Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Το φύλο σαν δόλωμα; Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο της Χλόης Κολύρη «Το φύλο σαν δόλωμα. Ψυχανάλυση, πολιτική και τέχνη»

Το φύλο σαν δόλωμα; Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο της Χλόης Κολύρη Το φύλο σαν δόλωμα. Ψυχανάλυση, πολιτική και τέχνη

 

Βάσια Λέκκα

 


 

Περίληψη

Το παρόν κείμενο αποτελεί μια επεξεργασμένη εκδοχή του κειμένου που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Χλόης Κολύρη Το φύλο σαν δόλωμα. Ψυχανάλυση, πολιτική και τέχνη (Πατάκης, 2017), στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, στις 24/4/2018. Στόχος του κειμένου είναι να παρουσιαστούν τα βασικά σημεία του βιβλίου και, ακολούθως, κάποιες σκέψεις σχετικά με το ζήτημα του φύλου στις σύγχρονες βιοπολιτικές κοινωνίες.

 

Ι

Ας ξεκινήσουμε με τα λόγια της Χλόης Κολύρη:

Μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια έγινε μια εκπληκτική μεταστροφή: όπως ακριβώς το φύλο, προσκολλημένο στο σώμα, άρα κεντρικό και κυριαρχικό, στήριξε μέσω των βαθμών συγγένειας τη συγκρότηση της κοινωνίας, τώρα γίνεται το κύριο έρεισμα για την πολιτική αμφισβήτηση της ίδιας αυτής κοινωνίας. Από τα γκέτο των queer και των drag queens μέχρι τα πιο αυστηρά και συντηρητικά πανεπιστήμια ή τους πολιτικούς κύκλους όπου παίρνονται αποφάσεις, δεν γινόταν αυτό να μη ληφθεί υπ’ όψιν (Κολύρη, 2017, σελ. 59-60).

Είναι, πράγματι, τόσο κομβικός ο ρόλος του φύλου ως οχήματος για την αμφισβήτηση των κυρίαρχων δομών των δυτικών κοινωνιών των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα; Και πόση αξία μπορεί να έχει ένα ακόμη βιβλίο για το φύλο; Για ποιους λόγους έχει ουσιαστική σημασία να συνεχίσουμε να συζητάμε για τους τρόπους συγκρότησης της έμφυλης ταυτότητας των υποκειμένων στο πλαίσιο των κυρίαρχων καθεστώτων αλήθειας και τις συντονισμένες απόπειρες κανονικοποίησης της σεξουαλικότητας, που έχουν ως προϋπόθεση και επακόλουθό τους την απόρριψη οποιασδήποτε «απόκλισης» από το κυρίαρχο μοντέλο του διπολικού φύλου (άνδρας-γυναίκα) και της ετεροκανονικότητας; Με άλλα λόγια, γιατί να συνεχίσουμε να συζητάμε για το πώς το φύλο, όπως υπογραμμίζει η Judith Butler, «αποτελεί μια από τις νόρμες που καθιστούν εξαρχής βιώσιμο το ‘υποκείμενο’, αυτή που πιστοποιεί ότι ένα σώμα έχει τα προσόντα να ζήσει μέσα στην επικράτεια του πολιτισμικά διανοητού»; (Μπάτλερ, 2008, σελ. 43)

Ενδεχομένως, η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα να έρχεται μέσα από την πρόσφατη ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του γνωστού, παλαίμαχου ποδοσφαιριστή Βασίλη Τσιάρτα. Συγκεκριμένα, στις 18 Απριλίου 2018, με αφορμή το σχέδιο νόμου «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και υιοθεσίας», το οποίο δίνει σε ομόφυλα ζευγάρια τη δυνατότητα αναδοχής –όχι, όμως, και υιοθεσίας– έγραψε στο λογαριασμό του στο Facebook:

Κανένα νομοσχέδιο δε θα μας επιβάλει τις ανώμαλες και αρρωστημένες επιθυμίες σας. Φυσικά και σεις οι διαφορετικοί έχετε τα ίδια δικαιώματα όπως όλοι μας. Το να θέλετε όμως να μας επιβάλετε μη φυσιολογικά ήθη, ανωμαλίες και παραλογισμούς πάει πολύ. […] Θέλετε να αλλοιώσετε την Ελλάδα αλλά δε θα τα καταφέρεται (sic!) όσο θα προκαλείται (sic!) και θα θέλετε να δημιουργήσετε αρρωστημένα πρότυπα (Sport24, 2018).

