύντια Στεφάνου κι εγώ.

Πόσες νύχτες περάσαμε στα ταβερνάκια της Πλάκας, «περιχυμένες με κρασιά», τι γέλια, τι τραγούδια, τι ατέλειωτες συζητήσεις. Φεύγοντας, πόσες φορές παίζαμε σαν τα μικρά παιδιά κρυφτό στα στενάκια, και η Μαρία, ξάφνου, έπαιρνε φόρα, έτρεχε κι ανέμιζαν τα καστανόξανθα μαλλιά της φλερτάροντας με τον αέρα!

«Μια αστραπή/ –το ελάφι της νιότης–/ σε σχίζει πάλι/ σε χίλιους θανάτους». Στον Ναό της Ποίησης τους Ιερείς και τις Ιέρειες αντικατέστησαν τώρα κομψευόμενοι πολιτικοί και λουσάτες γκόμενες. «Τα ποιήματα δεν μπορούν πια/ να’ ναι ωραία/ αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει». Στη γλώσσα που μιλούν, «τα επίθετα μαράθηκαν».

ΙΙ

Η προσωπική αυτή νεκρανάσταση του παρελθόντος, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεταφορά που μεταμορφώνει τον χωροχρόνο σε «ακατοίκητο μουσείο». Παρατηρώ πως σπάνια συναντώ στα ποιήματά σου την παρομοίωση. Η αναπαράσταση, το ως εάν, είναι γένους αρσενικού. Εδώ, τίποτα δεν είναι σαν κάτι άλλο. Όπως στους αρχαίους μύθους, είναι το άλλο: η Νιόβη είναι πέτρα και η Δάφνη δέντρο. Το επιβεβαιώνουν οι αισθήσεις μας.

Αλήθεια, πόσα συναισθήματα, πόσες εικόνες, πόσες έννοιες και πόση Ιστορία –ατομική και συλλογική– ενσαρκώνουν οι μεταφορές σου! Παρουσία/απουσία, γλώσσα/σιωπή, έρωτας/θάνατος, μνήμη/λήθη, σάρκα/ψυχή. Σκέπτομαι πόσο ενδιαφέρουσα θα ήταν μια μελέτη με θέμα: Η Διαλεκτική της Μεταφοράς στην Ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Αν δεν με αποθάρρυναν «τα αειθαλή αγκάθια του κάκτου χρόνου», ίσως να το επιχειρούσα.

Μπροστά μου, έχω τώρα ένα δαχτυλογραφημένο κείμενο με ξεθωριασμένο, πράσινο εξώφυλλο, όπου διαβάζω:

Κατερίνα Αγγελάκη – Ρούκ
Ποιήματα 63-69
Έκδοση εκτός εμπορίου
Στη μνήμη του πατέρα μου.

Ήδη, στα νεανικά αυτά ποιήματα το ρητορικό σχήμα της μεταφοράς ζευγαρώνει τις αντιθέσεις: η Τίγρη, «Όλο και πιο πολύ κατεβαίνει/ στα μυστικά/ […] Βρίσκει τη σιωπή τη σηκώνει με το νύχι». Η Τίγρη, «Με δυο κομμάτια ουρανού/ καταιγίδα του Μάη/ ζυγιάζει τα παλιά ένστικτα και τη σοφία». Στη νεανική αυτή συλλογή εντοπίζω ένα ακόμα στοιχείο που διαμορφώνει τη δομή της ποιητικής σου γλώσσας: θα το ονόμαζα Η Χορογραφία της Κίνησης. Τα ουράνια και γήινα σώματα, ήλιος, σελήνη, άστρα, πτηνά, δέντρα, άνθη, πάθη, ύλη και ψυχή, ρυθμικά κινούνται στη σκηνή του ποιητικού σύμπαντος. Παραθέτω:

ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΘΟΣ
Έρχεται σαν τον ξαφνικό άνεμο
του καλοκαιριού όμως δεν δροσίζει
Μόνο φουσκώνει τα καυτά κύματα του νου.
Το σώμα ακολουθεί
σαν τρελαμένος σαλτιμπάγκος
Χειρονομεί αφύσικα
για να πείσει το κοινό πως θριαμβεύει.
[…]
Ζητώ εξηγήσεις από την πλάση
μα με στέλνουν αλλού
σε άλλη υπηρεσία συναλλαγών
καμιά σχέση με το μέλλον.
Στις σκέψεις μου, βλέπω αυτό το ποίημα να μεταλλάσσεται σε μια χορογραφία της Pina Bausch.

