Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Έμφυλος και ιστορικός λόγος στη νεανική λογοτεχνία: Αναπαραστάσεις μητρότητας και θυγατρότητας στα ιστορικά μυθιστορήματα

Έμφυλος και ιστορικός λόγος στη νεανική λογοτεχνία: Αναπαραστάσεις μητρότητας και θυγατρότητας στα ιστορικά μυθιστορήματα

 

Ρόζη-Τριανταφυλλιά Αγγελάκη

 


 

Περίληψη

Η μητρότητα αποτελεί τόσο πολιτισμικά διαχρονικό όσο και στερεότυπο στοιχείο της έμφυλης γυναικείας ταυτότητας, ενώ η ιδεολογική κατασκευή της ενισχύεται στο πλαίσιο της σχέσης μητέρας-κόρης: μιας σχέσης που οι ψυχαναλυτικές θεωρίες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και διά της εξέτασης του τρόπου με τον οποίο αυτή εγγράφεται σε πολιτισμικές αποτυπώσεις. Στη σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους είναι φανερή η επίδραση των πολιτισμικών σπουδών, των πλουραλιστικών θεωριών και της φεμινιστικής κριτικής όσον αφορά στην αναπαράσταση της γυναικείας υποκειμενικότητας με την επιτέλεση της μητρότητας. Οι γυναίκες αποκτούν «φωνή», δρουν έξω από προκαθορισμένα όρια και ως μητέρες τείνουν να υιοθετούν συμπεριφορές που αποκλίνουν από το «γυναικείο πεπρωμένο» που άλλοτε καθόριζε η πατριαρχία. Η παρουσίαση των παραγόντων και η κατανόηση των αιτιών που διαμόρφωσαν την έμφυλη παρουσία, την κυρίαρχη κουλτούρα αναφορικά με τη γυναίκα ως ψυχολογική, βιολογική και κοινωνική ύπαρξη, αλλά και την μητρική πρακτική μπορεί να λάβει χώρα με τρόπο αποτελεσματικό ιδιαίτερα στα ιστορικά μυθιστορήματα: οι συγγραφείς, αποδίδοντας το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής που επιλέγουν να αναπαραστήσουν, περιγράφουν και τα πολιτισμικά συμφραζόμενα που κάθε φορά όριζαν τον ρόλο των γυναικών ως μητέρες και θυγατέρες ταυτόχρονα. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η προσπάθεια της Νινέττας Βολουδάκη, μέσα από την παρουσίαση της πολύπλοκης έννοιας της μητρότητας και εκείνης της θυγατρότητας, να καταδείξει τις πολλαπλές εκδοχές της γυναικείας προσωπικότητας και να αποδομήσει τα κοινωνικά κατασκευασμένα καθήκοντα των γυναικών μέσα από διαφορετικές υποκειμενικές αναπαραστάσεις και ιστορικές καταγραφές.

 

Μητρότητα-Θυγατρότητα

Η γυναικεία υπόσταση και ειδικά η σχέση μητέρας-κόρης αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα που απασχόλησε και απασχολεί επιστήμονες από διαφορετικά πεδία. Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, το μητρικό σώμα, η μητρότητα ως στοιχείο ταυτότητας και η σχέση μητέρας-κόρης αποτελούν βασικά ζητήματα της φεμινιστικής θεωρίας (Ιγγλέση, 1990, σελ. 19· Stanton, 1986, σσ. 157-180), καθώς ανέκαθεν συντελούσαν στη διαμόρφωση των έμφυλων ρόλων στην κοινωνία και στην καθιέρωση προτύπων εξουσίας. Ο δευτερεύων και βοηθητικός στην ανάπτυξη του άντρα στερεοτυπικός κοινωνικός ρόλος της γυναίκας και το «καθήκον» της για την ενσάρκωση ενός ιδεατού μητρικού προτύπου αποτυπώνονταν έντονα στη λογοτεχνία, τη σπουδαία αυτή έκφραση της ανθρώπινης καθημερινότητας: Μέχρι το 1970 περίπου, στα λογοτεχνικά κείμενα πρωταγωνιστούσαν γυναίκες που παρείχαν πολύτιμες συμβουλές, αμέριστη στήριξη και στοργή στους συζύγους, στους εραστές και στα παιδιά τους, όντας ωστόσο πάντοτε εξαρτημένες και έχοντας ανάγκη από συναισθηματική και υλική υποστήριξη. Αυτά μέχρι και την εποχή που αναπτύχθηκε η φεμινιστική κριτική (Belsey, 1985, σσ. 45-64· Κανατσούλη, 2008, σελ. 145).

Κατά τη δεκαετία του ’60, αναπτύχθηκε η φεμινιστική λογοτεχνική κριτική, σε μια προσπάθεια ανάδειξης των έμφυλων ανισοτήτων, όπως αυτές αντικατοπτρίζονταν σε λογοτεχνικά κείμενα. Στόχος των γυναικών συγγραφέων, ακαδημαϊκών, θεωρητικών και κριτικών της λογοτεχνίας από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Αμερική, κατά κύριο λόγο, αλλά και άλλων εθνικοτήτων, ήταν η ανάδειξη της γυναικείας εμπειρίας μέσα από τη λογοτεχνική ανάλυση, η αφηγηματική υπέρβαση της παραδοσιακής εκδοχής της γυναικείας προσωπικότητας και η αποτίναξη «κανονικοτήτων» για το αρσενικό και το θηλυκό (Butler, 1999, σσ. 175, 190· Guerin ‒ Labor ‒ Morgan ‒ Reesman ‒ Willingham, 2005, σσ. 224-226· Κογκίδου ‒ Πολίτης, 2006, σσ. 1-3). H λογοτεχνία για παιδιά και νέους αποτέλεσε σημείο ενδιαφέροντος της φεμινιστικής κριτικής. Αντικείμενο εξέτασής της δεν ήταν άλλο από τα έμφυλα κοινωνικώς κατασκευασμένα στερεότυπα και η εμμονή σε αυτά.

Το εν λόγω ενδιαφέρον οδήγησε στην προσπάθεια για την εγχάραξη ενός νέου, γυναικείου λογοτεχνικού κανόνα. Στο πλαίσιο της απόπειρας αυτής, αναδιαμορφώθηκαν οι τρόποι αποτύπωσης του γυναικείου φύλου σε μυθιστορήματα: Η απόδοση του ανδρικού φύλου ως ανώτερου από το γυναικείο ‒ένεκα, κυρίως, της ψυχικής και σωματικής δύναμης του πρώτου‒ και, αντίστοιχα, η περιγραφή των γυναικών ως κοινωνικά περιθωριοποιημένων υπάρξεων που ήταν αδύνατο να τα βγάλουν πέρα χωρίς την υποστήριξη των πατέρων ή των συζύγων τους άρχισε να φθίνει. Οι γυναικείοι χαρακτήρες σταδιακά αποκτούσαν υπόσταση και, απεκδυόμενοι ρόλους συνδεμένους με ηθικοπλαστικά στερεότυπα, άρχισαν να καθίστανται ορατές και «ομιλούσες» φιγούρες (Diekman ‒ Murnen, 2004, σσ. 373-374· Hourihan, 2005, σελ. 68 κ.ε· Παστουρματζή, 2002, σσ. 697-704).

