Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Κέντρο Νέων Μέσων και Φεμινιστικών Πρακτικών στον Δημόσιο Χώρο: Αισθητικές τεχνικές διευρυμένου πεδίου

Κέντρο Νέων Μέσων και Φεμινιστικών Πρακτικών στον Δημόσιο Χώρο: Αισθητικές τεχνικές διευρυμένου πεδίου1

 

Ελπίδα Καραμπά

 


 

Το Κέντρο Νέων Μέσων και Φεμινιστικών Πρακτικών στον Δημόσιο Χώρο ξεκίνησε τις εργασίες του το καλοκαίρι του 2018. Πρόκειται για μεταδιδακτορικό πρόγραμμα το οποίο χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) και από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας (ΓΓΕΚ) (με αρ. Σύμβασης Έργου 2284). Επίκεντρο της έρευνας και των εργασιών του Κέντρου είναι ο φεμινισμός, η τεχνολογία και ο δημόσιος χώρος στο διευρυμένο πεδίο της μετά-ψηφιακής και μετά-ανθρώπινης συνθήκης. Η εστίαση στη φεμινιστική θεωρία και πράξη υπογραμμίζουν την πεποίθησή μας ότι τα φεμινιστικά ζητήματα παραμένουν πολύ κρίσιμα και δεν αποτελούν μια τελειωμένη υπόθεση. Οι φεμινιστικές διεκδικήσεις συγκλίνουν και συμπορεύονται με άλλες κρίσιμες διατυπώσεις και διεκδικήσεις που αφορούν τις σπουδές φύλου, τις κουίρ σπουδές και άλλες κριτικές σπουδές που συμπλέουν με ανάλογες αγωνιστικές πρακτικές. Τα διαφορετικά πεδία λόγων και δράσης δεν είναι όμοια, όπως δεν είναι όμοιες και οι θέσεις από τις οποίες εκκινεί η κάθε μια από εμάς που δραστηριοποιούμαστε σε αυτά τα πεδία. Υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί δυσφορίας μέσα στη σύγχρονη πατριαρχική, καπιταλιστική παγκοσμιοποιημένη συνθήκη, αλλά η δυσφορία στην οποία μετέχουμε έχει ριζωματικές απολήξεις και μπορούν να διαμορφώσουν συναρθρώσεις (articulations) τις οποίες θέλουμε να απευθύνουμε και να αναζητήσουμε.

Η σύνδεση της έρευνας του Κέντρου με το θέμα της τεχνολογίας είναι μια πολιτική θέση. Εξετάζουμε τις ριζικές αλλαγές που επιτελούνται στην παγκοσμιοποιημένη τεχνολογική συνθήκη και συνδέονται με τις επιδράσεις και τις επιπτώσεις που έχουν στις γυναίκες*, όπως για παράδειγμα η νεκροπολιτική (όρος που περιγράφει τις ταχείες και οξείες αλλαγές στις «πολιτικές του θανάτου» που σχετίζονται με τους πολέμους βιομηχανικής κλίμακας, τον μιλιταρισμό, την παγκόσμια έκταση των συγκρούσεων, τους «ανθρωπιστικούς πολέμους» και όλων των ειδών τις άμεσες και διαμεσολαβημένες, μέσω οθόνης, μαζικές εμπειρίες θανάτωσης. Οι κυβερνώντες και οι οικονομικές ελίτ κρίνουν ότι ο θάνατος και η εξόντωση κάποιων από εμάς δεν μπορεί να αποφευχθεί. Οι γυναίκες στα σύνορα του Μεξικού των οποίων τα σώματα αναλώνονται στην ηλεκτρονική βιομηχανία, που ρισκάρουν στην επισφαλή εργασία της νύχτας, όλες οι γυναίκες που βιοπορίζονται σε εργασίες «φροντίδας» και έγιναν οι πρώτες αναλώσιμες κατηγορίες στις ρυθμίσεις της κρίσης του κορονοϊού, γυναίκες χωρίς χαρτιά, εκτοπισμένες και κακοποιημένες με ποικίλους τρόπους, ζωντανές νεκρές σε μια χωρίς τέλος κατάσταση εξαίρεσης, όλες αυτές οι γυναίκες είναι κομμάτια του παζλ της συσσώρευσης κεφαλαίου βάσει της αρπαγής και της υπόταξης της ζωής στην εξουσία του θανάτου. Η τεχνολογία των ντρόουν, της διαδικτυακής επιτήρησης και εμπορευματοποίησης σωμάτων, του σκαναρίσματος των κινήσεων και των επιθυμιών μας συμμετέχει στην επιτάχυνση αυτών των διαδικασιών. Η εστίαση αυτή αποσκοπεί στην αναζήτηση και δημιουργία εναλλακτικών και δυνατοτήτων για την ανάπτυξη δυναμικής, διεισδυτικής και αυτοκαθοριζόμενης φεμινιστικής πρακτικής. Μέσα από κείμενα, παραγωγή νέων έργων και λόγου γύρω από αυτά, το Κέντρο στοχεύει στην κατανόηση των βαθιών επιπτώσεων των παγκόσμιων αλλαγών και κρίσεων στις γυναίκες* και στη σημασία της χρήσης διαφοροποιημένων τρόπων διάχυσης και ορατότητας των φεμινιστικών πρακτικών, θεωριών, διεκδικήσεων, μέσων και δεοντολογίας. Ταυτόχρονα, για την εργασία μας είναι κρίσιμες οι συνδέσεις, οι συγκρίσεις, οι συνασπισμοί και οι συγκλίσεις ως προς τους στόχους και τις μεθόδους φεμινιστικών πρακτικών που διατρέχουν ποικίλα και διαπλεκόμενα μεταξύ τους πεδία, στοχεύοντας στην ανάδειξη των ιδιαίτερων, τοπικά προσδιορισμένων παραμέτρων, εντοπισμένων (situated) και (δια)συνδεδεμένων με εξελίξεις και διεκδικήσεις άλλων τοπικοτήτων και άλλων αγώνων.