ΙΙ

Με έναν αναντίρρητα ευφυή, προβοκατόρικο τίτλο που μας εισάγει επιτυχώς στη βασική προβληματική που διατρέχει το βιβλίο, η Κολύρη μάς ταξιδεύει στις διαδρομές του φύλου στη φεμινιστική και μεταφεμινιστική θεωρία, την ψυχανάλυση και την κριτική ψυχολογία, την πολιτική και τα κινήματα, ακόμα και την τέχνη, για να διερευνήσει τα μονοπάτια

ανάμεσα στο δυαδικό βιολογικό φύλο των δύο γονάδων, στο ψυχαναλυτικό φύλο μεταξύ του Ενός και του Δύο, ανάμεσα στο επιτελεστικό, κατασκευασμένο από την κοινωνία φύλο και στο φαινομενολογικό φύλο που επιτρέπει σε κάθε διαφορετική μορφή του σεξουαλισμού να υπάρξει σαν ξεχωριστό φαινόμενο (Κολύρη, ό.π., σελ. 150).

Σε αυτό το ταξίδι, η Κολύρη συνομιλεί κριτικά με ένα πλήθος φιλοσόφων, φεμινιστριών, ψυχαναλυτών και ψυχαναλυτριών, λογοτεχνών· τον Sigmund Freud, τον Jacques Lacan και τη Luce Irigaray, τη Simon de Beauvoir και τον Maurice Merleau-Ponty, αλλά και τους Gilles Deleuze και Félix Guattari, Michel Foucault και Judith Butler, μέχρι τους Oscar Wilde και Marcel Proust, για να αναφέρω μόνο κάποιες από τις πλούσιες διακειμενικές της αναφορές. Στόχος της είναι να διερευνήσει τη διαδρομή της έννοιας του φύλου σε διάφορα πεδία, τις δυνατότητές της όχι μόνο ως αναλυτικής κατηγορίας, αλλά και ως μέσου διεκδίκησης της διαφοράς, καθώς και τις λογοθετικές πρακτικές που συγκροτούν την έμφυλη ταυτότητα και την έμφυλη διαφορά εντός του δυτικού πολιτισμού.

Πράγματι, ακολουθώντας την Irigaray, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη γλώσσα που «εξαναγκάζει» (στο ίδιο, σελ. 24), στη «μεροληπτική γραμματική» που προσδίδει οντολογική ισχύ σε κυρίαρχες μεταφορές και αποφάνσεις. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι, παρά τη στροφή των τελευταίων ετών σε πολιτικά ορθότερες εκφορές του λόγου, είναι αρκετά τα παραδείγματα από τη γλώσσα της καθημερινότητας, η οποία επιβάλλει, ακόμη, σεξιστικού τύπου διχοτομήσεις. Πόσοι και πόσες εξ ημών δεν εξακολουθούμε να μιλάμε για πατρικό αντί για γονεϊκό σπίτι, για υιοθεσία αντί για τεκνοθεσία, για να επικαλεστώ μόνο κάποιες από τις γλωσσικές επιβολές που, εν είδει αυτοματισμού, αναπαράγουμε; Την ίδια στιγμή, η Κολύρη υπογραμμίζει ότι, μέσω αυτών των εξαιρέσεων και αποκλεισμών από τον κυρίαρχο λόγο, αναδεικνύεται τελικά ότι «[ο] δυτικός πολιτισμός φοβάται τη διαφορά και ευνοεί την ομοιότητα, και γι’ αυτό σταθεροποιεί το φύλο σε μια σταθερή εικόνα, μην επιτρέποντας τη συνεχή του μεταμόρφωση, και το παραδίδει στην αναγκαιότητα διαγράφοντας το τυχαίο και το δυνατό» (στο ίδιο, σελ. 41). Μάλιστα, δεν αμελεί να επισημάνει και τη διαφοροποίηση άλλων πολιτισμών, όπου συναντάμε περισσότερα των δύο φύλα, αποφεύγοντας ένα, μάλλον σύνηθες, ατόπημα –κυρίως παλαιότερων γενιών φεμινιστριών– να αντιμετωπίζεται η εμπειρία και ιστορική διαδρομή των έμφυλων ταυτοτήτων μονοδιάστατα και ουσιοκρατικά, αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της δυτικής εμπειρίας της πατριαρχίας.