Από το 1970 και έπειτα, στον ελληνικό χώρο σημειώθηκε εκρηκτική παραγωγή παιδικών λογοτεχνημάτων. Εμφανείς σε αυτά ήταν οι επιδράσεις των κοινωνικών αναδιαρρυθμίσεων, των νέων οικονομικών συνθηκών, των πολιτικών διαμαχών και της συνεπαγόμενης πολιτικής αφύπνισης και πολιτιστικής ανανέωσης. Εξίσου φανερές ήταν στα κείμενα των συγγραφέων για παιδιά οι επιδράσεις της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και της επικράτησης θεωριών προερχόμενων από ψυχολογικές, παιδαγωγικές και κοινωνικές επιστήμες,. Στα ελληνικά μεταμοντερνιστικά νεανικά μυθιστορήματα που γράφηκαν μετά την κατάλυση της Δικτατορίας του 1967, η έμφαση στην αισθητική αξία των λογοτεχνικών κειμένων και η αντιμετώπιση του παιδιού ως ισότιμου μέλους της κοινωνίας είναι εμφανείς, με τον μεταμοντερνισμό να γίνεται αντιληπτός ως παραδοχή της σχετικότητας περί της μιας και αδιατάρακτης αλήθειας και ως επίγνωση του ότι οι αναπαραστάσεις παράγουν την πραγματικότητα. Παράλληλα με την προώθηση της πλουραλιστικής αντίληψης της πραγματικότητας, μεταμοντερνιστικό στοιχείο αποτέλεσε και η αφηγηματοποίηση της καθημερινής ζωής, ως συνέπεια της μετανεωτερικότητας (αν και, πολλές φορές, αυτοί οι δύο όροι ταυτίζονται, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η απροσδιοριστία της σημασίας του μεταμοντερνισμού), καθώς επίσης και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στη βιοπολιτική και τη σεξουαλικότητα (Αγγελάκη, 2018, σσ. 39-40· Κanatsouli, 1995· Χατζηβασιλείου, 2002· Wittrock, 2000).

Στα παιδικά μυθιστορήματα που γράφηκαν μετά την Επταετία, και ιδιαίτερα μετά το 1980, οπότε ο μεταμοντερνισμός γίνεται περισσότερο αισθητός στα λεκτικά κείμενα, παρατηρείται ότι η θεματολογία περιστρέφεται γύρω από «οικουμενικής» φύσεως ζητήματα, όπως, φέρ’ ειπείν, είναι οι συμπεριφορές των παιδιών εντός των συμβολικών δομών της οικογένειας, ενώ οι γυναικείες μορφές και, κυρίως, οι μητρικές φιγούρες αρχίζουν να αποδίδονται από τους/τις συγγραφείς ως κοινωνικά απελευθερωμένες, με έντονη την παρουσία τους στην αγορά εργασίας και ενεργό ρόλο εντός του πλαισίου της οικογένειας. Το παρελθόν ανακατασκευάζεται αφηγηματικά με σκοπό την κριτική του αναμόχλευση ‒ με την πολύτιμη, ωστόσο, συνδρομή της ιστοριογραφίας και το ενδιαφέρον στραμμένο περισσότερο στις μικροϊστορίες ανθρώπων (Barry, 2013, σελ. 112· Connor, 1999, σελ. 28· Νάτσινα, 2012· Θεοτοκάς, 2002· Παπαντωνάκης, 2004).

 

Μεταμοντερνιστικό ιστορικό μυθιστόρημα για παιδιά

Όσο δύσκολο κι αν είναι να αποσαφηνιστεί τι είναι ακριβώς η παιδική λογοτεχνία, άλλο τόσο δύσκολο είναι να το αποδοθεί όρος για την έννοια του μεταμοντερνισμού (Κανατσούλη 2002, σελ. 23· McHale, 1987, σελ. 4· McLaughlin, 2004). Ωστόσο, μπορούμε να συνοψίσουμε το ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτός αποτυπώνεται στα παιδικά πεζογραφήματα γίνεται αντιληπτός μέσα από τη διακειμενικότητα, τη σύμφυση της ιστορικής επιστήμης με τη λογοτεχνική αφήγηση, τη μετανεωτερικού τύπου εξέταση της Ιστορίας, την ενσυναισθητική των διαφορετικών πτυχών του ιστορικού παρελθόντος, αλλά και το αφηγηματικό παιχνίδι ανάμεσα στο «τότε» και το «τώρα» (Γαζή, 2003· Currie, 1998, σσ. 45-48· Daddow, 2004· Hutcheon, 2004, σελ. 53). Στα ιστορικά μυθιστορήματα για παιδιά, προτεραιότητα, κατά κύριο λόγο, δίδεται σε λεπτομέρειες, για παράδειγμα, του χώρου, και όχι τόσο στα ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να αποδοθεί περισσότερος ρεαλισμός στο κείμενο.

Στα μεταμοντερνιστικά μυθιστορήματα της μεταπολιτευτικής περιόδου στα οποία οι λογοτέχνες απευθύνονται σε παιδιά και νέους πραγματευόμενοι μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι το ζήτημα της απεικόνισης του φύλου αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον: Η θεωρία και η ιστοριογραφία τροφοδοτούν τη λογοτεχνία και αντίστροφα, και η μεταμυθοπλασία επαναπροσδιορίζει τη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και τη ζωή· η γλώσσα των έργων γίνεται αυτοαναφορική, ενώ αποφεύγονται η ερμηνευτική μονομέρεια, ο ηθικοδιδακτισμός, η υπερβολή και η αυθαίρετη κατασκευή ιστορικών γεγονότων (Hutcheon, 2013, σσ. 1-3· Κόκκινος 1998, σελ. 360· Nicol, 2009, σελ. 35). Επιπλέον, τα γυναικεία πρόσωπα αναδεικνύονται, πια σε υποκείμενα με δράσεις και εμπειρίες, οι οποίες φανερώνουν στο αναγνωστικό κοινό τα ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα που υπαγόρευσαν τις ιδεολογίες, στη βάση των οποίων συγκροτήθηκαν τα διάφορα πρότυπα για τη γυναικεία και τη μητρική υποκειμενικότητα (Cixous, 1986, σελ. 83· Καραλής, 2013, σσ. 120-133· Παπαντωνάκης, 2008· Woodward, 2003, σσ. 18-32).

Για την ακρίβεια, τα πρόσωπα των ιστοριών παρουσιάζονται πολυεπίπεδα μέσα από τεχνικές όπως, για παράδειγμα, είναι ο πλάγιος λόγος, οι εσωτερικοί μονόλογοι ή η παράθεση πολλαπλών οπτικών γωνιών, και μέσα από την αισθητική αυτοσυνειδησία τονίζεται περισσότερο η αληθινή τους φύση. Η έννοια του ρεαλισμού μετεξελίσσεται, και παρών στα μυθοπλαστικά διηγήματα είναι ο ψυχολογικός ρεαλισμός, που εξυπηρετεί την εξερεύνηση της εσωτερικότητας και την αυτοανακάλυψη: Με αυτό τον τρόπο, οι μυθιστορηματικοί ήρωες αποτελούν καταλληλότερα πρότυπα για τους ανήλικους αναγνώστες (Καρακίτσιος, 2004, σελ 87· Trotter, 2013, σσ. 70-72).

