Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Skip links

Α-γ-α-π-η-μ-έ-ν-η: Δέκα λεπτά για εννιά γράμματα

Α-γ-α-π-η-μ-έ-ν-η: Δέκα λεπτά για εννιά γράμματα

 

Ελένη Παπαγαρουφάλη

 


 

Όταν έμαθα πως η Τόνι Μόρισον (Toni Morrison) «έφυγε» ένοιωσα λύπη αλλά και επιθυμία να ξαναδιαβάσω, μετά από πολλά χρόνια, το μυθιστόρημά της Αγαπημένη (Νεφέλη 1989, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη). Θυμόμουν αμυδρά την ιστορία – για ένα μωρό που σκότωσε η φυγάδα μάνα του για να μην της το πάρουν πίσω οι λευκοί ιδιοκτήτες της και περάσει τα δικά της δεινά σαν σκλάβα και που από τότε «Αυτό», το φάντασμα του μωρού, είχε στοιχειώσει το σπίτι της. Θυμόμουν εντονότερα ότι η «παιδοκτόνος» Σηθ είχε αναγκαστεί να δώσει το χιλιοβιασμένο κορμί της, για «δέκα λεπτά», στον λευκό άντρα που της υποσχέθηκε σαν αντάλλαγμα να χαράξει «τζάμπα» στην ταφόπλακα του αβάπτιστου παιδιού της το όνομα με τα «εννιά γράμματα»: Α-γ-α-π-η-μ-έ-ν-η. Δεν είχα ξεχάσει καθόλου την εκπληκτική, μη γραμμική, δομή του μυθιστορήματος μέσα από την οποία η Μόρισον μας καταβυθίζει στον αιμοδιψή φυλετικό ρατσισμό που με το αίμα του μούσκεψε τον αμερικάνικο νότο του 19ου αιώνα και συνεχίζει να μουσκεύει και να βρωμίζει όλη την υφήλιο (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) του 21ου αιώνα.

Για τέσσερις μέρες ξαναβυθίστηκα μέσα σ’ έναν κόσμο μαύρων παιδιών, γυναικών, αντρών, που αν δεν «το είχαν σκάσει από τα αφεντικά τους, ή δεν είχαν κρεμαστεί, είχαν νοικιαστεί, δανειστεί, αγοραστεί, επιστραφεί, αποθηκευτεί, υποθηκευτεί, κερδηθεί, κλαπεί, ή αρπαχθεί» και, βέβαια, βιασθεί από εκείνα τα «άσπρα πράματα», τους «ανθρώπους χωρίς δέρμα» κάθε ηλικίας – «Δεν υπάρχει κακοτυχιά στον κόσμο, υπάρχουν μόνο άσπροι», έλεγε και ξανάλεγε η Μπέμπα Σαγκς, πεθερά της Σηθ και συγκάτοικός της στο στοιχειωμένο σπίτι. Ξαναβρέθηκα ανάμεσα σε ανθρώπους που, όπως ο φυγάδας Πωλ Ντη, προσπαθούσαν να επιβιώσουν, μαθαίνοντας «να αγαπούν μόνο λίγο το καθετί» (το νεογέννητό τους, τον έρωτα, τη σκέψη ενός μέλλοντος, την επόμενη αυγή), έτσι ώστε όταν θα τους «το άρπαζαν οι άσπροι να τους έμενε λίγη αγάπη για το επόμενο ‘καθετί’ που ‘θα έμοιαζε με ζωή’». Και ανάμεσα σε ανθρώπους που, όπως η Ντένβερ, το μόνο από τα τέσσερα παιδιά που είχε απομείνει της Σηθ, διεκδικούσαν λυσσαλέα ακόμα και την αγάπη και τη συντροφιά των νεκρών για να μη μένουν μόνοι και περιφρονημένοι. Ξαναείδα ανθρώπους που η μοναδική ευκαιρία που τους δινόταν να νιώσουν λίγο πιο πάνω από τους λευκούς ήταν στα πανηγύρια, όταν (και) οι λευκοί γίνονταν «ακίνδυνοι» γιατί ήταν «χαμένοι» –«Τους είχε κοπεί η ανάσα από την έξαψη ότι θα ’βλεπαν χαμένους λευκούς: να ’ναι ακέφαλοι ή με δυο κεφάλια, να ’ναι εφτά μέτρα ψηλοί ή εξήντα πόντους κοντοί, να ζυγίζουν έναν τόνο…»– να ’ναι κι αυτοί τα «τέρατα» που έβλεπαν οι λευκοί στα πρόσωπα και τα σώματα των «αράπηδων». Όσο κι αν τους έβριζαν και τους έφτυναν ακόμα κι αυτοί οι παρακατιανοί άσπροι, για τον Πωλ Ντη, τη Σηθ και την Ντένβερ «δυο πένες και μια βρισιά έπιαναν τόπο αν ήταν να δουν το θέαμα των λευκών που γίνονταν θέαμα» – αυτή τη φορά στα μάτια των μαύρων και όχι το αντίστροφο.

