Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Αντιαρχεία δρόμου και ο νόμος προστασίας των εικονοπροσώπων

Αντιαρχεία δρόμου και ο νόμος προστασίας των εικονοπροσώπων

 

Ειρήνη Αβραμοπούλου

 


 

Το βιβλίο Personae non gratae του φωτογράφου Γιώργου Καραηλία, αν και καταρχάς απευθύνεται σε ένα φωτογραφικό κοινό, θέτει ταυτόχρονα σημαντικά επιστημολογικά και πολιτικά ζητήματα ως προς τα ηθικοπολιτικά όρια ύπαρξης και συνύπαρξης στον δημόσιο χώρο και, κατ’ επέκταση, της δικής μας εμπλοκής στη συνδιαμόρφωση και αναπαράστασή του. Εξού και, μεταξύ των φωτογραφιών που παρουσιάζονται, το βιβλίο περιέχει και αποσπάσματα από τη σχετική νομοθεσία/νομολογία σε σχέση με την προστασία προσωπικών δεδομένων και την οριοθέτηση των προϋποθέσεων συναίνεσης στην αναπαράσταση και απεικόνιση αυτών. Η αντιπαραβολή της νομοθεσίας/νομολογίας με φωτογραφίες πορτρέτων και εφήμερων στιγμών καθημερινότητας, στις οποίες δεν εμφανίζονται ανθρώπινα πρόσωπα, στόχο έχει να προβληματίσει το κοινό ως προς την επιτελεστική δράση του νόμου της απαγόρευσης της αναπαράστασης προσώπων χωρίς τη δική τους συναίνεση, αφήνοντας ανοιχτά τα εξής ερωτήματα: Πώς κατοχυρώνεται η συναίνεση και πώς αυτή διαμεσολαβεί την έρευνα πεδίου αλλά και την ίδια την αξία ενός φωτογραφικού έργου; Με λίγα λόγια, σε ποιον/α ανήκει, τελικά, μια φωτογραφία; Επίσης, προκαλεί, τελικά, ο νόμος περιορισμό της καλλιτεχνικής έκφρασης και ελευθερίας; Αλλά και τι χάνεται, όταν διαγράφονται τα πρόσωπα που συγκροτούν τον δημόσιο χαρακτήρα του δημόσιου χώρου;

   

Λαμβάνοντας υπόψη της τα πολύ καίρια αυτά ερωτήματα, η βιβλιοκρισία που επιχειρείται με το παρόν κείμενο δεν εστιάζεται τόσο στην ίδια τη φωτογραφική αξία από εικαστική σκοπιά, ως εάν αυτή να ήταν αποκομμένη από ένα σύστημα απόδοσης αξίας, που περιλαμβάνει τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και τους άγραφους νόμους που την καθορίζουν, δηλαδή τους κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες, τις νόρμες και την αισθητική, που την πλαισιώνουν. Αντιθέτως, αυτό που μας προ(σ)καλεί το βιβλίο αυτό να (ξανα)σκεφτούμε είναι το πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα απόδοσης αξίας, δηλαδή το πώς αποδίδουμε αξία σε μια ήδη οριοθετημένη σχέση ή, αλλιώς, σε μία σχέση που έχει ήδη διαμεσολαβηθεί από κανόνες, νόρμες και κώδικες (τυπικούς και άτυπους). Εξάλλου, η αξία μιας σχέσης (το πώς σχετιζόμαστε με μια φωτογραφία ή το πώς η φωτογραφία απεικονίζει αυτή τη συσχέτιση) είναι απόρροια του ηθικού και πολιτικού πλαισίου που επιδιώκεται και αναδεικνύεται κάθε φορά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το βιβλίο αυτό συμβάλει κομβικά, όχι τόσο στο να καταγγείλει τη νομοθεσία/νομολογία ως κατασταλτική, αλλά στο να μας προβληματίσει ως προς τις βιοπολιτικές και θανατοπολιτικές της εκφάνσεις, εξωθώντας μας να σκεφτούμε το πώς παράγεται μέσα από την αναπαράσταση το δημόσιο της παρουσίας και της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ οι έννοιες της αναγνώρισης, της συναίνεσης, της προστασίας και ταυτόχρονα της παραβίασης και της προσβολής αντηχούν και παράλληλα στοιχειώνουν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του ηθικού πλαισίου παραγωγής και κυκλοφορίας της αξίας αυτής. Οι πολιτικές διαστάσεις της λειτουργίας της βιοπολιτικής και της νεκροπολιτικής αντηχούν το απορητικό ερώτημα σχετικά με το ποιος/α/τι «γράφει» στον φακό, αλλά και τι «διαγράφει» αυτός ο φακός, ή, αλλιώς, το πώς ζωντανεύουν νεκρά πρόσωπα και ταυτόχρονα το πώς νεκρώνουν οι ζωντανοί, ζητήματα που κινητοποιούν την ανάγκη μιας ουσιαστικής δημόσιας διαβούλευσης για τον ρόλο της αναπαράστασης (τόσο της εικόνας όσο και του λόγου) στην (ανα)παραγωγή του δημόσιου χώρου.