Η έρευνά μας εκκινεί από δύο διαφορετικές σχολές σκέψης, οι οποίες δεν βρίσκονται απαραίτητα σε συμφωνία μεταξύ τους, είναι διακριτές και πολλές φορές ανταγωνιστικές. Με την έρευνα στοχεύουμε σε νέες συνδέσεις μεταξύ τους, ώστε τα κοινά τους στοιχεία να προσδιοριστούν και να διευρύνουν τα εργαλεία μας. Η έρευνά μας, λοιπόν, αντλεί από την παρακαταθήκη του ιστορικού υλισμού και του νέο-μαρξισμού, καθώς μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα ζητήματα σχετικά με την τάξη, την οικονομία, την εργασία, το ανθρώπινο κεφάλαιο, την επονομαζόμενη πολιτιστική βιομηχανία, καθώς και οι τρόποι που η παγκοσμιοποίηση βιώνεται ως «κουλτούρα» και αντιστρόφως. Ταυτόχρονα, αντλούμε από τη σχολή του νέου υλισμού και του κριτικού μετά-ανθρωπισμού, που επικεντρώνονται στα αδιέξοδα που αφορούν το ανθρωπιστικό πρόγραμμα, το οποίο βασίζεται στο αξίωμα ότι όλοι οι «άλλοι» από τον λευκό άνδρα, είναι ατελείς, οι γυναίκες, οι Αβοριγίνες, τα ζώα, τα σώματα με προκλήσεις. Ο νέος υλισμός μας προσφέρει πολύτιμα εργαλεία να κατανοήσουμε και να απευθύνουμε το Ανθρωπόκαινο,2 τη βιοηθική της βιοτεχνολογίας και τη σύγχρονη νεκροπολιτική. Τα εργαλεία του κριτικού μετά-ανθρωπισμού συνοψίζονται σε αυτό που η Rossi Braidotti (2019, σελ. 153-174) αναφέρει ως καταφατική ηθική, η οποία υπογραμμίζει την «επιθυμία του γίγνεσθαι» πέρα από την απόγνωση της ευαλωτότητας, προς μια άλλη, διαφοροποιημένη θεώρηση της τρωτότητας μας, που συντονίζεται με σημαντικές συζητήσεις σήμερα στον χώρο της φεμινιστικής, κουίρ και μετααποικιακής θεωρίας για τη σχέση ευαλωτότητας και αντίστασης, της θνησιμότητας και της εξαφάνισης, ως πολιτικής «potential». Αυτή αφορά κατανοήσεις, εκφράσεις εναλλακτικής γνώσης, επίγνωσης και συν-αισθημάτων και συνδέεται με έναν «ηθικό ορίζοντα» συστροφής των επώδυνων εμπειριών σε συναντήσεις συντροφικότητας, παραγωγής γνώσης και στοχευμένων συναρθρώσεων. Η καταφατική ηθική είναι ένας τρόπος να αντλούμε γνώση και ακτιβισμό από τη δυσφορία της συνθήκης μας, των συναισθημάτων και των επιθυμιών μας, μετασχηματίζοντας την αρνητικότητα. Αυτό αφορά μια πολυεπίπεδη σύνθεση από πολλαπλές συναθροίσεις υποκειμένων, επιθυμιών, θεμάτων και εμπειριών. Πρόκειται για ένα σύστημα συνάθροισης των «πολλών» που φροντίζει να μη «λείπουν», να μη διασπείρονται, να μην εξαρθρώνονται και να μη διαφεύγουν εμπειρίες ετερότητας, μειονοτικές εμπειρίες και επιθυμίες από τα κυρίαρχα αφηγήματα. Η καταφατική ηθική αφορά τον εμπλουτισμό της ικανότητάς μας να συνδεόμαστε με πολλαπλούς άλλους, παράγοντας μια κοινότητα που πραγματώνει αυτή την ηθική τάση. Και οι δύο αυτές σχολές ενεργοποιούν δυναμικά ριζοσπαστικές επιστημολογίες, όπως οι φεμινιστικές, φυλετικές, μετααποικιακές σπουδές, που υπήρξαν κρίσιμες προς μια προοδευτική, κριτική θεωρία και πράξη. Έτσι, η έρευνα μας άπτεται ενός σύνθετου και προκλητικού διανοητικού και επιστημολογικού χώρου. Προς αυτή την κατεύθυνση μια ριζοσπαστική σύγκλιση της τέχνης, των ανθρωπιστικών σπουδών, της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι απαραίτητη. Σε αυτή η χρήση της τεχνολογίας, των μποτς, των αλγορίθμων, της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και η απεύθυνση στη βιοπολιτική, την ευγονική, τη νεκροπολιτική δεν αφορούν μόνο το περιεχόμενο του καλλιτεχνικού έργου, αλλά τον ίδιο τον τρόπο που αυτό παράγεται. Πρόκειται για μια σύγκλιση που βρίσκει τη γενεαλογία της, μεταξύ άλλων, σε καλλιτεχνικές και υβριδικές πρακτικές από την net.art, το Bureau of Inverse Technology, τους Forensic Architecture, τους Critical Art Ensemble.

Στη συνέχεια θα εστιάσουμε σε κάποια δείγματα της δουλειάς μας από το Κέντρο, τα οποία ελπίζουμε να κάνουν πιο αντιληπτές τις παραμέτρους αυτού που εννοούμε φεμινιστική πρακτική διευρυμένου πεδίου.

Θα αναφερθούμε παραδειγματικά στη δουλειά που παράχθηκε από την καλλιτέχνη Βασιλεία Στυλιανίδου στο Κέντρο το 2018 και βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Η Στυλιανίδου συντόνισε ένα σεμινάριο, επίκεντρο του οποίου ήταν η τεχνολογία και τα ευάλωτα σώματα, εκκινώντας από δύο πρόσφατα γεγονότα ακραίας δημόσιας βίας, ομοφοβίας και μισογυνισμού: τις δολοφονίες του Ζακ Κωστόπουλου (Zackie Oh!) στο κέντρο της Αθήνας, δημοσία θέα, και μιας νεαρής γυναίκας της Ελένης Τοπαλούδη στο νησί της Ρόδου. Δύο δολοφονίες που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία, οι οποίες δεν συνέβησαν μόνο σε χρονική εγγύτητα αλλά είναι το σύμπτωμα που δηλώνει την ευαλωτότητα συγκεκριμένων, στοχευμένων σωμάτων. Το γυναικείο*, κουίρ, τρανς σώμα λαμβάνεται ως ευάλωτο στον δημόσιο χώρο, ως σώμα χωρίς προστατευτικό ιστό. Όσον αφορά δε τη χρονική εγγύτητα, αυτή μας ωθεί να δούμε αυτές τις δύο περιπτώσεις ακραίας βίας ως αρθρωμένες από κοινού εντός ενός στάτους κβο που βασίζεται σε έναν κύκλο καταπίεσης, καταστολής, βίας και μίσους.

Η Στυλιανίδου εργάστηκε με τις συμμετέχουσες στο εργαστήριο εφαρμόζοντας γνωστές και λιγότερο γνωστές μεθόδους ανάλυσης των εικόνων και των λόγων που διατυπώθηκαν σχετικά με αυτούς τους θανάτους, προκειμένου να εντοπιστούν οι ομοιότητες, οι διαφορές, η ιεραρχία των πληροφοριών που διακινούνταν και οι έμφυλες ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Στην περίπτωση της Zackie Oh!, για παράδειγμα, η δολοφονία της σηματοδότησε την αφετηρία μιας οργανωμένης και συσπειρωμένης δράσης από τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τη συμμετοχή μιας διεθνούς ερευνητικής ομάδας, των Forensic Architecture, για τη συλλογή υλικού για τη δίκη του δράστη, καθιστώντας την περίπτωση της κομβικό σημείο στην ενδυνάμωση της συγκροτημένης κινηματικής και ακτιβιστικής δράσης της κοινότητας.