Από τα ελάχιστα που διάβασα για την Αγαπημένη διαπίστωσα ότι δίνεται έμφαση κυρίως στην επιτυχημένη σύζευξη του «μεταφυσικού» με το «πραγματικό», εδώ της ζωντανής δράσης του νεκρού κοριτσιού με τους ζωντανούς συγκάτοικους στο στοιχειωμένο σπίτι. Πράγματι, η Μόρισον, με την εκπληκτική δύναμη της γραφής της, ανασταίνει νεκρούς και πεθαμένους, τους πηγαινοφέρνει στον α-χωροχρονικό Άδη και, όπως όλες/οι οι καλές/οί λογοτέχνιδες/ες, δίνει υπόσταση στο ανυπόστατο, καθιστά δυνατό το αδύνατο, διανοητό το αδιανόητο. Παρόλα αυτά, εγώ δεν αισθάνθηκα κάποια πρόθεσή της να μας μιλήσει για κάτι το «μεταφυσικό». Αντίθετα, την αισθάνθηκα να μας μιλάει για κάτι απολύτως «φυσικό» με την έννοια του αναμενόμενου: πως αφού «δεν υπάρχει σπίτι σ’ αυτήν τη χώρα που να μην είναι γεμάτο ως τη σκεπή με τη θλίψη κάποιου νέγρου νεκρού», τότε καμία μαύρη και κανένας μαύρος, ακόμα κι αν είχαν ελευθερωθεί επίσημα ή ανεπίσημα, δεν ήταν προφυλαγμένοι «από το παρελθόν που ακόμα τους περίμενε».

Παραδόξως, όταν έψαξα την Αγαπημένη για να την ξαναδιαβάσω, τη βρήκα ανάμεσα σε βιβλία «ανθρωπολογικά» και «μετααποικιακών σπουδών» και όχι «λογοτεχνικά». Το απέδωσα στο ότι τόσο την πρώτη φορά (αρχές του 1990;), όσο και τη δεύτερη, όταν τέλειωσα το διάβασμα αισθάνθηκα ότι αυτό το μυθιστόρημα «εμπλούτιζε» τις ανθρωπολογικές μου γνώσεις για το φυλετικό. Από τη μια πλευρά, η ποιητική γραφή της Μόρισον μου αποκάλυπτε τα πολύπλοκα συναισθήματα με τα οποία ζούσαν τη δουλεία οι μαύροι (και οι λευκοί) το αμερικανικού νότου. Από την άλλη, η μη γραμμική, αποσπασματική σχεδόν ασυνάρτητη, πολλές φορές, δομή του έργου –δομή που δεν θα τολμούσα να χρησιμοποιήσω εγώ, η ανθρωπολόγος– με εισήγαγε με έξοχο τρόπο στο πολιτικοοικονομικό χάος της αποικιοκρατίας και στη δίνη μέσα στην οποία στροβιλίστηκαν, κι ακόμη στροβιλίζονται, μαύροι και λευκοί, αλλά και στροβιλιζόμαστε όλοι και όλες, σε όλον τον κόσμο, εξαιτίας της νεοαποικιοκρατίας.

Γιατί οδηγήθηκα σε αυτή την έμμεση σύγκριση ανθρωπολογίας και λογοτεχνίας; Μάλλον επειδή διάβασα το λογοτεχνικό έργο (και) ως ανθρωπολόγος. Άρα υπέπεσα στο λάθος που μας προσάπτουν ορισμένοι κριτικοί της λογοτεχνίας να προσεγγίσω το μυθιστόρημα σαν «πηγή» (πάντως όχι ως «τεκμήριο»), πληροφόρησης για τις φυλετικές και έμφυλες σχέσεις ή και να δω τη λογοτεχνία ως εθνογραφία; (Lebkowska 2012). Ακόμα κι αν συνέβη αυτό, μου φαίνεται πιο ενδιαφέρων ο λόγος που μ’ έκανε να ξαναγυρίσω στην Αγαπημένη (όπως αυτή γύρισε στη μάνα της): νομίζω πως όλον αυτόν τον καιρό, από την πρώτη φορά μέχρι σήμερα, η Αγαπημένη δεν έπαψε να με συντροφεύει (όχι να με στοιχειώνει), ασκώντας μια ανεπαίσθητη πίεση στις «επιστημονικές-ανθρωπολογικές» σκέψεις μου για τις απανταχού φυλετικές και έμφυλες σχέσεις, πίεση προς νέες διερωτήσεις, νέες προσλήψεις ή πρόσκαιρες απαντήσεις. Εξάλλου, όπως έχει πει και η Veena Das (2007) «μερικές πραγματικότητες πρέπει να γίνουν πρώτα μυθιστόρημα για να γίνουν καταληπτές αργότερα».

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Αγαπημένη Τόνι Μόρισον…

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Das, V. (2007). The Life of Concepts and How They Speak to Experience. Στο M. Nielsen και N. Rapport (επιμ.), The Composition of Anthropology, σελ. 39. Λονδίνο: Routledge.

Lebkowska, Α. (2012). Between the Anthropology of Literature and Literary Anthropology. Teksty Drugie, 2, σελ. 19-29.

Ελένη Παπαγαρουφάλη

Η Ελένη Παπαγαρουφάλη είναι Ομότιμη Καθηγήτρια (Πάντειο Πανεπιστήμιο), με διδακτορικές σπουδές στην Κοινωνική Ανθρωπολογία (Παν/μιο Κολούμπια, ΗΠΑ, 1990). Έχει εκτεταμένο διδακτικό, ερευνητικό και δημοσιευμένο έργο στην πολιτισμική θεωρία, στις θεωρίες φύλου, ενσωμάτωσης και υγείας, στις ήπιες διπλωματικές πρακτικές της ΕΕ και του ΟΗΕ στην Ελλάδα. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: Δώρα ζωής μετά θάνατον. Πολιτισμικές εμπειρίες (Πατάκης, 2012 [2002]), και Ήπια διπλωματία. Διεθνικές αδελφοποιήσεις και ειρηνιστικές πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα (Αλεξάνδρεια, 2013).