Για να τα κατανοήσουμε όλα αυτά, είναι σημαντικό να περιηγηθούμε λίγο στη δομή του ίδιου του βιβλίου. Παίζοντας με την αλληγορία του καθρέφτη, ο φωτογράφος εδώ φαίνεται σαν να θέλει να μας παραπλανήσει. Και μας παραπλανά, εν μέρει. Τα πρόσωπα που ποζάρουν φαίνονται φροντισμένα, καλοβαλμένα, περιποιημένα. Είναι πρόσωπα χωρίς τραύματα, δίχως ευαλωτότητες, χωρίς συναισθηματικά θραύσματα ή άλλες ρωγμές, πρόσωπα-οικογενειάρχες, πρόσωπα που έχουν φωτογραφηθεί μόνα τους, χωρίς φίλους ή συγγενείς. Είναι, εντέλει, πρόσωπα καθ’ όλα ζωντανά, ενώ ταυτόχρονα φαίνονται έτοιμα, σχεδόν στημένα, για τον φακό εκείνο που θα τα απαθανατίσει διευκολύνοντας το πέρασμά τους στη μνήμη. Με άλλα λόγια, είναι έτοιμα για την Ιστορία ή, αλλιώς, για το αρχείο εκείνο που αποδίδει αξία στη βιώσιμη ζωή και καθορίζει ποια ζωή είναι άξια να πενθηθεί, να μνημονευτεί, να επιβιώσει στον χρόνο. Σταδιακά, η αναγνώστρια του βιβλίου καταλαβαίνει ότι τα απεικονιζόμενα αυτά πρόσωπα είναι ήδη νεκρά, καθώς πρόκειται για φωτογραφίες που κοσμούν τάφους σε νεκροταφεία. Η στοιχειωμένη ζωτική λάμψη των προσώπων εκείνων που φωτογραφήθηκαν κάποτε ώστε να παραμείνουν στη δημόσια μνήμη μετά τον θάνατό τους μας θυμίζει, εντέλει, ότι τα πρόσωπα αυτά μόνο νεκρά δεν είναι, καθώς ουσιαστικά ζωντανεύουν τις φαντασιώσεις του έθνους, δηλαδή τις ετεροκανονικές νόρμες που δομούν τη δημόσια ζωή μέσα από αναπαραστάσεις οι οποίες συνυπογράφουν την καθαρότητα και τη «λευκότητα» του γένους. Εξάλλου, τα κείμενα του βιβλίου μάς έχουν ήδη προειδοποιήσει: Ο νόμος επιτρέπει μόνο τη φωτογράφιση του νεκρού προσώπου.