Η Στυλιανίδου ενεργοποίησε την πρακτική της περφόρμανς. Άνοιξε το σεμινάριο με ένα συμμετοχικό επιτελεστικό διάβασμα. Ζήτησε από τις φοιτήτριες να αγγίζουν τα κινητά τους καθώς εκείνη διάβαζε ένα κείμενο σχετικά με την τεχνολογία και την ευαλωτότητα των σωμάτων. Τη στιγμή εκείνη που οι συμμετέχουσες ένιωθαν τις κρύες στιλπνές επιφάνειες των κινητών στα χέρια τους, κάποιες από αυτές αποφάσισαν να βινετοσκοπήσουν με τις συσκευές τους την καλλιτέχνη. Η σχέση με τη συσκευή, η βιντεοσκόπηση της ανάγνωσης της Στυλιανίδου ήταν μια ακούσια επανάδραση/επτελεστική επαναθέσμιση (re-enactment)3 της βινετοσκόπησης της δολοφονίας της Zackie Oh! από κάποιους περαστικούς. Όταν οι συμμετέχουσες στο σεμινάριο, ακολουθώντας την προτροπή της καλλιτέχνιδας να αγγίξουν τα κινητά τους, αποφάσισαν να την καταγράψουν την ώρα που περιέγραφε τη δολοφονία του Ζακ, συντονίστηκαν με τα βλέμματα των μαρτύρων του τραγικού συμβάντος, κάποιοι από τους οποίους κατέγραψαν το γεγονός από τα δικά τους τηλέφωνα. Η διαδικασία αυτή ήταν μια ακούσια ανακατασκευή της χειρονομίας των περαστικών και ταυτόχρονα παρήγαγε ένα βίντεο της ανάγνωσης της Στυλιανίδου. Ο συνδυασμός της επανάδρασης της χειρονομίας καταγραφής από τη συσκευή και το βίντεο είναι το υλικό ενός καλλιτεχνικού έργου, μιας βίντεο περφόρμανς ανάγνωσης, η οποία δεν παράχθηκε στρατηγικά αλλά οργανικά και αυθόρμητα μέσα από τη διαδικασία, χωρίς δηλαδή, να είναι στην αρχική πρόθεση του σεμιναρίου η δημιουργία ενός έργου. Η Στυλιανίδου αξιοποιεί τα καλλιτεχνικά μέσα της επιτελεστικής ανάγνωσης (performative reading)4 και της επανάδρασης/επιτελεστικής επαναθέσμισης (re-enactment) και η πρόσκληση προς τις συμμετέχουσες σε μια αισθητηριακή συμμετοχή, οδήγησε στη δημιουργία ενός «απρόθετου» έργου τέχνης.

Εκείνη τη στιγμή η συσκευή και τα δάχτυλα είναι οι φορείς και οι δέκτες διαφορετικών υποκειμένων και σωμάτων. Οι κάμερες των φοιτητριών που κινηματογράφησαν την καλλιτέχνη ενόσω διάβαζε και οι κάμερες των κινητών που κατέγραψαν τη δολοφονία της Zackie Oh! συναντιούνται σε μια απροσδόκητη διαδρομή. Αυτές οι διαφορετικές τεκμηριωτικές χειρονομίες συνδέουν ή διαχωρίζουν χρόνους, χώρους και υποκείμενα. Ταυτόχρονα, η αφή, η αίσθηση της συσκευής, μας συνδέει επίσης με τα εσωτερικά μέρη της συσκευής, μέρη τα οποία συναρμολογήθηκαν από τα μικρά δάχτυλα νεαρών μεξικανών γυναικών που τα άγγιζαν τη στιγμή που τα συναρμολογούσαν σε κάποια απομακρυσμένα εργοστάσια στα σύνορα του Μεξικού. Μια νοητή γραμμή, ένα διάγραμμα γεοπολιτικών διαδρομών συνδέουν τις παλάμες μας με τη σκληρή επιφάνεια του κινητού, με την εκμετάλλευση έμφυλων σωμάτων που τείνουμε να παραβλέπουμε και να ξεχνάμε. Οι διαφορετικές υποκειμενικότητες που συνδέουν αυτές τις θηλυκότητες δεν είναι παρεμφερείς και όμοιες. Η συσκευή και το έργο είναι ίχνη σε μια διαδρομή όπου ξεχωριστές υποκειμενικότητες συναντώνται. Και στην οντολογία τους γίνονται εμφανείς, σχεδόν χειροπιαστές οι διαφοροποιημένες εντοπισμένες οικονομίες, τα σώματα, οι γεωγραφίες αυτών των διασυνδεδεμένων σωμάτων. Καθώς το τηλέφωνο και το έργο τέχνης εμπεριέχουν αυτές τις διαφορετικές υποκειμενικότητες στη χρήση και την κατασκευή τους. Υπάρχουν προνομιούχοι καταναλωτές και μη προνομιούχοι εργαζόμενοι, σώματα με δικαιώματα και εξουσία και αναλώσιμα σώματα· γνώστες της τέχνης και της τεχνολογίας και εκείνοι χωρίς πρόσβαση, οι οποίοι συναντώνται στον φαύλο κύκλο της παγκοσμιοποιημένης, τεχνολογικής συνθήκης του γνωσιακού καπιταλισμού.

Η Στυλιανίδου ονοματίζει τους φορείς (agents), τα υποκείμενα, τις συσκευές, μια τρανς στην Αθήνα, μια εργάτρια στο Μεξικό, μια φοιτήτρια στη Ρόδο και στρέφει την προσοχή μας, τα αισθήματα μας, τις αισθήσεις μας, μας προσκαλεί να διαλογιστούμε για όλες αυτά σε σύγκλιση (convergence). Η συσκευή του τηλεφώνου δεν είναι, πια, μόνο ένα εργαλείο επικοινωνίας, αλλά το μέσο της βιοτεχνολογίας που εγγράφεται στα σώματα μας. Ας σκεφτούμε ένα σωρό έφηβα κορίτσια, όπως η Τοπαλούδη, που έχουν υποστεί τη βία μη συναινετικών βιντεοκαταγραφών προσωπικών τους στιγμών και της κυκλοφορίας τους στα κοινωνικά δίκτυα (γεγονός που είχε συμβεί και στην ίδια την Τοπαλούδη, μερικούς μήνες πριν τη δολοφονίας της). Αυτές οι καταγραφές αποτελούν αποδείξεις και στοιχεία εναντίον τους όπως συνέβη και στην περίπτωση της Τοπαλούδη, στη βάση του επιχειρήματος της σεξουαλικής τους ελευθεριότητας, μέρη μιας εκδικητικής και κακοποιητικής πορνογραφίας. Ας σκεφτούμε γυναίκες στο Μεξικό που αντιμετωπίζουν την οικιακή βία, συζύγων και εραστών, τους βιασμούς και τις εξαφανίσεις όταν προσπαθούν να διασχίσουν τα σύνορα, την κάθε λογής ανάλωση των γυναικείων σωμάτων τους. Όλα αυτά τα σώματα γυναικοκτονιών είναι «χαμένα», διαγραμμένα5 σώματα –όχι μόνο επειδή δολοφονήθηκαν, βιάστηκαν ή εξαφανίστηκαν αλλά επειδή ήταν ήδη αποκλεισμένα και διαγραμμένα από αυτούς που τις δολοφόνησαν και καθάρισαν τα αποδεικτικά (όπως ο δολοφόνος της Zackie Oh!, ο οποίος καθάρισε ανενόχλητος το αίμα της από το πεζοδρόμιο του), από όλους εκείνους που κάνουν σχόλια μίσους για τέτοια γεγονότα στο διαδίκτυο. Οι συσκευές μας δεν είναι αθώα μηχανήματα αλλά είναι τα κανάλια που συνδέουν το φύλο με κοινωνικοοικονομικά ζητήματα και με τις σκληρές πατριαρχικές δομές της τουίτ κουλτούρας. Οι συσκευές μας φέρουν και αυτές την κυρίαρχη, πατριαρχική ρύθμιση των αλγορίθμων και των μποτ που είναι καταστατικά για τη λειτουργία των συσκευών μας, του ιντερνέτ, των κοινωνικών δικτύων, των τουίτ. Όταν η Microsoft, εισήγαγε στο ιντερνέτ την τσατμποτ Τάι, με την έμπνευση ότι η Τάι θα γινόταν όλο και πιο έξυπνη, επικοινωνιακή και αυτόνομη όσο θα αυξανόταν η συνομιλία της με χρήστες, πήρε μόνο 24 ώρες για να αρχίσει η Τάι να αναπαράγει μισογυνικές, ξενοφοβικές και φασιστικές θέσεις, κάνοντας χειροπιαστή τη σκοτεινή πλευρά της ανθρωπότητας που είναι πανταχού παρούσα στο διαδίκτυο. Η Τάι έκανε σαφές ότι είναι πολύ γρήγορο και εύκολο για τα υποκείμενα του φανατισμό και του σεξισμού να εισχωρήσουν στην τεχνητή νοημοσύνη.6 Για άλλη μια φορά, η περίφημη ρήση της Donna Haraway (1991, σελ. 151) αποδεικνύεται σωστή, η τεχνολογία, οι αλγόριθμοι και τα μποτ, θα λέγαμε παραφράζοντας, είναι απότοκα του μιλιταρισμού, του πατριαρχικού καπιταλισμού και του κρατικού ελέγχου.