Εμπνεόμενη από το δεύτερο και τρίτο κύμα φεμινισμού, η Κολύρη τονίζει τη σημασία των σπουδών φύλου και, κυρίως, των φεμινιστικών και ΛΟΑΤΚΙ+ κινημάτων στην ανατροπή του κυρίαρχου διπολικού φύλου, εκφράζοντας, όμως, με παρρησία την ανησυχία της όχι μόνο για την ενδεχόμενη εξασθένηση της δυναμικής τους λόγω της ενσωμάτωσής τους σε θεσμούς και πανεπιστημιακά τμήματα, αλλά, πρωτίστως, για το ότι τελικά

κάθε ομάδα άρνησης και αμφισβήτησης φύλου, φυλής ή κοινωνικής τάξης κινδυνεύει να πέσει στη παγίδα από την οποία προσπάθησε να ξεφύγει, να περιχαρακωθεί και να εισπράξει από τον Λόγο την ταυτότητα του μόνου που γνωρίζει την αλήθεια και να εκπέμψει μια νέα ηγεμονία και κυβερνησιμότητα (στο ίδιο, σελ. 82).

Εντοπίζει, δηλαδή, ορθά τον κίνδυνο να διολισθήσουν τα κινήματα αυτά στη χάραξη νέων διαχωριστικών γραμμών και οριοθετήσεων αντίστοιχων με αυτές που θέλησαν αρχικά να αποδομήσουν. Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η πολιτική φύλου δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να εξαντλείται αποκλειστικά σε «μέτρα ισονομίας που ανακουφίζουν επιβαρυμένες μειονότητες» (στο ίδιο, σελ. 17). Το ζητούμενο, δηλαδή, θα πρέπει να είναι η ουσιαστική ρήξη σε επίπεδο νοοτροπιών, λόγων και πρακτικών· με άλλα λόγια, η άρθρωση λόγων και η χάραξη σημείων αντίστασης που να μας οδηγούν, όπως επισημαίνει ο Θανάσης Λάγιος, «αν όχι εκτός αυτού του πεδίου, τουλάχιστον στα όριά του» (Λάγιος, 2013, σελ. 31). Άλλωστε, η πρόσφατη ψήφιση του νόμου 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου, τον Οκτώβριο του 2017, πέραν της αδιαμφισβήτητης σημασίας του νόμου σε επίπεδο συμβολικό και πρακτικό, δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο θα κατορθώσει να μεταλλάξει ουσιαστικά την καθημερινότητα όσων δεν επιτελούν «κανονικώς» το φύλο τους και να θέσει ένα τέλος στις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Με τα περιστατικά σεξιστικής και έμφυλης βίας να είναι ακόμη και σήμερα καθημερινό φαινόμενο, όσοι και όσες φέρουν ένα σώμα, το οποίο «αποκλείστηκε ή εξοστρακίστηκε από την κύρια επικράτεια του φύλου» (Μπάτλερ, ό.π., σελ. 81), και, άρα, όσοι και όσες δεν συγκροτούνται και επιτελούνται ως «σώματα με σημασία», εξαναγκάζονται να κρύβουν, σαν άλλοι Dorian Gray, το πορτρέτο του φύλου τους μέσα σε μυστικά δωμάτια, πίσω από καλά κλειδωμένες πόρτες.