Αλλά αν ο φακός μπορεί να ζωντανεύσει ένα νεκρό πρόσωπο, ζωντανεύοντας παράλληλα το ερώτημα του τι μπορεί να συγκροτήσει την αξιομνημόνευτη ανθρωπογεωγραφία του προσώπου εκείνου πάνω στο οποίο προβάλλονται οι κοινωνικές νόρμες και κανόνες, και άρα οι φαντασιώσεις του έθνους, ταυτόχρονα μπορεί και να νεκρώσει ένα πρόσωπο εν ζωή. Εξάλλου, η ίδια η σχέση του φωτογράφου με τους τόπους παραγωγής του φωτογραφικού υλικού ‒δηλαδή, με την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα‒ είναι σημαντική, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας, κατά την οποία ο χώρος της Μεσογείου έχει μετατραπεί σε ένα ζωντανό νεκροταφείο ανθρώπων και σωμάτων, που προσπάθησαν και προσπαθούν να διαφύγουν από εμπόλεμες ζώνες, μετατρέποντας την ίδια τη Μεσόγειο σε θεματοφύλακα των συνόρων και τόπο αστυνόμευσης της προσβασιμότητας στο δικαίωμα της πολιτότητας. Ένα από τα πιο σημαντικά «μαθήματα» που η λεγόμενη προσφυγική κρίση μάς δίδαξε είναι ότι ο φωτογραφικός φακός μπορεί να παγώσει και άρα να νεκρώσει ένα πρόσωπο εν ζωή μέσα από την αναπαράσταση προσώπων/ταυτοτήτων, όπως αυτή του πρόσφυγα, αλλά και αντίστοιχα, του ψυχικά ασθενούς, του αστέγου, του τοξικομανή, της κακοποιημένης γυναίκας, των τρανς υποκειμένων κ.ο.κ. Έμμεσα, δηλαδή, η φωτογραφική αυτή χειρονομία μάς παραπέμπει και σε κατηγορίες πληθυσμού που τα πρόσωπά τους κατακλύζουν τη δημοσιότητα χωρίς να έχουν κανένα ουσιαστικό περιθώριο διεκδίκησης ή διαμεσολάβησης στην παραγωγή της εικονοπλασίας τους. Ταυτόχρονα, τα πρόσωπα αυτά μετατρέπονται σε παγιωμένες και ουσιοκρατικές ταυτότητες προκειμένου να «σωθούν», ενώ παράλληλα γίνονται προσβάσιμα στην κακοποίηση και παραβίαση τόσο από τον φακό όσο και από το δημόσιο βλέμμα, ακριβώς επειδή η διαδικασία της «διάσωσης» δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο έχουν αναπαρασταθεί μειονοτικοί πληθυσμοί ή πρόσωπα, που έχουν απωλέσει την πολιτότητά τους ή που δεν αναγνωρίζεται δημόσια η αξία της διαφύλαξης της ζωής τους και του πενθήσιμου θανάτου τους, μας θυμίζει το βασικό παράδοξο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως το έχει διατυπώσει η Χάνα Άρεντ (Hannah Arendt). Πιο συγκεκριμένα, τα δικαιώματα δίνονται σε εκείνους/ες που τα έχουν ήδη ή/και που έχουν το προνόμιο να τα διεκδικήσουν.

Μας θυμίζει ταυτόχρονα και το παράδοξο της συναίνεσης: Η συναίνεση (σε κάτι που πάει εναντίον μου) μπορεί να είναι και η μόνη ελπίδα επιβίωσής μου. Πιο συγκεκριμένα, το να συναινέσω να φωτογραφηθώ ως «πρόσφυγας που υποφέρει» μπορεί και να σημαίνει ότι μόνο ως πρόσφυγας μπορώ να επιβιώσω, από τη στιγμή που τα έχω χάσει ήδη όλα. Και άρα, το θέλω ή δεν θέλω να φωτογραφηθώ, αυτό το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και τη βούληση, που μετατίθεται ή προβάλλεται πάνω σε ένα πρόσωπο ως νόμιμο δικαίωμά του ‒ακόμα κι αν η μελλοντική παραγωγή και αναπαραγωγή της εικόνας του/της ενδέχεται να του/της προσθέσει ή να του/της αφαιρέσει αξία, δηλαδή αν θέλει κάποιος/α να φωτογραφηθεί από ματαιοδοξία, ναρκισσισμό, αδιαφορία ή ανάγκη επιβίωσης, αλλά και η ιδιοποίηση της εικόνας αυτής από τον/την παραγωγό του καλλιτεχνικού αποτελέσματος που θα κριθεί για το αποτέλεσμα της δουλειάς του/της ή της τέχνης του/της μέσα από το ίδιο αμφίσημο πλαίσιο απόδοσης αξίας‒, αυτή η απόφαση λοιπόν δεν αποτελεί πάντοτε ουσιαστική επιλογή, αλλά μπορεί να είναι και μια επιβεβλημένη επιλογή συμπερίληψης στην πολιτική κοινότητα που έχει ήδη καταδικάσει κάποιον/α σε αφανισμό, ακόμα κι αν ‒ή ειδικά όταν‒ έρχεται να τον/τη γλυτώσει από τον θάνατο. Υπ’ αυτούς τους όρους, το διακύβευμα της συναίνεσης μας θυμίζει ότι δεν πρόκειται απλώς για κάτι που μπορεί να βασιστεί σε μια διανοητική, λογοκεντρική, ορθολογική και άρα συνειδητή διαδικασία απόκρισης. Πιο απλά, οι λόγοι που σε κάνουν να πεις: «ναι» τη στιγμή που θέλεις να πεις: «όχι», τα μπερδεμένα συναισθήματα και λόγια είναι πράγμα που πάντα θα διαφεύγει από τα όρια του νόμου και του θεσμικού πλαισίου ανοίγοντας ρωγμές μέσα σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και το ουσιαστικό διακύβευμα των ανθρώπινων σχέσεων και της αξίας που αποδίδεται στη διαδικασία του να μετατραπεί το πρόσωπο σε άτομο/υποκείμενο/πολίτη.