Καθώς το έργο της Στυλιανίδου αναφέρεται αδιάκριτα στα υποκείμενα και τα αντικείμενα στρέφεται στις «υλικές» παραμέτρους της αντικειμενοποίησης και στο γεγονός ότι η αντικειμενοποίηση συμπυκνώνεται και επιταχύνεται από τις τεχνολογίες που ενεπλάκησαν στις δολοφονίες της Zackie Oh! και της Τοπαλούδη. Η Στυλιανίδου στοχεύει πέρα από τη σχέση των σωμάτων μας με την εικόνα και τη σκοποφιλική κατανάλωση τους, στη βιοπολιτική κατανάλωση των ίδιων των σωμάτων. Το προϊόν, η εικόνα, είναι αδιάκριτα μέρη της βιοπολιτικής παραγωγής όπου η ζωή και το έργο, καθώς και η εικόνα, προσδιορίζονται και ρυθμίζονται από τις καπιταλιστικές σχέσεις της παραγωγής που διαπερνούν εγκάρσια όλες τις μορφές ζωής. Η Στυλιανίδου, ενεργοποιώντας την αισθητηριακή και αισθησιακή σχέση μας με τις συσκευές μας, ζητώντας μας να τις αγγίξουμε και να τις νιώσουμε, ανασύρει και απευθύνεται ταυτόχρονα στις επιθυμίες, τη συναισθηματική σχέση με τα αντικείμενα μας, τις ελπίδες μας, τα πάθη μας όπως αυτά διακινούνται μέσα από τα δάχτυλα μας όταν αγγίζουμε τις συσκευές μας, όταν διαδικτυωνόμαστε ως υποκείμενα με επιθυμίες, όταν απολαμβάνουμε μέσω των συσκευών μας. Η Στυλιανίδου, στρέφει την προσοχή μας σε όλα αυτά που βρίσκονται πέραν της διεπαφής μας με την οθόνη, στις ίδιες τις συσκευές.

Το έργο της Στυλιανίδου, συντονίζεται με καλλιτεχνικές πρακτικές που δεν αντιστρέφουν με τα εργαλεία τους τη σκοποφιλία της τέχνης, αλλά σηματοδοτούν μια στροφή «από την κατανάλωση της σημειολογίας του θηλυκού στην κατανάλωση της γυναίκας καθαυτή» (Δημητρακάκη, 2013, σελ. 154). Το 1975 η Marina Abramovic αντικατέστησε στη βιτρίνα της, στη «συνοικία με τα κόκκινα φανάρια» (red light district) στην κόκκινη γραμμή στο Άμστερνταμ, την πόρνη γνωστή με το όνομα Suze, ενώ εκείνη τη στιγμή η Suze υποδεχόταν το κοινό της Abramovic στα εγκαίνια στην γκαλερί της καλλιτέχνιδας, που είχαν προγραμματιστεί για την ίδια ώρα που η Abramovic βρισκόταν εκτεθειμένη στη βιτρίνα. Αυτή η χειρονομία είναι μια ανταλλαγή ρόλων, όπως επισημαίνει η Άντζελα Δημητρακάκη (2013) στη σχετική ανάλυση του έργου, που δημιουργεί μια στοιχειώδη σύγχυση ως προς το ζήτημα της αναπαράστασης και της αντιπροσώπευσης και των θέσεων από τις οποίες μιλάει το κάθε υποκείμενο και η κάθε εικόνα. Όμως, αυτή η χειρονομία, συνεχίζει, από ηθικής σκοπιάς μπορεί να θεωρηθεί προβληματική, ακόμα και ωμή, αν αναλογιστεί κανείς την προσωρινότητα της απαλλαγής της Suze από το πλαίσιο και τους όρους της επισφαλούς εργασίας της. Τι συμβαίνει στην περίπτωση που το σώμα, η προσφορά της απόλαυσης και η εργασία γίνονται το απόλυτο αντικείμενο μιας κυριολεκτικής εμπορευματοποίησης του ίδιου του σώματος της καλλιτέχνιδας (αυτή τη φορά); Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, η καλλιτέχνης Andrea Fraser δημιουργεί ένα έργο από την καταγραφή της σεξουαλικής της συνεύρεσης με τον αγοραστή-συλλέκτη του έργου της. Εδώ, γίνεται σαφές, όπως σημειώνει η Δημητρακάκη, ότι, το 2003 πια, η καλλιτέχνης και το έργο της, το προϊόν, η εικόνα, είναι αδιάκριτα μέρη της βιοπολιτικής παραγωγής. Η ζωή και το έργο, καθώς και η εικόνα προσδιορίζονται και ρυθμίζονται από τις σχέσεις παραγωγής (Dimitrakaki, 2003). Καθιστώντας η Fraser τον θεατή/την θεάτρια μέτοχο της καταγραφής υπογραμμίζει μια ακόμα παράμετρο, αυτό που νοείται ως άυλο –από τη βίντεο εικόνα, μέχρι την άυλη καλλιτεχνική εργασία– είναι «υλικά» προσδιορισμένο. Το υπόβαθρο τους είναι το έμφυλο σώμα της καλλιτέχνιδας και οι σχέσεις μέσα στο πεδίο της καλλιτεχνικής παραγωγής και των θεσμών της, τα οποία υπόκεινται σε αυτή την υλικότητα καθημερινά. Γίνονται σαφή στις θεάτριες και τους θεατές που καταναλώνουν τις εικόνες ενσώματων, έμφυλων ατόμων όλα αυτά που αποδέχονται αλλά τείνουν να παραβλέπουν. Οι θεάτριες/τές προβοκάρονται με την κυριολεξία του έργου καθώς καλούνται να παραδεχτούν τη καθημερινή βιαιότητα που οι ίδιες/οι υφίστανται ή διενεργούν στη κυρίαρχη, καπιταλιστική καταναλωτική κουλτούρα έμφυλων σωμάτων και επιθυμιών. Αντίστοιχα, στο έργο της Στυλιανίδου η σύγκλιση των δικών της βιωμάτων τρωτότητας, με την εμπειρία των δολοφονιών του Ζακ και της Τοπαλούδη, της συμμετοχής της στην κινηματική δράση, η ενσώματη εμπειρία του ακροατηρίου μέσω της αισθητηριακής σχέσης με τις συσκευές τους δεν αφορούν μόνο ένα άυλο, συμβολικό επίπεδο αλλά και αυτή καθαυτή την υλικότητα των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων, υποκειμένων, τέχνης και τεχνολογίας.