Δεδομένου ότι η Ιστορία δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να αναζητήσει τις συνθήκες και τις διαδικασίες κατασκευής της έμφυλης ταυτότητάς του, τα ιστορικά μυθιστορήματα που σκοπό έχουν να διαπλάσουν τους νεαρούς αναγνώστες τούς προσφέρουν τη δυνατότητα όχι μόνο να «αναγνώσουν» την Ιστορία, αλλά και να κατανοήσουν τους «ρόλους των φύλων», βιώνοντας τις ιστορίες των θηλυκών προσώπων, των οποίων οι συμπεριφορές, οι συγκρούσεις και οι αμφιθυμίες αντανακλούν τον τρόπο ερμηνείας και ανταπόκρισής τους στα εκάστοτε κοινωνικά συμφραζόμενα. Η δε μητρότητα και η πολιτισμική/λογοτεχνική αναπαράστασή της αποτελούν σε αυτά κομβικό ζήτημα, καθώς πρόκειται, αφενός, για τη σχέση αμοιβαιότητας και αλληλεξάρτησης, διά της οποίας η γυναίκα-κόρη πρόκειται να διαμορφώσει τη δική της κοσμοαντίληψη, και αφετέρου, για την ιδιότητα που χαρίζει –στερεοτυπικά, ακόμα και σήμερα‒ στη γυναίκα ταυτότητα (Flax, 1985· Glatzer, 1985· Lenker, 2006· Vidal, 1991). Καθώς στις λογοτεχνικές αφηγήσεις ενσωματώνονται ιστορικά γεγονότα που αποκαλύπτουν τους διάφορους ρόλους των γυναικών στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής, οι αναγνώστες έχουν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν ότι το φύλο αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή της έµφυλης διαφοράς και να προβληματιστούν αναφορικά με τη γυναικεία φύση, την κουλτούρα, το σώμα και το πώς επέδρασε σε αυτά η συνθετότητα του ιστορικού χρόνου (Hareven, 1991· Μπένετ, 1997· Σκοτ, 1997).

Στο παρόν άρθρο επιλέχθηκε να εξεταστεί το γεμάτο δράση, αγωνία αλλά και ρομαντισμό ιστορικό μυθιστόρημα της Νινέττας Βολουδάκη με τίτλο Ελισάβετ και Δαμιανός. Πρόκειται για έργο που απευθύνεται σε νεανικό κοινό και αφηγείται την Ιστορία μέσα από ιστορίες θηλυκών προσώπων, κυρίως. Επιλέχθηκε καθότι η συγγραφέας, σύμφωνα με τις τάσεις των μεταμοντερνιστικών ιστορικών μυθιστορημάτων, επέλεξε να θίξει ζητήματα «πανανθρώπινης» και «οικουμενικής» εμβέλειας, ενόσω χειρίζεται την Ιστορία σαν αντικατοπτρισμό της ανθρώπινης κατάστασης και ευκαιρία για παρουσίαση εναλλακτικών αφηγήσεων (McHale, 2015, σελ. 76· White, 1978, σελ. 51). Προσπαθεί να αποκαλύψει στους νεαρούς αναγνώστες της τη φαινομενική αντικειμενικότητα προβάλλοντας την υποκειμενικότητα των πολλαπλών αφηγήσεων· παρουσιάζει, όμως, και τα ιστορικά γεγονότα που πραγματεύεται στο έργο της με τρόπο που, εκτός από το να τα πληροφορηθεί, το κοινό της να προβληματιστεί και να κατανοήσει τα αίτια και το αποτέλεσμα, που επέφεραν. Τοιουτοτρόπως, το βιβλίο της καταλήγει να συνδιαλέγεται μετακριτικά με την Ιστορία και καθιστά δυνατή στο κειμενικό σύμπαν την απομυθοποίηση και απορρύθμιση των άλλοτε προκατασκευασμένων αντιλήψεων και ιδεολογημάτων: Μέσα από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές που εκλαμβάνονται ως μορφές αφήγησης, αντιτάσσεται στην ιδέα των έμφυτων ιδιοτήτων και ικανοτήτων των γυναικών. Ακόμα, αμφισβητεί το ότι τα άτομα ομαδοποιούνται βάσει στερεοτυπικών και αναχρονιστικών γενικεύσεων, και υπονοεί ότι η σχέση μάνας-κόρης αποτελεί τόπο όπου συγκλίνουν πολύπλοκα και αντιφατικά σύνολα εμπειριών (Braidotti, 2006, σελ. 200· Ivanova ‒ Hristov, 2013· Redmann, 2019· Woodward, 1997). Ακολούθως, θα γίνει προσπάθεια να καταδειχτεί ο τρόπος με τον οποίο η λογοτέχνιδα επιχείρησε, αφενός, να αποδομήσει τις κοινωνικά κατασκευασμένες διαφορές του άντρα και της γυναίκας ως θεωρούμενων φυσικών οντοτήτων, και αφετέρου, να καταστήσει το αναγνωστικό κοινό της ικανό να αφουγκραστεί τις ιστορίες των γυναικών, να αντιληφθεί την πολυπρισματικότητα της σχέσης μητέρας-κόρης και να προβληματιστεί σχετικά με το κατά πόσον η Λογοτεχνία αναπαράγει, αλλάζει και ανατρέπει προκαταλήψεις.

  

Ελισάβετ και Δαμιανός

Η συγγραφέας φαίνεται ότι έλαβε σοβαρά υπόψη της πως το κοινό στο οποίο απευθύνεται βρίσκεται στο μεταίχμιο της μετάβασης από την παιδική ηλικία στην πιο ώριμη και διαπλάθει την προσωπικότητά του. Ως εκ τούτου, φρόντισε στις σελίδες του βιβλίου της να διαπλάθονται μαζί με τους αναγνώστες και τα μυθιστορηματικά της πρόσωπα, των οποίων η καθημερινότητα αφορά σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, ατομικά προβλήματα και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Εξέχων πρόσωπο στις σχέσεις αυτές είναι η μητέρα και, όπως θα φανεί, έμφαση στο κείμενο δίδεται ιδιαίτερα στον δεσμό μητέρας και κόρης (Alvermann, 2001· Boes, 2006· Norton, 1999). Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου είχε αναρρηθεί ο Ιωάννης Κομνηνός. Στο πλαίσιο της επιθετικής πολιτικής που ο αυτοκράτορας είχε χαράξει με στόχο την ανασυγκρότηση του κράτους, ο πατέρας της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας, ονόματι Ελισάβετ, εστάλη ως διοικητής των Βαράγγων στην Αντιόχεια, για να ενισχύσει το εκστρατευτικό σώμα∙ άφησε, έτσι, τη δεκατετράχρονη αρχοντοπούλα μόνη με την «ιάτρισσα» μητέρα της, Αναστασία, στο σπίτι της δεσποτικής γιαγιάς της. Η ιστορία εκκινεί με ένα συνταρακτικό γεγονός-συνήθη αφηγηματική στρατηγική του νεανικού μυθιστορήματος (Nilsen ‒ Donelson, 1993, σσ. 58-67). Συγκεκριμένα, η περιπέτεια της Ελισάβετ ξεκινά όταν, προκειμένου να ηρεμήσει από την πίεση και τις φωνές της γιαγιάς της τη μέρα των γενεθλίων της, κάνει κρυφά μια βόλτα κοντά στην όχθη του ποταμού και ανακαλύπτει στις καλαμιές το άψυχο σώμα του πάμπλουτου χρυσοχόου και μνηστήρα της καλύτερής της φίλης, Άννας. Από τη σαστιμάρα και τον τρόμο της τη βγάζει ο Δαμιανός Οξείτης, ο νεαρός που, χάρη στο ισχυρό του ένστικτο, την οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητά του, εξιχνιάζει το μυστήριο.