Τελικά, η εικονοπλασία που παράγεται και ως μυθοπλασία ή φαντασίωση της βιώσιμης ζωής, ενώ αυτή η ζωή αποδεικνύεται καθημερινά αβίωτη για πολλούς/ες, δεν αντικατοπτρίζει μόνο μια κυνική γεωπολιτική αστυνόμευσης των συνόρων της πολιτότητας, αλλά λειτουργώντας παράλληλα με όρους θανατοπολιτικής επιφέρει μια κρίση αναπαράστασης ως προς τη συνδιαμόρφωση των όρων της συνοίκησης του κόσμου. Εξάλλου, ακόμα κι αν το πρόσωπο κατασκευάζεται ως ένα πεδίο έμπνευσης ή ακόμα και αποστροφής (για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο επενδύεται βάθος, σαγήνη, επιθυμία αλλά και τραύμα, παραβίαση ή βία, όπως και ρηχότητα ή αδιαφορία πάνω σε ένα απεικονισθέν πρόσωπο) και άρα ως ένα πεδίο που θα μπορούσε να μας δώσει πρόσβαση σε έναν ολόκληρο συν-αισθηματικό κόσμο που ουσιοποιείται, ενώ ταυτόχρονα οικουμενικοποιείται, η χειρονομία αυτή καταδεικνύει συγχρόνως ότι το πρόσωπο αυτό δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Πώς θα μπορούσε, άραγε, αυτή η προβληματική οικουμενικότητα, με όλες τις αποικιοκρατικές, εξωτικοποιημένες και οριενταλιστικές αλλά και έντονα ταξικές και έμφυλες συνδηλώσεις που φέρει, να μετατραπεί σε μια ενικότητα, μέσα από την οποία να ανοίξει το πρόσωπο και ως πεδίο αντιπαράθεσης και διαμάχης ως προς τα όρια και τους όρους αυτής της ύπαρξης στον κόσμο και της αναγκαστικής συνοίκησής του; Ή πώς θα μπορούσε αυτή η κρίση της αναπαράστασης να συμβάλει σε μια ουσιαστική κριτική των παραπάνω ορίων και όρων;