Η επιτελεστική ανάγνωση της Στυλιανίδου, είναι μια πράξη που δίνει φωνή και διαταράσσει το οπτικοακουστικό υλικό που κυκλοφορεί στον ψηφιακό μας κόσμο. Η βίντεο επιτελεστική ανάγνωση είναι μια οπτικοακουστική εισβολή, που απευθύνεται στις φωνές και τις σιωπές που σχετίζονται με αυτούς τους θανάτους, με τη νεκροπολιτική. Πρόκειται για μια επιτελεστική εισβολή στο δημόσιο, ως μια φωνή που αντιμιλά και διακόπτει τις αφηγήσεις αυτών των θανάτων. Η ονομάτιση και η σύνδεση των πιθανών τροχιών που συνδέουν διαφορετικές γυναικοκτονίες είναι ένα εργαλείο συναρθρώσεων. Η Τοπαλούδη, η Zackie Oh!, τα κορίτσια των εργοστασίων της πόλης Hermosillo του Μεξικού, η δολοφονημένη μαθήτρια Chiara Paez στην Αργεντινή, που βρέθηκε θαμμένη στην αυλή της οικογένειας του φίλου της, είναι σημεία μια χαρτογράφησης δυνάμεων εξουσίας, ρατσισμού, μισογυνισμού, τρανσφοβίας. Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι προσωπικές ατυχίες, όπως συνήθως παρουσιάζονται στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης, αλλά το αποτέλεσμα της κυρίαρχης μισογυνικής βιοπολιτικής. Αυτή η χαρτογράφηση δεν συνδέει αυτά τα σώματα σε μια γενικευμένη, ουδέτερη παγκοσμιοποίηση, αντίθετα σχεδιάζεται με σημεία αναφορών, εντοπισμένες τοπικότητες, από τις οποίες εκκινούν οι χάρτες των μαχών της καθεμίας μας. Όπως μας έμαθε και η Haraway (1988, σελ. 580), χρειαζόμαστε ένα δίκτυο που συνδέει τη γη και τις μερικές/μερισμένες γνώσεις (“an earth-wide network of connecting”).

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 κατέστη σαφές ότι υπήρχαν διαφωνίες, δυσφορία και ανταγωνισμοί μεταξύ διαφορετικών φεμινισμών, όπως υπάρχουν και σήμερα. Η ακαδημαϊκή, για παράδειγμα, πρωτοβουλία του Κέντρου δεν είναι πάντα προσφιλής σε μαχητικές, κινηματικές πρωτοβουλίες και πολλές φορές για δικαιολογημένους λόγους. Άλλα είναι επίσης σαφές σε μερικές από εμάς ότι η συνάρθρωση είναι πολιτικά στοιχειώδης προκειμένου οι διαφορετικές δράσεις να καταστούν πιο δυνατές και αποτελεσματικές. Ήδη, από τότε που πρωτοδιατυπώθηκαν και αναδείχτηκαν αυτές οι εντάσεις, έγινε επίσης σαφές για κάποιες ότι σύγκλιση μεταξύ φεμινισμών δεν μπορούσε να γίνει στη βάση μιας γενικευμένης αδερφοσύνης και αγάπης, αλλά στη βάση των διαφορών και της συνείδησης αυτών, υπογραμμίζοντας τις υλικές πραγματικότητες σχετικά με τη φυλή, την τάξη, την εθνικότητα, τη σεξουαλικότητα, τον τόπο. Με αυτή την έννοια η σύνδεση του φόνου της Zackie Oh! με τον φόνο της Τοπαλούδη δεν στοχεύει στη συγχώνευση τους. Οι παράμετροι τους είναι διαφορετικές. Είναι όμως κρίσιμο να καταστεί σαφές πως τα γυναικεία*, τρανς σώματα είναι στοχoποιημένα και εξοντώσιμα.

Ο διαφεμινισμός έχει μια μακρά ιστορία ενδυνάμωσης, διαχωρίζοντας και ενώνοντας ταυτόχρονα. Ήδη, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, από το 1970 η Haraway (1988) υπογράμμισε τη σημασία της «εντοπισμένης γνώσης», διευκρινίζοντας ότι η πολιτική της εντοπιότητας κάνει σαφείς τους τρόπους που τα σώματα πραγματώνονται, ταυτοποιούνται και δύνανται να μιλήσουν από μια συγκεκριμένη θέση. Οι ενσώματες (embodied) και τοπικά διαθέσιμες γνώσεις και εμπειρίες επιτρέπουν στα ενσώματα άτομα να μιλάνε από μια συγκεκριμένη θέση και να αναλαμβάνουν την ευθύνη για την «κατ’ ανάγκη μερική» ομιλία τους. Αυτή αφορά μια γνώση ικανή να κατασκευάζει κόσμους λιγότερο οργανωμένους από άξονες κυριαρχίας.

Η βίντεο περφόρμανς της Στυλιανίδου είναι εντοπισμένη και ενσώματη και η διαδρομή από τα υποκείμενα στα αντικείμενα, από την οθόνη στους αλγορίθμους, στα εξαρτήματα των συσκευών, στα μποτ, από το εικονικό στο πραγματικό και το φαντασιακό, συνιστά το διευρυμένο πεδίο μιας φεμινιστικής τεχνολογικής τέχνης. Είναι μια αισθητική τεχνική ανεστίασης (un-focusing) καθώς αναδεικνύει αυτό που μοιάζει να είναι εκτός του οπτικού μας πεδίου και καλλιεργεί το αίσθημα, την αίσθηση και την κατανόηση της πολυπλοκότητας και των μηχανισμών και των φορέων (agency) της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, τεχνολογίας, της μετά-ανθρώπινης και ανθρωπόκαινης συνθήκης (Parikka, 2019, σελ. 14). Αυτή η αισθητική τεχνική, όπως το θέτει ο θεωρητικός Jussi Parikka (2019), δεν είναι απλά μια περιγραφή της τρέχουσας κατάστασης, του πώς τα πράγματα γίνονται, αλλά ένας προσδιορισμός των δυναμικών καινούργιων, αναδυόμενων μορφών γνώσης, οραμάτων, αισθήσεων και συν-αισθημάτων. Ακόμα και αν αυτές οι φόρμες είναι αφηρημένες υποδηλώνουν εντελώς υλικές καταστάσεις, τοπικότητες και δυνάμεις (Parikka, 2019, σελ. 44). Και άλλωστε τα οράματα χρειάζονται εργαλεία οραματισμού (Haraway, 1988) – τέτοιες είναι οι αισθητικές τεχνικές.

Επιστρέφοντας στους στόχους του Κέντρου, επικεντρωνόμαστε στις διαφεμινιστικές συναρθρώσεις θεωρώντας ότι είναι επιτακτικές. Αυτές οι συναρθρώσεις οφείλουν να βρίσκονται σε συνεχή διαπραγμάτευση λαμβάνοντας υπόψη ενσώματες και αναγκαστικά μερικές εμπειρίες και θέσεις και χρήζουν επίσης δράσεων που εμπλέκουν συν-αισθήματα (affects), φιλίες και προσωπικές σχέσεις (η σύσταση του Κέντρου μας έχει ήδη προσφέρει νέες συναναστροφές, συντροφικότητες, καινούργιες φιλίες και συνεργασίες).

Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ένα ακόμα πρόγραμμα του Κέντρου, η χαρτογράφηση πρωτοβουλιών Φεμινιστικών, Γυναικείων*, ΛΟΑΤΚΙ Οργανώσεων και Queer Θηλυκοτήτων*, οι οποίες είναι συλλογικού και αυτόνομου χαρακτήρα και είναι ενεργές στο διευρυμένο πολιτιστικό πεδίο. Η έρευνα, την οποία αναπτύσσει και συντονίζει η ερευνήτρια Βάλια Παπαστάμου, επιχειρεί να συμβάλλει στην καταγραφή και τη διασύνδεση (interrelation) αυτονομημένων πρακτικών στο φεμινιστικό πολιτιστικό πεδίο. Στόχο της αποτελεί η διαμόρφωση ενός σχεσιακού δημόσιου αρχείου δράσεων και πρακτικών των ομάδων αυτών.