Η λειτουργία του φύλου ως ρυθμιστικού ιδεώδους και η συνακόλουθη επιβολή μιας οδυνηρής και ατέρμονης «κατάστασης εξαίρεσης» σε όσες και όσους προσπαθούν να ξεγλιστρήσουν από τις επιβαλλόμενες κανονιστικές οριοθετήσεις, ακόμη και εντός του πλαισίου του διπολικού φύλου –ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τους σκοπέλους που, κατά κανόνα, συναντάει μια γυναίκα όταν επιλέγει να «κάνει καριέρα» σε έναν ανδροκρατούμενο επαγγελματικό χώρο– δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Και τούτο, διότι ακολουθεί μια μακρά παράδοση του δυτικού πολιτισμού απέναντι σε όσες και όσους, σε κάθε ιστορικό πλαίσιο, ορίζονται ως «μη κανονικοί», ως «παθολογικές», ως «Άλλοι»· με άλλα λόγια, πρόκειται για μια εκδήλωση και διάσταση, όπως γράφει κι η Κολύρη με αφορμή τα έμφυλα στερεότυπα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, του «πώς η εξουσία παράγει το κυρίαρχο αφήγημα κάθε εποχής κατασκευάζοντας τους ρόλους που χρειάζεται» (Κολύρη, ό.π., σελ. 67) και, συνακόλουθα, θα συμπλήρωνα, του πώς αποκλείει τους ρόλους και τα σώματα που δεν χρειάζεται. Προς επίρρωση αυτού, μια σύντομη αναφορά σε κάποια επεισόδια από την ιστορική διαδρομή της ομοφυλοφιλίας στον χρόνο αρκεί για να μας πείσει· άλλωστε, όπως επισημαίνει η Κολύρη, που αφιερώνει ένα εξαιρετικό κεφάλαιο του βιβλίου της στο queer, «[η] ιστορία των διακρίσεων που υπέστησαν οι γυναίκες δεν μπορεί παρά να συμπληρωθεί με τους διωγμούς όσων ανήκαν σε ομάδες εκτός διπολικού φύλου, όπως οι ομοφυλόφιλοι» (στο ίδιο, σελ. 25).

Αν μέχρι τουλάχιστον τον δέκατο όγδοο αιώνα ήταν η θρησκεία που είχε αναλάβει να διώκει και να τιμωρεί τους «σοδομίτες», τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν η σειρά της ψυχιατρικής επιστήμης να συμπεριλάβει την ομοφυλοφιλία και γενικά τις «σεξουαλικές παρεκκλίσεις» στο πεδίο των διαγνώσεών της, με τους Carl Westphal (1833-1890) και Richard von Krafft-Ebing (1840-1902) να μιλούν πρώτοι για τα «ανάστροφα σεξουαλικά αισθήματα» (Λέκκα, 2014, σελ. 16), εντάσσοντάς τα στη σφαίρα του «παθολογικού» και μετατρέποντας, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Michel Foucault, τον ομοφυλόφιλο σε «είδος» (Φουκώ, 1978, σελ. 59). Και, παρά τις ρωγμές που επέφερε στο οικοδόμημα της κυρίαρχης ψυχιατρικής η σκέψη του Sigmund Freud (1856-1939) και η εδραίωση της ψυχαναλυτικής θεωρίας, τα τέλη του δέκατου ένατου και το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα σημαδεύτηκαν από μια εντεινόμενη ενασχόληση των περισσότερων ψυχιάτρων με την ομοφυλοφιλία, με αποκορύφωμα έναν Αμερικανό ψυχίατρο, ονόματι Benjamin Karpman, ο οποίος δήλωνε το 1937 ότι «[τ]α προβλήματα της ψυχιατρικής δεν θα λυθούν μέχρι να λύσουμε το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας» (Rosario, 2012, σελ. 41). Η δήλωση αυτή έγινε τέσσερα μόλις χρόνια μετά την απαρχή των εγκλημάτων του ναζιστικού καθεστώτος εις βάρος των ομοφυλοφίλων –όπως και πολλών άλλων ομάδων του πληθυσμού. Στο πλαίσιο του ναζιστικού προγράμματος στειρώσεων, στις 24 Νοεμβρίου 1933 ψηφίστηκε ο «Νόμος ενάντια στην Παθολογική Εγκληματικότητα», ο οποίος όριζε την προληπτική κράτηση και στείρωση διαφόρων κατηγοριών εγκληματιών· μεταξύ άλλων, βάσει του νόμου στειρώθηκαν 10.000 ομοφυλόφιλοι. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το πρόγραμμα στειρώσεων έμελλε να αντικατασταθεί από το ακόμη σκληρότερο πρόγραμμα «ευθανασίας», το διαβόητο πρόγραμμα Aktion T-4, στο πλαίσιο του οποίου περισσότεροι από 200.000 ψυχικά ασθενείς, διανοητικά και σωματικά ασθενέστεροι, ομοφυλόφιλοι και πολλές άλλες πληθυσμιακές ομάδες θανατώθηκαν· ο κύκλος έκλεισε με τις εξολοθρεύσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Λέκκα, 2013, σελ. 4-6). Δυστυχώς, όμως, τα βάσανα και οι διωγμοί των ομοφυλοφίλων δεν σταμάτησαν, ούτε περιορίστηκαν εκεί…