Ο νόμος θέτει όρια στον φωτογραφικό φακό. Μέσα από αυτά τα όρια, έρχεται να μετατρέψει το πρόσωπο σε προσωπικότητα, αποδίδοντάς του αξία, status ή κύρος, δίνοντάς του εν δυνάμει τη δυνατότητα να διεκδικήσει προστασία, δηλαδή την ιδιαιτερότητα και άρα την ατομικότητά του ή, αλλιώς, την ιδιοκτησιακή του σχέση με την εικόνα του. Προτρέπει, με λίγα λόγια, το πρόσωπο να βρει «χώρο» στον φακό μέσα από μια συγκεκριμένη επένδυση ιδιοκτησιακής και ατομοκεντρικής πολιτότητας. Η υπόσχεση αυτή, ταυτόχρονα, βρίσκεται πάντα σε μια έωλη εκκρεμότητα πραγμάτωσής της. Την ίδια στιγμή, ο νόμος θέτει όρια στον φωτογράφο, καθώς ταράζει τον φωτογραφικό φακό, όπως μας υπενθυμίζει ο φωτογράφος, ο Γιώργος Καραηλίας. Η αδυναμία να φανταστούμε τη φωτογράφιση δρόμου χωρίς την απεικόνιση προσώπων αναδεικνύεται στο βιβλίο, δείχνοντάς μας την κρίση της αναπαράστασης εκείνης που συμβαίνει όταν η φωτογραφική ματιά αδυνατεί να σαγηνευτεί προσπαθώντας να παραμείνει νομοταγής. Εξού και μας δείχνει το πώς παραμένει σε μια σχεδόν αδιάφορη πραγματικότητα που ενέχει μεν κίνηση, αλλά τα πρόσωπα που εν δυνάμει θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τον φακό (και άρα να δώσουν το κίνητρο και να πλαισιώσουν το συν-αίσθημα) έχουν ήδη διαφύγει. Η φωτογραφική ματιά μπλοκάρεται μεταξύ ζωντανών/νεκρών προσώπων και καθημερινών αποπροσωποποιημένων σωμάτων, επενδύοντας πολιτικό νόημα πάνω σε αυτή την επιφαινόμενη κρίση της αναπαράστασης. Εντέλει, η εικονοπλασία μιας ιστοριογραφίας της καθημερινότητας θέτει την εμπλοκή των υποκειμένων στη σκηνή της καθημερινότητας ως απορία μιας κρίσιμης και κριτικής συνάντησης με ηθικοπολιτικές διαστάσεις και άρα απαιτεί την εγρήγορση των πολιτικών αντανακλαστικών του/της δημιουργού (του/της φωτογράφου ή ερευνητή/τριας), όσο και του κοινού, καθώς μας εξωθεί στο να σκεφτούμε το πώς παράγονται τα όρια της νόμιμης και άρα της δημόσια αναγνωρίσιμης και διανοητής εικόνας, όπως και στο να εξετάσουμε τα πιθανά όρια αντίστασης και παρανομίας, που δημιουργούνται, αλλά και, ακόμα πιο κομβικά, της αντινομίας.

Με λίγα λόγια, ο νόμος βάζει όρια. Και καλά κάνει. Αυτά τα όρια είναι απαραίτητα. Όχι για να τηρηθούν, φυσικά. Αλλά για να μας προβληματίσουν ως προς τους όρους παραγωγής τους και ως προς τα υποκείμενα που παράγονται ως αποτέλεσμα αυτών. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι η τήρηση του νόμου «κοστίζει» (πρακτικά και συμβολικά). Από την άλλη, ανοίγει ταυτόχρονα και το φάσμα ενός πεδίου διεκδίκησης, διότι, καθώς μας αποκαλύπτει τα αδιέξοδα, καταδεικνύει και τη δική μας ηθική ευθύνη ως συνδημιουργών αυτής της πραγματικότητας. Μας αποκαλύπτει, εντέλει, αυτό που η Άρεντ αποκάλεσε «το δικαίωμα στα δικαιώματα ως ένα μεταδικαίωμα». Δηλαδή, τη διεκδίκηση δικαιωμάτων πέρα από και ενάντια στα δικαιώματα. Πιο απλά, δηλώνει το δικαίωμα να φανταστούμε τις συνθήκες συνδιαμόρφωσης της ζωής και του θανάτου μας διαφορετικά. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι οι νόμοι γίνονται και εργαλεία διεκδίκησης από τα «κάτω».