ΙΙΙ

Παρά την περίφημη ρήση του Buffon ότι «το ύφος είναι ο Άνθρωπος», εσύ δηλώνεις: «Το σώμα του Ύφους παραμένει ασύλληπτο». Στη ρήση σου, η λέξη «σώμα» με φέρνει στο Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ. Γράφεις: «Άρθρο θηλυκό. Σαν μπάρα μπαίνει μπροστά μου ο προσδιορισμός μου σ’ αυτή τη γη. Όμως, ό,τι άλλο θα ’ταν λάθος». Πράγματι. Στο θεωρητικό έργο Επανάσταση στην Ποιητική Γλώσσα, η Julia Kristeva ακυρώνει τη διάκριση ανάμεσα στο θηλυκό και αρσενικό γένος. Στην ποιητική γλώσσα, η απαγορευτική «μπάρα» που ορθώνει η Συμβολική Τάξη του Πατρός, εξαφανίζεται. Στο σώμα της ποίησης, ο ομφάλιος λώρος συνδέεται με τη σημειωτική χώρα-μήτρα του ποιητικού λόγου. Εκεί, η απόλαυση της συμβιωτικής σχέσης θρέφει τις λέξεις. Το απωθημένο δίνει τη θέση του στην απόλαυση. Το μέσα και το έξω, σε μείξη, μια διαρκή συν-ουσία: «Πότε θα μάθω ότι η φύση όλη είναι έρωτας;». Μόνο, «Όταν το σώμα/ υποσχεθεί τον εαυτό του/ και εκπληρώσει την υπόσχεσή του/ επιθυμώντας με φωνές/ που ξεχύνονται στον κήπο/ και κολλάν στους κλάδους/ σαν ρετσίνι».

Η συμβολική τάξη του λόγου κανοναρχεί και εξουσιάζει το υποκείμενο και το σώμα του. Ο Νόμος του Πατρός εξορίζει το Φαντασιακό, το Ερωτικό Σώμα, απροστάτευτο, τεμαχίζεται στο Νεκροτομείο.

Τα έντερα τα εσώτατα
που διοχετεύουν πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο
της μεμψίμοιρης μέρας
[…]
το συκώτι
το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο
οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων
η τραγωδία του λαιμού
το μέσα της σήψης
και το έξω της επιβίωσης
[…]
Κι ολόκλειστο κουτί
Ακόμη ταξιδεύω
Στη θάλασσα την κόκκινη
Που θα με κουκουλώσει.

Το σώμα, ωστόσο, «γεννάει το δίκιο του/ και το υπερασπίζεται/ το σώμα φτιάχνει το λουλούδι/ φτύνει το κουκούτσι-θάνατο/ –κατρακυλάει πετάει/ ακίνητο στροβιλίζεται γύρω από την καταβόθρα του κόσμου–/ στα όνειρα το σώμα θριαμβεύει».

IV

Σ’ αυτό το γραπτό μου, μιλούν δύο υποκείμενα: το υποκείμενο της νιότης και το υποκείμενο του γήρατος. Το ένα, θυμάται και πάσχει, το άλλο, διαβάζει και ποιεί. Και τα δύο βιώματα απορρέουν από μια ποιητική μεταφορά που μεταλλάσσει το παρελθόν σε «ακατοίκητο μουσείο». Τώρα, μέσα σ’ αυτό το ακατοίκητο μουσείο κρέμεται ακόμα ένας και μοναχικός πίνακας: η προσωπογραφία μου, σημαδεμένη από την «ανορεξία της ύπαρξης». Μοναξιά. Γι’ αυτό, Κατερίνα, σε προσκαλώ να με επισκεφτείς στα όνειρά μου. Θα πάμε να πιούμε καφέ στο περίφημο καφενείο της Αίγινας, το «Αιάκειο». Θα είναι εκεί κι ο Γιάννης ο Μόραλης. Συναντιόμαστε εκεί συχνά και θυμόμαστε τα παλιά.

Τζίνα Πολίτη

Η Τζίνα Πολίτη σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή της στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως Fellow του Κολεγίου Churchill, δίδαξε επί σειρά ετών στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Το 1998 τιμήθηκε με το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας και Έρευνας από το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Βιβλία και μελέτες της πάνω στην αγγλική, την ελληνική και τη συγκριτική λογοτεχνία έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μεταξύ των έργων της συγκαταλέγονται τα εξής: The Novel and its Presuppositions: Changes in the Conceptual Structure of Novels in the 18th and 19th Centuries (Adolf M. Hakkert, 1976), Κριτικά σημειώματα (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 1979), Shakespeare and Law (Παπαζήσης, 1979), Συνομιλώντας με τα κείμενα (Άγρα, 1996), Στα όρια της γραφής (Άγρα, 1999), Η ανεξακρίβωτη σκηνή (Άγρα, 2001), Δοκίμια για το ιστορικό μυθιστόρημα – σταθμοί στην εξέλιξη του είδους (Άγρα, 2004), Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών (Άγρα, 2006), Περι-διαβάζοντας την αγγλική λογοτεχνία (Άγρα, 2008), Λόγοι, αντίλογοι, σατιρικά (Άγρα, 2009), Η δοκιμασία της ανάγνωσης (Άγρα, 2010).