Με την πρώτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (American Psychiatric Association) το 1952, το DSM-I, η ομοφυλοφιλία συμπεριλήφθηκε στις λεγόμενες «Κοινωνικοπαθητικές διαταραχές της προσωπικότητας» (Sociopathic personality disturbance), με τις επόμενες εκδόσεις του DSM, και παρά την, εκ πρώτης όψεως, αλλαγή της κυρίαρχης ρητορικής, απλώς να επικυρώνουν την ψυχιατρικοποίηση της σεξουαλικής διαφοράς (Λέκκα, 2014, σελ. 18-21· DSM-I, 1952). Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι, με βάση τον ισχύοντα μεταναστευτικό νόμο, στα άτομα που είχαν διαγνωστεί με «κοινωνικοπαθητική διαταραχή της προσωπικότητας» απαγορευόταν τότε η είσοδος στις Η.Π.Α. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Καναδού Clive Michael Boutilier, ο οποίος, το 1967, αφού έγινε γνωστό ότι ήταν ομοφυλόφιλος, διατάχθηκε από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Πολιτογράφησης να εγκαταλείψει τις Η.Π.Α., με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επικυρώνεται από τη σχετική γνωμάτευση ψυχιάτρων (Szasz, 2006). Ασφαλώς, η περίπτωσή του δεν ήταν η μοναδική. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η εξέγερση του Stonewall στη Νέα Υόρκη, τον Ιούνιο του 1969, η οποία σηματοδότησε την αφετηρία του κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και στράφηκε και ενάντια στην αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας από την ψυχιατρική, κατόρθωσε να φέρει στο προσκήνιο καίρια ερωτήματα αναφορικά με το ανθρώπινο σώμα και τους τρόπους έμφυλης υποκειμενοποίησης· ερωτήματα που ακόμη και σήμερα επιζητούν απαντήσεις, εν μέσω περιστατικών σεξιστικής και έμφυλης βίας, αλλά και του γεγονότος ότι στην τελευταία έκδοση, το DSM-5, βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε μια καινούργια, επικίνδυνα πιο διευρυμένη, «παθολογική» διαγνωστική κατηγορία, τη «Δυσφορία φύλου» (Gender dysphoria) (DSM-5, 2013), που βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής των ΛΟΑΤΚΙ+ κινημάτων.

Ακολουθώντας, λοιπόν, την προτροπή της Κολύρη που μας υπενθυμίζει ότι «[μ]όνο όσοι έχουν ζητήματα και ερωτήσεις μπορούν να ωθήσουν την κοινωνία προς τα εμπρός» (Κολύρη, ό.π., σελ. 82), θα ήταν χρήσιμο να θέσουμε εκ νέου μια σειρά ερωτημάτων που, ακόμη κι αν δεν μπορούν να λάβουν βέβαιες απαντήσεις, δύνανται τουλάχιστον να αμφισβητήσουν –έστω και παροδικά– τις κυρίαρχες βεβαιότητες των σύγχρονων βιοπολιτικών κοινωνιών. Εκκινώντας από την ανάδυση της βιοπολιτικής εξουσίας στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, αυτήν την ιστορική διαδικασία της «αναδοχής της ζωής από την εξουσία» (Foucault, 2002, σελ. 294), προϋπόθεση και στυλοβάτη του καπιταλιστικού οικοδομήματος, καλούμαστε να εγκύψουμε ξανά στο «κατάστικτο από τα αποτυπώματα της ιστορίας σώμα» (Foucault, 2003, σελ. 57). Και, υπό αυτό το πρίσμα, να διερωτηθούμε πώς το ίδιο το σώμα –το ατομικό σώμα του υποκειμένου και το συλλογικό σώμα του πληθυσμού– έχει μετατραπεί σε προνομιακό πεδίο άσκησης της βιοπολιτικής εξουσίας και σε κατεξοχήν φορέα συνόρων, ορίων και διχοτομήσεων. Με άλλα λόγια, να διερωτηθούμε πώς μέσω του σώματος και με την καθοριστική συνδρομή του κυρίαρχου επιστημονικού λόγου χαράσσονται διαρκώς νέες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε σώματα «κανονικά» και σώματα «παθολογικά», σε ζωές «άξιες» και ζωές «ανάξιες να βιωθούν», σε «υποκείμενα» και «αποκείμενα»· πώς, δηλαδή, «ο τρόπος έμφυλης υποκειμενοποίησης και συγκρότησης της σεξουαλικότητας βρέθηκε στο στόχαστρο της ψυχιατρικής επιστήμης, καθιστώντας εφικτό τον έλεγχο και την κανονικοποίηση των σωμάτων και των ηδονών τους» (Λέκκα, 2014, ό.π., σελ. 23), φυσικοποιώντας τέτοιου τύπου διχοτομήσεις και προσδίδοντάς τους έναν χαρακτήρα ουσιοκρατικό. Και, εν συνεχεία, να διερευνήσουμε το πώς, μέσω της ρητορικής και πρακτικής του ρατσισμού, αυτή η βιοπολιτική εξουσία μετατρέπεται σε θανατοπολιτική για όσους και όσες κριθούν και αξιολογηθούν ως σώματα «χωρίς σημασία», συνιστώντας συστατικό στοιχείο της ίδιας της «κανονικότητας» των βιοπολιτικών κοινωνιών. Όπως επισημαίνει η Αθηνά Αθανασίου, «[α]ντιπροσωπεύοντας την απόλυτη ηθική απειλή και τον απόλυτο πολιτικό κίνδυνο, το αποβεβλημένο και αφ-ορισμένο σώμα του Άλλου πρέπει να εξαλειφθεί, για το καλό της ανθρωπότητας, του πολιτισμού, της ίδιας της ‘ζωής’» (Αθανασίου, 2007, σελ. 17)· ας θυμηθούμε εδώ το «κυνήγι μαγισσών» που υπέστησαν οι οροθετικές γυναίκες, οι οποίες τον Απρίλιο του 2012 συνελήφθησαν, διαπομπεύτηκαν και φυλακίστηκαν, παρότι τελικά αθωώθηκαν. Και, εν τέλει, να διερωτηθούμε πώς το φύλο, έχοντας αναδειχθεί σε σήμα κατατεθέν της Ταυτότητας των σύγχρονων υποκειμένων, της Αλήθειας τους, της ίδιας της ανθρώπινης ιδιότητας και υπόστασής τους, έχει λειτουργήσει ιστορικά ως μια ακόμη ρυθμιστική νόρμα, ως ένα ακόμη μέσο κανονικοποίησης και αποκλεισμού των «μη κανονικών» σωμάτων· όσων, δηλαδή, δεν συμμορφώνονται με το μοντέλο του διπολικού φύλου και της ετεροκανονικότητας.

ΙΙΙ

Συνοψίζοντας, το ερώτημα που εγείρεται μέσα από την παραπάνω παρουσίαση είναι το εξής: συμβάλλει, τελικά, η Χλόη Κολύρη με το βιβλίο της στο να αποτολμήσουμε να θέσουμε τα ερωτήματα αυτά; Κατά τη γνώμη μου, η Κολύρη μας προ(σ)καλεί μέσω του ακόλουθου ερωτήματος: «Στο κάτω κάτω όλοι στεκόμαστε ίσοι απέναντι στον θάνατο, γιατί να μη σταθούμε και ίσοι απέναντι στη ζωή;» (Κολύρη, ό.π., σελ. 171). Μπροστά στη βεβαιότητα της περατότητας, μπροστά στο αναπόδραστο του θανάτου μας που «χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών» (Καρυωτάκης, 1988, σελ. 63), η Κολύρη αντιτάσσει την επιθυμία των σωμάτων στο εδώ και τώρα του παρόντος, τη συνεχή ροή των φύλων, τη σεξουαλική διαφορά ως κίνηση και γίγνεσθαι, την «αποδοχή του Άλλου ως βασικής στιγμής στη γέννηση του εαυτού» (Κολύρη, ό.π., σελ. 178). Και είναι από εκεί, από τον «Άλλο», που θα μπορέσει να ξεκινήσει η όποια ανατροπή: «η ανατροπή μπορεί να αρχίσει μόνο από την πλευρά των αποκλεισμένων» (στο ίδιο, σελ. 169). Διότι, εντός μιας κοινωνίας η οποία έχει εισέλθει προ πολλού στο στάδιο του εκφασισμού της, και δεν διστάζει πλέον να ασκήσει βία και να θανατώσει καθετί που στα μάτια της φαντάζει διαφορετικό και, άρα, «επικίνδυνο» για την ασφάλεια και κανονικότητά της, όπως κατέδειξε με τον πλέον ωμό τρόπο η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, η ανατροπή του κυρίαρχου θα μπορέσει να ξεκινήσει μόνο εάν στρέψουμε το βλέμμα μας στην «παράδοση των καταπιεσμένων», για να επικαλεστούμε και τον Benjamin· μια παράδοση που συνηθίζουμε πεισματικά να λησμονούμε. Μπροστά, λοιπόν, στο δόλωμα της αναζήτησης, όχι του χαμένου χρόνου, αλλά του χαμένου φύλου, ενδεχομένως, η εναλλακτική να βρίσκεται όχι στην οδό μιας νέας ουσιοκρατίας του όποιου φύλου και της όποιας ταυτότητας, αλλά στην εγγραφή του φύλου στο πολιτικό, στη συνομιλία του φύλου με άλλες αναλυτικές κατηγορίες, όπως η τάξη, στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι «είμαστε όλοι μέλη της κοινότητας των κυβερνώμενων, και γι’ αυτό υποχρεωμένοι σε αμοιβαία αλληλεγγύη» (Foucault, 2002, σελ. 474). Είναι μέσω αυτής της ατραπού που θα κατορθώσουμε να διαβούμε τις οδούς των πολλαπλών φύλων και απολαύσεων των σωμάτων μας. Εν κατακλείδι, με τα λόγια του Michel Foucault από τον πρόλογο στην αγγλική έκδοση του Αντί-Οιδίποδα των Gilles Deleuze και Félix Guattari:

Μην απαιτείτε από την πολιτική να αποκαταστήσει τα ‘δικαιώματα’ του ατόμου, με τον τρόπο που τα έχει ορίσει η φιλοσοφία. Το άτομο είναι το προϊόν της εξουσίας. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι να ‘από-ατομικοποιηθούμε’ μέσω πολλαπλασιασμού και μετατόπισης, μέσω ποικίλων συνδυασμών» (Foucault, 2000, σελ. xiv).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Αθανασίου, A. (2007). Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική. Αθήνα: Εκκρεμές.

Foucault, M. (2002). Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (μτφρ. Τ. Δημητρούλια). Αθήνα: Ψυχογιός.

Foucault, M. (2003). Ο Νίτσε, η γενεαλογία, η ιστορία. Στο Τρία κείμενα για τον Νίτσε (μτφρ. Δ. Γκινοσάτης) (σελ. 39-93). Αθήνα: Πλέθρον.

Καρυωτάκης, Κ. Γ. (1988). Υστεροφημία. Στο Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Ποιήματα και πεζά. Αθήνα: Ερμής.

Κολύρη, Χ. (2017). Το φύλο σαν δόλωμα. Ψυχανάλυση, πολιτική και τέχνη. Αθήνα: Πατάκης.

Λάγιος, Θ. (2013). Ecce Homo? Ο Foucault και το ερώτημα της Ταυτότητας. Στο Δ. Βασιλειάδου, Π. Ζεστανάκης, Μ. Κεφαλά & Μ. Πρέκα (επιµ.), (Αντι)μιλώντας στις βεβαιότητες: φύλα, αναπαραστάσεις, υποκειμενικότητες (σελ. 27-41). Αθήνα: ΟΜΙΚ.

Λέκκα, Β. (2013). Όρια και καταχρήσεις της ψυχιατρικής επιστήμης: Τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας. Διαθέσιμο στο https://eap.academia.edu/VasiaLekka (Προσπελάστηκε 27/9/2018).

Λέκκα, Β. (2014). Μορφές κανονικοποίησης της σεξουαλικότητας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες: Μία κριτική ανάγνωση του Diagnostic and statistical manual of mental disorders. Στο Ομάδα Κριτική στην Επιστήμη (επιμ.), Επιστήμες, τεχνολογία, ιδεολογία. Κριτικές προσεγγίσεις (σελ. 15-25). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

Μπάτλερ, Τζ. (2008). Σώματα με σημασία. Οριοθετήσεις του «φύλου» στο λόγο (μτφρ. Π. Μαρκέτου). Αθήνα: Εκκρεμές.

Sport24 (2018). Επίθεση Τσιάρτα σε Βαλλιανάτο. Διαθέσιμο στο http://www.sport24.gr/viral/social-media/epithesh-tsiarta-se-vallianato-thelete-na-alloiwsete-thn-ellada.5165332.html (Προσπελάστηκε 19/4/2018).

Szasz, T. (2006). Η βιομηχανία της τρέλας (μτφρ. Κ. Γρίβας). Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης.

Φουκώ, Μ. (1978). Ιστορία της σεξουαλικότητας. 1. Η δίψα της γνώσης (μτφρ. Γ. Ροζάκη). Αθήνα: Κέδρος.

Ξενόγλωσση

American Psychiatric Association (1952). Diagnostic and statistical manual of mental disorders. Ουόσινγκτον: American Psychiatric Association.

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders fifth edition, DSM-5. Ουόσινγκτον-Λονδίνο: American Psychiatric Association.

Foucault, M. (2000). Preface. Στο G. Deleuze & F. Guattari, Anti-Oedipus. Capitalism and schizophrenia (σελ. xi-xiv). Μινεάπολις: University of Minnesota Press.

Foucault, M. (2002). Confronting governments: Human rights. Στο J.D. Faubion (επιμ.), Essential works of Foucault 1954-1984. Volume 3. Power (μτφρ. R. Hurley κ.ά.) (σελ. 474-475). Λονδίνο· Νέα Υόρκη: Penguin Books.

Rosario, V. (2012). Rise and fall of the medical model. Gay & Lesbian Review Worldwide, 19(6), σελ. 39-41.

Βάσια Λέκκα

Η Βάσια Λέκκα είναι διδάκτωρ Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Το τελευταίο της βιβλίο, μαζί με τους Θ. Λάγιο και Γ. Πανουτσόπουλο, είναι το Borders, Bodies and Narratives of Crisis in Europe (Palgrave Macmillan, 2018).