Επομένως, μαζί με αλλά και κόντρα στον νόμο, το διακύβευμα που παραμένει ουσιαστικό είναι το πώς, τελικά, μπορεί να απεικονιστεί η ανθρωπογεωγραφία του δημόσιου χώρου πέρα από και ενάντια σε διαδικασίες απόδοσης αξίας μέσα από κανονιστικά και κανονικοποιημένα συστήματα απόδοσης αξίας. Δηλαδή, μας παρακινεί να σκεφτούμε το πώς μπορεί να ανοίξει ένας χώρος φαντασίας για μια άλλη αναβίωση, αναπαράσταση και απεικόνιση της ζωής. Θα μπορούσε, άραγε, να φωτογραφηθεί το πρόσωπο ως διαφυγή ή αποταύτιση;

Το παραπάνω ερώτημα αιωρείται στο βιβλίο με περίτεχνο και στοχευμένα παραπλανητικό τρόπο, ώστε να μην καταναλώσουμε απλώς την αξία της φωτογραφικής απεικόνισης και αποτύπωσης, αλλά να διερωτηθούμε ως προς τη δομή της, δηλαδή, στο πώς δομείται αυτή η αξία, και άρα να προβληματιστούμε ως προς τα όρια της ηθικής των σχέσεων που δημιουργούμε, και να διερωτηθούμε για το τι είδους μελλοντικά αρχεία ανθρωπογεωγραφίας της καθημερινής ζωής παράγονται ως νόμιμα, δηλαδή ως κοινωνικά νομιμοποιημένα, αλλά και ως έκνομα αρχεία, ως αντινομικά αρχεία και, εντέλει, ως αντιαρχεία. Πιο απλά, το διακύβευμα δεν είναι απλώς το ποια είναι τα αρχεία μνήμης που κατασκευάζει ως νόμιμα και άρα αξιομνημόνευτα ένας πολιτισμός, εντέλει, αλλά το πώς η διαγραφή προσώπων από το παρελθόν του μέλλοντος θα μπορέσει να κινήσει την φαντασία μας για την παραγωγή αντιαρχείων.

Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η ίδια η έννοια του αρχείου δεν είναι μια ουδέτερη έννοια, αλλά αντιθέτως η παραγωγή και η χρήση του αρχείου, όπως και η οργάνωσή του, δηλαδή οι φαντασιώσεις που ενεργοποιούνται, επενδύονται και διατηρούνται μέσω του αρχείου, η «μανία» της αρχειοθέτησης ή, αλλιώς, ο «πυρετός» του αρχείου, όπως το αναφέρει ο Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida), συνδέεται άμεσα με βαθύτερες έννοιες, όπως αυτή του θανάτου (της θανάτωσης εν ζωή), των ζωντανών νεκρών υποκειμένων, αναπαραστάσεων, αισθήσεων και συν-αισθημάτων. Γιατί; Διότι μας θυμίζει ότι το αρχείο παράγει υποκείμενα εξαρτημένα από κανονιστικά πρότυπα αναγνώρισης.

Άρα το ζήτημα δεν είναι ότι εξαιτίας του νόμου παράγεται μια κρίση αναπαράστασης ή ένα πιθανό φωτομπλοκάρισμα, υπό τη μορφή «και τώρα τι; Τι εικόνες μπορώ τώρα να τραβήξω; Πώς μπορώ να κάνω φωτογραφία δρόμου χωρίς πρόσωπα;», αλλά ότι η κρίση της αναπαράστασης είναι μια κρίσιμη στιγμή που μας προ(σ)καλεί να σκεφτούμε και να παραγάγουμε τα δικά μας αντιαρχεία, αρχεία που στέκονται κριτικά απέναντι στα ήδη υπάρχοντα. Εξάλλου, το εφήμερο της καθημερινότητας, που μπορεί να καταστεί ταυτόχρονα και αδιάφορο, ή, αλλιώς, η βαρετή ρουτίνα ενός τυχαίου καθημερινού συμβάντος το οποίο δεν έχει πρόσωπο, μπορεί να λειτουργεί και ενάντια στην επιτακτική ανάγκη που παράγουν η νεωτερικότητα και ο νεοφιλελευθερισμός της κατανάλωσης συγκλονιστικών «συμβάντων». Άρα ενδεχομενικά θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα αντισυμβάν ή αντιαρχείο. Εδώ έγκειται και η πιθανότητα να αντιληφθούμε το αντιαρχείο ως μια επανορθωτική πολιτική της εγγραφής της καθημερινότητας, καθώς μας προτρέπει να αποκωδικοποιήσουμε συγκεκριμένους κώδικες πολιτικής τραυματισμού αλλά και προστασίας, ώστε να (ξανα)φανταστούμε αυτή την ανέφικτη ζωντανή-νεκρή αρχιτεκτονική των πόλεων όπου κατοικούμε και να σκεφτούμε το πώς θα μπορέσουμε να την ανασυντάξουμε, έχοντας επίγνωση ότι φέρουμε την ευθύνη της θέσης που κατέχουμε πίσω από τον φωτογραφικό φακό, δηλαδή ως συγγραφείς αυτής της (φαντασιακής) πραγματικότητας που προβάλλουμε σε πρόσωπα, σε σώματα, σε πράγματα. Ταυτόχρονα, έχοντας επίγνωση ότι η διαδικασία του «γίγνεσθαι δημόσιο πρόσωπο» μπορεί να υπάρξει (έχει ήδη υπάρξει) επώδυνη και τραυματική εμπειρία για πολλές/ούς.