Ο Δαμιανός, ωστόσο, ήταν το αγόρι που επρόκειτο να φέρει και σε αμήχανη θέση τη μικρή ηρωίδα, ειδικά όταν προσκλήθηκε από την καλόκαρδη μητέρα της να μείνει σπίτι της: Το γεγονός ότι ανέπτυξε τρυφερούς δεσμούς μαζί της την ενοχλούσε τόσο, ώστε η ίδια καθυστερούσε να συνειδητοποιήσει την έλξη και τον θαυμασμό που ένιωθε για τον χαρισματικό νέο. Πράγματι, στην Ελισάβετ αποδίδονται χαρακτηριστικά νεανικής αφέλειας: Βάσει του κειμένου, επέτρεπε σε συναισθήματα ζήλιας και κτητικότητας να την κυριεύουν κάθε φορά που συνειδητοποιούσε τη σχέση τρυφερότητας που άρχισε να αναπτύσσει η μητέρα της, Αναστασία, με ένα ξένο, ουσιαστικά, αγόρι. Δεδομένου ότι η μικρή ηρωίδα είχε συνδεθεί ιδιαίτερα με τη μητέρα της μετά την αποστολή του πατέρα της στην Αντιόχεια, δικαιολογείται στην κρίση του αναγνώστη, διότι η τελευταία λειτουργούσε ως πρότυπο συμπεριφοράς και σύμβολο ασφάλειας για την Ελισάβετ. Όμως, η προσκόλλησή της στη μητέρα της οφείλεται και στο γεγονός ότι η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια περιγράφεται να διαθέτει οξυμμένη κρίση, παρά το νεαρό της ηλικίας της: Αντιλαμβανόμενη τον πονηρό τρόπο σκέψης των ενηλίκων και, συγκεκριμένα, ακούγοντας τα συμφεροντολογικά προξενιά που της κανόνιζε η γιαγιά της, η οποία είχε βαλθεί να την παντρέψει χωρίς να την ενδιαφέρει «αν γινόταν δυστυχισμένη», αφού «θα υποτασσόταν κι αυτή στη μοίρα της, σαν όλες τις γυναίκες» (Βολουδάκη, 2009, σελ. 45) της εποχής, ωθούνταν να αποζητά περισσότερο την οικογενειακή θαλπωρή:

… Όσο περισσότερα πράγματα μάθαινα για αυτό τον κόσμο και τους ανθρώπους του, τόσο πιο πολύ αγαπούσα την ασφάλεια και την προστασία του σπιτιού μου. Αυτός ήταν ο δικός μου κόσμος, κι ήταν όμορφος και σίγουρος, με τα πράγματά μου που αγαπούσα… (Βολουδάκη, 2009, σελ. 34).

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποτελεί, θα λέγαμε, και ένα είδος ψυχογράφησης του σφαιρικού αυτού χαρακτήρα (Αμπατζοπούλου, 1998, σελ. 103), μέσω της οποίας αναπαρίσταται αφηγηματικά η έννοια της θυγατρότητας: Η Ελισάβετ ως έφηβη είχε ανασφάλειες για τον εαυτό της και δυσκολευόταν να τον αποδεχτεί ή να δεχτεί τις αλλαγές που εντόπιζε μέσα της, καθώς μεγάλωνε. Η δυσκολία αποσύνδεσής της από τη μητέρα της, την οποία και θαύμαζε, αντανακλά, πιθανότατα, την επιθυμία της συγγραφέως να αρθρώσει την πλοκή των σχέσεων μητέρας-κόρης μέσω της μυθοπλαστικής κατασκευής και μιας αφήγησης που ενέχει την αποζήτηση της μητρικής αποδοχής, της ανάγκης, της εξιδανίκευσης, της απογοήτευσης και της απώλειας. Αντικατοπτρίζει, επίσης, και την προσδοκία της Βολουδάκη να αποδώσει τη σύγχυση ‒που, προφανώς, επικρατούσε εντός της νεαρής ηρωίδας και λόγω των συναισθημάτων που υπέφωσκαν μέσα της για τον Δαμιανό‒, την εσωτερική αμφιβολία, τον φόβο και τις ενοχές, που κατακλύζουν τα νεαρά κορίτσια, όταν πρόκειται να αποκολληθούν από τη μητέρα τους (Hirsch, 1981· Simões ‒ Passos, 2019).

Στο ιστορικό και παράλληλα φεμινιστικό αυτό μυθιστόρημα για παιδιά και εφήβους, επιβεβαιώνεται το μοτίβο των χαρακτήρων που και ταλανίζονται, όταν αντιλαμβάνονται τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, και προσπαθούν να τις επιλύσουν, αλλά και κλείνονται στον εαυτό τους, σε μια προσπάθεια εύρεσης της δικής τους ταυτότητας (Παπαντωνάκης ‒ Κωτόπουλος, 2011, σελ. 170· Trites, 1996). Η περίπτωση της Ελισάβετ, ειδικότερα, αφορά τη διαδικασία διαμόρφωσης του γυναικείου υποκειμένου, που όμως δεν το ενδιέφερε να λογίζεται «σοβαρή και μετρημένη δέσποινα» της παντρειάς (Βολουδάκη, 2009, σελ. 97), αφού και απηύθυνε το λόγο σε άτομα του αντίθετου φύλου και περπατούσε μόνη της εκτός σπιτιού.

Από την άλλη πλευρά, και η ίδια η Αναστασία ήταν στενά δεμένη με την κόρη της, και όχι μόνο της αναγνώριζε ότι ήταν καλλιεργημένη, αλλά και επικροτούσε τόσο την προθυμία της να δημιουργεί συναισθηματικούς δεσμούς όσο και την ικανότητά της να παρατηρεί τον εαυτό της. Προσέτι, επιθυμούσε να την κρατήσει κοντά της, ωθώντας την, όμως, ταυτόχρονα στην ενήλικη ζωή (Juhasz, 2000)· προσπαθούσε, δηλαδή, μεν «με τη σειρά της να τη διευκολύνει να βρει μόνη της τον δρόμο που θα την ευχαριστούσε» (Βολουδάκη, 2009, σελ. 27), αντιλαμβανόμενη όμως τις ανασφάλειες της κόρης της και ιδιαίτερα την ανησυχία της μήπως παραγκωνιστεί από το νεοφερμένο αγόρι, έσπευδε να την καθησυχάζει με ευγένεια:

… Η καρδιά μου, όπως όλων των ανθρώπων, έχει πολλές θέσεις, για όλους τους ανθρώπους που αγάπησα στη ζωή μου και που θα αγαπήσω μέχρι να πεθάνω. Δε χρειάζεται να διώξω κάποιον για να πάρει κάποιος άλλος τη θέση του […]. Το ένα και μοναδικό μου κοριτσάκι όμως έχει το θρόνο του, που είναι δικός του και κανενός άλλου […] γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι μήπως τον χάσεις… (Βολουδάκη, 2009, σελ. 90).

Δημιουργούσε, επομένως, στη θυγατέρα της ‒άθελά της, προφανώς‒ μια επιπλέον εσωτερική σύγκρουση, και πιθανότατα αυτό τον «διπλό δεσμό» επιδιώκει να θίξει έμμεσα η συγγραφέας. Επιπλέον, κατά τα λεγόμενά της, η Αναστασία είχε παραιτηθεί από την αναζήτηση ερωτικού συντρόφου και επωμίστηκε ευθύνες και υποχρεώσεις, που δεν είχαν να κάνουν μόνο με την ανατροφή της κόρης της και το νοικοκυριό, αλλά και με την προσφορά στον άνθρωπο: Ήταν γιατρός και, μάλιστα, κατάφερνε να εξισορροπεί τη δουλειά της και την ανιδιοτελή προσφορά της στο κοινωνικό σύνολο με όλα όσα έπρεπε να κάνει ως μητέρα και πατέρας μαζί. Ίσως έτσι η συγγραφέας θέλησε να υπονοήσει το πρότυπο της εξιδανικευμένης παρθενικής μητρότητας, καθώς και το γεγονός ότι πολλές φορές οι γυναίκες, έχοντας ικανοποιήσει κάποιες συμβατικές κοινωνικές προσδοκίες, επιλέγουν να ενδυθούν τον ρόλο της μητέρας, απορρίπτοντας εκείνον της γυναίκας και, κατά κάποιον τρόπο, οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα (Amber, 2007· Keping, 2009· Flax, 1993, σσ. 145-158).

Η ευγενική φύση και η μονίμως καλή πρόθεση της ιδεατής αυτής μητρικής φιγούρας και επίσης πρωταγωνιστικού χαρακτήρα του βιβλίου έρχεται σε αντιδιαστολή με τη δική της μητέρα: Η «μάμμη» της Αναστασίας περιγράφεται ως μια πικρόχολη γυναίκα, με εμμονή στους τύπους και στο «φαίνεσθαι», η οποία, σε αντίθεση με την απαλή φωνή της κόρης της, δεν δίσταζε να εκφράζει σε κάθε ευκαιρία, με την τσιριχτή και «τόσο κοφτερή φωνή της, που καμιά προσποίηση δεν μπορούσε να τη γλυκάνει» (Βολουδάκη, 2009, σελ. 97), το πόσο ασυγχώρητο για την κοινωνία και την ίδια ήταν το γεγονός ότι η κόρη της δούλευε ως γιατρός εκτός σπιτιού, αποκαλώντας την ως και «παρακατιανή που δεν σκεφτόταν τη γενιά και την αξιοπρέπειά της» (Βολουδάκη, 2009, σελ. 26). Μέσα από τα λεγόμενά της, λοιπόν, οι αναγνώστες γίνονται μάρτυρες της αφηγηματικής πραγματικότητας και του κοινωνικού φαντασιακού των Βυζαντινών, που έβριθε στερεοτύπων, τόσο σε επίπεδο σκέψης όσο και σε επίπεδο έκφρασης, ενώ υπονοείται και μια έκφανση της μητρικής σκέψης που σχετίζεται με την κοινωνική αποδοχή του παιδιού της (Ruddick, 1980).

Η παρουσία της μητέρας της Αναστασίας στο έργο αναδεικνύει, αναμφίβολα, το ότι οι γιαγιάδες αποτελούν πρόσωπα που δύνανται να λειτουργήσουν καταλυτικά για τις γυναίκες, βασικά σε σχέση με την έμφυλη εικόνα του εαυτού τους. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι η γιαγιά της Ελισάβετ δεν φαίνεται στο κείμενο «κακή» λόγω της κοινωνικής της τάξης, της ηλικίας ή της μη συμμόρφωσής της στις ηθικές αξίες και τις επιταγές της βυζαντινής κοινωνίας (Longhurst, 2008, σελ. 121). Θα μπορούσε, μάλιστα, να υποστηριχτεί ότι η ηλικία της ωθεί το αναγνωστικό κοινό και στο συμπέρασμα ότι η γυναίκα αναβαθμιζόταν ‒στο εσωτερικό του σπιτιού πάντοτε‒, μόνο όταν μεγάλωνε: Τα πάντα στο σπίτι περνούσαν από επιθεώρηση από τη γιαγιά της Ελισάβετ, και καμία απόφαση δεν λαμβανόταν, αν προηγουμένως δεν είχε δώσει εκείνη την άδειά της.

Σε συνέχεια με τα παραπάνω, η παρουσίαση της μητριαρχικής εκδοχής της βυζαντινής κοινωνίας και η εξουσιαστική επιβολή των Βυζαντινών γυναικών καταδεικνύονται και στο σημείο που ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός φέρεται να παραδέχεται ότι ένιωθε παιδιόθεν παραγκωνισμένος από την πανίσχυρη και ραδιούργα μητέρα του, Ειρήνη Δούκαινα, που με την αδερφή του κατέστρωναν αδιάντροπα σχέδια, αδιαφορώντας για τους ηθικούς και πολιτικούς κανόνες. Το ότι ο έλεγχος των γυναικών στις υποθέσεις του σπιτιού και η επιρροή τους στα μέλη της οικογένειας αυξανόταν ανάλογα με την ηλικία, τη θέση ή την οικονομική ευρωστία τους γίνεται επίσης αντιληπτό και από τον τρόπο που η Ελισάβετ περιγράφει την Άννα Κομνηνή να χειραγωγεί τον σύζυγό της ‒ άρα, υπονοείται και ότι συχνά η κυριαρχία των Βυζαντινών γυναικών ήταν συνδεμένη με μια δράση πιο υπόγεια ή λιγότερο φανερή (Γεωργούδη, 1989· Ιμβριώτη, 2002, σσ. 103-109· Μουτζάλη, 1998).

Τα ανωτέρω στοιχεία, μαζί με τις πληροφορίες που δίδει η συγγραφέας στο έργο της για τα τεκταινόμενα της εποχής μέσω του ιστορικού σημειώματος που πρόσθεσε στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος ‒όπου παραθέτει και γλωσσάρι‒, παρέχουν στα παιδιά την ευκαιρία να αντιληφθούν το πολυδιάστατο της βυζαντινής κοινωνίας, να γνωρίσουν τους θεσμούς της και να τους κατανοήσουν ή να τους κρίνουν. Επιπροσθέτως, παρέχεται στο κοινό η δυνατότητα να συνειδητοποιήσει και το εξής σημαντικό: Η γιαγιά της Ελισάβετ παρουσιάζεται κοντόφθαλμη και ρατσίστρια, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού και τρυφερότητας, αφού κατηγορούσε την ίδια την εγγονή της και τον γαμπρό της αποκαλώντας τους «βάρβαρους» ‒ άρα, εμμέσως παρουσιάζεται το πρότυπο μιας μάνας που κρίνει και «ακυρώνει» την κόρη της για τις επιλογές της. Παράλληλα, η περιγραφή της προσπάθειας της ναρκισσιστικής μάμμης στο κείμενο να ελέγχει την Αναστασία, σε μια απόπειρα να διατηρήσει την «παντοδυναμία» της, υποδηλώνει στους αναγνώστες την ανάγκη ορισμένων γυναικών για αναγέννηση και επιβεβαίωσή τους στο πρόσωπο των θυγατέρων τους διά της επιβολής ‒ ίσως και λόγω δικών τους αμφίθυμων δεσμών με το μητρικό πρότυπο. Το ότι αυτό, βέβαια, έχει ως αποτέλεσμα το να καταδικάζεται η αυτονομία των κοριτσιών τους και, πολύ συχνά, η υπόσταση των ιδίων μάς ωθεί να υποστηρίξουμε ότι εδώ εντοπίζονται και στοιχεία ενός γυναικείου «antibildungsroman» (Arnds, 1998· Chodorow, 1978, σσ. 100-109· Flax, 1978· Ιακωβίδου, 2000).

Όσον αφορά την Αναστασία, εκείνη περιγράφεται ως μια γυναίκα που όριζε τη μοίρα της επαγγελματικά, κοινωνικά και προσωπικά, που πραγματοποιούσε τις δικές της επιθυμίες και καθιέρωνε την υπόστασή της σε σχέση (και αντίθεση) με την οικογένεια, τον άντρα και την κοινωνία. Βάσει των λεγομένων της, αλλά και του τριτοπρόσωπου αφηγητή, παρωθούσε την κόρη της να εξασκήσει το ταλέντο της στην τέχνη της καλλιγραφίας και της διακόσμησης χειρογράφων και στην ενασχόληση με τη συγγραφή και την εικονογράφηση, που τη συνάρπαζαν. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι παρουσιάζεται να βοηθά τον Δαμιανό να καλλιεργήσει την κλίση του στη λαϊκή ιατρική, ενσταλάζοντας, παράλληλα, στα παιδιά τις αξίες της, μας δίδει τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε ότι στο ίδιο έργο εντοπίζονται και στοιχεία του «künstlerroman», ήτοι του μυθιστορήματος διαμόρφωσης του νέου ατόμου που, παράλληλα με τη διάπλαση του πνεύματος και του χαρακτήρα του, αναπτύσσει και την καλλιτεχνική του φύση ή/και όποιες κλίσεις διαθέτει: Η αφύπνιση των δύο εφήβων που ωριμάζουν ηλικιακά και η μαθητεία τους πλάι στο εξιδανικευμένο μητρικό πρότυπο συνυπάρχουν με το στοιχείο διάπλασης προικισμένων ατόμων με καλλιτεχνικό ταλέντο (DuPlessis, 1985, σελ. 93· Stewart, 1979, σσ. 1-10· Weltman, 2004).

 

Συμπεράσματα

Τα στοιχεία στα οποία η Βολουδάκη επιλέγει να δώσει έμφαση στο παρόν μυθιστόρημα προκειμένου να αποδώσει τη βυζαντινή ατμόσφαιρα είναι εκείνα που θα καταστήσουν εμφανή στο αναγνωστικό κοινό και τη «γυναικεία πλευρά» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Οι θηλυκοί χαρακτήρες δίδουν τη δική τους διαπεραστική ανάλυση των ανθρώπινων σχέσεων μέσω της καταγραφής των στάσεων που επιθυμούσαν οι ίδιοι, χωρίς να υιοθετούν τη συμπεριφορά των υπόλοιπων γυναικών του Βυζαντίου, και επομένως, ανατρέποντας παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους (Κανατσούλη, 2008, σελ. 171). Η Βολουδάκη, στο πλαίσιο μιας αφήγησης γυναικοκεντρικής και μέσα από θέματα που σχετίζονται με την παιδική και εφηβική ηλικία, τις εσωτερικές και τις κοινωνικές συγκρούσεις, τις σχέσεις μητέρας-παιδιού, τα στερεότυπα, την ερωτική επιθυμία και τη μονογονεϊκή οικογένεια, επιδιώκει να εγκαταστήσει το γυναικείο υποκείμενο μέσα στον κόσμο, καταλύοντας την αντρική παντοκρατορία και οριοθετημένες, στερεότυπες αντιλήψεις.

Μπορεί η μητρότητα στην περίπτωση της Αναστασίας να γίνεται αντιληπτή ως απαραίτητη για τη διασφάλιση της συνοχής της πυρηνικής οικογένειας, η επινόηση όμως λογοτεχνικών καταστάσεων και η σύμφυσή τους με στοιχεία ιστορικά ‒φέρ’ ειπείν, σχετικά με τα έμφυλα, κοινωνικά κατασκευασμένα στερεότυπα ή τους κανόνες της γυναικείας «καθωσπρέπει» συμπεριφοράς με βάση τα βυζαντινά ήθη‒ δίνουν το βήμα στις γυναικείες μορφές που κατά κύριο λόγο προβάλλονται στο έργο να εκφράσουν απόψεις μοντέρνες και διαφορετικές (Crary, 2001), τις οποίες, πιθανότατα, ενστερνίζεται και η συγγραφέας. Η δε γονεϊκή ιδιότητα παρουσιάζεται ως επιλογή αγάπης και όχι ως καθήκον, και μάλιστα, δηλώνεται ότι είναι εφικτό να συνυπάρχει με άλλες ιδιότητες και δραστηριότητες, που συμπληρώνουν το άτομο στη δυναμική διαδικασία αναζήτησης της ταυτότητάς του.

Με το παρόν έργο επιβεβαιώνεται, θα λέγαμε, το ότι η λογοτεχνία αποτελεί μέσο που δύναται να αναπαράγει ή να ανατρέπει προκαταλήψεις, καθώς προσφέρει στους νεαρούς αναγνώστες μια πιθανή διέξοδο από οιδιπόδειες συγκρούσεις, προβάλλοντας το φύλο ως ανεξάρτητο από βιολογικές και οικονομικές συντεταγμένες και τη μητρότητα συμβατή με την προσωπική αυτονομία (Bettelheim, 1991, σελ. 199· Παπαταξιάρχης, 1992, σσ. 11-98). Συγχρόνως, καθίσταται προφανές και το πώς το ιστορικό μυθιστόρημα, μέσα από το αφηγηματικό παιχνίδι παρελθόντος‒παρόντος, συμβάλλει ως προς τα παραπάνω: Θίγοντας, δηλαδή, η συγγραφέας ζητήματα διαχρονικά, μέσω της προβολής γυναικείων προσώπων που αντιστέκονται σε υποδείξεις, αγωνίζονται με αξιοπρέπεια, βοηθούν στα οικονομικά της οικογένειάς τους και παίρνουν αποφάσεις λύνοντας προβλήματα, προωθεί την αποδόμηση αναχρονιστικών αντιλήψεων σχετικών με τη γυναικεία χειραφέτηση, τη συναισθηματικότητα και τη σεξουαλικότητα, και αναδεικνύει τον κονστρουκτιβιστικό χαρακτήρα της μητρότητας ως κοινωνικής ταυτότητας (Μακρυνιώτη, 2004· Scott, 2016).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αγγελάκη, Ρ. (2018). Διδακτική της Ιστορίας. Το Βυζάντιο στη λογοτεχνία για παιδιά, από το 1955 μέχρι σήμερα: Συγκριτική και ιδεολογική προσέγγιση. Γιαχούδης.

Αμπατζοπούλου, Φ. (1998). Ο άλλος εν διωγμώ. Η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας. Θεμέλιο.

Barry, P. (2013). Γνωριμία με τη θεωρία. Μια εισαγωγή στη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία (2η εκδ.). Βιβλιόραμα.

Βολουδάκη, Ν. (2009). Ελισάβετ και Δαμιανός. Ψυχογιός.

Braidotti, R. (2006). «Ενσώματη ταυτότητα, έμφυλη διαφορά και το νομαδικό υποκείμενο», στο Α. Αθανασίου (επιμ.), Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική (μτφρ. Μ. Μηλιώρη). Νήσος, σσ. 189-211.

Γαζή, Έ. (2003). «Περί μεταμοντερνισμού και ιστοριογραφίας», Ο Πολίτης 107, σσ. 18-21.

Γεωργούδη, Σ. (1989). «Ο μύθος της μητριαρχίας: μια προβληματική θεωρία», Η Δίνη 4, σσ. 45-54.

Ιακωβίδου, Σ. (2000). «Μεταξύ μητέρας και κόρης: Το ρήμαγμα. Η περίπτωση της Μαργαρίτας Καραπάνου», στο Β. Κοντογιάννη (επιμ.), Λόγος γυναικών. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Κομοτηνή, 26-28 Μαΐου 2006, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ε.Λ.Ι.Α., σσ. 303-314.

Θεοτοκάς, Ν. (2002). «Μεταμοντερνισμός και ιστοριογραφία. Περί αλήθειας και αληθειών στην Ιστορία», Ο Πολίτης 106, σσ. 24-35.

Ιγγλέση, Χ. (1990). Πρόσωπα γυναικών, προσωπεία της συνείδησης. Οδυσσέας.

Ιμβριώτη, Ρ. (2002). Η γυναίκα στο Βυζάντιο. Περίπλους.

Κανατσούλη, Μ. (2002). Εισαγωγή στη θεωρία και κριτική της παιδικής λογοτεχνίας. University Studio Press.

Κανατσούλη, Μ. (2008). Ο ήρωας και η ηρωίδα με τα χίλια πρόσωπα: Νέες απόψεις για το φύλο στην παιδική λογοτεχνία. Gutenberg.

Καραλής, Δ. (2013). «Αντί ελευθερία του έμφυλου υποκειμένου, ελευθερία από το έμφυλο υποκείμενο: ο μεταδομιστικός φεμινισμός της Judith Butler», Θέσεις 122, σσ. 117-139.

Καρακίτσιος, Α. (2004). «Φαντασία, μνήμη και παρατήρηση στο σύγχρονο παιδικό μυθιστόρημα», στο Τ. Τσιλιμένη (επιμ.), Το σύγχρονο ελληνικό παιδικό-νεανικό μυθιστόρημα. Σύγχρονοι Ορίζοντες, σσ. 83-102.

Κογκίδου, Δ. ‒ Πολίτης, Φ. (2006). «Προλογικό σημείωμα», στο R.W. Conell, Το κοινωνικό φύλο (μτφρ. Ε. Κοτσιφού). Επίκεντρο, σσ. 1-24.

Κόκκινος, Γ. (1998). Από την Ιστορία στις ιστορίες: Προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, στην επιστημολογία και τη διδακτική της Ιστορίας. Μεταίχμιο.

Μακρυνιώτη, Δ. (2004). «Εισαγωγή. Το σώμα στην ύστερη νεωτερικότητα», στο Δ. Μακρυνιώτη (επιμ.). Τα όρια του σώματος. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις. Νήσος, σσ. 11-73.

Μουτζάλη, Α. (1998). «Ο ρόλος των γυναικών στο Βυζάντιο: Κοινωνική ταυτότητα του φύλου και καθημερινή πραγματικότητα», Αρχαιολογία 69, σσ. 10-21.

Μπακαλάκη, Α. (1997). «Είναι η ανθρωπολογία των γυναικών για την ανθρωπολογία του φύλου ό,τι η παιδική ηλικία για την ωριμότητα;» Μνήμων 19, σσ. 211-223, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.12681/mnimon.374

Μπένετ, Τζ. (1997). «Φεμινισμός και Ιστορία», στο Έ. Αβδελά ‒ Α. Ψαρρά (επιμ.). Σιωπηρές ιστορίες: Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση. Αλεξάνδρεια, σσ. 371-411.

Νάτσινα, Α. (2012). «Για τα όρια του μεταμοντερνισμού στην ελληνική πεζογραφία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα», στο Α. Καστρινάκη ‒ Α. Πολίτης ‒ Δ. Τζιόβας (επιμ.). Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης ‒ Μουσείο Μπενάκη, σσ. 387-401.

Παπαντωνάκης, Γ. (2004). «Φεμινιστική κριτική και ελληνική παιδική λογοτεχνία. Όψεις – Απόψεις – Διαπιστώσεις», στο Μ. Καΐλα ‒ G. Berger ‒ Ε. Θεοδωροπούλου (επιμ.). Ελληνοτουρκικές Προσεγγίσεις: Επαναπροσδιορίζοντας τη γυναικεία ταυτότητα. Ατραπός, σσ. 87-111.

Παπαντωνάκης, Γ. (2008). «Προφεμινιστική, φεμινιστική και μεταφεμινιστική δόμηση της υποκειμενικότητας του αρσενικού και του θηλυκού σε ελληνικά παιδικά και νεανικά κείμενα», Estudios Neogriegos 11, σσ. 89-109.

Παπαντωνάκης, Γ. ‒ Κωτόπουλος, Τ. (2011). Σκηνικό, Χαρακτήρες, Πλοκή. Διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο για παιδιά και νέους. Ίων.

Παπαταξιάρχης, Ε. (1992). «Εισαγωγή. Από τη Σκοπιά του Φύλου. Ανθρωπολογικές θεωρήσεις της σύγχρονης Ελλάδας», στο Παπαταξιάρχης, Ε. ‒ Παραδέλλης, Θ. (επιμ.). Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα. Ανθρωπολογικές Προσεγγίσεις. Καστανιώτης, σσ. 11-98.

Παστουρματζή, Δ. (2002). «Φεμινιστική Επιστημονική Φαντασία». Στο Α. Κατσίκη-Γκίβαλου (επιμ.). Η λογοτεχνία σήμερα: Όψεις, αναθεωρήσεις, προοπτικές. Πρακτικά Συνεδρίου 29,30 Νοεμβρίου, 1 Δεκεμβρίου. Ελληνικά Γράμματα, σσ. 697-704.

Σκοτ, Τζ. (1997). «Το φύλο: Μια χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης», στο Έ. Αβδελά ‒ Α. Ψαρρά (επιμ.). Σιωπηρές ιστορίες: Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση. Αλεξάνδρεια, σσ. 285-328.

Χατζηβασιλείου, Β. (2002). «Από τον μοντερνισμό προς το μεταμοντέρνο», στο Α. Σπυροπούλου ‒ Θ. Τσιμπούκη (επιμ.). Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις. Αλεξάνδρεια, σσ. 151-173.

Ξενόγλωσση

Amber, J. (2007). “The Potential of Theory: Melanie Klein, Luce Irigaray, and the Mother-Daughter Relationship,” Hypatia 22 (3), σσ. 175-193.

Alvermann, D.E. (2001). “Reading adolescents’ reading identities: Looking back to see ahead,” Journal of Adolescent & Adult Literacy 44 (8), σσ. 676-690.

Arnds, P. (1998). “The Boy with the Old Face: Thomas Hardy’s Antibildungsroman Jude the Obscure and Wilhelm Raabe’s Bildungsroman Prinzessin Fisch,German Studies Review  21 (2), σσ. 221-240, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.2307/1432203

Belsey, C. (1985). “Constructing the Subject: Deconstructing the Text,” στο J. Newton ‒ D. Rosenfelt (επιμ.). Feminist Criticism and Social Change: Sex, Class and Race in Literature and Culture. Methuen, σσ. 45-64.

Bettelheim, Β. (1991). The uses of enchantment. The Meaning and Importance of Fairy Tales. Penguin.

Boes, T. (2006). “Modernist Studies and the Bildungsroman: A Historical Survey of Critical Trends,” Literature Compass 3 (2), σς. 230 – 243, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1111/j.1741-4113.2006.00303.x

Butler, J. (1999). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. Routledge.

Chodorow, N. (1978). The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender. University of California Press.

Cixous, H. (1986). The Newly Born Woman (επιμ. C. Clement). Minnesota University Press.

Connor, S. (1999). Postmodernist Culture. An Introduction to Theories of the Contemporary (2η έκδοση). Blackwell.

Connor, S. (επιμ.) (2004). The Cambridge Companion to Postmodernism. Cambridge University Press.

Crary, A. (2001). “A Question of Silence: Feminist Theory and Women’s Voices,” Philosophy 76 (3), σσ. 371-395.

Currie, M. (1998). Postmodern Narrative Fiction. Macmillan Press.

Daddow, O.J. (2004). “The Ideology of Apathy: Historians and Postmodernism,” Rethinking History. The Journal of Theory and Practice 8 (3), σσ. 417-437.

Diekman, A. ‒ Murnen, S. (2004). “Learning to be little Women and little Men: The Inequitable Gender Equality of Nonsexist Children’s Literature,” Sex Roles 50 (5), σσ. 373-385, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1023/B:SERS.0000018892.26527.ea

DuPlessis, R.B. (1985). Writing Beyond the Ending: Narrative Strategies of Twentieth Century Women Writers. Indiana University Press.

Feng, P. (1998). The Female Bildungsroman by Toni Morrison and Maxine Hong Kingston: A Postmodern Reading. Peter Lang.

Flax, J. (1978). “The conflict between nurturance and autonomy in mother-daughter relationships and within feminism,” Feminist Studies 4 (2), σσ. 171-189.

Flax, J. (1985). “Mother-Daughter Relationships: Psychodynamics, Politics, and Philosophy”, στο The Scholar & Feminist XXX: Past Controversies, Present Challenges, Future Feminists. Double Issue: 3.3 & 4.1, διαθέσιμο στο: https://sfonline.barnard.edu/sfxxx/documents/flax.pdf

Flax, J. (1993). “Mothers and daughters revisited”, στο J. van Mens-Verhulst ‒ K. Schreurs ‒ L. Woertman (επιμ.). Daughtering and mothering: Female subjectivity revisited. Routledge, σσ. 145-158.

Fraiman, S. (1999). “Feminism Today: Mothers, Daughters, Emerging Sisters,” American Literary History 11 (3), σσ. 525-544.

Glatzer, H.T. (1985). “Early mother-child relationships: Notes on the preoedipal fantasy,” Dynamic Psychotherapy 3 (1), σσ. 27-37.

Guerin, W.L. ‒ Labor, E. ‒ Morgan, L. ‒ Reesman, J.C. ‒ Willingham, J.R. (2005). A handbook of critical approaches to Literature. Oxford University Press.

Hareven, Τ. (1991). “The History of the Family and the Complexity of Social Change,” American Historical Review 96 (1), σσ. 95-124.

Hirsch, M. (1981). “Mothers and Daughters,” Signs 7 (1), σσ. 200-222.

Hourihan, M. (2005). Deconstructing the Hero: Literary Theory and Children’s Literature. Routledge.

Hutcheon, L. (2004). A Poetics of Postmodernism: History, Theory, Fiction. Routledge.

Hutcheon, L. (2013). Narcissistic Narrative. The Metafictional Paradox. Wilfrid Laurier University Press.

Juhasz, S. (2000). “Towards Recognition. Writing and the Daughter-Mother Relationship, The American imago; a psychoanalytic journal for the arts and sciences 57 (2), σσ. 157-183, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1353/aim.2000.0011

Ivanova, I. ‒ Hristov, T. (2013). “Institutional and conceptual transformations of philosophy of history,” Historein 14 (2), σσ. 18-29, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.12681/historein.231

Κanatsouli, M. (1995). “Aspects of the Greek Children’s Novel: 1974-1994,” Children’s Literature Association Quarterly 20 (3), σσ. 30-38.

Keping, G.U. (2009). “The Female Sex: Irigaray’s Critique of Freud and Plato,” Comparative Literature: East & West 11 (1), σσ. 44-56, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1080/25723618.2009.12015365

Lenker, L. T. (2006). Pre-oedipal shaw: It’s always the mother,” Shaw 26, σσ. 36-57.

Longhurst, R. (2008). Maternities: Gender, bodies and space. Routledge.

McHale, B. (1987). Postmodernist Fiction. Routledge.

McHale, B. (2015). The Cambridge Introduction to Postmodernism. Cambridge University Press.

McLaughlin, R.L. (2004). “Post-Postmodern Discontent: Contemporary Fiction and the Social World,” Symplokē 12 (1/2), σσ. 53-68.

Nicol, B. (2009). The Cambridge Introduction to Postmodern Fiction. Cambridge University Press.

Nilsen, A.P. ‒ Donelson, K. L. (2009). Literature for Today’s young Adults. Pearson Education, Inc. Boston.

Norton, J. (1999). “Transchildren and the Discipline of Children’s Literature,” The Lion and the Unicorn 23, σσ. 415-436.

Stewart, G. (1979). A New Mythos: The Novel of the Artist as Heroine. Eden Press.

Rajanti, Τ. (1986). “Book Reviews: Juliet Mitchell ‒ Jacqueline Rose (επιμ.). Feminine Sexuality. Jacques Lacan and the Ecole Freudienne. MacMillan Press Ltd, 1983, 1η έκδοση 1982,” Acta Sociologica 29 (1), σσ. 80-83, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1177/000169938602900111

Redmann, J. (2019). “The Backfischroman as Bildungsroman. German Novels for Girls, 1863-1913,” Feminist German Studies 35, σσ. 1-25, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1353/fgs.2019.0001

Ruddick, S. (1980). “Maternal thinking,” Feminist Studies 6 (2), σσ. 342-367.

Stewart, G. (1979). A New Mythos: The Novel of the Artist as Heroine. Eden Press.

Schutte, O. (1991). “Irigaray on the Problem of Subjectivity,” Hypatia, 6 (2), σσ. 64-76.

Simões, L. ‒ Passos, M. (2019). “Mother and Daughter Prisoners of Guilt: A Discussion of Freudian and Kleinian Theory,” Psychology 10, σσ. 701-709, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.4236/psych.2019.105045

Scott, J.W. (2016). “Fantasy Echo: History and the Construction of Identity,” Gender a výzkum / Gender and Research 17 (2), σσ. 6-17, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.13060/12130028.2016.17.2.278

Stanton, D.C. (1986). “Difference on Trial: A Critique of the Maternal Metaphor in Cixous, Irigaray, and Cristeva,” στο N.K. Miller (επιμ.). The Poetics of gender. Columbia University Press, σσ. 157-180.

Trites, R.S. (1996). “Theories and Possibilities of Adolescent Literature,” Children’s Literature Association Quarterly 21 (1), σσ. 2-3, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1353/chq.0.1164

Trotter, D. (2003). “The modernist novel,” στο Μ. Levenson (επιμ.). The Cambridge Companion to Modernism (6η έκδοση), Cambridge University Press, σσ. 70-99.

Vidal, M.C.Á. (1991). “Towards a postmodern feminism?” Atlantis 12 (2), σσ. 83-93.

Weltman, S. A. (2004). “Review of Women, Creativity, and the ‘Künstlerroman’, by Linda M. Lewis ‒ Evy Varsamopoulou ‒ Carol Hanbery MacKay, Nineteenth Century Studies 18, σσ. 171-173.

White, H. (1978). Tropics of Discourse: Essays in Cultural Criticism. John Hopkins University Press.

Whitford, M. (1991). “Irigaray’s Body Symbolic,” Hypatia 6 (3), σσ. 97-110.

Wittrock, Β. (2000). “Modernity. One, none, or many? European origins and modernity as a global condition,” Daedalus 129 (1), σσ. 31-60.

Wood, N. (2006). “Honoring Our Mothers: The Legacy and Life of Mitzi Myers,” Children’s Literature 34 (1), σσ. 218-221, διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1353/chl.2006.0021

Woodward, K. (1997). “Motherhood: Identities, meanings and myths,” στο K. Woodward (επιμ.). Identity and difference. Sage, σσ. 239-298.

Woodward, K. (2003). “Representations of motherhood,” στο S. Earle ‒ G. Letherby (επιμ.). Gender, Identity, and Reproduction: Social Perspectives. Palgrave Macmillan, σσ. 18-32.

Ρόζη-Τριανταφυλλιά Αγγελάκη

Η Ρόζη Αγγελάκη είναι Ιστορικός, Τουρκολόγος και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου διδάσκει Ιστορία Παιδικής Λογοτεχνίας και Πολυπολιτισμική Παιδική Λογοτεχνία. Στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας διδάσκει Θεωρία και χαρακτηριστικά παιδικού βιβλίου και Λογοτεχνία στον ψηφιακό πολιτισμό, ενώ δε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Ποιοτική και ποσοτική μεθοδολογία έρευνας.