Η φόρμα ερωτημάτων που διαμορφώθηκε για αυτό τον σκοπό έχει τη μορφή ενός ψηφιακού ερωτηματολογίου. Τα ερωτήματα στα οποία οι ομάδες καλούνται να απαντήσουν αναπτύσσονται σε τρία μέρη: τον αυτοπροσδιορισμό τους, τον αυτοκαθορισμό της γλώσσας και τις πιθανές διασυνδέσεις και συναντήσεις. Τα ερωτήματα εστιάζουν, μεταξύ άλλων, στις διεκδικήσεις και τους όρους συσπείρωσης της δράσης των ομάδων, στη διαχείριση της βιωσιμότητας τους, στις πρακτικές τους ως προς τα νέα μέσα της τεχνολογίας, σε σχέση και με την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο του διαδικτύου, αλλά και στις συνδέσεις τους με άλλες ομάδες και πρωτοβουλίες του φεμινιστικού/κουίρ χώρου. Από την αρχική απεύθυνση των ερωτημάτων σε πρωτοβουλίες, που φέρουν χαρακτηριστικά ενεργής συλλογικής και αυτόνομης δράσης στο διευρυμένο πολιτιστικό πεδίο όπως διατυπώθηκε νωρίτερα, προτείνουμε τη διεύρυνση της συμμετοχής σε αυτό. Μέσα από το κάλεσμα των αρχικών πρωτοβουλιών να υποδείξουν άλλες ομάδες στις οποίες μπορούν να διαμοιραστούν τα ερωτήματα, προσβλέπουμε στη δυναμική διασύνδεση με ένα ποικίλο δείγμα πρωτοβουλιών που διατρέχουν χώρους της έρευνας, της πολιτιστικής παραγωγής, της ακτιβιστικής δράσης και λοιπά, όπως είναι και το περιοδικό στο οποίο γράφουμε τώρα.

Η ερευνητική μεθοδολογία που ακολουθείται στο, διανεμημένου χαρακτήρα, εγχείρημα της χαρτογράφησης που βρίσκεται σε εξέλιξη προτείνει τη δυναμικότητα συστημάτων γνώσης μέσα από την επιτέλεση περιθλαστικών (diffractive) μεθοδολογιών. Η περίθλαση εισάγεται ως μεθοδολογικό εργαλείο καθώς, σύμφωνα με την Iris van der Tuin (2019), φωτίζει σκιώδεις περιοχές των οριοθετήσεων έρευνας και πρακτικής και κινείται προς μια επιτελεστική θέσμιση (enactment) πέρα από τη στατική σχεσιακότητα τους. Αντίθετα με τη λογική της αντανάκλασης (reflection), η οπτική της περίθλασης διανοίγει την έρευνα στα αποτελέσματα των συνεχών διαφορών, σύμφωνα με την Karen Barad (2003), και συνιστά για το Κέντρο την οπτική του χιάσματος που διευρύνει τη συζήτηση σε διασταυρούμενους φεμινισμούς.

Στο πλαίσιο αυτό, η έρευνα, που εκκινεί από το ερωτηματολόγιο και το σχεσιακό διαμοιρασμό του στο συνεχώς διευρυνόμενο δίκτυο επαφών, εστιάζει περαιτέρω σε ερευνητικές πρακτικές οι οποίες συνιστούν «μορφοπλασίες» (figurations) εντοπισμένων θέσεων και δίνουν προτεραιότητα στις διαδικασίες και στους μετασχηματισμούς των δικτύων (Braidotti, 2013, σελ. 37). Όπως διατυπώνει η Braidotti (2013, σελ. 38), μια μορφοπλασία είναι «ένας ζωντανός χάρτης, μια μετασχηματιστική περιγραφή του εαυτού· δεν είναι μεταφορά». Οι χαρτογραφίες που προτείνουμε λειτουργούν ως εναλλακτικές αναπαραστάσεις που επιχειρούν να αναδείξουν τις διαδικασίες στρωμάτωσης των επιπέδων διασύνδεσης μεταξύ των ομάδων μέσα από ποικίλα στρωματοποιημένα στιγμιότυπα στον χρόνο. Ένα παράδειγμα της μεθοδολογικής κατεύθυνσης της έρευνας αποτελεί το στιγμιότυπο που εμφανίζεται στο παρακάτω σχήμα. Το στιγμιότυπο αυτό χαρτογραφεί τη μέχρι τώρα δυναμική των δικτυωμένων απαντήσεων που αφορούν τις υποδείξεις τις οποίες πρότειναν οι ομάδες στο ερώτημα σχετικά με το άνοιγμα του δικτύου ερωτημάτων σε άλλες πρωτοβουλίες. Επιχειρεί να εντοπίσει και να χαρτογραφήσει επικαλύψεις, πυκνώσεις και επαναφορές στο δίκτυο των κοινών απαντήσεων, ενώ παρατηρεί τον τρόπο άρθρωσης των στροφών προς νέες κατευθύνσεις διασύνδεσης, όπως για παράδειγμα προς τη φεμινιστική έρευνα: σε αυτόνομες ερευνητικές και ακαδημαϊκές ομάδες αλλά και στο φάσμα του ακτιβισμού και περισσότερο θεσμικών πρωτοβουλιών. Η χρονικότητα της αποτύπωσης είναι ενεργή, σημαίνεται εκ νέου μέσα από αναθεωρημένες κάθε φορά χαρτογραφίες και αντίστοιχα τροποποιεί συμπληρωματικά το αρχικό ερωτηματολόγιο όπου αυτό χρειαστεί λόγω των νέων δεδομένων και ερωτημάτων της έρευνας, οδηγώντας σε νέα στιγμιότυπα. Κινείται προς μια δυναμική «σχεσιακότητα» του αρχείου, μια εν κινήσει επιτελεστική ανάδυση των δεδομένων της έρευνας ως διαφορών που μετασχηματίζουν την ερευνητική διαδικασία και τη σχέση ερευνητή και φαινομένων της έρευνας και εντοπίζουν τις φεμινιστικές φωνές οι οποίες συμμετέχουν, ως πολλαπλές κοινωνικές θέσεις στη ριζωματική χαρτογραφία δικτύων συνάρθρωσης.7

H έρευνα αυτή μάς φέρνει για μια ακόμη φορά αντιμέτωπες με ερωτήματα που προκαλεί η δράση του Kέντρου, τα οποία μας απασχολούν και τα οποία μας απευθύνονται συχνά. Τα ερωτήματα αφορούν κυρίως την αμφίθυμη σχέση θεωρίας και πράξης, ακαδημίας και ακτιβισμού. Στο Κέντρο κατανοούμε ότι είναι υπόθεσή μας να συνδέσουμε τη δουλειά μας με τα ζητήματα αδικίας και ανισότητας και να στραφούμε, με τα εργαλεία μας, στον μετασχηματισμό των συστημάτων που προκαλούν αυτές τις αδικίες. Συμμεριζόμαστε την άποψη πολλών συναδέλφων ακαδημαϊκών, θεωρητικών και συγγραφέων ότι δεν υπάρχουν απλουστευτικές διαιρέσεις και διαχωρισμοί μεταξύ της ακαδημαϊκής και διανοητικής εργασίας και του κοινωνικού και πολιτικού κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κατανοούμε ότι οι συνδέσεις αυτές συχνά δεν λειτουργούν και τα αποτελέσματα τους δεν νοούνται απαραίτητα ως θετικά. Παρόλα αυτά, οι τρόποι που οργανώνονται και κατασκευάζονται τα αξιακά συστήματα είναι μέρος της εργασίας μας στα πλαίσια της ακαδημίας και των προσωπικών μας αναμετρήσεων. Στόχος της χαρτογράφησης ή της διασύνδεσης που επιχειρούμε είναι να δημοσιοποιούμε εγχειρήματα που αρθρώνουν πολιτικό ακτιβισμό και μας ωθούν στην προοπτική μιας εμπλεκόμενης (engaged) ακαδημαϊκής έρευνας και τέχνης.

Επίσης, κοινοποιώντας περιπτώσεις –είτε αναφορικά με έργα που παράγονται στο Κέντρο, είτε μέσω του αρχείου και της χαρτογράφησης– οι οποίες αφορούν συγκεκριμένα πλαίσια, γεωγραφικά, τοπικά, επιμέρους ομάδων τα οποία μπορεί να φαντάζουν απομακρυσμένα, ασύνδετα ή ξένα μεταξύ τους, επιχειρούμε να μιλήσουμε για αυτά τα ιδιαίτερα πλαίσια και συγκείμενα στα οποία καθεμία από τις διαφορετικές πρακτικές διαμορφώθηκαν, προσφέροντας εναλλακτικούς αισθητικό-γνωσιακούς σχηματισμούς.

Άλλωστε, παρά την επαγγελματοποίηση και την κανονικοποίηση των φεμινιστικών προταγμάτων, στην οποία η ακαδημία παίζει ένα σημαντικό ρόλο, εξακολουθεί να είναι κρίσιμο να συμμετέχουμε στον τρόπο που θεσμοποιούνται, διδάσκονται και ερευνώνται τα ζητήματα που μας απασχολούν και επιπλέον να αναδεικνύουμε τις αλλαγές με σημασία, οι οποίες συντελούνται στους ιδιωτικούς, δημόσιους και οικείους χώρους μας. Οφείλουμε να εμποτίζουμε την ακαδημαϊκή αρένα με τα ζητήματα που είναι κρίσιμα, συμβάλλοντας συνεχώς στον μετασχηματισμό και της ίδιας της ακαδημίας σε τόπο όπου ικανοποιούνται συλλογικά φεμινιστικά αιτήματα, παρά να αφήνουμε να διαφεύγει η διανοητική, επιστημονική και κοινωνική βία προς αυτά.

Μέσα, λοιπόν, από τη χαρτογράφηση, την παραγωγή θεωρίας, τις εκπαιδευτικές πρακτικές, το έργο της μετάφρασης, τα καλλιτεχνικά πρότζεκτ που αναλαμβάνει το Κέντρο, περικλείονται δυνατότητες κοινωνικής αλλαγής και δραστικών, πολιτικών τρόπων να ενασκούμε την πρακτική μας (και όχι «πολιτικών» έργων). Όλες αυτές οι πρακτικές νοούνται για εμάς ως στοχευμένα εργαλεία μέσω των οποίων ανοίγονται πολιτικά φαντασιακά. Τα ενσώματα οράματα (embodied visions), στην προοπτική νέων συνδέσεων και συναρθρώσεων, που δεν υπάγονται σε αφηρημένες καθολικές κατηγορίες και αξίες και δεν περιορίζονται μόνο στην πολιτική των ταυτοτήτων, μας ωθούν να στραφούμε και να εμπνευστούμε από κινήματα και δράσεις που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Οι διαμαρτυρίες για τους φόνους της Zackie Oh! μπορούν φαντασιακά και ποιητικά αλλά και κυριολεκτικά να συνδεθούν με το κίνημα των Ni Una Menos στην Αργεντινή και των #MiércolesNegro (τη μεγάλη διαμαρτυρία για τον βιασμό, τον βασανισμό και τη δολοφονία της δεκαεξάχρονης Lucia Perez). Αυτή η διαμαρτυρία θα μπορούσε να είναι μια διαμαρτυρία για την Ελένη. Έργα όπως αυτό της Στυλιανίδου που παρουσιάστηκε εδώ, αλλά και η χαρτογράφηση των φεμινιστικών, κουίρ, έμφυλων πρωτοβουλιών μπορούν να αξιοποιηθούν ως κομβικά σημεία των διεκδικήσεων μας, των συναρθρώσεων, των πολιτικών φαντασιακών μας, των οραμάτων, της θεωρίας και της τέχνης μας και να μας συνδράμουν να κατανοήσουμε τα τυφλά σημεία των διαφορετικών θέσεων μας με τα οποία πολλές από εμάς αναμετριόμαστε και συνεχίζουμε να μην παραιτούμαστε.

 

Σημειώσεις

1 Οικειοποιούμαστε τον όρο που εισάγει η Rosalind Krauss, «γλυπτική στο διευρυμένο πεδίο» (Sculpture in the expanded field, 1979). H Krauss προτείνει πολλαπλούς προσδιορισμούς για τη γλυπτική πρακτική, που συμπεριλαμβάνουν γλυπτικές φόρμες, κατασκευές σε ανοιχτούς χώρους (site constructions) και «αξιωματικές δομές» (axiomatic structures). Στην ανάλυσή της εξετάζει τις πρακτικές μινιμαλιστών καλλιτεχνών οι οποίοι, εισάγοντας με ριζοσπαστικό τρόπο τη χωρικότητα, τη χρονικότητα, την ενσώματη εμπειρία στην καλλιτεχνική πρακτική, διαρρηγνύουν τα όρια του παραδοσιακού μέσου. Οι αισθητικές τεχνικές διευρυμένου πεδίου, στη δική μας περίπτωση, βρίσκουν τη γενεαλογία τους σε αυτή τη συζήτηση και στο διευρυμένο πεδίο που διατρέχει τη φυσική και την εικονική πραγματικότητα, τη ψηφιακή και μετά-ψηφιακή συνθήκη, την ανθρώπινη και μετά-ανθρώπινη προοπτική..

2 Αν και ο όρος έχει εισαχθεί από επιστήμονες νωρίτερα, άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μετά το 2000, όταν ο νομπελίστας χημικός Paul J. Crutzen διατύπωσε ισχυρά τη θέση ότι η επίδραση του ανθρώπου και τα ανεξίτηλα ίχνη της δραστηριότητάς του στην ατμόσφαιρα, στους ωκεανούς, στην επιφάνεια και γενικότερα στον πλανήτη της γης τους τελευταίους αιώνες, είναι τόσο σημαντικά ώστε να μιλάμε πια για μια νέα γεωλογική εποχή, το Ανθρωπόκαινο ή την Εποχή του Ανθρώπου. Η θέση αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο συζητήσεων πολλών επιστημόνων από διαφορετικά πεδία και βρίσκει γόνιμο έδαφος σε καλλιτεχνικά, επιμελητικά και θεωρητικά πονήματα που επικεντρώνονται στην εμπλοκή αισθητικής, επιστημολογίας και κυβερνησιμότητας. Η Donna Haraway, επισημαίνει ότι ο όρος αυτός πρέπει να εξετασθεί σε σχέση με τις συμπληρωματικές έννοιες του Capitalocene (Καπιταλόκαινου), της Εποχής του Κεφαλαίου και της έννοιας που προτείνει η ίδια, του Chthulucene (Χθουλόκαινου), που περιγράφει της γήινες –χθόνιες– δυνάμεις που ενεργοποιούνται από τα απόβλητα του Ανθρωπόκαινου και τον εξτρεμισμό του Καπιταλόκαινου.

3 Η επανάδραση/επιτελεστική επαναθέσμιση (re-enactment) είναι μια πρακτική ζωντανών ανακατασκευών (ιστορικών) γεγονότων. Η πρακτική αυτή έχει υιοθετηθεί από σύγχρονους/ες καλλιτέχνες, οι οποίοι δοκιμάζουν τα όρια του πραγματικού και της μυθοπλασίας, της αλήθειας και του ψεύδους, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αυθεντικότητα και την αυθεντία, του ποιος/α δικαιούται να αφηγηθεί την ιστορία, την εξουσία, τη σχέση του παρελθόντος με το παρόν, στοχεύοντας κριτικά σε νέες και πολλές φορές λοξές, πιο ριζοσπαστικές αφηγήσεις και ερμηνείες των γεγονότων και της ιστορίας.

4 Η επιτελεστική ανάγνωση (perfromative reading) έχει υιοθετηθεί από πολλούς/ες σύγχρονους/ες καλλιτέχνες ως ένα είδος (genre) καλλιτεχνικής πρακτικής, ένα νέο καλλιτεχνικό μέσo. Κατ’ αναλογία της επιτελεστικής γραφής, την οποία προήγαν φεμινίστριες συγγραφείς όπως η Peggy Phelan, η πρακτική αυτή υιοθετεί την ανάγνωση, τη διάλεξη ως φόρμα, με σκοπό όμως να υποσκάψει την υποταγή στη γνώση, προωθώντας μια διαδικασία ξεμαθέματος του ποιοι/ες είμαστε, ενάντια στην ιδέα ότι η γνώση οδηγεί σε ένα ολοκληρωμένο, τελικό και οριστικό σημείο. Και όπως μια τέτοια γραφή είναι από μόνη της μια επιτέλεση που αντανακλά τη φευγαλέα και εφήμερη φύση της επιτέλεσης, τους μηχανισμούς της μνήμης και της αναφορικότητας πριν και μετά από αυτή, τέτοια είναι και η επιτελεστική ανάγνωση και διάλεξη που αναπτύσσεται από τους καλλιτέχνες.

5 Σχετικά με την έννοια των «εκ-λειπόντων» ανθρώπων (missing people) βλ. Braidotti R. (2019), Posthuman knowledge, Κέιμπριτζ: Polity Press, σελ. 161, και συγκεκριμένα τις αναφορές της στο έργο της Wynter S. (2015), On being human as praxis, Ντάραμ: Duke University Press.

6 Η προκατάληψη και η καταπίεση δεν απαντάται μόνο μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και θα έχουν επίδραση στην οικονομία, την πολιτική, την εργασία, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση. Οι δικτυακές κατηγοριοποιήσεις επιβεβαιώνουν ήδη υπάρχουσες προκαταλήψεις, δεδομένα αμφιβόλου «αμεροληψίας», διαιωνίζοντας τις διακρίσεις εντός και εκτός του δικτύου. Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι βασίζονται στην εκρηκτική ποσότητα πληροφοριών που είναι διαθέσιμες μέσω των μηχανών αναζήτησης, οι σχεδιαστές του δικτύου στρέφονται στους αλγορίθμους για να διευκρινίσουν ποιος/α βλέπει τι. Όταν αυτοί οι αλγόριθμοι δεν είναι διαφανείς για το κοινό, το γιατί και πώς ένα σύστημα ρυθμίζεται προκειμένου να κάνει την επιλογή μιας συγκεκριμένης εικόνας ή διαφήμισης μπορεί να παραμένει ένας υπόγειος ελεγκτικός μηχανισμός. Εντέλει, αυτή η ενίσχυση των προκαταλήψεων μεταξύ του διαδικτύου και των χρηστών του μπορεί να διογκώσει τα στερεότυπα και να επηρεάσει ακόμη περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τους ρόλους τους σε αυτόν.

7 Παπαστάμου Β., μέρος από το υπό διαμόρφωση παραδοτέο/υποέργο «Αρχείο-Χαρτογράφηση Φεμινιστικών* Πρωτοβουλιών» του Κέντρου.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Braidotti R. (2014), Νομαδικά υποκείμενα: Ενσωματότητα και έμφυλη διαφορά στη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία, Αθήνα: νήσος.

Δημητρακάκη Α. (2013), Τέχνη και παγκοσμιοποίηση: Από το μεταμοντέρνο σημείο στη βιοπολιτική αρένα, Αθήνα: Εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας.

Ξενόγλωσση

Barad Κ. (Άνοιξη 2003), Posthumanist Performativity: Toward an Understanding of How Matter Comes to Matter, Signs: Journal of Women in Culture and Society 28(3), σελ. 801-831.

Braidotti, R. (2019), On affirmative ethics, στο Braidotti R., Posthuman knowledge, Κέιμπριτζ: Polity Press, σελ. 153-174.

Dimitrakaki, A. (2003), Gender, artwork and the labour imperative. Μάντσεστερ: Manchester University Press.

Haraway, D. (Φθινόπωρο 1988), Situated knowledges: The science question in feminism and the privilege of partial perspective. Feminist Studies, 14(3), 575-599.

Haraway, D. (1991), Simians, cyborgs and women: The reinvention of nature, Νέα Υόρκη: Routledge.

Parikka J. (2019), Cartographies of Environmental Arts, στο Braidotti R. & Bignall S. (επιμ.), Posthuman ecologies: Complexity and process after Deleuze, Λονδίνο: Rowman & Littlefield International Ltd., σελ. 41-60.

Tuin der van I. (2019), Deleuze and Diffraction, στο Braidotti R. & Bignall S. (επιμ.), Posthuman ecologies: Complexity and process after Deleuze, Λονδίνο: Rowman & Littlefield International Ltd., σελ. 17-39.

Ελπίδα Καραμπά

Η Ελπίδα Καραμπά είναι θεωρητικός τέχνης και ανεξάρτητη επιμελήτρια εκθέσεων. Ειδικεύεται στη σχέση της τέχνης με συστήματα γνώσης, έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την τέχνη αρχείου και την τέχνη στον δημόσιο χώρο. Τo έργο και οι δημοσιεύσεις της εστιάζουν στην ιστορία και θεωρία της τέχνης, στην πολιτική, στη φεμινιστική θεωρία, σε επιτελεστικές, ακτιβιστικές και ερευνητικές καλλιτεχνικές πρακτικές και σε θεωρίες που αφορούν τις θεσμικές πρακτικές και τον λόγο (discourse) γύρω από αυτές. Διδάσκει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Είναι επιστημονική υπεύθυνη του ερευνητικού προγράμματος Κέντρο Νέων Μέσων και Φεμινιστικών Πρακτικών στον Δημόσιο Χώρο στο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το 2014 ίδρυσε την Προσωρινή Ακαδημία Τεχνών (ΠΑΤ), ένα υβρίδιο καλλιτεχνικής, επιμελητικής και εκπαιδευτικής πρακτικής. Παρακλάδι της ΠΑΤ είναι ο ΣΕΠ (Σωματείο Εργαζομένων στον Πολιτισμό), ένας οργανισμός που ασχολείται με τη μελέτη, την ανάλυση, την προώθηση και τη στήριξη των εργασιακών υποθέσεων των εργαζομένων στον πολιτισμό.