Εξού και η φωτογραφία δρόμου θα πρέπει να θέτει επιτακτικά το ερώτημα σχετικά με το ενεργητικό δικαίωμα στο αίσθημα της ξενότητας (να παραμένεις «ξένος», άγνωστος, μη ταυτοποιήσιμο πρόσωπο) εκείνης που αντιστέκεται καθημερινά σε νεοφιλελεύθερες, ουμανιστικές, οριενταλιστικές και πατριαρχικές δομές νοηματοδότησης και συγκρότησης της ανθρώπινης ύπαρξης στον δημόσιο χώρο. Ταυτόχρονα, η φωτογραφία πορτρέτου μάς θυμίζει ότι ένα πρόσωπο είναι μια συμπύκνωση, δεν είναι ποτέ ένα, είναι πολλά, ουσιαστικά, είναι το ζωντανό αντιαρχείο μιας ενικότητας/πολλότητας που δεν οικουμενικοποιείται εύκολα, αλλά διεκδικεί δημόσια μια άλλη εγγραφή της σύνδεσης και συνύπαρξης στον χώρο, προκαλώντας τα όρια των σχέσεων, αναταράσσοντας την τοξικότητα της διάχυτης βίας, διεκδικώντας την αποταύτιση, τη μη ένταξη σε κανονιστικά και κανονικοποιημένα σχήματα και αναπαραστάσεις. Και άρα το δικαίωμα της εμφάνισης στον δημόσιο χώρο (ή, αλλιώς, το πώς χτίζεται το δημόσιο της παρουσίας ή της δημόσιας ύπαρξης μέσα από την αναπαράσταση) αντηχεί μέσα από το βιβλίο αυτό ως μια κρίσιμη και κριτική απορία που δεν επιδέχεται εύκολων απαντήσεων/λύσεων, αλλά αντιθέτως κινητοποιεί μια υπόσχεση να ξανασκεφτούμε από κοινού το πώς θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να αποτυπώσουμε το παρόν ως αντινομία και αντιμνήμη ή ως ένα μελλοντικό αντιαρχείο.

Ειρήνη Αβραμοπούλου

Η Ειρήνη Αβραμοπούλου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας (2012), αναλύοντας διαδικασίες υποκειμενοποίησης και αντίστασης μέσα από το συν-αίσθημα και στο πλαίσιο της διεκδίκησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ακτιβιστικές ομάδες στην Κωνσταντινούπολη, στη διασταύρωση έμφυλων, σεξουαλικών, θρησκευτικών, φυλετικών και άλλων μειονοτικών ταυτίσεων και αποταυτίσεων. Τα πιο πρόσφατα ερευνητικά της ενδιαφέροντα συμπεριλαμβάνουν φεμινιστικές και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις σχετικά με την οικονομική κρίση και την προσφυγικότητα στο πλαίσιο ανάλυσης του χώρου και της μνήμης, μέσα από το συν-αίσθημα, την επιθυμία και το τραύμα, όπως και ως συνέπεια της λειτουργίας της βιοπολιτικής/θανατοπολιτικής. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: Το συν-αίσθημα στο πολιτικό: Υποκειμενικότητες, εξουσίες, ανισότητες στον σύγχρονο κόσμο (Νήσος, 2018) και Porno-graphics and porno-tactics: Desire, affect and representation in pornography (επιμ. με την Irene Peano, 2016, Punctum Books). Ταυτόχρονα, κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλούς συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά.